Live τώρα    
13°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
11.7°C15.2°C
4 BF 82%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
15 °C
13.0°C16.8°C
3 BF 55%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
15 °C
14.9°C17.0°C
2 BF 65%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
17.1°C19.8°C
3 BF 49%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
14 °C
13.9°C15.2°C
2 BF 77%
Υπόγεια, ημιυπόγεια και παράσιτα
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Υπόγεια, ημιυπόγεια και παράσιτα

Σκηνή από την ταινία του Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη Μπονγκ Τζουν-χο, «Παράσιτα»

του Σόλωνα Ξενόπουλου*

Πριν από αρκετά χρόνια κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους η ταινία «Το Βαρύ Πεπόνι», (1977) του Παύλου Τάσιου. Το θέμα της αφορούσε τη ζωή ενός νεαρού ζευγαριού, οι οποίοι, σε συνθήκες οικονομικής στενότητας, κατοικούσαν σε ένα ελάχιστο, ημιυπόγειο διαμέρισμα στην Αθήνα τότε. Η διαβίωσή τους στον συγκεκριμένο χώρο ήταν υποβαθμισμένη τόσο χωρικά, αφού ζούσαν κάτω από το επίπεδο της γης, όσο και γενικότερα πολιτιστικά, αφού ήταν υποχρεωμένοι να υφίστανται όλες τις αρνητικές παρενέργειες αυτού του τρόπου διαμονής. Εκτός των γενικότερων συνθηκών, ιδιαίτερη σημασία είχε ένα στενό παράθυρο-φεγγίτης που επέτρεπε μια υποψία φυσικού φωτισμού και αερισμού, αποτελούσε το μοναδικό τμήμα της κατασκευής που είχε κάποια επαφή με τον έξω κόσμο και πρόσφερε κάποια στοιχειώδη οπτική επαφή με αυτόν.

Η καθημερινότητα των ενοίκων συνδέεται άμεσα μέσω του φεγγίτη και με διακριτικό χιούμορ από τον σκηνοθέτη περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την έντονη δυσοσμία από τα καυσαέρια και τους θορύβους από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων και ιδιαίτερα από τα μηχανάκια ή τις μεγαλύτερου κυβισμού μηχανές που είτε διέρχονταν απ’ έξω είτε στάθμευαν μπροστά από τον φεγγίτη.

Ενώ όμως η χιουμοριστική πλευρά τού ουσιαστικά τόσο υποβαθμισμένου τρόπου κατοίκισης μπορεί να έχει τη δική της λογική στο πλαίσιο μιας ταινίας, εντούτοις, στην πραγματικότητα, οι κίνδυνοι από πλημμύρες ή από εξάπλωση υγρασιών και μόνιμης μούχλας στις επιφάνειες τοίχων, δαπέδων και οροφών είναι εκεί και είναι εξαιρετικά σοβαροί.

Ο τίτλος της τελευταίας ταινίας του Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη Μπονγκ Τζουν-χο είναι «Παράσιτα». Βραβεύτηκε με τον Χρυσό Φοίνικα στο πρόσφατο (2019) Φεστιβάλ των Καννών, καθώς και με το βραβείο ξένης ταινίας στις φετινές (2020) Χρυσές Σφαίρες.

Τα «Παράσιτα» αρχίζουν με τη λεπτομερέστατη περιγραφή της ζωής μιας τετραμελούς οικογένειας, σε έναν άθλιο, ελάχιστο, απροσδιόριστης χρονικά κατασκευής, ημιυπόγειο χώρο, τόσο όσον αφορά τα συστατικά του αλλά κυρίως τον τρόπο χρήσης του από τα τέσσερα αυτά άτομα.

Στην αρχική σκηνή, η οποία συνίσταται από ένα εκπληκτικό μετωπικό, σε αποχρώσεις ώχρας, σχεδόν μονοχρωματικό, υποφωτισμένο, στατικό πλάνο, η κάμερα στοχεύει από το εσωτερικό του χώρου προς ένα πανοραμικό παράθυρο-φεγγίτη, που είναι το φυσικό όριο ανάμεσα στον εσωτερικό χώρο και τον έξω κόσμο, που δεν είναι άλλος από την επίσης άθλια γειτονιά στην οποία ζουν.

Έξω από το υγρό, θολό και εξαιρετικά βρόμικο τζάμι, το οποίο ουσιαστικά είναι μια δεύτερη οθόνη εντός του επίπεδου χώρου της οθόνης προβολής, διαγράφονται διάφορα μικρά ή πιο μεγάλα περιστατικά από τη γενικώς μίζερη καθημερινότητα που εκτυλίσσεται στον δρόμο, με σχολαστική μάλιστα προσοχή σε λεπτομέρειες, όπως η ούρηση ενός ταλαιπωρημένου μέθυσου στη γωνία ενός τοίχου ακριβώς έξω από τον φεγγίτη. Η σκηνή καδράρεται έξοχα από τον φεγγίτη, ενώ το συγκεκριμένο πλάνο υποβάλλει μια φοβερή εσωτερική ένταση, η οποία επιτείνεται με το αδιόρατο, αργό ζουμάρισμα της κάμερας.

Ενώ όμως η δεδομένη ασφυκτική κατάσταση προβάλλεται κινηματογραφικά με τη χρήση εξαιρετικά εύστοχων, κοντινών και ασφυκτικά γεμάτων πλάνων, η συνέχεια της ταινίας έχει απρόβλεπτη εξέλιξη, με την πλοκή να μεταφέρεται στο ιδιαίτερα άνετο, μοντέρνο σπίτι μιας εύπορης, τετραμελούς επίσης, αστικής όμως, οικογένειας, η οποία αποτελείται από το ζεύγος των νέων σε ηλικία γονιών, των δύο παιδιών τους και της οικονόμου.

Το σπίτι -σύμφωνα με το σενάριο, σχεδιασμένο από κάποιον σπουδαίο αρχιτέκτονα- έχει όλα τα προφανή χαρακτηριστικά ενός ουσιαστικά παρερμηνευμένου μοντερνισμού, όπως η εκτεταμένη χρήση του εμφανούς μπετόν, οι ακραία άδειοι και γυμνοί χώροι, τα λίγα και καλοσχεδιασμένα έπιπλα και ένα τεράστιο υαλοστάσιο που ενοποιεί τον εσωτερικό χώρο με τον φροντισμένο, στρωμένο με γρασίδι, ιδιωτικό κήπο.

Έπειτα από μια σειρά συμπτώσεις αλλά και μικροτεχνάσματα, όλα τα μέλη της τετραμελούς φτωχής οικογένειας εγκαθίστανται, το κάθε ένα με διαφορετική ιδιότητα, στο σπίτι αυτό, ενώ η οικονόμος απολύεται. Όταν οι ιδιοκτήτες αναχωρούν για εκδρομή, οι επισκέπτες οικειοποιούνται όλους τους χώρους του και, σε μια σκηνή που παραπέμπει κατευθείαν στο αντίστοιχο «Δείπνο των Ζητιάνων» στη «Βιριδιάνα» (1961) του μεγάλου Louis Bunuel, οι επισκέπτες καταλήγουν σε ένα όμοιο γλέντι… το οποίο όμως διακόπτεται απότομα.

Εντούτοις, το τραγικό μυστικό αυτού του σπιτιού βρίσκεται βαθιά κρυμμένο στα υπόγειά του. Ενώ συνήθως στα σπίτια αυτής της κατηγορίας οι υπόγειοι χώροι χρησιμεύουν είτε ως αποθήκες είτε ως κάβες για τη συντήρηση πανάκριβων κρασιών, μερικές δε φορές για γυμναστήρια ή σάουνες, στο συγκεκριμένο σπίτι το υπόγειο έχει μετατραπεί σε κρύπτη και χώρο διαμονής, για χρόνια, του συζύγου της οικονόμου. Μια κρυφή, απότομη σκάλα φτάνει στη λαβυρινθώδη διάταξη γυμνών και στενών, ημιφωτισμένων, ψυχρών διαδρόμων που οδηγούν σε ένα μικρό, ασφυκτικό, κλειστοφοβικό δωμάτιο υπερφορτωμένο με διάφορα αντικείμενα, χωρίς οποιονδήποτε φυσικό φωτισμό. Και όμως εκεί είναι εγκατεστημένος αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος επικοινωνεί με τον έξω κόσμο με σήματα και επιβιώνει με τη φροντίδα της οικονόμου συζύγου του, που τον τροφοδοτεί κρυφά, με τα ελάχιστα αναγκαία.

Το σύνολο αυτών των χωρικών οργανώσεων, σχέσεων και αντιθέσεων, είναι ακόμα ένα εξαιρετικό κινηματογραφικό δείγμα αυτής της βίαιης κοινωνικής αντίθεσης της ζωής κάτω από τη γη και αυτής πάνω από αυτήν. Της αντίθεσης που έρχεται στον κινηματογράφο από το 1927 και τη μνημειώδη «Μητρόπολη» του Fritz Lang, με τον διαχωρισμό αυτών που εργάζονται στα υπόγειά της για την παραγωγή ενέργειας για τους προνομιούχους, οι οποίοι ζουν και απολαμβάνουν τα πάντα στην επιφάνεια.

Στα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-χο το υπόγειο είναι χώρος απομόνωσης, αλλά ταυτόχρονα και εγκλεισμού. Είναι όμως ο χώρος ο οποίος, όπως εξελίσσεται η πλοκή, αναδεικνύεται στο ορμητήριο από όπου αρχίζει η πιο βίαιη σκηνή της ταινίας, με τον τραυματισμένο έγκλειστο να εκρήγνυται και να διαλύει το παιδικό πάρτι που γίνεται στον κήπο, κατακρεουργώντας κυριολεκτικά κάποιους από αυτούς που γιορτάζουν στον κήπο. Ενοίκους και φιλοξενούμενους φίλους τους.

Η αντίθεση από το σκοτεινό υπόγειο, με την ενδιάμεση μετάβαση μέσα από τους σχετικά ημιφωτισμένους χώρους του ισογείου του σπιτιού, και την έξοδο στον υπέρλαμπρο, φωτεινό, ηλιόλουστο, υπαίθριο χώρο του κήπου και τα διαυγή χαρούμενα χρώματα των ενδυμασιών είναι αποκαλυπτική μιας πραγματικότητας η οποία συνήθως εκλαμβάνεται ως φυσική και δεδομένη. Την οποία όμως ο σκηνοθέτης, χωρίς κραυγαλέες διακηρύξεις, ναρκοθετεί και με τον τίτλο της ταινίας αφήνει να αιωρείται το αμείλικτο ερώτημα: Ποια άραγε είναι τα Παράσιτα;

Σημ.: Η ταινία προβάλλεται ακόμα στους κινηματογράφους.

* Ο Σόλων Ξενόπουλος είναι αρχιτέκτονας, ομότιμος καθηγητής Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, κοσμήτορας Σχολής Αρχιτεκτονικής, Μηχανικής και Γεωπεριβαλλοντικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Νεάπολις, Πάφος

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL