Live τώρα    
23°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
23 °C
21.3°C24.2°C
3 BF 38%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
24 °C
22.3°C24.7°C
4 BF 37%
ΠΑΤΡΑ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.0°C23.8°C
2 BF 58%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
18.6°C21.0°C
2 BF 75%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
22 °C
21.9°C23.4°C
3 BF 35%
Η ισραηλινή Αριστερά ξαναβρίσκει τη φωνή της
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Η ισραηλινή Αριστερά ξαναβρίσκει τη φωνή της

Επιμέλεια: Θανάσης Κούτσης

Στις 6 Φεβρουαρίου 2001 διοργανώνονται εκλογές στο Ισραήλ μετά την παραίτηση του ηγέτη των Εργατικών Εχούντ Μπαράκ. Τις εκλογές κερδίζει το Λικούντ και ο Αριέλ Σαρόν αρνείται να επιστρέψει στις ισραηλοπαλαιστινιακές διαπραγματεύσεις στην Τάμπα, που είχαν διακοπεί εξαιτίας των εκλογών, στις 27 Ιανουαρίου, και φιλοδοξούσαν να πιάσουν το νήμα της ειρήνης μετά την αποτυχία της συνόδου του Κάμπ Ντέιβιντ. Η δεύτερη Ιντιφάντα θα συνεχιστεί. Από την πλευρά της, η Αριστερά είχε τότε πιέσει τον Μπαράκ να καταλήξει σε συμφωνία, παρ’ όλο που έριχνε όλο το βάρος της αποτυχίας του Κάμπ Ντέιβιντ στους Παλαιστίνιους.

Του Michel Warschawski*

Το γεγονός ότι ο Εχούντ Μπαράκ αποδέχτηκε να επαναληφθούν οι διαπραγματεύσεις με την Παλαιστινιακή Αρχή, μολονότι η Ιντιφάντα συνεχιζόταν, αποτέλεσε μια πρώτη καμπή. Αποφεύγοντας να απαιτήσει την επιστροφή στην ηρεμία πριν από οποιαδήποτε νέα επαφή, είχε εμφανώς καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εκφρασμένη βούληση για διαπραγμάτευση θα μπορούσε να διευκολύνει την πολιτική επιβίωσή του.

Γι' αυτό και η ξαφνική παραίτησή του, στις 10 Δεκεμβρίου 2000, και η αποστολή αντιπροσωπείας στην Ουάσιγκτον, στις 19 Δεκεμβρίου. Προκαλώντας πρόωρες εκλογές μόνο για την εκλογή πρωθυπουργού, ο Μπαράκ στηριζόταν, βέβαια, σε έναν υπολογισμό τακτικής: να αποκλείσει τους αντιπάλους του, τόσο της Δεξιάς -τον Μπενιαμίν Νετανιάχου- όσο και της Αριστεράς -τον Σιμόν Πέρες-, που και οι δύο δήλωσαν τελικά ότι δεν θα θέσουν υποψηφιότητα. Με αυτή την κίνηση, λάμβανε υπόψη τόσο τη συνέχιση της παλαιστινιακής εξέγερσης, παρά τη βίαιη καταστολή, όσο και την εξέλιξη της ισραηλινής κοινής γνώμης και, ειδικά, μιας Αριστεράς που ξύπνησε από τον λήθαργό της.

Μερικές ημέρες πριν από την παραίτησή του, η Αριστερά είχε απευθύνει τελεσίγραφο στον πρωθυπουργό: «Εάν μέχρι τις 20 Ιανουαρίου (ημερομηνία εκπνοής της θητείας του Ουίλιαμ Κλίντον) δεν υπογραφεί συμφωνία με τους Παλαιστινίους, τότε θα παρουσιάσουμε στις προκριματικές εκλογές του Εργατικού Κόμματος έναν αντίπαλο υποψήφιο στον Μπαράκ, αφού μόνο ένας πραγματικός ειρηνιστής θα μπορέσει να εξασφαλίσει υποστήριξη των Αράβων ψηφοφόρων και να κερδίσει τις εκλογές».

Πίσω από την πρωτοβουλία αυτή βρίσκονταν οι υπουργοί Σιμόν Περές και Χαΐμ Ραμόν, ο πρώην γενικός γραμματέας του Εργατικού Κόμματος Ούζι Μπαράμ και, κυρίως, ο πρόεδρος της Κνεσέτ (του ισραηλινού Κοινοβουλίου) Άμπρααμ Μπουργκ, ο οποίος εξέταζε το ενδεχόμενο να θέσει υποψηφιότητα. Αυτό, όμως, που έδινε ώθηση στην αριστερή πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος ήταν η πίεση των βουλευτών του κόμματος Μερέτζ, οι οποίοι είχαν προειδοποιήσει ότι, εάν συνεχιζόταν η παρούσα κατάσταση, ενδεχομένως να ανακοίνωναν την υποψηφιότητα του προέδρου τους Γιόσι Σαρίντ.

Ήταν άραγε μια ανάκαμψη της Αριστεράς ή απλώς ένα μέσο πίεσης προς τον πρωθυπουργό ώστε να αποφασίσει, τελικά, την επανάληψη των διαπραγματεύσεων με τη σταθερή πρόθεση να καταλήξει σε συμφωνία; Ή μήπως ο Μπουργκ και οι φίλοι του ήθελαν, με αυτό τον τρόπο, να απαλλαγούν από έναν επικεφαλής που έμοιαζε να έχει χάσει κάθε αξιοπιστία;

Με τις εκλογές να πλησιάζουν, όλα τα πολιτικά κόμματα υποχρεώνονταν να αποσαφηνίσουν την πολιτική φυσιογνωμία τους εάν ήθελαν να διατηρήσουν, ακόμη και να διευρύνουν, το εκλογικό σώμα τους. Για την Αριστερά, και ειδικότερα για το κόμμα Μερέτζ, το ζήτημα ήταν επείγον. Στην πραγματικότητα, στο Καμπ Ντέιβιντ, ο Μπαράκ «βγήκε από τα αριστερά» στον Μερέτζ, τουλάχιστον αν πιστέψουμε την επιμελώς ενορχηστρωμένη εκστρατεία του Τύπου, η οποία συνόδευσε τις διαπραγματεύσεις, και, κυρίως, την αποτυχία τους. Επιστροφή του 93% των εδαφών της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη, παλαιστινιακή κυριαρχία σε μέρος του ανατολικού τμήματος της Ιερουσαλήμ - ο Σαρίντ δεν θα τολμούσε ποτέ να προτείνει κάτι ανάλογο, όπως, άλλωστε, αντιτάχθηκε στη μονομερή απόσυρση του Ισραήλ από τον νότιο Λίβανο.

Είτε ο πρωθυπουργός προχώρησε σε τέτοιες προτάσεις είτε όχι, το σύνολο της ισραηλινής Αριστεράς δεν μπορούσε παρά να χαιρετίσει το θάρρος και την αποφασιστικότητά του. Όπως ακριβώς δεν μπορούσε παρά να κατηγορήσει τον Αραφάτ ως υπεύθυνο για την αποτυχία στο Καμπ Ντέιβιντ. Στην πραγματικότητα, η Αριστερά συμμερίζεται, μαζί με το Κέντρο και τη Δεξιά, την ιδέα μιας «διαπραγμάτευσης - παζαριού», από όπου έχει αποκλειστεί το δίκαιο και όπου τα πάντα ανταλλάσσονται με βάση τον συσχετισμό δυνάμεων. Γιατί, από τη σκοπιά του δικαίου, όλα τα κατεχόμενα εδάφη πρέπει, εξ ορισμού, να επιστραφούν στους Παλαιστινίους, όλοι οι -παράνομοι- οικισμοί να διαλυθούν, όλοι οι πρόσφυγες που θα εξέφραζαν τη σχετική επιθυμία να επιστρέψουν. Αντίθετα, από τη σκοπιά της «διαπραγμάτευσης - παζαριού» και λαμβάνοντας υπόψη τον συσχετισμό δυνάμεων, το 93% είναι πολύ και η απόφαση να προσαρτηθούν «μόνο» τρία συγκροτήματα οικισμών μοιάζει εξαιρετικά γενναιόδωρη.

Η ευθυγράμμιση της φιλελεύθερης και φιλειρηνικής Αριστεράς με τη γραμμή Μπαράκ υπήρξε πλήρης: κατηγορούσε τον Αραφάτ. Ο συγγραφέας Α. Μπ. Γιεχόσουα σημείωνε με αγανάκτηση: «Οι προτάσεις του Μπαράκ ήταν γενναιόδωρες, αλλά ο Αραφάτ αποφάσισε να τα τινάξει όλα στον αέρα, εκτιμώντας ότι, με τη βία και τις διεθνείς πιέσεις, θα μπορέσει να κερδίσει περισσότερα. Διέπραξε μεγάλο λάθος, γιατί απέναντί του είχε τον Μπαράκ και όχι τον Νετανιάχου ή τον Σαρόν. Πράγματι, οι Παλαιστίνιοι δέχτηκαν μία από τις πιο γενναιόδωρες προσφορές, συμπεριλαμβανομένης ακόμη και της διαίρεσης της Ιερουσαλήμ, που, είναι αλήθεια, δεν περιλαμβάνει το Όρος του Ναού. Αντί να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις, επέλεξαν, για λόγους που δεν είμαι σε θέση να κατανοήσω, τον δρόμο της βίας».

Και η Ζανέτ Αβιάντ, εκπρόσωπος του κινήματος «Ειρήνη τώρα», προσθέτει, με την αλαζονεία που διακρίνει ένα τμήμα της Αριστεράς: «Δεν κάναμε λάθος. Ο Αραφάτ έκανε λάθος, και μάλιστα βασικό, και θα πληρώσουμε για το λάθος του. Παραμένει εταίρος, αλλά πολύ πιο προβληματικός, γιατί παραβίασε τους κανόνες του παιχνιδιού. Δεν πρόκειται για το πρώτο λάθος του Αραφάτ και, σίγουρα, ούτε για το τελευταίο».

Σε αντίθεση με τον προκλητικό τίτλο της καθημερινής εφημερίδας «Haaretz» όταν ξεκίνησαν οι συγκρούσεις, η φιλελεύθερη και ειρηνιστική Αριστερά δεν βρίσκεται σε σύγχυση, αλλά είναι θυμωμένη. Θυμωμένη με τους Παλαιστίνιους, που της χάλασαν τη γιορτή, αυτή τη γιορτή της ειρήνης που γιόρταζε εδώ και εφτά χρόνια, χωρίς ακόμη να πληρώσει το τίμημα για τους καρπούς που, ήδη, απολάμβανε πλουσιοπάροχα: ασφάλεια, οικονομική ευημερία, διεθνή αναγνώριση, ήσυχη συνείδηση. Ακριβώς όπως ο Μπαράκ, έτσι και η Αριστερά πίστεψε ότι θα μπορούσε να επιβάλει στους Παλαιστίνιους μια ανώδυνη συμφωνία, πράγμα που θα της επέτρεπε, όπως εκτιμούσε, να αποφύγει ένα υπερβολικά βαθύ ρήγμα με τη Δεξιά. Και να που οι Παλαιστίνιοι, που συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο ότι κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά τις διεκδικήσεις τους, αποφασίζουν να εισακουστούν με τις πέτρες, ορισμένες φορές και με πυροβολισμούς. Όπως πριν από δεκατρία χρόνια, με την πρώτη Ιντιφάντα.

Το αποτέλεσμα δεν άργησε να φανεί: η Αριστερά, αφού υποστήριξε, κι ακόμη ζήτησε, τη χρήση της βίας, με σκοπό να τιμωρήσει την αυθάδεια των Παλαιστινίων αλλά και να τους υποχρεώσει να επιδείξουν μεγαλύτερη μετριοπάθεια στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, προσγειώνεται στον πραγματικό κόσμο. Αρχίζει και πάλι να αντιλαμβάνεται ότι η βία δεν οδηγεί πουθενά, εάν δεν εγκυμονεί και τον κίνδυνο ενός γενικευμένου πολέμου, και ότι η ειρήνη δεν είναι δυνατή χωρίς τον τερματισμό της κατοχής.

Οι ίδιοι διανοούμενοι που μόλις πριν από δυο μήνες μετάνιωναν για την εμπιστοσύνη τους στον Αραφάτ δημοσιεύουν, καταλαμβάνοντας μισή σελίδα στην καθημερινή εφημερίδα «Haaretz», μια ανακοίνωση με την οποία καλούν «την ισραηλινή κυβέρνηση να ανακοινώσει το άμεσο πάγωμα του εποικισμού και να αναγνωρίσει τη γραμμή της 4ης Ιουνίου 1967 ως βάση των διαπραγματεύσεων για τα σύνορα μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων. Οι ανταλλαγές εδαφών που θα αποφασιστούν από κοινού αποτελούν το κατάλληλο μέσο για την επίλυση του ζητήματος των συνόρων. Η μεγάλη πλειονότητα των οικισμών πρέπει να διαλυθεί».

Η προαναγγελθείσα ήττα του Μπαράκ δεν σημαίνει απαραίτητα μια στροφή προς τα δεξιά: οι περισσότεροι Ισραηλινοί έχουν κουραστεί από τη σύγκρουση και, έπειτα από επτά χρόνια σχετικής ειρήνης, με όλα τα οφέλη που τη συνοδεύουν, είναι λιγότερο έτοιμοι από ποτέ να πληρώσουν το τίμημα μιας επανάληψης της σύγκρουσης. Πόσο μάλλον όταν, όλο και συχνότερα, οι Ισραηλινοί σχολιαστές εξηγούν ότι η συνέχιση της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης εγκυμονεί τον σοβαρό κίνδυνο να καταλήξει σε γενικευμένη αντιπαράθεση με τις αραβικές χώρες ή, τουλάχιστον, σε επανεξέταση της εξομάλυνσης των σχέσεων με τον αραβικό κόσμο. Η ανάκληση του Αιγύπτιου πρεσβευτή και οι επιθέσεις κατά Ισραηλινών διπλωματών στο Αμμάν δεν πέρασαν απαρατήρητες από την κοινή γνώμη, και κάτω από μια, ορισμένες φορές, ακραία ρητορική υποφώσκει μια πραγματική αγωνία για το μέλλον.

Ο Μπαράκ το γνωρίζει. Αφού δίστασε ανάμεσα στις αντιφατικές πιέσεις, από τη μια πλευρά του στρατού, ο οποίος πίεζε για περισσότερα αντίποινα, και, από την άλλη της Σιν Μπετ, που, όπως ο πρώην επικεφαλής της, τον προειδοποίησε για το ενδεχόμενο οριστικής ρήξης με την Παλαιστινιακή Αρχή και τις υπηρεσίες ασφαλείας της, ο πρωθυπουργός επέλεξε να σταματήσει την κλιμάκωση. Έμοιαζε, επίσης, να επιθυμεί την επανάληψη των διαπραγματεύσεων, ώστε να μετατρέψει τις εκλογές σε ένα είδος δημοψηφίσματος για την ειρήνη. Μένει, πάντως, να μάθουμε εάν ο στρατηγός Μπαράκ είναι σε θέση να πραγματοποιήσει την πολιτική στροφή που θα του επιτρέψει να βρει έδαφος συνεννόησης με τον Γιάσερ Αραφάτ, όπως είχε καταφέρει ο Γιτζάκ Ράμπιν πριν από πέντε χρόνια.

* Ο Michel Warschawski είναι δημοσιογράφος, υπεύθυνος του Κέντρου Εναλλακτικής Ενημέρωσης (Ισραήλ)

Ολόκληρο το κείμενο στη διεύθυνση: https://monde-diplomatique.gr/?p=3411

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL