Live τώρα    
20°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
20 °C
18.2°C22.0°C
1 BF 47%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
18 °C
14.7°C21.2°C
2 BF 57%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
16.0°C19.4°C
2 BF 63%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
18.8°C21.5°C
1 BF 61%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
15 °C
14.9°C18.4°C
2 BF 63%
Ο sui generis μουσικός κόσμος του Κηλαηδόνη
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ο sui generis μουσικός κόσμος του Κηλαηδόνη

Πολλά λέχθηκαν και γράφτηκαν, με αφορμή τον πρόωρο θάνατό του, για τα τραγούδια του Λουκιανού Κηλαηδόνη, αλλά ελάχιστα ή και τίποτα για τη μουσική του. Όσο παράδοξο και αν φαίνεται αυτό, τραγούδι, στην Ελλάδα μάλιστα περισσότερο από άλλες χώρες του κόσμου, σημαίνει πρώτιστα τον στίχο και την εκφορά του, την ερμηνεία. Αυτό όμως αφήνει έξω το ήμισυ και περισσότερο κάθε τραγουδιού, το «όχημα» με το οποίο γίνεται αυτή η εκφορά, δηλαδή το μέλος, τη μουσική, και αυτήν ακριβώς την πλευρά του Λουκιανού Κηλαηδόνη θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε λίγο.

Ο δημιουργός ντεμπουτάρισε δισκογραφικά στην αρχή της δεκαετίας του 1970 με το «Η πόλη μας» σε στίχους Κωστούλας Μητροπούλου. Ήταν λαϊκά τραγούδια ερμηνευμένα από τους Βίκυ Μοσχολιού και Μανώλη Μητσιά και στο κλίμα μεν της εποχής, αλλά με ήδη αρκετά διαφορετική μελωδική γραφή και κυρίως ρυθμολογία από την τότε επικρατούσα. Η διαφοροποίησή του φάνηκε ήδη από την επιλογή των φωνών που θα ερμήνευαν τα τραγούδια του, αμφότεροι οι προαναφερθέντες είχαν μελωδικές, σχεδόν λυρικές για τα λαϊκά δεδομένα φωνές. Το ίδιο συνέβη και δυο χρόνια αργότερα στον δεύτερο δίσκο του σε στίχους Νίκου Γκάτσου, όπου βρίσκουμε και πάλι τον Μ. Μητσιά και μιαν ακόμα πιο λυρική φωνή, αυτήν της Δήμητρας Γάλανη, ενώ η μουσική του απελευθερώνεται ακόμα περισσότερο από τα λαϊκά στερεότυπα.

Είναι όμως με τα «Μικροαστικά» του 1973 σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη και με διάφορους ερμηνευτές αλλά με την πλειονότητα των τραγουδιών να ερμηνεύονται από τον ίδιο, που το μουσικό στίγμα του Λ. Κηλαηδόνη αρχίζει να γίνεται πιο σαφές και ξεκάθαρο. Με ενδιάμεσο στάδιο το soundtrack του για την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ο Θίασος» το 1975 όπου, ειδικά στο χασαποσέρβικο του «Γιαξαμπόρε», αποπληρώνει οριστικά τους λογαριασμούς του στους ελληνικούς / βαλκανικούς ρυθμούς, το ύφος του αρχίζει να γίνεται εντελώς αναγνωρίσιμο με το «Απλά μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας» της ίδιας χρονιάς, σε στίχους και πάλι του Γιάννη Νεγρεπόντη και με τον ίδιο να ερμηνεύει ξανά τα μισά περίπου τραγούδια.

Το εξ ολοκλήρου ορχηστρικό «Media Luz» του 1976 (κραυγαλέα υποτιμημένο έργο, που όχι μόνον ήταν ξεχωριστό για τη δισκογραφία του, αλλά και υπερέβαινε σε πολύ μεγάλο βαθμό όχι μόνο το συνολικό επίπεδο, αλλά ακόμα και τα δεδομένα της εποχής) λειτουργεί ως... εξέδρα εκτόξευσης προς το απολύτως προσωπικό του πλέον μουσικό σύμπαν. Από τον επόμενο δίσκο του, το κλασικό «Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι» του 1978, θα γράφει ο ίδιος και τους στίχους όλων των τραγουδιών του και επίσης θα είναι ο μόνος ερμηνευτής τους.

Εδώ αρχίζει να παγιώνεται και να δείχνει πιο έντονα τα καθοριστικά του στοιχεία το προσωπικό του μουσικό ύφος, κάτι που θα φτάσει στο αποκορύφωμά του με το επίσης κλασικό «Ψυχραιμία παιδιά» του 1982 (αν και για ευνόητους λόγους δεν μπορούσε προφανώς να ερμηνεύσει ο ίδιος το εμβληματικό «Η μέρα μιας Μαίρης» και το απέδωσε απολαυστικά η Αφροδίτη Μάνου). Και σε αυτό θα παρέμενε πιστός και συνεπής μέχρι και τον τελευταίο του ουσιαστικά δίσκο με πρωτογενές υλικό, το «Θέλω να γίνω μαραγκός!» του 1990.

Το ύφος του αυτό, πολύ απλά, δεν είχε σε τίποτα σχεδόν να κάνει με την ελληνική μουσική παράδοση! Το συναποτελούσαν στοιχεία soft rock, ικανότατης δόσης country, ακόμα και λίγου blues, αλλά σε μια δική του εκδοχή και φυσικά με την κλασική jazz να υποφώσκει μόνιμα, ως αναφορά αλλά και βάση, όλα αυτά σε ένα μοναδικό για τα εγχώρια δεδομένα κοκτέιλ που έφερε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του. Ο μουσικός κόσμος του Λουκιανού Κηλαηδόνη δεν έμοιαζε με κανενός άλλου ομοεθνή του. Δεν είναι καθόλου συμπτωματικό το ότι, όταν ασχολήθηκε με το παρελθόν του ελληνικού τραγουδιού (οι δίσκοι του με τη Βίκυ Μοσχολιού και τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά με επανεκτελέσεις λιγότερο ή περισσότερο «ελαφρών» τραγουδιών της δεκαετίας του 1950), το έκανε την περίοδο που ήταν πιο «ανοιχτό» από οποιαδήποτε άλλη φορά στις επιρροές από τα διεθνή ιδιώματα τα οποία τόσο αγαπούσε και ο ίδιος. Γιατί, αν κάτι τον χαρακτήριζε μουσικά, πάνω από όλα ήταν το ότι ήταν τόσο απόλυτα sui generis, περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλο Έλληνα συνθέτη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL