Live τώρα    
23°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
23 °C
22.0°C25.2°C
3 BF 51%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
23 °C
20.8°C25.4°C
2 BF 41%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
20 °C
19.9°C21.6°C
4 BF 55%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
21 °C
20.4°C20.8°C
2 BF 68%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
24 °C
23.9°C24.0°C
0 BF 33%
Με φόντο την Κυψέλη
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Με φόντο την Κυψέλη

Του Λέανδρου Πολενάκη

Είμαι παλιός Κυψελιώτης, γεννήθηκα στη συμβολή δύο κεντρικών της δρόμων και θυμάμαι τις λάσπες μετά την αθώα βροχή, μύριζε χώμα, πριν επέλθει ο μεταπολεμικός λυμεών της πίσσας (άσφαλτος). Είμαι αυτό που λένε γηγενής, αν όχι αυτόχθων. Μπορεί και να κρατάω απ' την πέτρα που έριξε πίσω του ο Δευκαλίων μετά τον Κατακλυσμό και ύστερα μετανάστευσε, δεν το ξέρω. Ξέρω όμως καλά τον χώρο και τον χρόνο της. Γι’ αυτό μπορώ να σας μιλήσω για το έργο -παράσταση του Παντελή Φλατσούση στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, ένα θέατρο- ντοκουμέντο βασισμένο σε συνεντεύξεις κατοίκων της Κυψέλης, με τον τίτλο “Κυψέλη, νέα παιδιά στη γειτονιά”. Περνώντας πρώτα μέσα από τις δικές μου μνήμες. Πώς αλλιώς;

Η Κυψέλη δεν πήρε το όνομά της μόνο ως μια πολύβουη συνοικία εργαζόμενων. Είναι κάτι περισσότερο από γειτονιά, είναι ένας τόπος με επιστρωματώσεις μνήμης, ατομικής ή συλλογικής. Μεσοαστική γειτονιά στην επιφάνεια, τότε, αραιοκατοικημένη από τους λεγόμενους “νοικοκυραίους”, με “στίβα” έναν άλλο, ετερογενή πληθυσμό, στα κοσμοβριθή της μισοφωτισμένα υπόγεια.

Θυμάμαι όταν ήρθαν οι επικυρίαρχοι από την άλλη όχθη του Ατλαντικού (Άτλαντες;) και άνοιξαν τα πρώτα εμπορικά τους γραφεία στην πόλη, με τους θλιβερούς εδώ εκπροσώπους τους, τα ανθρωπάκια - κούκλες, αποφάσισαν και διέταξαν, κάθε μνήμη, ατομική ή συλλογική (που ενώνονται στη βάση τους όπως τα βουνά), να σβηστεί, από κάθε δρόμο, οικόπεδο, πλατεία, σπίτι, δέντρο, τοίχο. Αρχίζοντας από την Κυψέλη. Επειδή οι μνήμες ήταν γραμμένες με αίμα που δεν σβήνει ούτε ξεθωριάζει, αρχαίο και νέο μαζί, αποφάσισαν και διέταξαν την κατεδάφιση όλων των “παλαιών κτισμάτων”, προς ανανέωση του τοπίου. Αλλά ο τόπος δεν γίνεται εύκολα τοπίο και οι μνήμες δεν διαγράφονται με διατάγματα όσο εμείς τις κρατάμε εντός μας ζωντανές.

Θυμάμαι τον κυρ-Νίκο τον τσαγκάρη από την Τήνο στο μικροσκοπικό του υπόγειο της οδού Κεφαλληνίας, ακούραστος να σολιάζει τα παπούτσια όλης της γειτονιάς, πάντα σκυμμένος, αλλά όχι σκυφτός, πάνω από τον πάγκο του. Αυτός κι αν είχε γνωρίσει τα Μακρονήσια.

Θυμάμαι τα μυστηριώδη απρόσιτα υπόγεια του γωνιακού εργαστηρίου ειδών ζαχαροπλαστικής που μ' έστελνε η μάνα μου για πετιμέζι, εκεί που σήμερα είναι το θέατρο “Τόπος Αλλού”. (Γιατί αλλού; Έπρεπε να το λένε “Εδώ είμαστε!”). Έκρυβαν, έλεγαν, ακόμη ό,τι είχε απομείνει από ένα εαμικό τυπογραφείο. Απέναντι, το σπίτι του σπουδαίου τεχνοκριτικού Τώνη Τσιρμπίνου με την τεράστια βιβλιοθήκη -η τύχη της αγνοείται- όπου είχε φιλοξενηθεί ο Ποπόφ, εκπρόσωπος της ΕΣΣΔ στο σύντομο πέρασμά του από την Αθήνα τον, μοιραίο, Δεκέμβρη του '44. Παραδίπλα, στην Κυκλάδων, ήταν ένα σπίτι - παγίδα της Ασφάλειας, ψεύτικη γιάφκα, όπου έπιαναν όσους διώκονταν για τα φρονήματά τους. Πολλοί το πλήρωσαν με τη ζωή τους.

Πρόλαβα, ακόμη παιδί, το τελευταίο “χωνί” του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος, ένα παγωμένο άσπρο ξημέρωμα του Μάρτη του '53, έριχνε ασταμάτητα όλη νύχτα. Η μάνα μου είχε φτιάξει έναν μικρό άνθρωπο από χιόνι στο μπαλκόνι και μας το φύλαγε της αδελφής μου και εμένα για έκπληξη, ήταν το πρώτο χιόνι μας, όταν η έκπληξη ήρθε από αλλού, άκουσα, μόνο εγώ και κανείς άλλος, το “χωνί” να επαναλαμβάνει με την ίδια επίσημη, πένθιμη, σταθερή φωνή “Σύντροφοι, πέθανε ο Στάλιν!” Δεν έχω άλλους μάρτυρες και δύσκολα με πιστεύουν όταν το λέω, αλλά είναι απόλυτη αλήθεια. Δεν ήταν όνειρο, το άκουσα!

Αυτά από την πλευρά μου. Ο Παντελής Φλατσούσης, νεότατος ηλικιακά σκηνοθέτης που οι πρόσφατες δουλειές του, πάντα στην Κυψέλη, με το “Λεόντιος και Λένα” του Μπίχνερ και με την “Ιταλική νύχτα” του Χόρβατ, άφησαν περισσότερο από καλές εντυπώσεις, εδώ τώρα, στο πλαίσιο του “Ανοίγματος στην πόλη” του Φεστιβάλ, αναλαμβάνει ένα ξεχωριστό εγχείρημα. “Βλέποντας” την κοινωνική και φυλετική σήμερα διαστρωμάτωση του τόπου, με κύριο όχημα τις αφηγήσεις παιδιών που μένουν στην Κυψέλη, εμπλουτισμένες με συνεντεύξεις ενηλίκων κατοίκων, επιχειρεί να δώσει μια διαφορετική οπτική της καθημερινής πραγματικότητας και της ιστορίας της γειτονιάς μέσα απο παιδικά και ενήλικα μάτια διαφόρων εθνικοτήτων.

Η παράσταση έχει ως επίκεντρο το μεγάλο, άγνωστο στους περισσότερους ιστορικό κτήριο του 15ου Γενικού Λυκείου της Αθήνας, περιλαμβάνοντας ένα “μυητικό” πέρασμα από τους δαιδαλώδεις διαδρόμους του. Η κίνηση του πολυπληθούς κοινού μέσα στο κτήριο γίνεται με άριστα οργανωμένο θεατρικά τρόπο, σαν να βγαίνει “αλώβητο” μέσα από την κοιλιά ενός μυθικού τέρατος.

Η δραματουργία (Κατερίνα και Παναγιώτα Κωνσταντινάκου) είναι στο ύψος της, δομημένη πάνω στα ερωτήματα που θέτει πώς βλέπουν τα παιδιά τη ζωή τους στη γειτονιά; Πώς βιώνουν τον κόσμο των ενηλίκων; Πώς επηρεάζονται από τις κοινωνικοπολιτικές εντάσεις; Παράλληλα, προκύπτουν ερωτήματα που αφορούν την ίδια τη θεατρική τέχνη: Πώς βιώνουμε θεατρικά το παρόν, πως αφηγούμαστε τον χώρο και τον χρόνο; Τα σκηνικά (Ελένη Στρούλια) δεν αντιδικούν με το μεγάλο σκηνικό του ίδιου του κτηρίου, τα κοστούμια (Βασιλεία Ροζάνα) υπηρετούν σεμνά τον ρόλο τους, η μουσική “παίζει” (Παναγιώτης Μανουηλίδης), το ίδιο και οι φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου και τα βίντεο του Γιάννη Μπερερή.

Μια δουλειά πρωτότυπη, εκτελεσμένη με πάθος και μεράκι, αλλά και με γνώση, από έναν νέο σκηνοθέτη που πρέπει να προσεχθεί.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL