Live τώρα    
26°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
26 °C
23.2°C29.1°C
2 BF 55%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
26 °C
25.5°C26.6°C
3 BF 49%
ΠΑΤΡΑ
Σποραδικές νεφώσεις
28 °C
25.0°C30.4°C
2 BF 52%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
24 °C
22.8°C24.9°C
1 BF 68%
ΛΑΡΙΣΑ
Αυξημένες νεφώσεις
24 °C
23.5°C23.5°C
2 BF 60%
Ευρωπαϊκή Ένωση / Μπορεί να μεταμορφωθεί σε στρατιωτική υπερδύναμη;
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ευρωπαϊκή Ένωση / Μπορεί να μεταμορφωθεί σε στρατιωτική υπερδύναμη;

134959854a.jpg
ΑΝΑΛΥΣΗ

Ενα μεγάλο δίλημμα πλανάται πάνω από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες καθώς οι κυρίαρχες ελίτ ξεδιπλώνουν τα σχέδιά τους πάνω στην αφήγηση ότι η εποχή της ειρήνης έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί και πως η ήπειρος πρέπει να προετοιμάζεται για πόλεμο. Το δίλημμα γίνεται πιεστικότερο επειδή στον ορίζοντα ξεπροβάλλει η πιθανότητα επανόδου του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ξυπνώντας τον παιδικό εφιάλτη του αποχωρισμού από την αμερικανική μητρική προστασία...

Μπορεί η Ευρώπη να προστατέψει με τις δικές της δυνάμεις τον εαυτό της; Θα κάνει ό,τι χρειάζεται για να μπορεί να υπερασπιστεί την «επικράτεια» και τις αξίες της που κινδυνεύουν, όπως διατείνονται οι κεφαλές της; Μπορεί να δράσει από κοινού;

Ανάπτυξη αυτόνομης άμυνας

Δύο καλά εδραιωμένες θεωρίες ισχύουν εδώ, εξηγεί στο Foreign Policy ο Στίβεν Γουόλτ, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στην έδρα Robert and Renée Belfer του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Η πρώτη είναι η θεωρία της ισορροπίας ισχύος ή διαφορετικά της «εξισορρόπησης της απειλής». Η θεωρία αυτή λέει ότι μια σοβαρή εξωτερική απειλή για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, όπως για παράδειγμα μια γειτονική μεγάλη δύναμη με ισχυρό στρατιωτικό δυναμικό και άκρως ρεβιζιονιστικές φιλοδοξίες θα αναγκάσει τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να την αποτρέψουν ή, αν χρειαστεί, να την αποκρούσουν. Πρόκειται δηλαδή για μια παρορμητική αντίδραση που, υποθετικά, θα γίνει ισχυρότερη αν τα κράτη της Ευρώπης αντιληφθούν -επιτέλους- πως δεν μπορούν να βασίζονται πια σε κανέναν άλλον πλην των ιδίων για την προστασία τους.

Οι πρόσφατες αυξήσεις των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών και οι αποφάσεις της Σουηδίας και της Φινλανδίας να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ καταδεικνύουν αυτή την τάση των απειλούμενων κρατών να εξισορροπούν την απειλή και να μην περιμένουν τον από μηχανής θεό -από την Ουάσιγκτον- να τα «σώσει». Με βάση λοιπόν αυτή τη θεωρία, υπάρχει αισιοδοξία στους κύκλους των ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ. Η εξ ανατολών απειλή, υπαρκτή ή υποτιθέμενη, θα οδηγήσει σε αφύπνιση και με τη σειρά της σε προθυμία για στρατιωτική ενδυνάμωση και ανάπτυξη «αυτονόμης» αποτρεπτικής ικανότητας.

Η θέση ότι τα ευρωπαϊκά κράτη εξαρτώνται υπερβολικά από την προστασία των ΗΠΑ και δεν επιθυμούν να διατηρήσουν επαρκείς αμυντικές δυνατότητες είναι μια παλιά ιστορία αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αλλάξει δεδομένα και συσχετισμούς κι έχει δρομολογήσει αλλαγή οπτικής. Τα μέλη του ΝΑΤΟ ξοδεύουν τώρα περισσότερα για στρατιωτικούς εξοπλισμούς και η Ε.Ε. ενέκρινε πρόσφατα πρόσθετη οικονομική στήριξη 50 δισ. ευρώ για την Ουκρανία. Όμως η ικανότητα της Ευρώπης να διατηρεί σημαντικές δυνάμεις επί του πεδίου για περισσότερες από μερικές εβδομάδες παραμένει αμελητέα, κατά τον Γουόλτ. Εν ολίγοις, εξακολουθεί να βασίζεται στις ΗΠΑ για ορισμένες κρίσιμες ικανότητες στρατιωτικής αποτροπής.

«Συλλογικό αγαθό»

Η άλλη θεωρία για τον ευρωπαϊκό αμυντικό «απογαλακτισμό» από την Αμερική έχει αρνητικά στοιχεία και δεν εμπνέει αισιοδοξία. Επειδή η ασφάλεια είναι ένα «συλλογικό αγαθό», τα κράτη-μέλη μιας συμμαχίας ενδέχεται να μπουν στον πειρασμό της... «δωρεάν βόλτας» με τα λεφτά των άλλων. Με άλλα λόγια έχουν την τάση να πιστεύουν πως οι ισχυροί σύμμαχοί τους θα κάνουν ό,τι πρέπει για να κρατήσουν ασφαλείς τις χώρες τους ακόμα κι αν αυτές συνεισφέρουν τα λιγότερα. Αυτό εξηγεί γιατί τα ισχυρότερα μέλη μιας συμμαχίας τείνουν να συνεισφέρουν σε δυσανάλογα υψηλότερα ποσοστά στη συλλογική προσπάθεια. Αν τα ηγετικά μέλη μιας συμμαχίας κάνουν αρκετά για να αποτρέψουν ή να αποκρούσουν μια επίθεση, οι συνεισφορές των μικρότερων μελών μπορεί τελικά να φαντάζουν περιττές.

Ετσι, επικρατεί η πεποίθηση ότι η συμμαχία δεν θα γίνει ισχυρότερη ακόμα κι αν οι «μικρότεροι» διπλασιάσουν τη συνεισφορά τους. Εξού και ο πειρασμός να περιοριστούν στο μικρότερο μερίδιο με τη σιγουριά ότι τα ισχυρότερα μέλη θα κάνουν αρκετά και για το δικό τους συμφέρον. Αν, ωστόσο, αρκετά μέλη υποκύψουν στον πειρασμό να αφήσουν τους άλλους να σηκώσουν το μεγαλύτερο βάρος ή αν άλλα εγωιστικά συμφέροντα υπερνικήσουν την ανάγκη συνεργασίας, τότε η συμμαχία μπορεί να μην παράγει τις συνδυασμένες δυνατότητες και τη συντονισμένη στρατηγική που χρειάζεται για να είναι ασφαλής, γράφει ο Γουόλτ εν είδει «μηνύματος».

Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι η προσπάθεια για τη δημιουργία μιας ικανής ευρωπαϊκής αμυντικής δύναμης αντιμετωπίζει σημαντικά εμπόδια. Και στην αρχή όλων βρίσκονται βέβαια οι εντελώς διαφορετικές θεωρήσεις των Ευρωπαίων συμμάχων του ΝΑΤΟ για το τι απειλεί τη Συμμαχία και πόσο σοβαρή είναι αυτή η απειλή. Προφανώς δεν υπάρχει κοινή θέση για το επίπεδο και την «ταυτότητα» των κύριων προβλημάτων ασφαλείας που αντιμετωπίζει η Ε.Ε. Για παράδειγμα, για τα κράτη της Βαλτικής και την Πολωνία είναι προφανές ότι η Ρωσία αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Για την Ισπανία ή την Ιταλία, ωστόσο, η Ρωσία είναι στην καλύτερη περίπτωση ένα μακρινό πρόβλημα και η μετανάστευση είναι σαφώς το μεγαλύτερο και πιεστικότερο. Μπορεί αυτές οι διχογνωμίες να μην εμποδίζουν την Ευρώπη να αναπτύξει μια αποτελεσματική συλλογική άμυνα, αλλά σαφώς κάνει πιο περίπλοκα τα ζητήματα του επιμερισμού των βαρών και του στρατιωτικού σχεδιασμού. Εν κατακλείδι, το να πειστεί η Πορτογαλία να συνεισφέρει περισσότερα για να βοηθήσει στην άμυνα της Εσθονίας χρειάζεται σίγουρα λίγη περισσότερη προσπάθεια...

Το όνειρο του ευρωστρατού

Αυτός είναι κι ένας από τους βασικούς λόγους που πολλοί συνεχίζουν να θεωρούν πρακτικά ανέφικτη την ιδέα του ευρωστρατού, ακόμη και τώρα που υποτίθεται ότι η ευρωπαϊκή ασφάλεια απειλείται άμεσα. Στη θεωρία, η ιδέα συνένωσης των ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων φαίνεται ελκυστική. Ένας ενιαίος ευρωπαϊκός στρατός θα απέφευγε τις δαπανηρές επικαλύψεις, θα διευκόλυνε τεράστια οικονομία κλίμακας και θα εξάλειπτε τις γραφειοκρατικές ανεπάρκειες. Ένας κοινός στρατός θα μπορούσε επίσης να σημαίνει μια πιο αξιόπιστη αποτροπή και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στο πεδίο της μάχης.

«Αλλά καθόσον η Ε.Ε. αποτελείται από έθνη-κράτη, η ιδέα ενός κοινού στρατού είναι θεμελιωδώς ελαττωματική» επισημαίνει ένας άλλος οξυδερκής αναλυτής στο FP, ο Μπαρτ Σέτσικ, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού Sciences Po και πρώην μέλος του Επιτελείου Σχεδιασμού Πολιτικής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Οποιοσδήποτε τέτοιος στρατός, αν ποτέ δημιουργηθεί, θα διοικείται υπό τη σκιά ενός βέτο της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ουγγαρίας ή οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους που μπορεί να έχει διαφορετική προσέγγιση στη χρήση στρατιωτικής ισχύος, διαφορετική σχέση με τη Ρωσία ή διαφορετική άποψη σχετικά με την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού σε μια εμπόλεμη πλευρά. Πόσο μάλλον όταν στην πραγματικότητα ο τεράστιος όγκος της ευρωπαϊκής στρατιωτικής ικανότητας είναι ήδη συγκεντρωμένος σε μόλις πέντε χώρες -Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και Πολωνία- που αθροιστικά αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 70% των στρατιωτικών δαπανών εντός της Ε.Ε. Βλέπουν, άραγε, αυτές οι χώρες τη θρυλούμενη ρωσική «απειλή» υπό το ίδιο πρίσμα; Προφανώς όχι. Με τις ζωές χιλιάδων πολιτών τους να τίθενται σε κίνδυνο, είναι εντελώς αδιανόητο οι κυβερνήσεις του Παρισιού, του Βερολίνου ή της Βαρσοβίας να προθυμοποιηθούν να στείλουν στρατιώτες τους υπό τη σημαία της Ε.Ε. σε μια σύγκρουση χωρίς να διατηρούν δικαίωμα απόλυτου βέτο σε οποιαδήποτε σχετική απόφαση. «Ατελείωτες διαμάχες, πικρή μνησικακία και άλλες προστριβές θα είναι σίγουρα εξασφαλισμένα σε μια τέτοια περίπτωση. Τι θα ωφελούσε λοιπόν ένας στρατός της Ε.Ε. αν τελικά δεν μπορείς να τον χρησιμοποιήσεις;» διερωτάται ο Σέτσικ.

Πόσο επικίνδυνος είναι ο Πούτιν

Την ίδια στιγμή, όσοι επιμένουν ότι η Ευρώπη πρέπει να κάνει περισσότερα στον στρατιωτικό τομέα αντιμετωπίζουν ένα λεπτό δίλημμα: Πρέπει να είναι σε θέση να πείσουν την κοινή γνώμη στις χώρες τους ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα που χρήζει αντιμετώπισης, αλλά πρέπει επίσης να μπορούν να την πείσουν ότι η επίλυσή του δεν θα είναι πολύ «δαπανηρή» ή δύσκολη. «Αν προσπαθήσουν να καλλιεργήσουν υποστήριξη για μια μεγάλη εκστρατεία εξοπλισμού προκειμένου να ξεπεράσουν τις στρατιωτικές δυνατότητες της Ρωσίας παρουσιάζοντας τον Βλαντίμιρ Πούτιν ως έναν τρελό με απεριόριστες φιλοδοξίες, η πρόκληση που θα αντιμετωπίσει η Ευρώπη θα είναι ανυπέρβλητη και ο πειρασμός να υποχωρήσει στον “θείο Σαμ” θα αυξηθεί», επισημαίνει ο Στίβεν Γουόλτ. «Αν πάλι η ισχύς και οι φιλοδοξίες της Ρωσίας θεωρηθούν πιο μετριοπαθείς και ως εκ τούτου διαχειρίσιμες, θα είναι πιο δύσκολο να πειστούν οι Ευρωπαίοι πολίτες να κάνουν μεγάλες θυσίες τώρα και να μείνουν σε αυτή την τροχιά στο μέλλον.

Για να λειτουργήσει στην πράξη η μεγαλύτερη στρατιωτική αυτονομία της Ευρώπης, οι Ευρωπαίοι πρέπει να πιστέψουν ότι η Ρωσία είναι επικίνδυνη, αλλά πρέπει επίσης να πιστέψουν ότι μπορούν να χειριστούν το πρόβλημα ακόμα κι αν οι ΗΠΑ κάνουν πολύ λιγότερα γι’ αυτό. Επομένως, ο ισχυρισμός ότι είναι απλώς αδύνατο για την Ευρώπη να υπερασπιστεί τον εαυτό της προκειμένου να κρατήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες πλήρως δεσμευμένες στην ευρωπαϊκή άμυνα μπορεί να είναι αντιπαραγωγικός διότι θα αποθάρρυνε μια σοβαρή ευρωπαϊκή προσπάθεια αυτονόμησης την ώρα που οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μείωναν ούτως ή άλλως τη δέσμευσή τους».

Η πρόκληση της αυτονόμησης από τις ΗΠΑ

Τα αχρείαστα πυρηνικά και η αμερικανική αμφιθυμία για την ευρωπαϊκή στρατιωτική ισχύ

Εμπόδιο για μια στρατιωτικά «αυτόνομη» Ευρώπη είναι μη εξαιρουμένου ο διττός ρόλος των πυρηνικών όπλων. Αν το δόγμα είναι ότι τα πυρηνικά όπλα αποτρέπουν επιθετικές ενέργειες μεγάλης κλίμακας, τότε κατά πάσα πιθανότητα οι βρετανικές και γαλλικές πυρηνικές δυνάμεις και η αμερικανική «πυρηνική ομπρέλα» θα προστατεύσουν το ΝΑΤΟ από μια ρωσική επίθεση σχεδόν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Αν, ωστόσο, δεν υπάρχει βεβαιότητα για την αξιοπιστία της εκτεταμένης πυρηνικής αποτροπής ή αν η Ευρώπη δεν θέλει να απαντήσει με χρήση πυρηνικής ισχύος σε κάποια πρόκληση χαμηλού επιπέδου, τότε το είδος της στρατιωτικής ευελιξίας που απαιτείται για την απόκρουσή της μπορούν να το παρέχουν μόνο οι συμβατικές δυνάμεις. Αυτό το ζήτημα αποτελούσε αντικείμενο ενδοσυμμαχικής διαμάχης στο ΝΑΤΟ καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και αποτυπώθηκε στις αντιπαραθέσεις γύρω από το σχέδιο «Ευέλικτης Αντίδρασης» τη δεκαετία του 1960 και πολύ περισσότερο με την πολιτική διαμάχη για τους «Πέρσινγκ» και «Κρουζ» τη δεκαετία του 1980. Το ζήτημα παραμένει επίκαιρο σήμερα στον βαθμό που η συνεχής παρουσία πυρηνικών όπλων μπορεί να δελεάσει ορισμένα κράτη να «εγκαταλείψουν» τις συμβατικές δυνάμεις τους.

Ευρώπη εξαρτημένη και πειθήνια

Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, τουλάχιστον προς το παρόν, είναι η μακροχρόνια αμφιθυμία της Αμερικής όσον αφορά την ενθάρρυνση της Ευρώπης να τα βγάλει πέρα μόνη της στρατιωτικά. Οι ΗΠΑ ήθελαν γενικά οι Ευρωπαίοι εταίροι τους να είναι στρατιωτικά ισχυροί -αλλά όχι πολύ ισχυροί- και πολιτικά ενωμένοι, αλλά όχι πολύ ενωμένοι, γράφει χαρακτηριστικά ο Γουόλτ. Γιατί; Επειδή αυτή η διευθέτηση μεγιστοποιούσε την επιρροή των ΗΠΑ σε έναν συνασπισμό ικανών αλλά υποδεέστερων εταίρων.

Η Ουάσιγκτον ήθελε το υπόλοιπο ΝΑΤΟ να είναι αρκετά ισχυρό ώστε να είναι χρήσιμο και ταυτόχρονα πλήρως συμβατό με τις επιθυμίες των ΗΠΑ. Κι αυτό το διπλό παιχνίδι θα ήταν πιο δύσκολο να συνεχιστεί αν τα ευρωπαϊκά μέλη της Συμμαχίας γίνονταν ισχυρότερα και άρχιζαν να μιλούν με μια φωνή. Η επιθυμία να παραμείνει η Ευρώπη εξαρτημένη και πειθήνια οδήγησε διαδοχικά τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ να αντιταχθούν σε οποιαδήποτε βήματα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πραγματική ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία. Αν μη τι άλλο, πάνω σε αυτόν τον σκόπελο προσκρούει και ναυαγεί διαχρονικά κάθε σχεδιασμός για έναν κοινό ευρωπαϊκό στρατό.

«Θυσίες» για την «ασφάλεια»

Τα καλά νέα -υπάρχουν κι αυτά...- είναι ότι τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ έχουν συνδυαστικά και αθροιστικά πολύ περισσότερη εν δυνάμει ισχύ από τη Ρωσία. Έχουν τρεις έως τέσσερις φορές μεγαλύτερο στρατό και οι οικονομίες τους είναι συνδυαστικά έως και δέκα φορές μεγαλύτερες από την οικονομία της Ρωσίας. Αρκετοί αναλυτές έχουν επισημάνει ότι η Ρωσική Ομοσπονδία δεν διαθέτει το μέγεθος της οικονομίας που θα της επέτρεπε να εμπλακεί σε πολεμικές συγκρούσεις μεγάλης κλίμακας.

Επίσης τα ευρωπαϊκά κράτη εξακολουθούν να διαθέτουν σημαντικές στρατιωτικές βιομηχανίες ικανές να παράγουν εξελιγμένα όπλα. Ακόμη πιο αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ ξοδεύουν αθροιστικά τουλάχιστον τρεις φορές περισσότερα για στρατιωτικούς εξοπλισμούς από ό,τι η Ρωσία κάθε χρόνο. Ακόμη και αν συνυπολογιστούν τα υψηλότερα κόστη και η γενικότερη αναποτελεσματικότητα, η Ευρώπη έχει περισσότερες από αρκετές δυνατότητες ισχύος για να αποτρέψει ή να αποκρούσει μια ρωσική επίθεση, υπό την προϋπόθεση ότι η ικανότητά της αυτή οργανώνεται και καθοδηγείται σωστά. Και ο ρωσικός στρατός δεν είναι κολοσσός. Μπορεί οι επιδόσεις του και η παραγωγική ικανότητα της ρωσικής στρατιωτικής βιομηχανίας να έχουν βελτιωθεί σημαντικά μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, ωστόσο η Ρωσία δυσκολεύτηκε να υπερφαλαγγίσει τους λιγότερους αριθμητικά και υποδεέστερα οπλισμένους Ουκρανούς. Ένας στρατός που χρειάστηκε μήνες για να καταλάβει μια πόλη όπως η Μπαχμούτ δεν πρόκειται να ξεκινήσει έναν επιτυχημένο αστραπιαίο πόλεμο εναντίον οποιουδήποτε άλλου. Τότε λοιπόν πώς δικαιολογείται όλη αυτή η σπουδή για πολεμικές προετοιμασίες; Αν πριν από περίπου 15 χρόνια ζητούνταν από τους ευρωπαϊκούς λαούς να κάνουν «θυσίες» χάριν του ευρώ και της οικονομικής «ασφάλειας» που αυτό τους πρόσφερε, σήμερα δεν θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερο πρόσχημα για έναν νέο κύκλο «θυσιών», στο όνομα πια της ευρωπαϊκής ασφάλειας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL