Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
15.8°C19.3°C
1 BF 59%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
16 °C
11.6°C19.0°C
2 BF 64%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
15 °C
12.0°C15.9°C
2 BF 67%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
18 °C
16.8°C19.7°C
2 BF 63%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
11 °C
10.9°C15.7°C
0 BF 82%
Όλα με τη σειρά τους
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Όλα με τη σειρά τους

Της Ευγενίας Μπογιάνου

6, Ματσούκας Λεωνίδας,

ο επονομαζόμενος και Λέο θέλω να γράψω, αλλά δεν το γράφω,

Πρόκλου 10, 11034

σύνορα με Μετς, η πιο ωραία γειτονιά της Αθήνας, η γειτονιά μου, θέλω να γράψω, αλλά δεν το γράφω

το σούπερ, in, κοσμοπολίτικο Παγκρατάκι θέλω να γράψω, αλλά δεν το γράφω ούτε αυτό.

Είμαι επίσημος και λακωνικός, όπως ταιριάζει στην περίσταση.

Το ίδιο επίσημη και λακωνική είναι η απάντηση - κατάφαση επιβεβαίωσης της ταυτότητάς μου, τώρα ησύχασα, ξέρω ποιος είμαι, όπως και η επιβεβαίωση του σκοπού μου, α, ναι, έχω συγκεκριμένο σκοπό, δεν βγαίνω έτσι στο ξεκούδουνο, να τρέξω θέλω, όχι για να ξεφύγω από την κατάσταση, από αυτήν δεν ξεφεύγει κανείς, μη γελιόμαστε τώρα, έτσι, για άθληση μόνο, για να ξεσκουριάσω λίγο τα τεμπέλικα μέλη μου, για να σηκωθώ από το κρεβάτι, που εκτελεί και χρέη γραφείου, τραπεζαρίας, ακόμη και γυμναστηρίου, ξέρεις πόσες ώρες κοπανιέμαι εκεί πάνω; Το βαρέθηκα όμως. Θέλω να αλλάξω παραστάσεις.

Μετακίνηση 6, Ματσούκας Λεωνίδας, Πρόκλου 10, Παγκράτι.

Έτσι, νέτα σκέτα. Σοφόν το σαφές, που λένε.

Ψηλώνω κανα-δυό πόντους πάντως που κανείς δεν αμφισβητεί την ταυτότητά μου και ξεκινάω.

Κατηφορίζω την Άγρας. Μια κυρία με ένα σκυλάκι που έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση, με το που με βλέπει, χώνεται πιο βαθιά μέσα στο πανωφόρι της, κάνει μια κίνηση σαν για να φτιάξει τη μάσκα στο πρόσωπό της που δεν ολοκληρώνει τελικά και απομακρύνεται όσο μπορεί έτσι ώστε, όταν διασταυρωνόμαστε, να μας χωρίζουν τουλάχιστον δυο μέτρα. Υπάκουη που είναι κι αυτή, σκέφτομαι, όλα κατά γράμμα τα τηρεί, αλλά και πάλι, δίχως να το θέλω, σκύβω και αυτοκοιτάζομαι. Βρε, μπας κι έχω πάνω μου κάτι που την πρόσβαλε; Ξέρω γω, μήπως είναι τα παντελόνια μου ανοιχτά; Μήπως φαίνεται κάτι που θα έπρεπε να κρύβω; Μήπως κάτι τη φόβισε; Το ύφος μου; Το ύψος μου; Το χρώμα των ματιών μου; Ο τρόπος που περπατάω;

Όλα μοιάζουν κανονικά. Μόνο η κανονικότητα δεν είναι κανονική. Εγώ πάντως είμαι.

Νιώθω ανακούφιση τώρα κι αρχίζω να περπατώ με πιο γρήγορο ρυθμό. Κάτι σαν γρήγορο βάδισμα ή αργό τρέξιμο, ένα πράμα. Αλλά κάτι, κάτι υπάρχει σαν μύγα μέσα στο μυαλό μου, που στριφογυρνά και με ενοχλεί, και κάτι μου λέει ενοχλώντας με, ένα νούμερο, ναι, αυτό είναι, ένα νούμερο που επαναλαμβάνει διαρκώς, 68, και πάλι 68 και μετά ρυθμικά, 68, 68. Τι είναι; Θα μπορούσε να είναι το αντίτιμο της δόσης για την πιστωτική μου κάρτα, 68 ευρώ, Eurobank, ή θα μπορούσε να είναι η ημερομηνία της γέννησής μου, ή η ημερομηνία εκείνου του Μάη, Θεέ, υποψιάζομαι ότι είστε αριστερός διανοούμενος, γίνετε ρεαλιστές, απαιτήστε το αδύνατο, απαγορεύεται το απαγορεύεται, μην παίρνετε το ασανσέρ, πάρτε την εξουσία, ή η ημερομηνία που εισέβαλαν τα τανκς στην Τσεχοσλοβακία, στη χώρα του συγγραφέα του «Αστείου», στη χώρα του Κάφκα, αλλά δεν είναι τίποτα από όλα αυτά.

Είναι ένα νούμερο σε μια αλληλουχία αριθμών, πριν από το 69, μετά το 67 και πάει λέγοντας.

Την είχα γνωρίσει πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια σ’ ένα κυλικείο. Ο γιος μου τότε ήταν παιδάκι του Δημοτικού και τον πήγαινα για στίβο στις εγκαταστάσεις του Εθνικού στο Ζάππειο. Αποδείχθηκε ανεπίδεκτος αθλήσεως και εξελίχτηκε με τα χρόνια σε μέγα χαρτογιακά αλλά τότε δεν το ήξερα. Τον περίμενα να τελειώσει πίνοντας νερομπούλι καφέ και καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα σ’ ένα κυλικείο κατάμεστο από καπνό και από άλλους, το ίδιο ταλαίπωρους με μένα, γονείς. Εκεί καθότανε κι αυτή, σχεδόν πάντα στην ίδια γωνιά, και διάβαζε αστυνομικά, συνήθως αυτά τα μικρά σε σχήμα από τη μαύρη σειρά της Άγρας. Δεν έπινε τίποτα, ούτε κάπνιζε, μόνο σήκωνε καμιά φορά το βλέμμα και έψαχνε να δει τι κάνουν τα εγγόνια της, δυο δίδυμα αγόρια στην ηλικία του γιού μου, που όμως το είχαν με τον αθλητισμό και μάλιστα ο ένας από αυτούς, ο Πέτρος, αργότερα, έφτασε μέχρι τον πρωταθλητισμό. Δεν έδειχνε καμία ανησυχία. Έβλεπε αν ήταν εκεί που έπρεπε να είναι και μετά βυθιζόταν πάλι στο διάβασμα. Θα ήταν τότε καμιά εβδομηνταριά χρονών αλλά έμοιαζε νεότερη. Είχε εκείνη τη σπίθα στο βλέμμα που δεν ξέρει από ηλικίες. Πιάσαμε κουβέντα μια μέρα με πολύ κρύο και από τότε τα λέγαμε σχεδόν πάντα. Ήταν αστεία, ευφυής και καλόβολη. Αγαπούσε ιδιαίτερα τον Μαιγκρέ, αγαπούσε «Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής», αγαπούσε τον μονόφθαλμο Μεξικάνο τον Μπελασκοαράν. Γίναμε φίλοι. Ήταν συνταξιούχος εκπαιδευτικός, τα δίδυμα ήταν τα παιδιά της κόρης της, είχε ένα γιο με αυτοάνοσο νόσημα σχεδόν κατάκοιτο, μιλούσε γι’ αυτόν σαν να μην έτρεχε τίποτα, ο μόνος της φόβος μου είχε πει κάποτε, χαμηλώνοντας λίγο τη φωνή, ήταν να μην φύγει μετά από κείνον. «Όλοι πρέπει να φεύγουν με τη σειρά τους» μου είχε πει.

Είχα καιρό να τη δω αλλά μιλούσαμε πάντα στο τηλέφωνο. Τον θάνατό της μου τον ανακοίνωσε ο Πέτρος ο εγγονός της. Έγινε το νούμερο 68. Την νίκησε ο φονικός ιός.

Νά που βρήκα ρυθμό στο περπάτημα. Στα φανάρια δεν σταματάω καθόλου, οι δρόμοι είναι άδειοι, αχανείς, με καλοδέχονται. Περνάω έξω από τον κλειστό Εθνικό. Την βλέπω να με κοιτάζει με κείνο το βλέμμα το περιπαικτικό, το άτακτο. «Εντέλει όλα με τη σειρά τους γίνανε» μου λέει.

Λίγες μέρες μετά έμαθα πως ακολούθησε και ο γιος της.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL