Live τώρα    
24°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
24 °C
21.7°C26.3°C
2 BF 38%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
23 °C
20.6°C24.9°C
3 BF 38%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
19 °C
19.4°C24.3°C
2 BF 55%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.4°C21.6°C
2 BF 64%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
22 °C
21.9°C23.5°C
0 BF 37%
Από την απαισιοδοξία της βεβαιότητας στην αισιοδοξία του σκεπτικισμού
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Από την απαισιοδοξία της βεβαιότητας στην αισιοδοξία του σκεπτικισμού

Ο ιστορικός Ρίτσαρντ Πόπκιν είχε διατυπώσει τη θέση ότι η μήτρα της νεότερης σύγχρονης φιλοσοφίας βρίσκεται στη φιλοσοφία του Μισέλ Μονταίν (1533- 1592) και, συγκεκριμένα, στο έργο του Apologie, το οποίο είναι μέρος του τρίτομου έργου του Essais (1580). Ο Μονταίν εκφράζει έναν έντονο σκεπτικισμό σχετικά με τη γνώση που μπορεί να αποκτήσει ο άνθρωπος. Είχε ισχυριστεί πως, εκτός κι αν βρούμε κάτι για το οποίο να είμαστε βέβαιοι, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τίποτα. Έθεσε ένα απλό ερώτημα: Τι μπορώ να γνωρίσω; Σύμφωνα με τον Πόπκιν, ο Μονταίν προσπάθησε να θέσει σε ένα νέο πλαίσιο τους προβληματισμούς που απέρρεαν από τον σκεπτικισμό του Πύρρωνα (4ος-3ος αιώνας π.Χ.). Ο σκεπτικισμός ήταν η φιλοσοφική παράδοση που αμφισβητούσε τη δυνατότητα βέβαιης γνώσης και απέκτησε νέα αξία όταν τα ερωτήματά του επαναδιατυπώθηκαν στον Χριστιανικό κόσμο. Ο Μονταίν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η λογική δεν μπορούσε να οδηγήσει σε μονοπάτια βεβαιότητας τον άνθρωπο. Αυτό μπορούσε να συμβεί μόνο μέσω της πίστης και της χάρης του Θεού. Να σημειωθεί ότι αυτή η «απαισιόδοξη» στάση γεννήθηκε σε ένα περιβάλλον σχετικής ανεκτικότητας και των νέων ουμανιστικών αξιών που είχαν προκύψει στην περίοδο της Αναγέννησης.

Ο Γάλλος φιλόσοφος Ρενέ Ντεκάρτ (1596-1650) γοητεύτηκε από τον Μονταίν, απάντησε στον σκεπτικισμό του και εγκαινίασε την εποχή της σύγχρονης φιλοσοφίας. Πρακτικά, στις δεκαετίες 1630 και 1640, ο Ντεκάρτ έδειξε με τη φιλοσοφία του ότι ο άνθρωπος μπορεί να είναι βέβαιος για τουλάχιστον ένα πράγμα, ότι σκέφτεται και υπάρχει. Από αυτή την αφετηρία, ο Ντεκάρτ προχώρησε στην ανατροπή της αμφιβολίας για τα πράγματα του κόσμου. Η αγωνία του Ντεκάρτ ήταν να θεμελιώσει τη βεβαιότητα, να πείσει ότι μπορεί να υπάρχει βεβαιότητα για τα πράγματα γύρω μας και ότι δεν είναι όλα μετέωρα και αβέβαια. Ο Ντεκάρτ, δηλαδή, οδηγήθηκε σε μια απόλυτα αισιόδοξη προοπτική για τη γνώση του ανθρώπου. Τι συνέβη στον μισό αιώνα μεταξύ Μονταίν και Ντεκάρτ, ώστε να δικαιολογείται μια τέτοια «αισιόδοξη» μεταστροφή στη φιλοσοφία; Γιατί τόση αγωνία για βεβαιότητα;

Η δολοφονία του Ερρίκου 4ου το 1610 έστειλε στους ανθρώπους της Γαλλίας και Ευρώπης ένα σαφές μήνυμα. Δοκιμάστηκε μια πολιτική θρησκευτικής ανοχής και απέτυχε. Ο Ερρίκος ήταν Προτεστάντης, προσπάθησε να εφαρμόσει πολιτικές θρησκευτικής ανεκτικότητας, απέφυγε τουλάχιστον δώδεκα απόπειρες δολοφονίας, γλίτωσε από βέβαιο θάνατο τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου (24 Αυγούστου 1572) και τελικά δολοφονήθηκε το 1610 από έναν φανατικό Καθολικό. Στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα ξέσπασε ο περίφημος Τριακονταετής Πόλεμος μεταξύ Προτεσταντικών και Καθολικών χωρών, ο οποίος αιματοκύλησε την Ευρώπη. Στη δεκαετία του 1640 ξέσπασε ο Αγγλικός Εμφύλιος Πόλεμος, ο οποίος έληξε με τον αποκεφαλισμό του βασιλιά Καρόλου 1ου, και η Αγγλία βυθίστηκε έως το 1660 σε ένα πολιτικό και κοινωνικό χάος.

Η αποτυχία να σταματήσουν οι πόλεμοι οδήγησε σε ένα ερώτημα: Μπορούσαν οι φιλόσοφοι να επινοήσουν κάποια αντικειμενική λογική μέθοδο για να αποδείξουν την ορθότητα ή τη μη ορθότητα διαφορετικών ιδεολογιών, φιλοσοφικών θεωριών και θρησκευτικών πεποιθήσεων; Αν οι Ευρωπαίοι ήθελαν να αποφύγουν να πέσουν σε έναν σκεπτικιστικό βάλτο, όπως εκείνος του Μονταίν, θα έπρεπε να βρουν κάτι για το οποίο να είναι βέβαιοι. Έπρεπε πάση θυσία να αποφύγουν την αβεβαιότητα, γιατί η αβεβαιότητα οδήγησε την Ευρώπη σε ένα χάος άνευ προηγουμένου. Το μόνο μέρος να ψάξει κανείς για βέβαια θεμέλια πίστης βρισκόταν σε όσα είχε αποκλείσει ο Μονταίν. Κι αυτό έκανε ο Ντεκάρτ. Η αναζήτηση της βεβαιότητας δεν ήταν για τους φιλοσόφους μια απλή κατασκευή αφηρημένων και διαχρονικών ιδεών, τα οποία τα οραματίστηκαν αποκομμένοι από τις ιστορικές εξελίξεις. Δεν ήταν ιδέες που προέκυψαν από το πουθενά. Αντίθετα, ήταν απάντηση σε μια συγκεκριμένη ιστορική πρόκληση. Ήταν η απάντηση στο πολιτικό, κοινωνικό και θεολογικό χάος των ευρωπαϊκών πολέμων.

Το φιλοσοφικό πρόγραμμα του Ντεκάρτ απομάκρυνε τις αβεβαιότητες και δισταγμούς των σκεπτικιστών του 16ου αιώνα και ανέδειξε μια νέα βεβαιότητα που εδραζόταν στα μαθηματικά και στη λογική. Μισός αιώνας συγκρούσεων έκανε την αναζήτηση ορθολογικών μεθόδων να μοιάζει περισσότερο δελεαστική. Και, φυσικά, το αίτημα αυτό έμοιαζε να ολοκληρώνεται με το έργο του Νεύτωνα. Ο Νεύτων αποκάλυψε μια θεία τάξη στη φύση που νομιμοποιούσε την αφοσίωση στη σταθερότητα και ιεραρχία που υπήρχε στη μοναρχία του Λουδοβίκου 14ου και του Ουίλιαμ 3ου. Ο Θεός του Νεύτωνα έθεσε με σύνεση και λογική μία φυσική τάξη, ακριβώς όπως ένας βασιλιάς θα έπρεπε να οργανώσει το κράτος.

Με βάση τα παραπάνω, διατυπώθηκε ένα ερώτημα, το οποίο συνεχίζει να είναι επίκαιρο ακόμη και σήμερα. Θα μπορούσε η ιδέα της κοινωνικής τάξης, όπως και η ιδέα της τάξης στη φύση, να μοντελοποιηθεί στα συστήματα των μαθηματικών και της λογικής; Τέτοιου είδους αναγωγές είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρες και οφείλουμε να στεκόμαστε κριτικά απέναντί τους. Το μεγαλύτερο λάθος που μπορούμε να κάνουμε είναι να ξεχάσουμε τον Μονταίν. Μία από τις μεγαλύτερες ειρωνείες είναι ότι η απαισιοδοξία του Μονταίν για όρια της λογικής του ανθρώπου γεννήθηκε μέσα στην αισιοδοξία του Ουμανισμού και της ανεκτικότητας σε διαφορετικές ιδέες. Αντίθετα, η αισιοδοξία του Ντεκάρτ για τις ανθρώπινες ικανότητες γεννήθηκε μέσα στην απαισιοδοξία που απέρρεε από τη φρίκη του πολέμου και τον διακή πόθο για έλεγχο, βεβαιότητα και σταθερότητα. Ο Μονταίν μοιάζει απαραίτητος περισσότερο από ποτέ.

Ο άνθρωπος, επομένως, νιώθει άβολα με την αβεβαιότητα της γνώσης όταν βρίσκεται σε έναν κόσμο κοινωνικής αστάθειας, ενώ μοιάζει να μην έχει την ίδια αμηχανία όταν βρίσκεται σε έναν κόσμο μεγαλύτερης «ευημερίας». Προκύπτει ένα ερώτημα: Η αβεβαιότητα είναι ένα αναπόφευκτο στάδιο στην εξελικτική πορεία της γνώσης και της ανθρώπινης τελείωσης και πρέπει να τη θεραπεύουμε ή αποτελεί μια ιστορική ενδεχομενικότητα που προκύπτει (ή δεν προκύπτει) στην προσπάθειά μας να θεραπεύσουμε την άγνοια για τον κόσμο και τον εαυτό μας; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα εγείρει ένα πλήθος φιλοσοφικών και ιστορικών ζητημάτων που συνδέονται με τις διανοητικές προσπάθειες ελέγχου και απόκτησης της γνώσης.

Για να προσδιορίσουμε με σαφήνεια το παραπάνω ερώτημα, οφείλουμε να δούμε κριτικά τις φαινομενικά αδιάρρηκτες σχέσεις μεταξύ βεβαιότητας και γνώσης, αβεβαιότητας και άγνοιας. Πολύ δύσκολα ένας άνθρωπος θα είχε οποιαδήποτε αντίρρηση σε αυτή την πρόταση: «Γνωρίζω, άρα είμαι βέβαιος. Δεν γνωρίζω, άρα δεν είμαι βέβαιος». Η βεβαιότητα, κατά συνέπεια, μοιάζει να διατηρεί μια σταθερή σχέση με τη γνώση, άρα και με την αλήθεια. Όταν κάποιος είναι βέβαιος για κάτι, προφανώς θεωρεί ότι είναι και αληθές. Πώς μπορούμε, όμως, να είμαστε ασφαλείς ότι αυτό, για το οποίο είμαστε βέβαιοι ότι μας είναι γνωστό, είναι πραγματικά αληθές; Για να οχυρώσουμε αυτή την ασφάλεια, πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι οι μέθοδοί που ακολουθούμε είναι προϊόν ορθολογισμού. Δεν μπορεί μία μέθοδος που βασίζεται σε ανορθολογικά ή παράλογα κριτήρια να οδηγεί σε οποιαδήποτε βεβαιότητα γνώσης, άρα αλήθειας. Πώς μπορώ να είμαι βέβαιος για τη μέθοδό μου; Πώς μπορώ να γνωρίζω ότι η μέθοδός μου είναι πραγματικά ορθολογική και με οδηγεί στην αλήθεια; Μια συνηθισμένη απάντηση είναι η εξής: Αν έχει αυξηθεί η γνώση, τότε οι μέθοδοί σου είναι ορθολογικές και οδηγούν στην αλήθεια με βεβαιότητα.

Για να γίνει πιο ξεκάθαρος ο παραπάνω συλλογισμός, ας δούμε αυτή τη σχέση σε μια ιστορική διάσταση. Μπορούμε να το θέσουμε ως εξής: Κάποτε γνώριζα λιγότερα, άρα ήμουν λιγότερο βέβαιος. Σήμερα γνωρίζω περισσότερα, άρα είμαι περισσότερο βέβαιος. Για παράδειγμα, ο Δημόκριτος έλεγε ότι η Γη είναι επίπεδη. Σήμερα, είμαστε βέβαιοι ότι είναι σφαιρική και κινείται σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο. Αυτό, για αρκετούς, σημαίνει ότι στο παρελθόν η γνώση για τα πράγματα ήταν μικρότερη και λιγότερο βέβαιη. Ο Αριστοτέλης, για παράδειγμα, είπε πράγματα που δεν ήταν και τόσο «αληθή», αν τα συγκρίνουμε με όσα είπε ο Γαλιλαίος ή ο Νεύτων. Αυτό μας οδηγεί σε μια ολέθρια συνέπεια για τη σκέψη του Αριστοτέλη. Αν τα αποτελέσματά του ήταν λάθος, τότε ήταν και οι μέθοδοί του. Αν οι μέθοδοί του οδηγούσαν σε λανθασμένα συμπεράσματα, τότε πώς μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ήταν ορθολογικές; Ερχόμαστε αντιμέτωποι, επομένως, με ένα φοβερό δίλημμα. Είτε να δεχτούμε ότι ο Αριστοτέλης είχε ανορθολογικές μεθόδους και κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα για τον κόσμο ή ότι είχε ορθολογικές μεθόδους και κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα για τον κόσμο. Ως προς το πρώτο ενδεχόμενο, δεν νομίζω να έχει υπάρξει άνθρωπος στην ιστορία της ανθρωπότητας που να έχει θεωρήσει την αριστοτελική μέθοδο ως ανορθολογική. Αν δεχτούμε το δεύτερο ενδεχόμενο, τότε πρέπει να αναθεωρήσουμε τη σχέση ορθολογισμού και αλήθειας. Μήπως, με άλλα λόγια, δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη συνταγή ορθολογισμού που πρέπει να ανακαλύψουμε προκειμένου να ισχυριστούμε ότι η γνώση μας είναι βέβαιη και αληθής; Μήπως, τελικά, ο ορθολογισμός είναι μια σύμβαση, μια ιστορική ενδεχομενικότητα που έχει αλλάξει τόσο συχνά περιεχόμενο, ώστε οριακά δεν έχει νόημα να θεωρούμε ότι έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και σαφείς κανόνες;

Ο φιλόσοφος Πωλ Φεγεράμπεντ, στο έργο του Ενάντια στη Μέθοδο (1975), είχε εκφράσει την αντίρρησή του στην ύπαρξη μιας ενιαίας επιστημονικής και ορθολογικής μεθόδου. Μελέτησε την επιστήμη μέσα στο πλαίσιο του πρώιμου νεωτερικού Ευρωπαϊκού πολιτισμού και όχι ως ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα της εφαρμογής ενός καθολικού ορθολογικού προτύπου. Είχε υποστηρίξει ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για κανόνες στη λογική γιατί, πολύ απλά, δεν υπάρχει κανένα συνεπές πράγμα που να ονομάζεται λογική και να είναι αναγκασμένα όλα τα πράγματα να υπακούν σε αυτό. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι η λογική έχει ως βασικό χαρακτηριστικό της να μην υπάρχουν αντιφατικές προτάσεις σε μια θεωρία, προκειμένου αυτή να χαρακτηριστεί ως ορθολογική και επιστημονική, τότε θα διαπιστώσουμε με μεγάλη έκπληξη ότι όλες σχεδόν οι επιστημονικές θεωρίες είχαν και έχουν αντιφάσεις στο εσωτερικό τους.

Ο διαφορικός λογισμός του Νεύτωνα αποδείχθηκε εξαιρετικά ασυνεπής λίγο διάστημα μετά την επιτυχημένη χρησιμοποίησή του στη θεμελίωση της μηχανικής. Αντί να τον εγκαταλείψουν οι φυσικοί, συνέχισαν να τον χρησιμοποιούν. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η κλασική στατιστική μηχανική, όπως την ανέπτυξαν ο Μάξγουελ, ο Μπόλτζμαν και άλλοι φυσικοί. Αυτό το ερευνητικό πρόγραμμα δέχεται την υπόθεση ότι τα δομικά στοιχεία ενός αερίου ανακλώνται ελαστικά στις αμοιβαίες κρούσεις τους, πράγμα που, στην περίπτωση ενός μονοατομικού αερίου, σημαίνει ότι μπορούν να αλλοιωθούν. Όμως, την ίδια στιγμή γίνεται αποδεκτό, μέσω του θεωρήματος της ισοκατανομής, ότι δεν μπορούν να αλλοιωθούν. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η κβαντική θεωρία όπως τη διατύπωσε ο Ντιράκ. Χρησιμοποίησε μετασχηματισμούς που είναι μαθηματικά αδύνατοι αλλά παρέκαμψε την αντίφαση με τη βοήθεια συναρτήσεων που βρίσκονται έξω από τον τομέα των συνηθισμένων μαθηματικών μεθόδων. Πρόκειται για μια εκπληκτική περίπτωση, που δείχνει ότι οι «φοβερές» συνέπειες της αντίφασης μπορούν να παρακαμφθούν με κανόνες που βρίσκονται έξω από τη συνηθισμένη μέθοδο.

Το κρίσιμο είναι ότι υπάρχει φως μέσα από το τούνελ του σκεπτικισμού. Και μόλις βγει κανείς από το τούνελ συνειδητοποιεί ότι οι δυνατότητες είναι άπειρες. Ενδεχομένως, κάποιος να υποστηρίξει ότι με μια τέτοια λογική η επιστημονική μέθοδος και η πίστη εξισώνονται. Γιατί να επιλέξω, για παράδειγμα, το βουντού και όχι την ιατρική; Ο Φεγεράμπεντ υποστήριζε ότι η προσκόλληση σε συγκεκριμένους φιλοσοφικούς και μεθοδο-λογικούς κανόνες αποτελεί μια μορφή πίστης. Υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο, δηλαδή, πέρα από το οποίο αδυνατούμε να επιχειρηματολογήσουμε χωρίς να επικαλεστούμε βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις. Αυτό δεν συνεπάγεται, ωστόσο, ότι οι επιστημονικές μέθοδοι εξισώνονται με τα πλάσματα της φαντασίας μας. Αντιθέτως, η εγκυρότητά τους έγκειται στο γεγονός ότι συνεχίζουν να αντέχουν τις δοκιμασίες στον ανθρώπινο ιστορικό χρόνο και δεν ακινητοποιούνται σε ένα άχρονο και υπερβατικό κάδρο που υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο. Επομένως, η αξία του σκεπτικισμού είναι η σκληρή κριτική σε όλες τις μεθόδους. Η κριτική οδηγεί σε μια ευρυχωρία και πολλαπλότητα λύσεων, οι οποίες, ανεξάρτητα από την εσωτερική τους συνέπεια, διασφαλίζουν ότι μπορούμε να πάντα να έχουμε πίστη σε αυτόν που βγαίνει μέσα από το τούνελ... τον άνθρωπο που έχει απομαγεύσει τον εαυτό του και δεν έχει κανένα πρόβλημα με την ύπαρξη της αβεβαιότητας.

Δημήτρης Πετάκος

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL