Live τώρα    
23°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
23 °C
21.3°C24.2°C
3 BF 38%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
24 °C
22.3°C24.7°C
4 BF 37%
ΠΑΤΡΑ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.0°C23.8°C
2 BF 58%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
18.6°C21.0°C
2 BF 75%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
22 °C
21.9°C23.4°C
3 BF 35%
Η αλήθεια για τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Η αλήθεια για τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών

Ένας από τους συνδυαστικούς παράγοντες που προκάλεσαν το σοκ στις ελληνικές τράπεζες είναι ο ιδιότυπος εναγκαλισμός μεταξύ κράτους, ευνοϊκής χρηματοδότησης επιχειρηματιών χωρίς επαρκείς εγγυήσεις και ενθάρρυνσης της χρήσης των πιστωτικών καρτών

Η πρώτη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών (2012 - 2013) έγινε μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και στοίχισε περίπου 25,5 δισ. ευρώ

Η δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση (2014) καλύφθηκε στο σύνολό της από τοποθετήσεις ιδιωτών επενδυτών ύψους 8,3 δισ. ευρώ, αλλά προκάλεσε μεγάλη απαξίωση της περιουσίας του ΤΧΣ λόγω μείωσης του ποσοστού συμμετοχής του στα κεφάλαια των τραπεζών

Η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, εξαιτίας του μεγάλου ενδιαφέροντος ιδιωτών επενδυτών, που επένδυσαν περίπου 5,3 δισ. ευρώ, επιβάρυνε το δημόσιο χρέος κατά 5,4 δισ. ευρώ, ποσό πολύ μικρότερο από τα 25 δισ. που είχαν αρχικά προβλεφθεί

Από το 2008, οπότε άρχισε η οικονομική κρίση, η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών και η ρευστότητά τους επηρεάστηκαν καθοριστικά, σε βαθμό μάλιστα που απειλήθηκε η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Οι συνδυαστικοί παράγοντες που προκάλεσαν το σοκ στις ελληνικές τράπεζες είναι:

● Η αδυναμία πρόσβασης των τραπεζών στις διεθνείς αγορές για άντληση χρηματοδότησης λόγω της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης.

● Οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, που προκάλεσαν επιδείνωση της ποιότητας των δανειακών χαρτοφυλακίων και ραγδαία αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (στεγαστικών, καταναλωτικών και επιχειρηματικών).

● Ο ιδιότυπος εναγκαλισμός μεταξύ κράτους (μεγάλες ποσότητες αγοράς ομολόγων), ευνοϊκής χρηματοδότησης επιχειρηματιών χωρίς επαρκείς εγγυήσεις (διαπλοκή με συγκεκριμένους επιχειρηματικούς κλάδους που ανέδειξε και η Εξεταστική για τα δάνεια σε ΜΜΕ) και ενθάρρυνσης της χρήσης των πιστωτικών καρτών (νοικοκυριά). Είναι χαρακτηριστικό ότι η ΤτΕ αναφέρει ως λάθος την ανεξέλεγκτη πιστωτική επέκταση των τραπεζών.

● Η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (PSI).

● Η μεγάλη εκροή καταθέσεων.

Οι δύο ανακεφαλαιοποιήσεις

Αναπόφευκτα προέκυψε ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και μάλιστα δύο φορές σε διάρκεια τριών ετών.

● Η πρώτη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών (2012 - 2013) έγινε μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) και στοίχισε περίπου 25,5 δισ. ευρώ.

● Η δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση (2014) καλύφθηκε στο σύνολό της από τοποθετήσεις ιδιωτών επενδυτών ύψους 8,3 δισ. ευρώ, αλλά προκάλεσε μεγάλη απαξίωση της περιουσίας του ΤΧΣ λόγω μείωσης του ποσοστού συμμετοχής του στα κεφάλαια των τραπεζών (dilution).

Εκτός όμως από τις ανακεφαλαιοποιήσεις ελήφθησαν και άλλα μέτρα, όπως:

● Στήριξη των τραπεζών με εγγυήσεις (ομόλογα).

● Εξυγίανση τραπεζών (Αγροτικής, Proton, TT κ.λπ.).

● Αναδιάταξη του τραπεζικού συστήματος με εξαγορές και συγχωνεύσεις που... δεν απέδωσαν.

Ωστόσο τα μέτρα δεν είχαν επωφελές αποτέλεσμα. Παρά τη μεγάλη συγκέντρωση της τραπεζικής αγοράς σε τέσσερις συστημικές τράπεζες και τις δύο ανακεφαλαιοποιήσεις, η εμπιστοσύνη προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν ανακτήθηκε, η διαρροή καταθέσεων συνέχισε να εντείνεται και η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών επιδεινώθηκε. Η αποτυχία των δύο πρώτων ανακεφαλαιοποιήσεων οφείλεται στους παρακάτω συνδυαστικούς παράγοντες:

● Τη βαθύτερη του αναμενομένου ύφεση, που εντάθηκε από τις πολιτικές των δύο πρώτων Μνημονίων.

● Τη σημαντική άνοδο της ανεργίας, που εντάθηκε από τις πολιτικές των δύο πρώτων Μνημονίων.

● Τη μη σύνδεση των ανακεφαλαιοποιήσεων με την επίλυση των μη εξυπηρετούμενων (κόκκινων) δανείων, μολονότι αυτά αυξάνονταν ραγδαία. Σημειώνεται πως τα κόκκινα δάνεια αυξήθηκαν από 7,7% το 2009 σε 33,8% το 2014 (78,5 δισ. ευρώ).

● Τη μη σύνδεση των ανακεφαλαιοποιήσεων με μέτρα χρηστής εταιρικής διακυβέρνησης. Είναι διεθνής πρακτική, όταν το κράτος στηρίζει κεφαλαιακά τις τράπεζες, να αλλάζουν οι διοικήσεις των τραπεζών, να ενισχύονται οι κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης και η διαφάνεια στη λειτουργία τους.

Συνιστά ελληνική πρωτοτυπία το να παραμένουν σχεδόν οι ίδιες διοικήσεις στις θέσεις τους. Φαίνεται πως η διασύνδεση του πολιτικού συστήματος με τις τράπεζες και συμφέροντα στα ΜΜΕ αγνόησε το δημόσιο συμφέρον. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτό επισημαίνεται και από το ΔΝΤ στην Επικαιροποιημένη Ανάλυση Βιωσιμότητας (IMF Country Report No 15/186, July 14, 2015): «Absent a radical solution to the governance issues that are at the root of the problems of the Greek banking system».

Μολονότι αυξήθηκαν οι προβλέψεις πάνω από το ελάχιστο που ο νόμος ορίζει, η αύξηση δεν ήταν επαρκής για το μέγεθος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αντίθετα οι διοικήσεις των τραπεζών προτίμησαν να παρουσιάσουν καλύτερες επιχειρησιακές επιδόσεις -συμβάλλοντας και στην παρουσίαση του «success story»- αντί να προνοούν για αυξημένες προβλέψεις.

Καθώς η ελληνική οικονομία επιδεινώθηκε, ο φόβος για την ασφάλεια των καταθέσεων οδήγησε σε πρωτοφανή διαρροή καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα προς διάφορους προορισμούς.

Η κατάσταση το 2014

Η κατάσταση των τραπεζών στο τέλος του 2014 ήταν περίπου η ακόλουθη:

● Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από 10,2 δισ. Ευρώ το έτος 2007 έφτασαν περίπου τα 80 δισ. Δηλαδή οκταπλασιάστηκαν.

● Η σταδιακή μείωση της χρηματοδότησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων κατά 19% από το 2009 έως το 2014 αποτέλεσε τη χαριστική βολή στην παραγωγική ζωή του τόπου. Δηλαδή μηδενική παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία μέχρι και σήμερα.

● Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνέχισαν να αυξάνονται και το 2015. (Ο ορισμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων διευρύνθηκε το 2015. Ο νέος διευρυμένος ορισμός περιλαμβάνει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τα δάνεια αβέβαιης είσπραξης (Non Performing Exposures - NPEs). Επομένως, και μόνο λόγω της διεύρυνσης του ορισμού, το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων είναι αυξημένο. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2015 τα NPEs αυξήθηκαν κατά 1% φτάνοντας στο 40,8% επί του συνόλου των δανείων, δηλαδή λίγο πάνω από τα 100 δισ. ευρώ.

● Το δίμηνο Δεκεμβρίου 2014 - Ιανουαρίου 2015 οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά 16,2 δισ. ευρώ, ενώ από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο του 2015 μειώθηκαν κατά 25,9 δισ. Η μεγαλύτερη εκροή καταθέσεων, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, συνέβη από τον Σεπτέμβριο του 2009 έως τον Ιούνιο του 2012, οπότε έφυγαν από τις ελληνικές τράπεζες, κυρίως με προορισμό τράπεζες του εξωτερικού, 87 δισ. ευρώ περίπου (ήτοι το 36,2% των καταθέσεων).

Πέρα από το προφανές, ότι η εκροή καταθέσεων συνέβη κατά το μεγαλύτερο μέρος της στη διάρκεια της θητείας των προηγούμενων κυβερνήσεων έως και το 2014, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι οι δηλώσεις των στελεχών της σημερινής αντιπολίτευσης και τεχνοκρατών που πρόσκεινται στην ιδεολογία της, πριν και μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 και μέχρι την εξαγγελία του δημοψηφίσματος, συνέτειναν καθοριστικά στο κλίμα πανικού που δημιουργήθηκε στους καταθέτες και διόγκωσε το πρόβλημα εις βάρος του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και της οικονομίας γενικότερα.

Η μείωση της αξίας των τραπεζικών μετοχών είχε αρχίσει από τον Απρίλιο 2014, όπως φαίνεται στο διάγραμμα:

Οι αποτιμήσεις των τραπεζών στη χρηματιστηριακή αγορά την περίοδο 2014 ήταν προϊόν ανακριβούς εικόνας για την πορεία των βασικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας. Βρισκόμαστε στην περίοδο του υποτιθέμενου «success story» με τα ανακριβή, όπως φάνηκε στη συνέχεια, στοιχεία για τα δημοσιονομικά πλεονάσματα και τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, τα οποία τους επόμενους μήνες αναθεωρήθηκαν επί τα χείρω. Απεδείχθη ότι η ελληνική οικονομία για το 2014 δεν παρουσίασε ούτε ιδιαίτερα πλεονάσματα ούτε αξιοσημείωτους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, γεγονός που επηρέασε αρνητικά και τις αποτιμήσεις των τραπεζών.

Ψευδής εικόνα

Ανάλογη ψευδή εικόνα για τη μελλοντική κερδοφορία και την πιστωτική επέκταση παρουσίασαν και οι τράπεζες για τα βασικά τους οικονομικά στοιχεία των επομένων ετών. Οι προβλέψεις αυτές των τραπεζών απέτυχαν, γεγονός που συνέβαλε στην διαμόρφωση αρνητικού κλίματος για τις ελληνικές τράπεζες και την αξιοπιστία τους.

Έτσι, με αυτά τα δεδομένα, η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση ήταν απαραίτητη για τη διάσωση των ελληνικών τραπεζών.

Οι δύσκολες συνθήκες του 2015

Στις εκθέσεις όλων των θεσμικών φορέων επισημαίνεται ότι η ανακεφαλαιοποίηση του 2015 ολοκληρώθηκε στις πλέον αντίξοες συνθήκες διότι το θεσμικό πλαίσιο για την παροχή κρατικών ενισχύσεων είχε αυστηροποιηθεί και προέβλεπε, σύμφωνα με την Οδηγία BBRD, πριν από τη λήψη κρατικής ενίσχυσης, «κούρεμα» σε μετόχους, ομολογιούχους αλλά και στους καταθέτες με ποσά καταθέσεων μεγαλύτερα των εγγυημένων 100.000 ευρώ. Επομένως ήταν απολύτως κρίσιμο η όλη διαδικασία να έχει ολοκληρωθεί πριν το τέλος του 2015, ώστε να μην είχε τεθεί σε ισχύ η οδηγία BRRD.

Η επιτυχία

Παρ’ όλες τις δυσκολίες η ανακεφαλαιοποίηση ολοκληρώθηκε με επιτυχία, αφού:

1. Εξασφαλίστηκε, με την έγκαιρη ολοκλήρωση της διαδικασίας, η ακεραιότητα των καταθέσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων και αποφεύχθηκε ένα καίριο πλήγμα στην εμπιστοσύνη των καταθετών, που θα είχε ανυπολόγιστες μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη ρευστότητα των τραπεζών και τη λειτουργία της οικονομίας. Το κυριότερο είναι ότι το βάρος της διάσωσης των τραπεζών θα μεταφερόταν στις πλάτες των Ελλήνων καταθετών με ανυπολόγιστες συνέπειες στην ελληνική οικονομία.

2. Εξαιτίας του μεγάλου ενδιαφέροντος από πλευράς ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι επένδυσαν περίπου 5,3 δισ. ευρώ στις τέσσερις συστημικές τράπεζες, περιορίστηκε η κρατική ενίσχυση που παρασχέθηκε μέσω του ΤΧΣ, επομένως και η επιβάρυνση του δημόσιου χρέους, στα 5,4 δισ. ευρώ, ποσό πολύ μικρότερο από τα 25 δισ. που είχαν αρχικά προβλεφθεί (η μικρότερη σε κόστος εκ των τριών ανακεφαλαιοποιήσεων).

Το μείγμα CoCos (υπό αίρεση μετατρέψιμων ομολογιών - Contingent Convertibles) και κοινών μετοχών με πλήρη δικαιώματα ψήφου που χρησιμοποιήθηκε (κατά 75% και 25% αντίστοιχα) πέτυχε μια σημαντική ισορροπία επειδή αφενός τα CoCos έχουν σημαντική απόδοση για το Ελληνικό Δημόσιο (8% ετησίως) και αφετέρου, αν οι αποπληρωμές εκ μέρους των τραπεζών δεν γίνουν στις προβλεπόμενες ημερομηνίες για δύο, έστω και μη συνεχόμενες, φορές, μετατρέπονται σε κοινές μετοχές με πλήρη δικαιώματα ψήφου, μάλιστα στο 116% της αξίας τους.

Με τις κοινές μετοχές το Ελληνικό Δημόσιο, μέσω του ΤΧΣ, διατήρησε ισχυρό ποσοστό συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών, τόσο επειδή το ποσοστό τους είναι σημαντικό και καθιστά το ΤΧΣ τον μεγαλύτερο μέτοχο, ιδίως όμως επειδή πρώτη φορά η συμμετοχή έγινε με κοινές μετοχές, οι οποίες έχουν πλήρη δικαιώματα ψήφου.

Τα παραπάνω πλεονεκτήματα γίνονται πιο φανερά αν εξετάσει κάποιος τα εργαλεία που επιλέχθηκαν στην πρώτη ανακεφαλαιοποίηση: μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου και warrants, που δεσμεύονταν από συγκεκριμένη συμφωνία επαναγοράς, η οποία δεν επέτρεψε στο Δημόσιο να ανακτήσει τα κεφάλαια που επένδυσε, αν και η τιμή των μετοχών των τραπεζών ήταν δυνατόν, κατά περιόδους, να χαρακτηριστεί πρόσφορη.

Σε συνέχεια της ανακεφαλαιοποίησης η εκτίμηση για τον Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας ανέρχεται σε 18,1%, που είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη (μέσος όρος των σημαντικότερων τραπεζών ανά χώρα σε επίπεδο ΕΕ: 16,7% στο τέλος Ιουνίου 2015). Επιπλέον, το ποσοστό κάλυψης των δανείων σε καθυστέρηση από συσσωρευμένες προβλέψεις ανέρχεται σε 49,4%, επίπεδο υψηλότερο του μέσου όρου των σημαντικότερων τραπεζών ανά χώρα σε επίπεδο Ε.Ε. (43% στο τέλος Ιουνίου 2015). Τα μεγέθη αυτά ισχυροποιούν τη θέση των ελληνικών τραπεζών και διαμορφώνουν τις συνθήκες ώστε αυτές να επιτελέσουν τον ρόλο τους.

Από τα στοιχεία του 2016 φαίνεται ότι τράπεζες επέστρεψαν στην κερδοφορία, οι καταθέσεις αυξήθηκαν (ήδη έχουν αρχίσει να επιστρέφουν οι επενδυτές με repos), υπάρχουν έσοδα από τα CoCos (η Εθνική αποπλήρωσε ήδη το συνολικό ποσό) και δύο από τις τράπεζες δεν ανανέωσαν τις εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου για την παροχή ρευστότητας. Η ρευστότητα επιστρέφει στις τράπεζες, αρχίζουν να διαφαίνονται προοπτικές χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, αλλά πρέπει να βελτιωθεί το γενικό περιβάλλον της οικονομίας της χώρας για να μειωθεί ο πιστωτικός κίνδυνος.

Η ανακεφαλαιοποίηση συνδέθηκε με ενισχυμένη εποπτεία των τραπεζών. Με το νέο πλαίσιο που διαμορφώθηκε, ενισχύθηκε ο ρόλος του ΤΧΣ στη στρατηγική των τραπεζών, ενώ ενσωματώθηκαν περισσότερες δικλίδες ασφαλείας με σκοπό την ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης.

Έτσι ανατράπηκε το παράδοξο της πρώτης ανακεφαλαιοποίησης, όπου, μολονότι το Ελληνικό Δημόσιο κατείχε τη συντριπτική πλειοψηφία των μετοχών των τριών σημαντικών τραπεζών, είχε περιορισμένα δικαιώματα ψήφου!

Όμως το σημαντικότερο στοιχείο της τελευταίας ανακεφαλαιοποίησης είναι ότι πρώτη φορά συνδέθηκε με τη διαμόρφωση ενός συνολικού πλαισίου διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να εκμηδενιστεί η πιθανότητα ανάγκης και νέας ανακεφαλαιοποίησης στο μέλλον. Προβλέφθηκε ένα πλέγμα δράσεων, με τη στενή παρακολούθηση των εποπτικών αρχών και την ενεργή συμμετοχή όλων των αρμόδιων υπουργείων, που περιλαμβάνει:

● Αξιολόγηση της ικανότητας των τραπεζών στη διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και συνεχή παρακολούθησή τους μέσω επιχειρησιακών στόχων που θεσπίζονται ανά κατηγορία.

● Τον νόμο που ψηφίστηκε από τη Βουλή και καθορίζει τους όρους για την προστασία από τους πλειστηριασμούς κύριας κατοικίας, που ανοίγει τον δρόμο για τη διευθέτηση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των νοικοκυριών.

● Ανάληψη δράσεων για την αποτελεσματικότερη διαχείριση των κοινών πιστούχων και νομοθέτηση της διαδικασίας εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών για μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια.

● Βελτιώσεις στο νομικό και θεσμικό πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας και αναθεώρηση του Κώδικα Δεοντολογίας με ορισμό κατευθυντηρίων γραμμών αναδιάρθρωσης χρεών για ομάδες δανειοληπτών, με βάση σαφή κριτήρια κατηγοριοποίησης δανειακών χαρτοφυλακίων.

● Θεσμοθέτηση πλαισίου αδειοδότησης και λειτουργίας εταιρειών, που θα παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων ή θα τους μεταβιβάζονται τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια

Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ολοκληρώθηκε και έχει αποφευχθεί το «κούρεμα» των μη καλυμμένων καταθέσεων, με ό,τι θετικό αυτό συνεπάγεται για τις τράπεζες και την ελληνική οικονομία. Με εισροή νέων επενδυτικών κεφαλαίων 5,7 δισ. ευρώ, με επίλυση του προβλήματος των κόκκινων δανείων, με αναβαθμισμένους κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης και ενδεχομένως με νέες διοικήσεις, οι τράπεζες έχουν τις προϋποθέσεις να ανακάμψουν.

Η κυβέρνηση φαίνεται να απέφυγε τα αδιέξοδα και την αντιφατικότητα των προηγούμενων ανακεφαλαιοποιήσεων. Ωστόσο ζητούμενα παραμένουν η ανάκτηση της εμπιστοσύνης προς τις τράπεζες, η επιστροφή των καταθέσεων, η αλλαγή της «επιθετικής» επιχειρησιακής κουλτούρας ιδιαίτερα ορισμένων τραπεζών, η προστασία της πρώτης κατοικίας, η αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών δανείων, η χρηματοδότηση υγιών επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.

Επιπλέον ζητούμενα παραμένουν η διαφάνεια στη λειτουργία των τραπεζών και η αξιόπιστη κοινωνική λογοδοσία τους.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL