Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
17.1°C19.7°C
4 BF 59%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αυξημένες νεφώσεις
15 °C
13.6°C15.7°C
3 BF 64%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
15 °C
13.3°C16.5°C
3 BF 78%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
19.3°C20.8°C
3 BF 65%
ΛΑΡΙΣΑ
Αυξημένες νεφώσεις
13 °C
12.9°C16.9°C
4 BF 82%
Χίλιες και μία ανακρίσεις
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Χίλιες και μία ανακρίσεις

Του Σταμάτη Ελντίμπ*

Ο όρος ανάκριση προκαλεί συχνά αρνητικούς συνειρμούς στον κοινό νου. Φέρνει στο μυαλό εικόνες βασανιστηρίων, ωμής κατάχρησης εξουσίας και «συζητήσεων» που διεξάγονται με άκρα μυστικότητα πίσω από κλειστές πόρτες σκοτεινών διαδρόμων. Οι «σκληρές» ανακρίσεις θεωρούνται όμως από το ευρύ κοινό και από τα μέλη των σωμάτων ασφαλείας που στερούνται εξειδικευμένης κατάρτισης ως αποτελεσματικές ακόμα κι αν (ή επειδή!) προκαλούν φόβο, εξευτελισμό, ψυχική οδύνη και σωματικό πόνο στους ανακρινόμενους. Στο πλαίσιο αυτό, η κοινή γνώμη διαμορφώνεται υπό την επιρροή ανέκδοτων μαρτυριών. Ωστόσο, οι «σκληρές» ανακρίσεις θεωρούνται ως η πιο αναποτελεσματική προσέγγιση με βάση τη δημοσιευμένη και ανεξάρτητη επιστημονική έρευνα.

Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό;

Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι οι ανακρίσεις (και ειδικά οι ανακρίσεις που σχετίζονται με πολύκροτες υποθέσεις) πραγματοποιούνται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε πληροφορία/γνώση θα μπορούσε να προκύψει από αυτές είναι αναπόφευκτα επηρεασμένη από τον «διακομιστή της» στο ευρύ κοινό! Εν γένει, είναι δύσκολο, σε παγκόσμια κλίμακα, να αποκτήσει κανείς πρόσβαση σε αρχεία ανακρίσεων για κακουργηματικές υποθέσεις. Επιπλέον αυτού, είναι ακόμη δυσκολότερο να κρίνει κανείς το κατά πόσο οι ανακρίσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν με επιστημονικό και μεθοδικό τρόπο. Ως αποτέλεσμα, πολύκροτες υποθέσεις έχουν συχνά πτυχές που καλύπτονται από πέπλο μυστηρίου. Η κοινή γνώμη συνήθως κατακλύζεται από πληροφορίες για τις υποθέσεις αυτές, για τα εμπλεκόμενα άτομα, για το ιστορικό τους και ούτω καθεξής. Ωστόσο, ελάχιστες πληροφορίες δημοσιοποιούνται σχετικά με τις μεθόδους που υιοθετήθηκαν προκειμένου να αποσπαστεί μια ομολογία ή τις τακτικές που χρησιμοποιήθηκαν για να «σπάσει η σιωπή» των ανακρινόμενων.

Μια άλλη πιθανή εξήγηση της αντίληψης ότι οι «σκληρές» τακτικές είναι αποτελεσματικές πηγάζει από τα εκπαιδευτικά πρωτόκολλα και εγχειρίδια ανακριτικής που υιοθετούνται από αξιωματικούς της αστυνομίας ανά τον κόσμο. Για παράδειγμα, μία από τις πιο διαδεδομένες προσεγγίσεις περί ανακριτικής η οποία χρησιμοποιείται ευρέως στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, η Reid technique, διατυμπανίζει τη χρησιμότητα των συγκρουσιακών ανακριτικών τεχνικών. Συγκεκριμένα, οι ανακριτές της αστυνομίας εκπαιδεύονται να χρησιμοποιούν στα αρχικά στάδια της ανάκρισης αναποτελεσματικές τεχνικές ανίχνευσης ψεύδους, όπως η χρήση μη λεκτικών σημάτων (π.χ. «νευρική συμπεριφορά») ως αποδεικτικά στοιχεία ψευδούς συμπεριφοράς, παρόλο που η προσέγγιση αυτή έχει καταρριφθεί από ανεξάρτητη έρευνα δημοσιευμένη σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά. Με βάση τέτοιου είδους ανακριβή στοιχεία, οι ανακριτές παροτρύνονται εν συνεχεία να «διαγνώσουν» το κατά πόσο οι ανακρινόμενοι αποκρύπτουν ή όχι την αλήθεια ώστε να συνεχίσουν αναλόγως την ανάκριση. Στις περιπτώσεις όπου αμφισβητείται η ειλικρίνεια του ανακρινόμενου, ο ανακριτής ενθαρρύνεται να έρθει σε αντιπαράθεση μαζί του χρησιμοποιώντας συγκρουσιακές τεχνικές προκειμένου να του αποσπάσει την «αλήθεια». Ουσιαστικά, οι ανακριτές εκπαιδεύονται να χρησιμοποιούν αναξιόπιστα κριτήρια ανίχνευσης ψεύδους και μετέπειτα να υιοθετούν, επ’ αυτής της βάσης, αναποτελεσματικές, και συχνά ανήθικες, ανακριτικές τακτικές…

Αυτή η προσέγγιση έχει αποδεδειγμένα συνδεθεί με ανακριβείς ομολογίες που έχουν επιφέρει σε αθώους μακροχρόνιες ή θανατικές καταδίκες. Η αθωότητα των ανθρώπων αυτών έχει αποδειχθεί έπειτα από πολυετή παραμονή τους σε φυλακές ή ακόμα και μετά την εκτέλεσή τους!

Είναι άραγε αναγκαία η χρήση «σκληρών» ανακριτικών μεθόδων για την επίλυση κρίσιμων αστυνομικών υποθέσεων όπως είναι οι υποθέσεις τρομοκρατικής φύσης; Ή μήπως είναι η κοινή γνώμη τόσο διψασμένη για εκδίκηση και κοινωνική δικαιοσύνη, που η αστυνομία δρα εφαρμόζοντας «σκληρές» ανακριτικές τακτικές προκειμένου να ικανοποιήσει αυτή τη δίψα και να αποκαταστήσει την τάξη;

Όποια και να είναι η απάντηση, αυτού του είδους οι ανακρίσεις προσομοιάζουν σε ένα μοντέρνο κυνήγι μαγισσών, όπου η ανάκριση για ένα έγκλημα μετουσιώνεται σε συγκεκαλυμμένη εκδίκηση για το έγκλημα αυτό…

Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι εφαρμογής αποδεδειγμένα στείρων ανακριτικών τακτικών, είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη οι αντικειμενικές δυσκολίες και οι προκλήσεις που τα σώματα ασφαλείας καλούνται να αντιμετωπίσουν κατά τη διαχείριση πολύπλοκων υποθέσεων τρομοκρατικής φύσης που προσελκύουν το δημόσιο ενδιαφέρον. Παρά τις γιγάντιες προκλήσεις, καλλιεργούνται πάντα στο ευρύ κοινό η προσδοκία και η αξίωση ότι η αστυνομία θα επιλύσει (και πρέπει να επιλύσει!) αυτές τις υποθέσεις σε μηδενικό χρόνο. Επιπλέον των πιέσεων αυτών, η αστυνομία οφείλει και καλείται να υποστηρίξει τους συγγενείς των θυμάτων και να διαχειριστεί τον Τύπο και τις πολιτικές δυνάμεις με τις συχνά αντικρουόμενες ατζέντες τους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαχείριση πολύπλοκων υποθέσεων είναι εξαιρετικά προκλητική ακόμα και υπό ιδανικές συνθήκες (π.χ. αστείρευτη χρηματοδότηση για την αστυνομία, μεγάλη προθυμία του κοινού να συνδράμει το έργο της κ.λπ.), μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο δύσκολο είναι το έργο της αστυνομίας υπό πραγματικές συνθήκες.

Οπότε, τι θα μπορούσε να συνδράμει το έργο της Αστυνομίας;

Η εμπειρική έρευνα στην ανακριτική υπόπτων αναπτύσσεται, αλλά οι δυσκολίες εκπόνησης μελετών που εστιάζουν συγκεκριμένα σε εγκλήματα τρομοκρατικής φύσης εξακολουθούν να είναι πολλές. Μερίδα της πανεπιστημιακής κοινότητας υποστηρίζει την άποψη ότι η πιο αποτελεσματική ανακριτική μέθοδος είναι το να συμπεριφέρεσαι στους υπόπτους με σεβασμό και αξιοπρέπεια, να σέβεσαι τα ανθρώπινα δικαιώματά τους και να προσπαθείς να καλλιεργήσεις ένα κλίμα συνεργασίας μαζί τους. Αντίστοιχα, ο εκφοβισμός και η προσβολή των υπόπτων θεωρούνται ως κοντόφθαλμες και αναποτελεσματικές τακτικές. Δυστυχώς, η παραπάνω θεώρηση βασίζεται κυρίως σε πειραματική έρευνα που διεξάγεται υπό συνθήκες οι οποίες δεν προσομοιάζουν πιστά την περιπλοκότητα των πραγματικών ανακρίσεων. Αυτού του είδους η έρευνα επιτρέπει μεν τον έλεγχο των βασικών παραγόντων υπό διερεύνηση, αλλά παράλληλα αδυνατεί να πείσει με τα πορίσματά της τους επαγγελματίες ανακριτές, οι οποίοι γνωρίζουν καλύτερα από όλους ότι οι εργαστηριακές συνθήκες είναι εκ διαμέτρου αντίθετες με τις πραγματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες καλούνται να επιτελέσουν το έργο τους!

Το εν λόγω κενό εμπεριστατωμένης έρευνας σε ανακρίσεις υπόπτων τρομοκρατίας έχει επιτρέψει σε υπερασπιστές των «σκληρών ανακρίσεων» να το χρησιμοποιήσουν ως βήμα για να ενθαρρύνουν, να προτείνουν ή ακόμα και να εκθειάσουν τη χρήση βασανιστηρίων. Τα βασανιστήρια, με βάση τα λεγόμενά τους, πρέπει να είναι πάντα μία από τις επιλογές, καθώς αποτελούν ένα εργαλείο το οποίο εμπνέει συναισθήματα φόβου και σεβασμού στους εχθρούς και έτσι έχει τη «δυναμική» να επιλύει γρήγορα τις υποθέσεις. Στην πραγματικότητα, όμως, η χρήση βασανιστηρίων (και άλλων εξίσου ανήθικων συγκρουσιακών τακτικών) έχει αξιοσημείωτα μακροπρόθεσμα μειονεκτήματα, χωρίς καν να οδηγεί στην απόσπαση αξιόπιστων πληροφοριών. Επιπλέον, μπορεί να διαταράξει τις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ της αστυνομίας και του κοινωνικού συνόλου και σταδιακά να δυσχεράνει τη συλλογή χρήσιμων πληροφοριών από κομμάτια της κοινωνίας που έχουν στοχοποιηθεί ή/και έχουν γίνει κατά συρροή δέκτες αυτών των πρακτικών.

Φαίνεται πως αυτή η κατάσταση έχει αρχίσει σταδιακά να αλλάζει...

Έρευνα που πραγματοποιείται στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ έχει καταφέρει να καλύψει το προαναφερθέν κενό εμπειρικών στοιχείων αποκτώντας πρόσβαση σε μία μοναδική βάση δεδομένων που απαρτίζεται από περισσότερες από 1.000 πραγματικές ανακρίσεις. Καμία άλλη ακαδημαϊκή ομάδα δεν έχει αποκτήσει ποτέ τέτοιου είδους πρόσβαση, με αποτέλεσμα η πρωτοβουλία αυτή να έχει ανοίξει ένα «παράθυρο» σε ένα σχεδόν μυστήριο πεδίο έρευνας. Σε στενή συνεργασία με τη Bρετανική αστυνομία, η ερευνητική ομάδα του Λίβερπουλ έχει παρακολουθήσει, κωδικοποιήσει και αναλύσει εκατοντάδες ανακρίσεις υπόπτων τρομοκρατίας. Η ερευνητική ομάδα κωδικοποίησε διεξοδικά λεπτό προς λεπτό τις βιντεοσκοπημένες ανακρίσεις για να διερευνήσει την πραγματική χρησιμότητα των ανακριτικών τεχνικών. Επίσης, στο πλαίσιο της έρευνας αυτής δημιουργήθηκε το πρώτο παγκοσμίως πλήρες και εμπειρικά εμπεριστατωμένο μοντέλο ανακριτικών τακτικών.

Συνολικά κωδικοποιήθηκαν περισσότερες από 150 μεταβλητές, συμπεριλαμβανομένων των μη προσαρμοστικών τακτικών που ενίοτε χρησιμοποιούσαν οι ανακρινόμενοι (π.χ. απόλυτη σιωπή, μουρμούρισμα), ο τρόπος με τον οποίο οι ανακριτές έκαναν τις ερωτήσεις (π.χ. συγκρουσιακός, αυταρχικός, παθητικός), η συμπεριφορά των ανακρινόμενων (π.χ. επιθετική, αποστασιοποιημένη), ο όγκος και η ποιότητα των πληροφοριών που συλλέγονταν. Έπειτα από εννέα μήνες και ατελείωτες ώρες κωδικοποίησης του μεγαλύτερου συνόλου δεδομένων στο είδος του, η ομάδα ανέλυσε στατιστικά τις μετρήσεις της και παρήγαγε την πιο πλήρη καταγραφή του τι δουλεύει στις ανακρίσεις υπόπτων τρομοκρατίας.

Η ερευνητική ομάδα εξέτασε κυρίως τις αλληλεπιδράσεις στη σχέση μεταξύ ανακριτή - ανακρινόμενου και το τρόπο με τον οποίο οι αλληλεπιδράσεις αυτές καθορίζουν τον όγκο και την ποιότητα των πληροφοριών που συλλέγονται κατά τη διάρκεια της ανάκρισης.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ανακριτές οι οποίοι είχαν μη προσαρμοστικές συμπεριφορές (π.χ. χρήση σαρκασμού, άκαμπτη προσήλωση στο πλάνο της ανάκρισης, υποτιμητική γλώσσα κ.λπ.) οδήγησαν σε ή ενθάρρυναν μη προσαρμοστικές συμπεριφορές ανακρινόμενων (π.χ. χρήση προσβλητικών όρων, αποστασιοποίηση, επιθετική στάση κ.λπ.). Σε αντιστοιχία, οι ανακριτές που είχαν προσαρμοστικές συμπεριφορές (π.χ. ήταν ψύχραιμοι, υπομονετικοί, υποστηρικτικοί, ομιλητικοί κ.λπ.) δημιουργούσαν τις συνθήκες για την έκφραση ή όξυνση αντίστοιχων συμπεριφορών από τους ανακρινόμενους. Είναι πραγματικά αξιοσημείωτο ότι ακόμα και η παραμικρή εκδήλωση μη προσαρμοστικών συμπεριφορών από τους ανακριτές οδηγούσε σε «κλείδωμα» των ανακρινόμενων (π.χ. απόλυτη σιωπή, «ουδέν σχόλιο» κ.λπ.) ή σε όξυνση της μεταξύ τους αντιπαράθεσης. Ως εκ τούτου, στις ανακρίσεις στις οποίες εκδηλώνονταν προσαρμοστικές συμπεριφορές από τους ανακριτές -και ως απόρροια αυτού από τους ανακρινόμενους- δημιουργούνταν οι συνθήκες υπό τις οποίες αντλούνταν πλούσιες σε όγκο και ποιότητά πληροφορίες.

Τα αποτελέσματα αυτά της ερευνητικής ομάδας του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ θα μπορούσαν ίσως να εκληφθούν ως αυτονόητα. Ωστόσο, μέχρι πρότινος, τα εμπειρικά στοιχεία συχνά ανέφεραν, αλλά ποτέ δεν θεμελίωναν την άποψη ότι ο καλύτερος τρόπος χειρισμού ενός ανακρινόμενου είναι η αποφυγή τεχνικών που οδηγούν σε κρούση. Με άλλα λόγια, η χρήση «σκληρών» τακτικών με στόχο τη συνεργασία ενός ανακρινόμενου θα έχει κατά πάσα πιθανότητα τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Πέραν των παραπάνω παρατηρήσεων, τα αποτελέσματα παρέχουν μια πρωτοφανή και έγκυρη αποτύπωση του τι δουλεύει και του τι δεν δουλεύει, με γνώμονα μια βαθιά κατανόηση των ανθρώπινων σχέσεων και, ως εκ τούτου, ενθαρρύνουν την ηθική μεταχείριση υπόπτων.

* Ο δρ Σταμάτης Ελντίμπ είναι επιστημονικός συνεργάτης και επίτιμος λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ και συνεργάτης - λέκτορας στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Ηνωμένου Βασιλείου

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL