Live τώρα    
25°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
25 °C
23.2°C25.8°C
2 BF 33%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
24 °C
23.4°C26.8°C
2 BF 33%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
21 °C
20.0°C24.8°C
2 BF 49%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.2°C21.0°C
2 BF 69%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
25 °C
24.0°C24.9°C
2 BF 33%
Η επιστήμη της κοινωνίας
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Η επιστήμη της κοινωνίας

Ο μηχανοκρατικός τρόπος σκέψης, που είχε θεμελιωθεί με το έργο του Ρενέ Ντεκάρτ, και ο δυϊσμός νου και σώματος, που βρισκόταν στη βάση της σκέψης του Γάλλου φιλοσόφου, δεν επέτρεπαν τη συγκρότηση ενός κανονιστικού πλαισίου που θα εξηγούσε την ανθρώπινη συμπεριφορά αξιοποιώντας τις νέες μεθόδους μελέτης της φύσης, δηλαδή των Μαθηματικών και του πειράματος.

Οι φυσικοί φιλόσοφοι μελετούσαν μέσω μαθηματικών και πειραμάτων μόνο εκείνα τα φαινόμενα που ανήκαν στον κόσμο των «άψυχων» υλικών αντικειμένων. Η άψυχη ύλη διεπόταν από κανόνες που μπορούσαν να διερευνηθούν, γιατί η φύση ήταν παθητική και δεν είχε δική της βούληση. Ο άνθρωπος όμως; Η χριστιανική θρησκεία δίδασκε ότι η ανθρώπινη διάνοια είχε υπερφυσική καταβολή. Επομένως, δεν μπορούσε να υπάρχει επιστήμη που να εξηγήσει κάτι που βρισκόταν πέρα από φυσικούς νόμους και ανήκε στον κόσμο του υπερφυσικού. Τη «φύση» της ανθρώπινης διάνοιας και συμπεριφοράς εξέταζαν με λογικά και θεολογικά επιχειρήματα, κατά βάση, οι φιλόσοφοι και οι ηθικοί φιλόσοφοι.

Πότε, επομένως, ξεκίνησε η προσπάθεια κατανόησης της ανθρώπινης δραστηριότητας; Με άλλα λόγια, πότε γεννήθηκαν οι Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές Επιστήμες; Ο Γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Φουκό είχε υποστηρίξει στη δεκαετία του 1970 πως η μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και η προσπάθεια συγκρότησης ενός ερμηνευτικού κανονιστικού πλαισίου για την περιγραφή και εξήγησή της εντοπίζεται στη νεωτερικότητα και, πιο συγκεκριμένα, στην ανάδυση των εθνών-κρατών και την εκβιομηχάνιση. Στα νεωτερικά έθνη-κράτη και αστικά τοπία άρχισαν να εφαρμόζονται πολιτικές ελέγχου της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αυτές οι πολιτικές είχαν ως σκοπό την ομογενοποίηση και κανονικοποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς εντός των ορίων των κρατών και της νέας βιομηχανικής πραγματικότητας.

Σε αυτή τη νέα πραγματικότητα γεννήθηκαν οι επιστήμες της Ψυχολογίας, της Ανθρωπολογίας και της Κοινωνιολογίας. Οι Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές Επιστήμες ενισχύθηκαν από τους κρατούντες της βιομηχανίας και τις νέες κρατικές δομές, οι οποίοι θεωρούσαν πως θα μπορούσαν να είναι ωφέλιμες στην προσπάθεια ελέγχου των μαζών και της εύτακτης λειτουργίας του κράτους. Αυτές οι επιστήμες είχαν αρκετούς δεσμούς με την Ηθική Φιλοσοφία του παρελθόντος, όμως σταδιακά άρχισαν να αυτονομούνται ως ακαδημαϊκά πεδία και να οριοθετούνται με μεγαλύτερη αυστηρότητα στις αρχές του 20ού αιώνα.

Οι πρώτες προσπάθειες συγκρότησης αυτών των κλάδων πέρασαν μέσα από ένα αναγωγιστικό πλαίσιο. Για αρκετούς διανοητές ο άνθρωπος δεν ήταν κάτι παραπάνω από μια εξαιρετικά σύνθετη μηχανή και η συμπεριφορά του ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των εσωτερικών λειτουργιών της μηχανής. Αρκετοί ανθρωπολόγοι και κοινωνιολόγοι αντέδρασαν σε αυτό το αναγωγιστικό πλαίσιο, το οποίο είχε τις ρίζες του στη φιλοσοφία του Ντεκάρτ αλλά και στις νέες εξελικτικές θεωρίες του Δαρβίνου, και υποστήριζαν πως τα μοντέλα της Βιολογίας και των Φυσικών Επιστημών δεν είχαν καμία σχέση με τις δομές και λειτουργίες των ανθρώπινων κοινωνιών και πολιτισμών. Με άλλα λόγια, οι Φυσικές Επιστήμες δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν ως εξηγητικό πλαίσιο για τόσο πολύπλοκα φαινόμενα.

«Δεν υπάρχει αυτό που λέμε ‘κοινωνία’» είπε στη δεκαετία του 1980 η Βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ. Τι υπάρχει; Μόνο μάζες ανθρώπων που επιδιώκουν το ατομικό τους συμφέρον. Η Κοινωνιολογία, ωστόσο, αποτελεί μια επιστήμη που προσπάθησε να υπερβεί την ατομιστική και φιλελεύθερη ιδεολογία. Σύμφωνα με τους θεωρητικούς της Σχολής του Ωφελιμισμού (π.χ., Μπένθαμ και Μάλθους), η κοινωνία στο πλαίσιο της φιλελεύθερης ιδεολογίας δεν είναι παρά μια συνύπαρξη ατόμων.

Ο Γάλλος φιλόσοφος Ογκίστ Κοντ αντέδρασε σε αυτή την προσέγγιση και ήταν εκείνος που επινόησε τον όρο «κοινωνιολογία», υποστηρίζοντας στη δεκαετία του 1830 πως η κοινωνία αποτελεί ένα φαινόμενο που υπακούει στους δικούς του νόμους. Όπως η Βιολογία έχει νόμους και κανόνες ανεξάρτητους από τη Φυσική, έτσι και η Κοινωνιολογία θα έπρεπε να συγκροτήσει το δικό της κανονιστικό πλαίσιο προκειμένου να εξηγήσει φαινόμενα που βρίσκονται έξω από τις δυνατότητες των Φυσικών Επιστημών.

Στα μέσα του 19ου αιώνα, η τάση να εξηγηθούν ιστορικά τα ανθρώπινα έργα οδήγησε σε δύο κομβικούς διανοητικούς σταθμούς, τον Καρλ Μαρξ και τον Χέρμπερτ Σπένσερ. Οι δύο διανοητές προσέγγισαν με εντελώς διαφορετικό τρόπο τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας, αλλά το σημαντικό είναι ότι και οι δύο αντιμετώπισαν τα ανώτερα επίπεδα κοινωνικής οργάνωσης ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της κοινωνικής δυναμικής. Το προλεταριάτο, σύμφωνα με τον Μαρξ, ήταν η δύναμη που θα μετασχημάτιζε την κοινωνία, οδηγώντας τη προοδευτικά σε μια σοσιαλιστική πραγματικότητα, αφαιρώντας τον πλούτο από τα χέρια των κεφαλαιοκρατών του εκβιομηχανισμένου δυτικού κόσμου. Ακόμη και στις χώρες που δεν ακολούθησαν την αυστηρή μαρξιστική προσέγγιση, ο «επιστημονικός σοσιαλισμός» του Μαρξ αποτελούσε ένα σταθερό σημείο αναφοράς για όσους αντιμετώπιζαν κριτικά τις πρακτικές του καπιταλισμού.

Ο Σπένσερ, από την άλλη, ακολούθησε τη σκέψη του Κοντ και προσέφερε στον καπιταλισμό το δικό του επιστημονικό πλαίσιο. Δεχόταν ότι υπήρχε ένα κατώτερο όριο ατομικής συμπεριφοράς, αλλά υποστήριζε πως υπήρχαν νόμοι που διαμόρφωναν τη σύνθετη κοινωνική δραστηριότητα και αυτοί οι νόμοι υπερέβαιναν την ατομική ψυχολογία. Η κινητήρια δύναμη αλλαγής της κοινωνίας δεν ήταν το προλεταριάτο, αλλά η ατομική προσπάθεια και πρωτοβουλία. Μέσω του ανταγωνισμού τα άτομα βελτιώνονται και προκύπτει κοινωνική πρόοδος.

Η επίδραση του Δαρβίνου είναι εμφανής και αυτός είναι ο λόγος που ο Σπένσερ και οι υποστηρικτές του ονομάστηκαν από τους αντιπάλους τους «κοινωνικοί δαρβινιστές». Ο Σπένσερ υποστήριξε πως η κοινωνία είναι ανάλογη με έναν οργανισμό. Όπως τα μέρη ενός ανθρώπινου σώματος κινούνται και συνεργάζονται ασυνείδητα και το αποτέλεσμα είναι να επιτελούνται όλες οι σύνθετες λειτουργίες του ανθρώπου, ομοίως και η κοινωνία είναι το σώμα που κινείται λόγω της δράσης των επιμέρους ατόμων που τη συνθέτουν.

Ο Γάλλος Εμίλ Ντιρκέμ, στα τέλη του 19ου αιώνα, υποστήριξε πως δεν πρέπει να ανάγονται οι νόμοι της κοινωνίας στο κατώτερο ατομικό επίπεδο. Αντιθέτως, στόχος του ήταν να δείξει το ακριβώς αντίστροφο, ότι οι κοινωνικές συνθήκες ορίζουν την ατομική συμπεριφορά. Η επίδραση του Ντιρκέμ ήταν σημαντική κυρίως σε θεσμικό επίπεδο και η Κοινωνιολογία άρχισε να μπαίνει σε περισσότερα πανεπιστήμια. Η εξάπλωσή της ανακόπηκε στη δεκαετία του 1930 στα κράτη της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας λόγω των φασιστικών καθεστώτων. Προφανώς, η Κοινωνιολογία αποτελούσε ένα κριτικό πεδίο με το οποίο οι ναζιστές και φασίστες είχαν έντονες διαφωνίες.

Η Κοινωνιολογία απέκτησε εντελώς διαφορετικό πρόσημο στις ΗΠΑ, όπου αποτέλεσε ένα σημαντικό πολιτικό εργαλείο στην προσπάθεια κοινωνικού ελέγχου και επιτήρησης των ατόμων. Αξιοποιήθηκε από μεγάλες επιχειρήσεις και βιομηχανίες που ήθελαν να ωφεληθούν από τη συλλογή και ανάλυση πληροφοριών για διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η χρηματοδότηση της Κοινωνιολογίας και των μεθόδων της, όπως της στατιστικής ανάλυσης της πληροφορίας, είχε ως στόχο την κατασκευή μιας επιστήμης που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο κοινωνικής χειραγώγησης.

Η ιστορία της Κοινωνιολογίας, όπως και η ιστορία κάθε άλλης επιστήμης, δείχνει ότι το περιεχόμενο και οι μέθοδοι αποτελούν και αντανάκλαση συγκεκριμένων ιδεολογικών συνθηκών. Σε ένα κράτος όπου η ευγονική ή ο κοινωνικός δαρβινισμός επικρατούν, οι πολίτες θα εκπαιδευτούν με τις αντίστοιχες «αξίες» που κυοφόρησαν αυτά τα επιστημονικά πεδία και, πλέον, εκπορεύονται από αυτά. Αυτό, ωστόσο, μπορεί να συμβεί μόνο αν στηθεί ένας ολόκληρος εκπαιδευτικός μηχανισμός που θα έχει ως στόχο την αναπαραγωγή αυτών των «αξιών». Αν, αντιθέτως, συγκροτήσουμε έναν εκπαιδευτικό μηχανισμό όπου η διδασκαλία των επιστημών δεν θα είναι η διδασκαλία της μίας και «ουδέτερης» αλήθειας, θα πρέπει να στοχαστούμε ποιος θα είναι ο βασικός άξονας. Και ο βασικός άξονας δεν μπορεί να είναι παρά η αμφισβήτηση και ο κριτικός στοχασμός, τα μοναδικά υλικά που άλλαξαν και θα αλλάξουν τον κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο, η διδασκαλία της Κοινωνιολογίας είναι υπερπολύτιμη. Κι αν να είσαι αριστερός σημαίνει ότι αμφισβητείς και στοχάζεσαι κριτικά, τότε κάποιοι έχουν δίκιο που φοβούνται...

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL