Live τώρα    
13°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
11.4°C14.1°C
4 BF 83%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
13 °C
11.4°C14.9°C
2 BF 63%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
14 °C
14.0°C14.8°C
1 BF 66%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
17 °C
16.5°C17.7°C
2 BF 61%
ΛΑΡΙΣΑ
Αραιές νεφώσεις
12 °C
11.8°C12.4°C
2 BF 87%
Ετερότητα
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ετερότητα

Της Ευγενίας Μπογιάνου

Η νουβέλα «Ιστορία του γερασμένου παιδιού», πρώτο έργο της Τζέννυ Έρπενμπεκ, κυκλοφόρησε στη Γερμανία το 1999, δέκα χρόνια μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Στην Ελλάδα πρωτοκυκλοφόρησε το 2004 από τις εκδόσεις Ίνδικτος, αλλά ήταν για πολλά χρόνια εξαντλημένη, μέχρι αυτή τη νέα έκδοση από τον Καστανιώτη, στην ίδια εξαιρετική, ξαναδουλεμένη σε κάποια σημεία, μετάφραση του Αλέξανδρου Κυπριώτη, ο οποίος υπογράφει και το κατατοπιστικό επίμετρο.

Μια αληθινή ιστορία που ακούει η Έρπενμπεκ από τη μυθιστοριογράφο γιαγιά της Χέντα Τσίννερ και αφορά μία θαυμάστρια της τελευταίας αποτελεί την πηγή έμπνευσης για τη νουβέλα που από την πρώτη στιγμή προκάλεσε διθυραμβικά σχόλια και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες.

Αφήγηση πολλαπλών ερμηνειών

Πρόκειται για μια ερμητική αφήγηση πολλαπλών ερμηνειών με κυρίαρχη την αίσθηση του αλλόκοτου, η οποία ακολουθεί την πορεία ενός δεκατετράχρονου κοριτσιού. «Όταν το βρήκανε, στεκότανε νυχτιάτικα μες στο δρόμο μ’ έναν άδειο κουβά στο χέρι, σ’ έναν εμπορικό δρόμο, και δεν έλεγε τίποτα».

Ένα πλάσμα άμορφο, ούτε όμορφο ούτε άσχημο, μεγαλόσωμο, ένα πλάσμα έξω από τον χρόνο, δίχως μνήμη, δίχως αναμνήσεις, πεντάρφανο, που το μόνο που το περιβάλλει «είναι το τίποτα» και το μόνο που αναγνωρίζει είναι ο άδειος κουβάς που κρατάει στα χέρια του όταν το βρίσκουν.

Καταλήγει σ’ ένα ίδρυμα για παιδιά, όπου αρχίζει να εξασκείται στην τέχνη της αφάνειας. Υπάρχει διά της απουσίας. Παρ’ όλο τον όγκο του, καταλαμβάνει ελάχιστο χώρο, καθώς προσπαθεί να γίνει αποδεκτό σε έναν σκληρό παιδικό κόσμο, μένοντας σχεδόν δίχως φωνή, κάνοντας τον λιγότερο δυνατό θόρυβο. Βρίσκοντας μια θέση μέσα εκεί μέσω της κατωτερότητας.

«Εκείνη τη στιγμή η κατωτερότητα είναι η μοναδική σχέση που υφίσταται ανάμεσα σ’ αυτό και σ’ εκείνους». Εξασκείται επίσης στην τέχνη της λήθης. Υπάρχει χωρίς το παρελθόν του, χωρίς καμία υπόνοια για το μέλλον, σ’ ένα αέναο παρόν -σε μια πεισματική παιδικότητα δίχως μνήμη- που του εξασφαλίζει σταθερότητα και γαλήνη διά της υποταγής στις επιθυμίες των άλλων.

 

Ένας κόσμος ζόφου

Η αφήγηση είναι στακάτη, χωρίς κανένα στολίδι. Η γλώσσα της Έρπενμπεκ σε χτυπάει κατακούτελα, σε παρασύρει σε έναν κόσμο ζόφου, όπου τον τόνο δίνει η ασθμαίνουσα ψυχή αυτού του αλλόκοτου πλάσματος. Το αποστασιοποιημένο τρίτο πρόσωπο «σπάει» μόνο σε δύο μικρές παραγράφους όπου η αφήγηση γυρνάει σε πρώτο πρόσωπο (σαν να ζουμάρει ο φακός), δύο σημεία που μας υποψιάζουν ότι ίσως το κορίτσι να μην είναι ακριβώς αυτό που φαίνεται. «Το βάρος της ζωής μου αυξάνεται. Από πάνω μου ανυψώνω ένα μεγαλοπρεπές παλάτι».

Είναι γνωστή η ρήση που λέει το εξής: «Όταν ο αναγνώστης δημιουργεί, ο συγγραφέας σωπαίνει». Με άλλα λόγια ο κάθε αναγνώστης μπορεί να δώσει τη δική του ερμηνεία σ’ ένα έργο -όσοι οι αναγνώστες, άλλες τόσες και οι ερμηνείες.

Στην «Ιστορία του γερασμένου παιδιού» αυτός ο κανόνας μοιάζει να ταιριάζει απολύτως, καθώς η συγγραφέας γράφει δίχως να δίνει οδηγίες χρήσεις, δίχως να θέλει ούτε για μια στιγμή να καθοδηγήσει («Η Έρπενμπεκ έχει κάνει όρκο να μην ξεστομίσει καμιά κοινοτοπία, κανέναν κοινόλεκτο ψυχολογισμό∙ και τον κρατάει» έγραψε ο Κωστής Παπαγιώργης) δημιουργώντας έναν ανοικτό κόσμο, έξω από τα καθιερωμένα, έξω από αυτά που εύκολα κατατάσσονται.

«Επιστροφή» σ’ έναν περίκλειστο κόσμο

Γνωρίζοντας την καταγωγή της και το πότε γράφτηκε το βιβλίο μπορεί κάποιος να βγάλει το συμπέρασμα πως πρόκειται για μια πολιτική παραβολή, για έναν κόσμο που υπήρξε και κατέρρευσε μέσα σε μια και μόνο στιγμή αφήνοντας πίσω του ανθρώπους που τους στέρησαν το παρελθόν. Άρα εδώ μιλάμε για μια «επιστροφή» σ’ έναν περίκλειστο, ασφαλή, έστω κι αν είναι αποπνικτικός, οικείο κόσμο. Εξ ου και «Ιστορία», δίχως το οριστικό άρθρο στην αρχή, όπως εύστοχα επισημαίνει στο επίμετρο ο Κυπριώτης.

Μια άλλη ανάγνωση είναι πως πρόκειται για μια ακραία μορφή ετερότητας. Για τον άνθρωπο που, επειδή δεν χωρά σε καλούπια και νόρμες, παραγκωνίζεται και περιθωριοποιείται αναπτύσσοντας και ο ίδιος μια ανάλογη συμπεριφορά ώστε να μην «προκαλεί». Αλλά επίσης πρόκειται και για μια πεισματική άρνηση της σκληρής ενηλικίωσης, για μια προσκόλληση στον αγαθό (;) κόσμο της παιδικότητας.

Το γερασμένο κορίτσι είναι ένα σιωπηλό πλάσμα που πάλλεται από πάθος και αντιφάσεις. Η Έρπενμπεκ μια συγγραφέας -το μετέπειτα έργο της είναι εντυπωσιακό- απρόσμενη, δαιμόνια, ρηξικέλευθη, ξεχωριστή.

Τζέννυ Έρπενμπεκ, «Ιστορία του γερασμένου παιδιού»

Εκδ. Καστανιώτη

Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης

Σελ. 128. Τιμή: 12 ευρώ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL