Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
18.0°C20.1°C
1 BF 47%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
15 °C
11.9°C17.0°C
2 BF 52%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
15 °C
14.9°C17.6°C
1 BF 77%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
18.3°C19.8°C
0 BF 68%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
15 °C
14.9°C18.0°C
0 BF 58%
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ ΚΑΚΗ, ΤΥΠΟΓΡΑΦΟΥ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ / "Μ' ένα κρεμμύδι για ψωμί..."
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ ΚΑΚΗ, ΤΥΠΟΓΡΑΦΟΥ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ / "Μ' ένα κρεμμύδι για ψωμί..."

Ο Αντρέας Κακής είναι σήμερα 96 χρόνων και ζει στου Γκύζη. Όταν εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό, ήταν 25 και βρισκόταν ακόμη στο χωριό του στην Πελοπόννησο, το Μπεντένι (σήμερα λέγεται Σκοπή). Είχε ξεκινήσει να μαθαίνει τα μυστικά της τυπογραφίας μετά από απαίτηση του πατέρα του. Ήταν το επάγγελμα που θα καθόριζε τον ρόλο του στον στρατό των ανταρτών, αλλά και εκείνο που θα του εξασφάλιζε τον μετέπειτα βιοπορισμό του
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

Την κακοτράχαλη διαδρομή της ζωής του στον εμφύλιο, σαν τα βουνά που διέσχιζαν οι αντάρτες για να βρουν προμήθειες ή ν’ αλλάξουν κρησφύγετο, μας διηγείται ο Αντρέας Κακής. Υπήρξε τυπογράφος του Δημοκρατικού Στρατού στην Πελοπόννησο και από τα χέρια του έφευγαν εφημερίδες και προκηρύξεις τις οποίες θα διάβαζαν μετά χιλιάδες αντάρτες για να ενημερωθούν και να πάρουν θάρρος.

Από το τυπογραφείο του έβγαινε η εφημερίδα "Μοριάς". Σε αυτήν έγραφαν μεγάλα στελέχη της Πελοποννήσου και δημοσιογράφοι. Από τα καλά κρυμμένα τυπογραφεία διοχέτευαν την εφημερίδα σε άλλα βουνά όπου βρίσκονταν αντάρτες. Στον Ταΰγετο, στον Πάρνωνα, σε περιοχές της Αχαΐας και της Κορινθίας.

Ο Αντρέας Κακής είναι σήμερα 96 χρόνων και ζει στου Γκύζη. Όταν εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό, ήταν 25 και βρισκόταν ακόμη στο χωριό του στην Πελοπόννησο, το Μπεντένι (σήμερα λέγεται Σκοπή). Είχε ξεκινήσει να μαθαίνει τα μυστικά της τυπογραφίας μετά από απαίτηση του πατέρα του. Ήταν το επάγγελμα που θα καθόριζε τον ρόλο του στον στρατό των ανταρτών, αλλά και εκείνο που θα του εξασφάλιζε τον μετέπειτα βιοπορισμό του.

Παρότι έχουν περάσει πολλά χρόνια, διατηρεί ολοζώντανες μνήμες από εκείνες τις ημέρες. «Αφού χάσαμε, προσπάθησα να γυρίσω στο χωριό μου. Στον δρόμο για εκεί, μπήκα σ’ ένα γνωστό καλύβι. Ήταν δυο γριές κι ένα κοριτσάκι. Όταν με είδαν, πρώτα φοβήθηκαν, γιατί λίγο πριν είχε γίνει μάχη μεταξύ των ανταρτών και της Δεξιάς. Με φίλεψαν τραχανά. Πήρα κι ένα κρεμμύδι. Αυτό θα ήταν για τις επόμενες μέρες το ψωμί μου» λέει σε μία του διήγηση.

Οι μνήμες που ανασύρει δεν είναι πάντως από ηρωικά γεγονότα. Δεν μιλούν για ένοπλες συγκρούσεις. Έχουν το στοιχείο της καθημερινότητας του αντάρτη. Μας επιτρέπουν ν' αγγίξουμε λίγο το χώμα που πατούσε και να κοιτάξουμε λίγο μέσα από τα μάτια του. "Ήτανε ζωή δύσκολη..." αναφέρει προς το τέλος της κουβέντας μας. Πιστεύει όμως ότι πάλεψε με τη σωστή πλευρά, "κι ας μην έπρεπε να γίνει ποτέ ο εμφύλιος".

Πότε και γιατί εντάχθηκε

"Ήρθαν στο χωριό οι αντάρτες και μας επιστράτευσαν το 1948. Από το χωριό το δικό μου πήγαν γύρω στους 15. Οι περισσότεροι πήγαν κατ' ανάγκην. Ορισμένοι δραπέτευσαν μετά από τον Δημοκρατικό Στρατό. Εγώ ήθελα να είμαι. Πίστευα σ’ αυτόν τον αγώνα, γιατί ήθελα δικαιοσύνη. Αυτοί που εδιώκοντο ήσαντε αγωνιστές που παλεύανε εναντίον του κατακτητή. Ο Γερμανός είχε φύγει, αλλά όσοι είχαν πάρει μέρος εναντίον του κατακτητή ήσαντε διωκόμενοι και πολλοί είχαν εκτελεστεί.

Μετά από ένα διάστημα είχαν ανάγκη από τυπογράφο. Εγώ ήξερα λιγάκι και μ' έστειλαν εκεί πέρα. Μ’ επιστράτευσαν στο βουνό Μαίναλο. Από εκεί πήγα στη Βάχλια, που είναι μεταξύ Αρκαδίας και Αχαΐας, όπου είχαμε το τυπογραφείο".

Τι ακριβώς έκανε

"Βγάζαμε την εφημερίδα "Μοριάς", διάφορα άλλα μικροέντυπα και προκηρύξεις. Τυπώναμε αναλόγως το χαρτί που είχαμε, διακόσια φύλλα - τριακόσια. Τα στέλναμε στο αρχηγείο στο Μαίναλο και από εκεί τα διοχέτευαν παντού. Στον Ταΰγετο, στον Πάρνωνα, στην Αχαΐα, στην Κορινθία και, άλλες περιοχές".

Τι γράφανε τα κείμενα

"Ήταν επαναστατικά.. Επαναστατικά κείμενα. "Θα δώσουν μάχες εκεί. Εκεί δώσανε μάχες...". Τέτοια πράγματα. Το πρόβλημα ήταν με το χαρτί".

Πού βρίσκανε χαρτί

"Εμένα μ’ έστελνε ο υπεύθυνος του τυπογραφείου σ’ ένα κεφαλοχώρι. Πήγα, θυμάμαι, μια φορά και φόρτωσα δυο μουλάρια χαρτί. Ήμουνα μόνος μου μάλιστα και στη διαδρομή με πόνεσε ένα δόντι. Έκανα μια μέρα ολόκληρη να πάω και να έρθω. Λέω στον υπεύθυνο 'δεν μου έδινες κι έναν ακόμη συναγωνιστή να πάω, αφού έτσι κι έτσι έπαθα'. 'Μην ανησυχείς' έχουμε οδοντίατρο εδώ πέρα'.

Ο οδοντίατρος ήταν ένας που έφτιαχνε αλέτρια, δρεπάνια και τέτοια εργαλεία. Με έβαλε κάτω, μου το τράβαγε, δεν έβγαινε το δόντι... Στη Βάχλια μου λέει μια κοπέλα που έκανε τον οδοντίατρο: 'Στο τράβαγε ανάποδα και γι' αυτό δεν μπορούσε να στο βγάλει'. Κάνει έτσι (μας δείχνει την κίνηση ο κ. Κακής) και το έβγαλε αμέσως".

Πώς τύπωναν

"Είχαμε πάρει στοιχεία από μια κωμόπολη. Μελανώναμε την πλάκα και περνούσαμε το χαρτί απάνω".

Πώς καταλάβαινε ποιον δρόμο έπρεπε να πάρει

"Νοητή γραμμή και ρωτώντας από χωριό σε χωριό. Ήταν γεμάτα τα χωριά από κόσμο τότε. Άλλος μου λεγε 5 ώρες, άλλος 7 ώρες. Νοητή γραμμή, με πήγαιναν και τα μουλάρια".

Όταν έμαθαν για το τέλος του εμφύλιου

"Είχαμε κρύψει το τυπογραφείο σ' ένα κρησφύγετο καλό. Μείναμε τρεις, ώσπου δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο. Ένας γέρος που ήταν εκεί μας είπε: 'Το καλό που σας θέλω, παραδοθείτε γιατί ο πόλεμος τελείωσε, το αντάρτικο καταστράφηκε'.

Μείναμε κάμποσο καιρό εκεί πέρα, περιφερόμενοι στα χωριά δώθε - κείθε, χωρίς φαγητό, χωρίς ψωμί, χωρίς μπουκιά... Οι δύο συμφωνήσανε να πάνε στα μέρη τους, ο ένας ήταν από την Αμαλιάδα και ο άλλος από τον Πύργο.

Λέω 'πάμε στην ορεινή Κορινθία, πιστεύω θα έχουν τελειώσει οι επιχειρήσεις εκκαθάρισης'. Κι εκεί χωρίσαμε. Μετά λέω 'πού να πάω'. Το πρόβλημά μου ήταν πώς θα περάσω το ποτάμι τον Λάδωνα. Το φυλάγανε σε ορισμένες μεριές, σε άλλες μεριές, ενώ δεν το φυλάγανε, ήταν απέραστο από το πολύ νερό, γιατί είχε και πολλά χιόνια τότε. Πολλή κακοκαιρία, πολλά χιόνια, πολλά νερά.

Το πέρασα με τη δεύτερη βραδιά. Πήγα σ' ένα καλύβι που ήταν γνωστό, είδα δυο γριές κι ένα κοριτσάκι. Μόλις με είδαν, φοβήθηκαν γιατί εκεί γύρω είχε γίνει μάχη με τους αντάρτες. 'Πώς βρέθηκες εσύ εδώ, δόθηκε μάχη χτες και φύγανε'. 'Για σύνδεσμος στον Ταΰγετο, τους είπα. Μου έφτιαξαν λίγο τραχανά, έφαγα και πήρα μαζί ένα κρεμμύδι. Αυτό θα ήταν το ψωμί μου στη διαδρομή μέχρι το χωριό μου, που λεγόταν Μπεντένι και βρισκόταν πέντε χιλιόμετρα έξω από την Τρίπολη. Για 13 ημέρες έγλειφα το κρεμμύδι".

Η διαδρομή που δεν θα ξεχάσει

"Όπως βάδιζα για να γυρίσω στο χωριό μου αφού χάσαμε, βλέπω ένα μέρος με πουρνάρια. Λέω αυτό είναι κατάλληλο για να κρυφτώ. Βλέπω κάτι αλέτρια, λέω θα 'ρθουν να βρουν τα αλέτρια και θα βρουν κι εμένα. Έφυγα από εκεί, αλλά είχε αρχίσει να να φωτάει και να φαίνομαι.

Έφτασα σε ένα σημείο μακριά από το χωριό, ακατάλληλο κιόλας, αλλά έπρεπε να κρυφτώ. Φτάσανε δυο τσοπανόπουλα με τα γίδια τους. Έρχονταν και με μύριζαν τα γίδια. Τα έκανα έτσι να φύγουνε, δεν φεύγανε. Μυρίζανε τα γίδια. Αλλά δεν τα πήραν χαμπάρι οι τσοπάνηδες, να καταλάβουν ότι κάτι συμβαίνει, κάποιος κρύβεται. Εκεί σε απόσταση 500 μέτρων περνούσε ένας λόχος στρατού που είχε πάει να κάνει έρευνα σε κάτι καλύβια. Σκέφτηκα για μια στιγμή να σηκώσω τα χέρια ψηλά... αλλά λέω 'άσε, μπορεί να φύγουν'. Φύγανε, απομακρυνθήκανε, απομακρύνθηκα κι εγώ στην αντίθετη μεριά και όπου φύγει, φύγει.

Όπως βάδιζα, ένα κοπάδι πέρδικες κάνουν μπροστά μου μπουλούκι. Εκεί τρομοκρατήθηκα, λέω με πιάσανε τώρα. Άλλα έπρεπε να φτάσω απάνω στην κορυφή του βουνού να δω απέναντι τι είναι, πού θα βαδίσω. Ε, και βάδισα, βάδισα, περιπλανήθηκα και έφτασα μετά στη Βυτίνα. Κρύφτηκα σε έναν έλατο και γίνεται ένα μπαφ. Έφυγε κάτι, τι ήταν αυτό, αλεπού, λύκος ήτανε, δεν μπορούσα να καταλάβω.

Μετά έφυγα και περπάτησα όλη μέρα μες στο Μαίναλο, μες τα χιόνια. Περπάταγα όλη τη μέρα μέσα στο χιόνι, με κίνδυνο δηλαδή να βουλιάξω κιόλας. Ακολούθησα έναν που πήγαινε μπροστά μου με ένα άλλο ζώο φορτωμένο με μικροέλατα. Είπα να τον πλησιάσω, αλλά μετάνιωσα. Και έφτασα στο Λεβίδι στα πρώτα σπίτια, όταν βράδιαζε.

Μετά σε 500 μέτρα είδα ότι ήταν ένα καλύβι της εκκλησιάς, ένα παρεκκλήσι. Είδα μέσα αποτσίγαρα, λέω 'τι γίνεται, πού βρέθηκα εδώ πέρα;'. Προχώρησα, προχώρησα και έφτασα στο χωριό. Φαίνεται θα 'φτασα τις πρωινές ώρες στο χωριό το δικό μου. Εκεί κρύφτηκα στο δικό μου σπίτι δώδεκα μέρες και μετά αποφάσισα να παρουσιαστώ στον πρόεδρο του χωριού. Ήταν 12 Φλεβάρη του 1949".

Όταν παραδόθηκε

"Πήγα στον πρόεδρο του χωριού κι εκείνος με πήγε κατευθείαν στην Ασφάλεια. Ο υπεύθυνος του τυπογραφείου μας στο βουνό, ο Παναγιώτης Καραχάλιος, είχε ήδη παρουσιαστεί και τη δεύτερη μέρα μετά από εκείνη που με κράτησαν στην ασφάλεια με πήγανε στο αρχηγείο της μεραρχίας.

Πηγαίνοντας μέσα, έβγαινε έξω αυτός. Με είδε, ευχαριστήθηκε, με φίλησε, τον εφίλησα και αυτός οργάνωσε το τυπογραφείο του Εθνικού Στρατού. Το οργάνωσε να λειτουργήσει για λογαριασμό τους και έβαλε κι εμένα εκεί πέρα".

Γιατί δέχτηκε να δουλέψει για εκείνους

"Μπορούσα να πω ότι δεν δέχομαι; Ορισμένα στελέχη προσπαθούσαν κι αυτά να γλιτώσουν, γιατί τα στρατοδικεία δούλευαν μέρα - νύχτα. Δεν έκανα όμως δήλωση.

Τότε ήμουν και ανυπότακτος. Ένας λοχαγός, που με συμπάθησε, με πήρε από τη μεραρχία και με πήγε στους στρατώνες. Έσβησε την ανυποταξία και με έντυσε στρατιώτη. Ένας ταγματάρχης ήθελε να με στείλει στη Μακρόνησο. Ήμουν υπό επιτήρηση. Μας πήγανε στην Πρέβεζα, μετά στα Γιάννενα, στην Καλαμπάκα και τέλος στο Λιτόχωρο. Από το Λιτόχωρο απολύθηκα".

Η καθημερινότητα στο αντάρτικο κι εκείνο το... "φορτώτε, φεύγουμε!"

"Περιμέναμε μήπως μας φέρει η οργάνωση λίγο ψωμί, λίγο τυρί, σπάνια τρώγαμε φαγητό σε κανένα σπίτι. Σπάνια...".

Μια μέρα είχαμε ετοιμάσει φαγητό, αλλά έφτασε ο στρατός τους, οπότε αναγκαστήκαμε να το εγκαταλείψουμε. Ήταν αρχές των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων και ήμασταν γύρω στους 300 αντάρτες, μαζί το τυπογραφείο και το νοσοκομείο. Είχαμε πάει σε ένα χωριό που είναι στα σύνορα με την Αχαΐα, ήμασταν νηστικοί. Λέγανε 'το βράδυ θα φάμε καλά, παιδιά'. Είχανε σφάξει ένα μοσχάρι και περιμέναμε να φάμε από το μοσχάρι εκείνο εκεί. Αλλά, πριν βράσει καλά το μοσχάρι, μας λένε 'φορτώτε, φεύγουμε!'.

Φύγαμε και περάσαμε το ποτάμι. Φτάσαμε σε άλλο χωριό στην Αχαΐα τις πρωινές ώρες. Οι περισσότεροι κοιμηθήκαμε στο γυμνάσιο εκεί πέρα. Τη νύχτα είχε ρίξει χιόνι, την άλλη μέρα είχε ξαστεριά. 'Φευγάτε, φορτώτε'. Είχαμε φορτωμένα και μουλάρια με διάφορα υλικά. Στον δρόμο που πηγαίναμε, εγλιστράγανε στο χιόνι τα μουλάρια, γιατί είχε παγώσει το έδαφος. Ένα έπεσε κάτω, εγκρεμίστηκε κάτω φορτωμένο...

Όταν φτάσαμε σε ένα χωριό άλλο της Αχαΐας, απάνω που ξεφορτώσαμε και μείναμε τακτοποιημένοι σε διάφορα σπίτια, 'φορτώτε φεύγουμε'. Στη διαδρομή απέναντι στο βουνό είδαμε φωτιές. Ο στρατός είχε φωτιές. 'Προχωράτε', λέει 'να φύγουμε, να μην κλειστούμε μέσα'. Εκεί στον δρόμο μας δώσανε από ένα μικρό κομμάτι κεφαλοτύρι. Μετά φτάσαμε σε ένα μέρος που λεγόταν Κάπελη, ήταν δάσος. Καθίσαμε κανά - δυο μέρες. Περάσαμε ορισμένα χωριά, αλλού μια μέρα, αλλού δυο μέρες. 'Πού πάμε;'.

Πάμε πάλι στην Κοντοβάζαινα, ένα κεφαλοχώρι. Καθίσαμε καμιά βδομάδα. Οι του τυπογραφείου λένε πάλι 'φορτωτε και φεύγουμε' και πήγαμε κοντά στη Βάχλια. Αλλά πέσαμε σε μια χιονοθύελλα τόσο σκληρή, που ένα μουλάρι μας έφυγε κατά πίσω. Τρομάξαμε να το πιάσουμε και σε διαδρομή που έπρεπε να την κάνουμε μισή ώρα την κάναμε μισή νύχτα. Φτάσαμε εκεί, πάλι χιονοθυέλα. Ξεφορτώσαμε, το κρύψαμε το τυπογραφείο εκεί που έπρεπε.

Ήτανε ζωή δύσκολη... Δεν ξέρω πώς αντέχαμε. Και πώς αντέχαμε και στο κρύο κιόλας, αλλά αντέξαμε...".

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL