Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ψιχάλες
18 °C
16.3°C18.6°C
4 BF 69%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αυξημένες νεφώσεις
14 °C
11.6°C15.9°C
3 BF 71%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
14 °C
12.1°C15.4°C
2 BF 85%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
19.3°C20.8°C
3 BF 68%
ΛΑΡΙΣΑ
Ψιχάλες
13 °C
12.9°C14.6°C
3 BF 82%
Από το 1789 στο 1989
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Από το 1789 στο 1989

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Λέγεται πως η τέχνη προηγείται της όλης Ιστορίας· θα πρόσθετα ότι άλλοτε έπεται, και σπανίως συγχρονίζεται με αυτήν, όπως συνέβη με τους ποιητές της ηλικίας μου, που η ιστορική τομή του 1989 τους βρήκε κατά τη στιγμή της ωρίμανσής τους, και ανταποκρίθηκαν, αλλάζοντας τον ρυθμό του ποιητικού τους / ποιητικού μας κόσμου, όπως με κείμενα αλλά και αφιερώματα έχουμε δείξει από τις σελίδες των «Αναγνώσεων». Αρκεί νομίζω η διαπίστωση του ποιητή Γιώργου Μπλάνα, σε ένα από αυτά τα αφιερώματα:

«οποιοδήποτε καλλιτεχνικό έργο δημιουργήθηκε μετά το ’89 δεν έχει πολλές πιθανότητες να συγκαταλεχθεί ανάμεσα στα ενδιαφέροντα του είδους του, αν δεν φέρει τη σφραγίδα της εποχής του, αν δεν έχει συλλάβει, με κάποιον τρόπο, αυτό που αργοπεθαίνει κι αυτό που γεννιέται σιγά σιγά στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Μοιραία, η τέχνη τέτοιων ιστορικών περιόδων μετριέται όχι με τους κανόνες του παρελθόντος, αλλά με τους κανόνες του μέλλοντος».

Εδώ όμως θέλω θα δείξω πως το πέρασμα από την εποχή της νεωτερικότητας στη σημερινή εποχή εσωτερικεύεται και στο έργο παλαιότερων ποιητών, επιβεβαιώνοντας τη διαφορά του ποιητικού και του εν γένει χρόνου. Ας δούμε μια αφανή -αλλά διά της συμπαράθεσης νομίζω προφανή- συνομιλία δύο ποιημάτων, γραμμένα από δύο -εκ των πιο πολιτικοποιημένων- μεταπολεμικούς ποιητές, η οποία συζήτηση ξεκινά από τα δοκίμια του Βύρωνα Λεοντάρη, για την ποίηση της ήττας (1963-1964). Εκεί, ο Λεοντάρης μπαίνει ουσιαστικά στον προβληματισμό του Κατσαρού, ελέγχοντας τις ιδέες του, και μάλιστα σημειώνει: “Ο Κατσαρός αντιμάχεται την εκδοχή της θριαμβεύουσας επανάστασης”.

Ο Λεοντάρης ποτέ δεν επανήλθε σε αυτή τη συζήτηση με όρους δοκιμιακού λόγου, παρ’ ότι η (παρα)φιλολογία περί της ποίησης της ήττας διαρκεί μέχρι τις μέρες μας. Προτίμησε να δώσει τις απαντήσεις του ποιητικά, σημείο προς σημείο, και το αξιώθηκε με τη συλλογή / σύνθεσή του Εν γη αλμυρά (1996), η οποία εκδίδεται όταν ο κύκλος της “χαρούμενης νεωτερικότητας” έχει κλείσει, δηλαδή μετά το 1989, όταν η ήττα της γενικότερης αντίληψης της “προόδου” είναι πλέον πασιφανής.

Ένα από τα ποιήματα του βιβλίου απαντά στο (και διαλέγεται με το) στοχαστικότερο ποίημα της συλλογής του Κατσαρού Κατά Σαδδουκαίων (1953), με τα δύο ποιήματα να κορυφώνονται στο κλείσιμό τους, το μεν του Κατσαρού αναζητώντας τις νέες λέξεις-σύμβολα για τις νέες “πυρκαγιές”, το δε του Λεοντάρη δείχνοντας τη σημερινή πραγματικότητα, που πλέον ορίζεται από τις “αντιλέξεις”, που “έλκουν πίσω και ρουφούν το νόημά τους”.

Δύο ποιήματα που αποτυπώνουν με διαύγεια την αίσθηση της ιστορικής στιγμής που γράφτηκαν. Το ποίημα του Κατσαρού επισημαίνει τη μεγάλη ήττα που ήδη έχει συμβεί (ο Βασίλ Τάνεφ κατηγορήθηκε, αδίκως, για την πυρπόληση του Ράιχσταγκ, ενώ ο Έρνστ Τέλμαν εκτελέστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης), παρά τη νικηφόρα έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου για τους “συμμάχους”, δηλαδή επισημαίνει την ήττα της αντίληψης της αναπόφευκτης προόδου, ενώ το ποίημα του Λεοντάρη επισφραγίζει την οριστική ήττα της όλης αντίληψης της νεωτερικότητας. Και κάτι περισσότερο: το ποίημα του Λεοντάρη φθάνει στην ήττα των ίδιων των προϋποθέσεων του κοσμοειδώλου του Δυτικού πολιτισμού, προϋποθέσεις που αντλούνται από την κλασική εποχή. Ο τελευταίος στίχος του, “Και δεν αρκεί να ονοματίσεις κάτι για να υπάρξει”, μας παραπέμπει στην αντίληψη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, ότι η ίδια η λέξη αποτελεί γεγονός (όπως μας το έχει δείξει ο Λουτσιάνο Κάνφορα). Δεν είναι λοιπόν μια δυστοπική εικόνα αυτή που μας δίνει ο Λεοντάρης, αλλά η εικόνα ενός μη-τόπου, μη-Λόγου: το ιστορικό παρόν μας. Ας δούμε λοιπόν αυτή τη μετάβαση, από το 1917 στο 1989:

Κατά Σαδδουκαίων

Στο νεκρό δάσος των λέξεων προχωράω.

Ανάβω τα χλωμά φανάρια στους δρόμους

προσπαθώ ν’ αναστήσω.

Τα ονόματα που πυρπόλησαν τις καρδιές

σε μυστικές συνεδριάσεις

τα ονόματα που οδήγησαν όλα δολοφονούνται.

Τώρα κυκλοφορούν σε ανάκτορα ξένοι

ντύνονται επίσημα στις δεξιώσεις

σε διπλωματικά συνέδρια ανταλλάσσονται

φριχτά υπομνήματα

παρευρίσκονται στις γιορτές υποκλίνονται.

Τώρα πεθαίνουν.

Ω Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λένιν, ποιητές.

Ω Τέλμαν, Τάνεφ

παγωμένοι σε επίσημες αίθουσες

δαφνοστεφείς ήρωες

μυθικά πρόσωπα ελάτε.

Οι εξουσίες σήμερα χαϊδεύονται σαν

ερωτιάρες γάτες πάνω στις στέγες μας

οι πρόεδροι ανταλλάσσουν επισκέψεις

οι πατριάρχες πάλι ενθρονίζονται

κάτω από τα νόμιμα κάδρα σας μας περιπαίζουν.

Εγώ έχω μέσα στη θύμησή μου

την ώρα που ανέβαινε το πλήθος στις σκάλες

με τη φωτιά κρατώντας τη μεγάλη ταμπέλα

Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ.

Έχω στη θύμησή μου την ατμομηχανή που έφερε

τη νύχτα τον Λένιν

τον έξαλλο Μαγιακόφσκι που πυροβολούσε

τους υπουργούς

τους φοιτητές αγκαλιασμένους με τους χωριάτες.

Πώς βγήκανε πάλι απ’ αυτή τη φωτιά

ο Κος Διευθυντής

ο διπλωματικός ακόλουθος

ο Κος πρέσβυς;

Και τώρα τι πρέπει να γίνει

σ’ αυτό το νεκροταφείο των ονομάτων

σ’ αυτό το νεκροταφείο των λέξεων;

Πώς θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές

Ελευθερία, ισότητα, Σοβιέτ, εξουσία;

Εν γη αλμυρά

- Νεκρέ, είπε η Στιχομάντισσα,

δύσκολο θάνατο έχεις να διαβείς

Απ’ το βασίλειο της Μνήμης φεύγοντας

μακρυά θα πορευθείς περιπλανώμενος

γυρεύοντας το Τι.

Βλέπω στις ερημιές να σου χυμούν ρεκάζοντας τέρατα απαντήσεις

να σου κατασπαράξουν το αίνιγμα

ώσπου να φτάσεις κάποτε

στη χώρα που την κατοικούν οι αντιλέξεις

Τόσο πυκνές που έλκουν πίσω και ρουφούν το νόημά τους

Καμμιά απολύτως μαρτυρία δεν έχουμε για αυτές

Και δεν αρκεί να ονοματίσεις κάτι για να υπάρξει.

Ανάμεσα σε αυτά τα δύο ποιήματα υπάρχει, “σφηνωμένο” θα έλεγα, ένα ακόμη ποίημα, που κάνει τη διαδρομή σε όλο της το εύρος, δηλαδή από το 1789 μέχρι το 1989 (έστω και αν γράφεται δέκα χρόνια πριν την πτώση του τείχους του Βερολίνου), ενσωματώνοντας βέβαια όχι μόνο το άγος του Άουσβιτς αλλά και την ήττα των μεγάλων αφηγήσεων. Παραθέτω το κύκνειο άσμα του Τέου Σαλαπασίδη:

Αυτό ήταν

Παλιά η παρέα μου χάθηκε

Σαν το κρασί που φέρνει όνειρα και χάνεται

Είχε και η παρέα μου όνειρα

Και χάθηκε χωρίς να πιεί. Στραπάτσο

Γέμισαν οι ακτές Εβραίους

Γέμισαν τα τούνελ Ιακωβίνους

Ταξίδι με τον Μωυσή στο μυαλό

Ταξίδι με τον Ιησού στην καρδιά

Τον Μαρξ στο στομάχι

Στα σκέλια τον Φρόυντ - άντε ζήσε

Ημερολάτης στις ερημιές

Κάτω στις γέφυρες νυκταλήτης

Ήρεμο φιλί στο ανάερο Παρίσι

Εβραίος χωρίς Συναγωγή

Ιακωβίνος δίχως Λέσχη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL