Live τώρα    
24°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
24 °C
22.2°C26.3°C
2 BF 36%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
24 °C
22.3°C26.0°C
3 BF 36%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
20 °C
19.4°C24.8°C
2 BF 52%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.8°C21.6°C
2 BF 63%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
23 °C
22.9°C24.0°C
2 BF 38%
Ανίχνευση ψεύδους: Μύθοι και πραγματικότητα
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ανίχνευση ψεύδους: Μύθοι και πραγματικότητα

Του Σταμάτη Ελντίμπ

Εντός των βιολογικών επιστημών, η παραπλάνηση μπορεί να ερμηνευτεί ως μια εξελικτικά χρήσιμη διαδικασία η οποία συνήθως ωφελεί τον «δράστη» εξασφαλίζοντας την επιβίωσή του. Σε αυτό το πλαίσιο, η παραπλάνηση δεν απορρέει απαραίτητα από μια συνειδητή πρόθεση του «δράστη», αλλά αποτελεί μια πρωταρχικά αντανακλαστική λειτουργία. Για παράδειγμα, οι χαμαιλέοντες αλλάζουν το χρώμα τους για να ξεγελάσουν τα θηράματά τους, ενώ κάποια είδη πεταλούδων προσαρμόζουν το χρώμα και το σχήμα τους έτσι ώστε να προσομοιάσουν τα φυτά από τα οποία τρέφονται για να ξεγελάσουν τους κυνηγούς τους! Η ικανότητα αυτή που επιτρέπει στα είδη να «υποκριθούν», υιοθετώντας χαρακτηριστικά ή και συμπεριφορές άλλων ειδών, είναι γνώστη ως μιμητισμός και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι εντυπωσιακά συνθέτη. Παράδειγμα αποτελούν, επίσης, κάποια είδη αραχνών οι οποίες, επωφελούμενες την ομοιότητα της μορφής ή και της οσμής τους με συγκεκριμένα είδη μυρμηγκιών, ουσιαστικά παρασιτούν εισβάλλοντας στις αποικίες τους για να κρυφτούν από κινδύνους ή ακόμα και για να τραφούν με αυτά!

Αντίστοιχες συμπεριφορές παρατηρούνται και από τον άνθρωπο σε περιπτώσεις που ο απώτερος σκοπός είναι να ξεγελάσει τα ζώα προς όφελός του αποκρύπτοντας τις πραγματικές του προθέσεις. Υπό μία έννοια, σε αυτές τις περιπτώσεις ο άνθρωπος ψεύδεται στα ζώα χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα (π.χ. σκιάχτρο, δολώματα ψαρέματος, σφυρίχτρες για πάπιες κ.τ.λ.) προκειμένου να τα εξαπατήσει για να επωφεληθεί. Το ζήτημα της πρόθεσης ωστόσο δεν αποκτά κεντρική σημασία παρά μόνο όταν ο «δράστης» ή το θύμα της παραπλάνησης ανήκουν στο ανθρώπινο βασίλειο. Βέβαια, στο πλαίσιο της ίδιας ανθρωποκεντρικής λογικής, λευκά ψέματα, όπως τα κομπλιμέντα (ή κολακεία) μπορεί και να μη θεωρηθούν ως ψέματα. Εν κατακλείδι, είναι δόκιμο οι συζητήσεις περί ψευδούς συμπεριφοράς να ξεκινούν αφότου πρώτα έχουν οριστεί το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή παρατηρείται, η πρόθεση του «δράστη» και οι άμεσοι αποδέκτες της συμπεριφοράς του.

Κάθε απόπειρα ορισμού της περίπλοκης πράξης της απάτης οφείλει να λάβει υπόψιν το περιβάλλον/πλαίσιο εντός του οποίου η συμπεριφορά αυτή παρατηρείται και τα εκάστοτε εμπλεκόμενα μέρη.

Ανίχνευση ψεύδους σε δικανικό πλαίσιο 

Η εφαρμογή και η χρησιμότητα τεχνικών ανίχνευσης ψεύδους αποτελεί συχνά αντικείμενο ακαδημαϊκής έρευνας, ωστόσο η νομική αποδοχή τους είναι συγκριτικά περιορισμένη ανά τον κόσμο. H (ανεπίσημη) χρήση τους ωστόσο σε δικανικό πλαίσιο από αστυνομικούς, κατά τη διάρκεια ανακρίσεων με ύποπτους ή και αυτόπτες μάρτυρες, είναι συχνή ακόμα κι αν τα πορίσματα των σχετικών τεχνικών έχουν σπανίως νομική υπόσταση. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάπτυξη τεχνικών ανίχνευσης ψεύδους περιλαμβάνει τρεις κύριες προσεγγίσεις: την ανίχνευση μη λεκτικών ενδείξεων ψεύδους, την εξέταση ψυχοβιολογικών ενδείξεων ψεύδους και την ανάλυση λεκτικών ενδείξεων ψεύδους. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις που χρησιμοποιούνται από ανιχνευτές ψεύδους, τόσο από επαγγελματίες όσο και από ερευνητές, στηρίζονται στην αρχή ότι η ψυχολογική κατάσταση ενός ατόμου που λέει ψέματα και ενός ατόμου που λέει αλήθεια θα διαφέρουν. Η διαφορά αυτή θεωρείται πως επηρεάζει τις λεκτικές και μη λεκτικές συμπεριφορές των εξεταζόμενων ατόμων καθώς και τις βιολογικές τους λειτουργίες επιτρέποντας εν κατακλείδι τη διάκριση μεταξύ τους. Δυστυχώς, όμως, καμία από τις τρεις προσεγγίσεις δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να προσφέρει μία ξεκάθαρη διαφοροποίηση μεταξύ των ατόμων που ψεύδονται και των ατόμων που είναι ειλικρινείς. Επιπλέον, οι ψευδείς καταθέσεις για ένα συμβάν ή η εξιστόρηση μιας φανταστικής εμπειρίας, που παρουσιάζεται ως αληθινή, σπάνια αποτελούνται από αμιγώς πλαστά στοιχεία, αλλά συνήθως αποτελούν κράματα φαντασίας και πραγματικότητας.

Μη λεκτικές ενδείξεις ψευδούς και σχετικοί μύθοι

Οι πιο διαδεδομένοι μύθοι σχετικά με τη συμπεριφορά των ψευδόμενων αφορούν τη μη λεκτική τους συμπεριφορά. Για παράδειγμα, υποστηρίζεται ότι οι ψεύτες είναι πιθανόν να κουνούν (πιο) πολύ τα πόδια τους, να αποφεύγουν την οπτική επαφή με τους συνομιλητές τους και να έχουν εν γένει «νευρική συμπεριφορά». Όντως, τέτοιες ιδέες είναι βαθιά ριζωμένες σε ανθρώπινες συνειδήσεις και σε ευρέως χρησιμοποιούμενα αστυνομικά εγχειρίδια, παρότι αντικρούουν τα εμπειρικά ευρήματα που υποστηρίζουν ότι οι ψεύτες προσπαθούν συνειδητά να ελέγξουν τη συμπεριφορά τους (π.χ. κινούνται λιγότερο και επιζητούν οπτική επαφή) ώστε να φαίνονται «ειλικρινείς».

Με άλλα λόγια, οι ψεύτες μπορεί συχνά να συμπεριφερθούν με τρόπους που προσομοιάζουν τα κοινωνικά στερεότυπα που υπαγορεύουν τι συνιστά ειλικρινή συμπεριφορά ακόμα κι αν τα στερεότυπα αυτά ουσιαστικά βασίζονται σε ανυπόστατα και ανακριβή στοιχεία! Σε αντιστοιχία με τη μιμητική ικανότητα των ζωών, οι άνθρωποι προσομοιάζουν τον τύπο συμπεριφοράς που θα τους επιφέρει τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα.

Υπό αυτή την έννοια, στερεοτυπικές αντιλήψεις περί ειλικρίνειας και ψεύδους μπορούν να αναπλάσουν τις συμπεριφορές των ψευδόμενων συγχέοντας έτσι περαιτέρω τα αποτελέσματα των τεχνικών ανίχνευσης ψεύδους που βασίζονται σε μη λεκτικές μετρήσεις. Ως εκ τούτου, υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ερευνητών στο ότι καμία συλλογή μη λεκτικών ενδείξεων δεν μπορεί να διακρίνει με ακρίβεια μεταξύ ψευδών και ειλικρινών καταθέσεων. Παρ’ όλα αυτά, η ίσως αδικαιολόγητη προσήλωση σε μη λεκτικές ενδείξεις αποδεικνύει τη γοητεία που μας προκαλεί η «ικανότητα» να μαντεύουμε τις προθέσεις των γύρω μας.

Ψυχοβιολογική ανίχνευση ψεύδους

Η δεύτερη προσέγγιση αφορά την ψυχοβιολογική ανίχνευση ψευδούς διά μέσω τεχνικών που χρησιμοποιούν τον «πολυγράφο». Μια συνήθης παρανόηση είναι ότι ο πολυγράφος είναι αυτός καθαυτός εργαλείο ανίχνευσης ψεύδους. Η πεποίθηση αυτή απέχει πολύ από την αλήθεια, καθώς ο πολυγράφος δεν χρησιμοποιείται μεμονωμένα, αλλά σε συνδυασμό με το πρωτόκολλο της εκάστοτε ανάκρισης.

Ένα από τα πρωτόκολλα που έχουν σαν βάση τους τον πολυγράφο είναι το Guilty Knowledge Test (GKT). Σε χώρες όπως η Ιαπωνία είναι το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο τεστ βασιζόμενο στον πολυγράφο και τα αποτελέσματά του χρησιμοποιούνται ενίοτε ως αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο. Κατά τη διάρκεια του τεστ αυτού καταγράφονται βιολογικές λειτουργίες, όπως ο ρυθμός της αναπνοής, ο παλμός της καρδιάς και η εφίδρωση των δαχτύλων.

Για παράδειγμα, σε μια υπόθεση δολοφονίας με κατσαβίδι, οι εξεταζόμενοι καλούνται να απαντήσουν «ΟΧΙ» σε μια σειρά ερωτήσεων που χρίζουν μονολεκτικής απάντησης. Κάποιες από αυτές είναι εύστοχες, συνδέονται δηλαδή επακριβώς με τη σκηνή του εγκλήματος (π.χ. έφερε τραύμα από κατσαβίδι;), ενώ οι υπόλοιπες είναι μεν «σχετικές», αλλά ανακριβείς (π.χ. έφερε τραύμα από μαχαίρι;). Ο ένοχος εξεταζόμενος μπορεί να διακρίνει μεταξύ των εύστοχων ερωτήσεων και των υπολοίπων και άρα αναμένεται να έχει αντανακλαστικές αντιδράσεις μόνο όταν καλείται να απαντήσει τις πρώτες (καθώς γνωρίζει ότι ψεύδεται απαντώντας με «ΟΧΙ»). Εν αντιθέσει, ο αθώος εξεταζόμενος αναμένεται να αντιδράσει παρόμοια σε όλες τις ερωτήσεις, καθώς δεν γνωρίζει πότε η απάντησή του (δηλαδή το «ΟΧΙ» του) αντικρούει την αλήθεια.

Τα ποσοστά ακρίβειας του GKT είναι αξιοσημείωτα (άνω του 80% έγκυρο) για τον ορθό εντοπισμό αθώων, αλλά είναι αισθητά χαμηλότερα για τον εντοπισμό ενόχων. Οι επικριτές του GKT τονίζουν ότι η πρακτική του εφαρμογή είναι περιορισμένη γιατί ενδείκνυται σε  συγκεκριμένους τύπους εγκλημάτων και υπό την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες που χρησιμοποιούνται στην εξέταση δεν έχουν διαρρεύσει ή δεν θα μπορούσαν να είναι γνώστες σε έναν αθώο εξεταζόμενο. Για παράδειγμα, ο διαχωρισμός μεταξύ συναινετικού και μη συναινετικού σεξ είναι αδύνατον να γίνει, γιατί οι εμπλεκόμενοι (είτε είναι αθώοι είτε είναι ένοχοι) γνωρίζουν βιωματικά τις ίδιες λεπτομέρειες και αρά θα αντιδράσουν το ίδιο στις ερωτήσεις του τεστ. Παρομοίως, είναι δύσκολο να χρησιμοποιηθεί αξιόπιστα για την απόδοση ρόλων (π.χ. υποκινητής, περιφερειακός δράστης κ.τ.λ.) σε ομαδικά εγκλήματα (π.χ. ομαδικοί βιασμοί, ομαδικές διαρρήξεις, απαγωγές κ.ά.) και για την αντίστοιχη συνεκτίμηση του βαθμού εμπλοκής του κάθε ενόχου. Ο λόγος είναι ότι, ενώ έχουν όλοι περίπου την ίδια γνώση γύρω από το έγκλημα, η εμπλοκή τους σε αυτό μπορεί να είναι εκ διαμέτρου διαφορετική. Επιπλέον, το τεστ βασίζεται στη προϋπόθεση ότι οι ένοχοι θα είναι «γνώστες» των στοιχείων του εγκλήματος, ενώ οι αθώοι θα έχουν άγνοια. Αυτή η προϋπόθεση είναι δύσκολο να ισχύσει σε υποθέσεις όπου οι λεπτομέρειες του εγκλήματος έχουν διαρρεύσει στο ευρύ κοινό μέσω του Τύπου. Το GKT είναι επίσης παρεμβατικό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο εν γνώση του εξεταζόμενου, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στους υπόπτους να αναπτύξουν αντίμετρα (π.χ. δάγκωμα γλώσσας) ώστε να «μπερδέψουν» τον εξοπλισμό που καταγράφει τις ψυχοβιολογικές τους λειτουργίες. Πάρα τις αδυναμίες του, το GKT παραμένει μία από τις πιο αξιόπιστες λύσεις.

Λεκτικές ενδείξεις

Η τρίτη προσέγγιση στην ανίχνευση ψεύδους βασίζεται στη χρήση λεκτικών ενδείξεων. Συγκριτικά, η χρήση λεκτικών ενδείξεων είναι πιο πιθανό να αυξήσει τα ποσοστά ακριβείας ανίχνευσης ψεύδους σε σχέση με τη χρήση μη λεκτικών ενδείξεων. Επίσης, οι τεχνικές που χρησιμοποιούν λεκτικές ενδείξεις είναι μη παρεμβατικές, δυνητικά πιο απλές και συγκριτικά πιο εύχρηστες, ενώ κάποιες από αυτές (π.χ. το Reality Monitoring και το Criteria-Based Content Analysis) είναι επίσης θεωρητικά και εμπειρικά θεμελιωμένες. Οι τεχνικές αυτές βασίζονται κυρίως στην υπόθεση ότι οι ειλικρινείς, βασισμένες στην πραγματικότητα καταθέσεις θα διαφέρουν λεκτικά από τις αβάσιμες, λανθασμένες ή παραποιημένες καταθέσεις. Αυτές οι διαφορές θα αντικατοπτρίζονται στο είδος και στην ποσότητα των πληροφοριών που εμπεριέχονται στις καταθέσεις. Αντίστοιχα, μια σειρά κριτηρίων χρησιμοποιούνται ως ενδείξεις ειλικρίνειας βάσει των οποίων οι αληθείς καταθέσεις θα είναι πιο πλούσιες σε συγκεκριμένα κριτήρια (π.χ. χωροχρονικές πληροφορίες, όπως ακριβής τοποθεσία και διάρκεια ενός συμβάντος) εν συγκρίσει με τις ψευδείς.

Ένα λιγότερα συχνό εύρημα δείχνει ότι όσοι λένε ψέματα δίνουν εν γένει μικρότερες καταθέσεις (είναι πιο λακωνικοί) σε σχέση με όσους λένε την αλήθεια, οι οποίοι παραθέτουν συνήθως περισσότερες πληροφορίες για ένα γεγονός. Αυτές οι τεχνικές μπορούν πράγματι να βελτιώσουν τη δυνατότητα ανίχνευσης ψεύδους (ρίχνοντας το ποσοστό λάθους περίπου στο 30%). Αν και σχετικά μικρό το περιθώριο λάθους, είναι απαγορευτικό, καθώς μπορεί ακόμα να οδηγήσει σε λανθασμένες αποφάσεις. Ως εκ τούτου, πρέπει να φροντίσουμε ώστε να μη γίνονται δεκτές στα δικαστήρια αποφάσεις που έχουν τεκμηριωθεί στη βάση αυτών των τεχνικών. Επιπλέον, η εκπαίδευση είναι άκρως απαραίτητη προκείμενου να αναπτύξει κανείς έστω και μια υποτυπώδη κατανόηση της θεωρητικής και εμπειρικής θεμελίωσης των τεχνικών αυτών, της ορθής χρήσης τους και των σχετικών τους αδυναμιών. Ίσως η πιο βασική αδυναμία τους είναι ότι δεν μπορούν να διαγνώσουν αξιόπιστα μια μεμονωμένη κατάθεση, καθώς είναι πιο αποτελεσματικές στη σύγκριση καταθέσεων για τις οποίες γνωρίζουμε αν είναι ψευδείς ή ειλικρινείς.

Πάρα τη σχετική κριτική που γίνεται στους λεκτικούς δείκτες ειλικρίνειας, είναι σχεδόν ευρέως αποδεκτό ότι γινόμαστε καλύτεροι ανιχνευτές ψέματος όταν εστιάζουμε την προσοχή μας στο περιεχόμενο μιας κατάθεσης, πάρα στον τρόπο που αυτή δίνεται. Τουναντίον, όταν η προσοχή του παρατηρητή εστιάζεται σε ευδιάκριτες και έντονες μη λεκτικές συμπεριφορές, τότε η προσήλωση στο περιεχόμενο μιας κατάθεσης μειώνεται με κίνδυνο να υποτιμηθούν ή ακόμα και να αγνοηθούν κομβικές πληροφορίες για ένα συμβάν.

Εν κατακλείδι, ακόμα και οι πιο αξιόπιστες ενδείξεις ψεύδους είναι προσεγγιστικές και, ως εκ τούτου, καμία τεχνική ανίχνευσης ψεύδους δεν είναι αλάνθαστη, παρόλο που τα βήματα της σχετικής έρευνας είναι άκρως αξιοσημείωτα.

* Ο δρ Σταμάτης Ελντίμπ είναι επιστημονικός συνεργάτης και επίτιμος λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ και συνεργάτης - λέκτορας στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Ηνωμένου Βασιλείου

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL