Live τώρα    
23°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
23 °C
22.0°C25.2°C
3 BF 51%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
23 °C
20.8°C25.4°C
2 BF 41%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
20 °C
19.9°C21.6°C
4 BF 55%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
21 °C
20.4°C20.8°C
2 BF 68%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
24 °C
23.9°C24.0°C
0 BF 33%
Τα γραπτά επιμένουν - Ελάχιστα για τον Άγγελο Ελεφάντη
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Τα γραπτά επιμένουν - Ελάχιστα για τον Άγγελο Ελεφάντη

Ο τόνος ήταν έκδηλα ειρωνικός και ονειδιστικός όταν με το «Σας τα ’παμε...» ο Άγγελος συνόψιζε το δόγμα που ρύθμιζε τις περιβόητες κομματικές διαδικασίες, επί συνεδρίων για παράδειγμα, τα οποία σπάνια απιστούσαν στην κακόφημα γνωστή «λήψη του ζητουμένου». Πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, στην περίπτωση αυτή, ήταν η εκάστοτε δεσπόζουσα φράξια ή φατρία ή «ηγετική ομάδα». Και δεύτερο, στο οποίο και απευθυνόταν, οι απέναντί της, οργανωμένοι ή μη, οι αμφισβητίες, οι ετερόδοξοι, ή και η απλή βάση. Οι «Αλάθητοι» λοιπόν απήγγελλαν τον Λόγο τους, «αφουγκράζονταν» (εθιμικό το ρήμα) κατόπιν τα λόγια των ημιδιαφωνούντων-ημισυμφωνούντων πολεμώντας με άλλοτε άλλη επιτυχία τα πιο βαθιά χασμουρητά ή τους καγχαστικούς μορφασμούς, και αμέσως έπειτα επαναλάμβαναν κατά λέξη τον Λόγο τους. Αράγιστοι στην εναντίωση, όσο θεμελιωμένη, και ανεπηρέαστοι από την κριτική, όσο εναγώνια. Απολύτως βέβαιοι πως η αλήθεια τους είναι η Αλήθεια και τα λόγια τους ο Λόγος της Αληθείας.

Μ’ αυτό το δόγμα, με τον κόσμο δηλαδή που πολιτευόταν εδραζόμενος σ’ αυτό το δόγμα, σ’ αυτήν τη δημοκρατικοφανή σύμβαση (υποχρεωτικό αλλά πολιτικά άκυρο τμήμα της οποίας ήταν, και παραμένει, και το «πεντάλεπτο της αυτοκριτικής»), αδιαφορώντας για την τέχνη της συνομιλίας και για τη ζωτική ανάγκη του διαλόγου και της συνδιαμόρφωσης, ο Άγγελος Ελεφάντης είχε σχέσεις πολεμικές. Ρητά. Ανοιχτά. Καθαρά. Οχι από κατεδαφιστικά ελιτίστικο αντικομματισμό ή από ιδεολογικοποιημένο ανεντακτισμό. Αλλά με παγερή αδιαφορία για εσωκομματικά τιμάρια, προνόμια ή αξιώματα. Και με τη γνώση εκείνου που «μιλάει για τα προβλήματα της ελληνικής Αριστεράς μέσα από τα χαρακώματά της», και ο οποίος «γνοιάζεται, τελικά, για πολύ γενικότερα πράγματα από το να μετάσχει συμβατικά σ’ έναν συμβατικό διάλογο»1.

Μια γνώση που του έδινε το δικαίωμα να γράψει και τα εξής: «Θα πρέπει να αναλογιστούμε μιαν ορισμένη ατμόσφαιρα, ένα κλίμα, ένα πνίξιμο της διανοητικής και συναισθηματικής ευαισθησίας των ανθρώπων στη διάχυση της πλαδαρής κοινοτοπίας που αποστεγνώνει π.χ. τις κομματικές συνεδριάσεις και μετατρέπει το λόγο σε ρητορεία, τη σκέψη σε εγκεφαλισμό, τη θεωρία σε θεωρητικολογία, τη δράση σε ρουτίνα, την έμπνευση σε συνήθεια, τη γνώση σε άγνοια, την ανησυχία σε επανάπαυση, την πολιτικοποίηση σε απολιτικότητα».2Ο τόνος της φράσης «Σας τα ’παμε...» άλλαζε ριζικά όταν άλλαζε και το (πολιτικό) υποκείμενό της. Όταν το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο ήταν πια ο χώρος του Πολίτη, αυτή η «μικρή αγορά» (έτσι τον χαρακτηρίζει ο Ελεφάντης στον πρόλογο του βιβλίου του Στον αστερισμό του λαϊκισμού),3 και, γενικότερα, οι ανέντακτοι αριστεροί, οι ελεύθεροι κομματικών εξαρτύσεων και εξαρτήσεων, μοιρασμένοι σε παρέες και περιοδικά. Λοιπόν, εννοούσε σ’ αυτήν τη δεύτερη περίπτωση ο Ελεφάντης (δηλαδή έτσι εικάζω εγώ, με το λίγο που τον ήξερα να προσπαθεί να αμβλύνει την αυθαιρεσία της εικασίας μου), εμείς, αγαπητοί μας συμμαχητές της Ανανεωτικής Αριστεράς, συζητήσαμε, σκεφτήκαμε και συσκεφτήκαμε και θα θέλαμε να σας πούμε δυο-τρία πράγματα.

Για το ΠΑΣΟΚ, για το ΚΚΕ, για τον «υπαρκτό», για τον αρχηγισμό και τον λαϊκισμό. Και να σας τα πούμε με ευθύτητα και υπευθυνότητα. Και από κοινού, άσχετα με την υπογραφή κάθε κειμένου, μια και, όπως πάλι ο Αγγελος λέει στο ίδιο βιβλίο, και το εννοεί (αυτή ήταν άλλωστε η αρετή του δημόσιου, γραπτού λόγου του: να εννοεί επακριβώς όσα κατέθετε και υποστήριζε), μπορεί τα περισσότερα περί λαϊκισμού κείμενα που δημοσιεύτηκαν στον Πολίτη να είναι δικά του, ωστόσο «ήταν καρπός συνεργασίας, κοινού μόχθου, μιας καθημερινής κουβέντας, μιας συνεχούς εγρήγορσης». Ξέρουμε βέβαια πως μας αφουγκράζεστε με τειχισμένα αυτιά, όπως το δείχνει άλλωστε η έμπρακτη απάντησή σας.4 Κι ωστόσο, γι’ αυτό ακριβώς σας τα ξαναλέμε. Με πείσμα, με επιμονή. Και με την έγνοια μας αμείωτη· άθικτη από τη μεταμφιεσμένη σε ενδιαφέρον αδιαφορία σας.Αυτό το πείσμα, και ειδικότερα το πείσμα τού ξανά, της επιμονής, της επιστροφής, της επανεξέτασης, της αναψηλάφησης και του αναστοχασμού, ήταν πιστεύω κύριο γνώρισμα της δημόσιας παρουσίας του Ελεφάντη· δίχως την ευεργεσία ενός τέτοιου πείσματος, που το μοιράστηκαν η μια μετά την άλλη κάμποσες «γενιές της ήττας», οι απανωτές διαψεύσεις δεν θ’ αργούσαν ιδιαίτερα να αποτελειώσουν τη φαρμακερή δουλειά τους.

Το «ξαναδιαβάζοντας», λοιπόν, δεν είναι ένας τυχαίος, πρόχειρος υπότιτλος στο βιβλίο του Μας πήραν την Αθήνα...: Ξαναδιαβάζοντας την ιστορία 1941-50 (Βιβλιόραμα, 2002), αλλά, στη γενικότερη πια κατανόησή του, ένας δείκτης πολιτικής συμπεριφοράς ή η σφραγίδα ενός τρόπου μαθητείας στα πράγματα. Όσον αφορά δε τον Άγγελο, η μαθητεία στα πράγματα δεν ήταν ποτέ μερικευτικά ταυτόσημη με τη μαθητεία στα γράμματα, στα μελετήματα της ιστοριογραφίας και της κοινωνιολογίας. ‘Ενιωθε εξίσου οικεία με τις σελίδες του Νίκου Πουλαντζά ανοιχτές μπροστά του ή πορευόμενος στο πλάι μιας διαδήλωσης, συμμετοχικός αναγνώστης της. Ο Άγγελος, με το «αιέν αριστερεύειν» συντροφιά αχώριστη, περπατούσε ακόμα κι όταν έδειχνε να ακινητεί. Μετς - Πλάκα, Αθήνα - Καρπενήσι αλλά και Αθήνα - Παρίσι, 1967-1936, 1981-1941, ΕΔΑ - ΕΑΜ, Αλτουσέρ - Μαρξ, Ευρωκομμουνισμός - Διαφωτισμός, Σολινταρνόσκ του 1980 - Μάης του ’68.Πάνε οχτώ χρόνια που ο Άγγελος Ελεφάντης κίνησε για το «ωραιότερο νεκροταφείο του κόσμου», του χωριού του το νεκροταφείο, του Νεοχωρίου, ψηλά στον Τυμφρηστό. Μ’ αυτά τα πρωτεία το τιμά στο βιβλίο του Minima memoralia: Η ιστορία του παππού μου (Πόλις, 2001), ένα μικρό μάθημα ιστοριογραφίας, όπου η καταγωγική συγκίνηση δεν εκβάλλει στο λογοτεχνοφανές φτιασίδωμα.

Γενικότερα άλλωστε το γράψιμο του Ελεφάντη, στιβαρό και ακριβολόγο, με την επιστημοσύνη του να οργανώνει αφανής το βάθος και να μην εκπίπτει σε αφηγηματικό τρυκ, αρνιόταν πεισματικά την εκζήτηση. Και παρέμεινε ισοβίως απρόσβλητο από ό,τι επιδεικτικά στρυφνό αποδίδεται σε έναν κάποιον «γαλλισμό». Για το τι θα έλεγε αν δεν ήταν εκεί αλλά εδώ, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε οτιδήποτε χωρίς να αμαρτήσουμε πολλαπλώς (και πρώτα πρώτα αντιελεφαντικώς). Ούτε για το πώς θα ζούσε την οριστική ήττα της «μικρής αγοράς» από τη φθορά και τον κερματισμό· τα μέντιουμ και οι «αυθεντικοί διερμηνείς» είναι για άλλους ανθρώπινους χώρους. Μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι ότι ουδείς «ανώτερος σκοπός» θα τον οδηγούσε στην περιστολή ή την υποστολή της κριτικότητάς του και να διατυπώσουμε με ικανοποιητική ασφάλεια μια γνώμη για το τι θα έπραττε πριν πει οτιδήποτε και πριν το γράψει: Θα ήταν εκεί - να παρατηρεί εμπαθώς τα Δεκεμβριανά του 2008, τους αγανακτισμένους των πλατειών, τις προεκλογικές συγκεντρώσεις, όποιο σκίρτημα ή ρεύμα. Να μην αρκείται στη «γνώση» που παρέχει η τηλεπαρακολούθηση και η εφημεριδανάγνωση. Σωματική δεν υπήρξε μόνο η γραφή του.5 Ενσώματη και όχι αποστασιοποιημένη ήθελε και τη σχέση του με τα πράγματα.Το ερώτημα πάντως «Τι θα έλεγε σήμερα ο Άγγελος;» δεν το αντλώ από το δικό μου άπορο κι αμήχανο μυαλό, από τα δικά μου εν διχαστική συγχύσει αισθήματα. Εχει ήδη γραπτή προϊστορία τριών ετών, αφού κατατέθηκε με τρόπο επίσημο, με την υπογραφή δηλαδή «Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς», στον πρόλογο του αφιερωματικού τόμου Για τον Άγγελο: Στη μνήμη του Άγγελου Ελεφάντη (1936-2008). Το θυμίζω: «Ο Άγγελος πέθανε στις 29 Μαϊου του 2008. Και από τότε, μπροστά σε τούτη ή εκείνη την “αδιανόητη” εξέλιξη, μπροστά σε αυτό ή το άλλο εντελώς απροσδόκητο συμβάν πολλοί και πολλές αναρωτιόμαστε σιωπηλά, κάποιες φορές και φωναχτά συζητώντας μεταξύ μας: Τι θα έλεγε ο Άγγελος σήμερα; Πώς θα φώτιζε όσα συμβαίνουν; Πώς θα ξεκαθάριζε το τοπίο με εκείνη την απαράμιλλη καθαρότητα σκέψης και λόγου; Πώς θα προσανατόλιζε τους τρόπους που σκεφτόμαστε και τους τρόπους που αντιδρούμε;» Όταν το εύστοχο αναγνωστακικό «το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες» μεταμορφώνεται, αν όχι σε βρόχο, έστω σε βασανιστικά άρρηκτο κόμπο στον λαιμό, είναι νομίζω φυσικό κι ανίκητο από την ψυχρή λογική το να αναρωτιόμαστε πώς θα δρούσε και πώς θα αντιδρούσε όχι μόνον ο Αγγελος αλλά και όποιος άλλος απών καθόρισε λίγο ή πολύ την προσωπική μας σκέψη και τη συλλογική μας στάση, όποιος έμπειρος και στοχαστικός έβλεπε ή άνοιγε ένα μονοπατάκι σε ό,τι έμοιαζε πνιγηρό αδιέξοδο. Πόσο μάλλον όταν οι «»αδιανόητες» εξελίξεις» και τα «απροσδόκητα συμβάντα» πολλαπλασιάζονται ακυρωτικώς γεωμετρικά. Kαι ποιο συμβάν περισσότερο απροσδόκητο από το Συμβάν-Εξουσία, για την κατάληψη της οποίας, κατά συνέπεια και για την όντως αριστερή πραγμάτωσή της, δεν εκπληρώθηκε σχεδόν κανένα από τα βαριά ιδεολογικά και συνειδησιακά προαπαιτούμενα.

Είναι όμως εξίσου φυσικό να επερωτάμε τελικά τον εαυτό μας κι όσους εδωπαρόντες μοιράζονται την αγωνία μας. Και από αυτούς να απαιτούμε τα τρίμματα έστω μιας απάντησης. Μέχρις εδώ όμως η εικοτολογία. ‘Εχουμε άλλωστε τα γραπτά του Άγγελου Ελεφάντη για να τα ξαναδιαβάσουμε, με την προσοχή που τους αξίζει και τους την οφείλουμε. Προσχωρώντας στη δική του λογική, της επανανάγνωσης, άρα και της διαρκούς εκγύμνασης της μνήμης μας. Θυμάμαι εδώ, σε καιρούς υποχώρησης της ιδεολογίας, αλλά και του ιδεαλισμού στον οποίο χρωστούν να θητεύουν οι υλιστές, όσα έγραφε ο Ελεφάντης για τη μηχανή μνήμης/επιλησμονής και για την ιδεολογία σαν καύσιμό της:«Θυμόμαστε οι άνθρωποι, είμαστε κατασκευασμένοι να θυμόμαστε, όπως και να ξεχνάμε βέβαια. Αλίμονο αν θυμόμασταν όλα όσα ζήσαμε κι όλα όσα μάθαμε. [..] Μνήμη κι επιλησμονή είναι μια μηχανή που κινείται με ιδεολογία, όπως τα αυτοκίνητα κινούνται με βενζίνη. Τι και πώς θυμόμαστε, όπως και τι και πώς λησμονούμε, ατομικά και συλλογικά, είναι ένα τεράστιο και πολύπλοκο ζήτημα. Ο Ασδραχάς κάποτε μιλούσε για τις μεγάλες σιωπές στη νεοελληνική ιστορία, κάτι σαν τις μαύρες τρύπες του σύμπαντος. Οπως και να ‘χει όμως το πράγμα, η μνήμη είναι πάντοτε επιλεκτική, κυρίως η συλλογική μνήμη.

Τα έθνη έρχονται στον κόσμο, έλεγε ο Ερνέστος Ρενάν, μέσα από τη λησμονιά πολλών από τα πρότερα στοιχεία που τα είχαν συνθέσει. Κι ωστόσο δεν είμαστε οι αριστεροί θιασώτες της επιλησμονής, ούτε του κοινόλεκτου “περασμένα ξεχασμένα· ψωμί κι αλάτι”. Κανείς δεν ακολουθεί την προτροπή τού στιχουργήματος:Λησμόνει, Τιμολέων, διότι όστις λησμονείδεν ενθυμείται πλέον».6 Και αυτό το τρίστιχο το θυμόταν και το ‘λεγε συχνά ο Αγγελος. Όχι βέβαια σαν προτροπή. Αλλά σαν αποτροπαϊκό ξόρκι. Πιθανόν επειδή ένιωθε πως την απόλυτη σιγουριά τού «κανείς» στην πρότασή του, «κανείς δεν ακολουθεί…», κανείς αριστερός δεν λησμονεί, την υπαγορεύει η επιθυμία, όχι τα γεγονότα.Παντελής Μπουκάλας1 Οι φράσεις αποσπώνται από ένα κείμενο του Ελεφάντη με ηλικία ακριβώς σαράντα ετών, αφού δημοσιεύτηκε στο τχ. 3-4 του Πολίτη, τον Ιούλιο του 1976. Τίτλος του «Το 1ο (9ο) συνέδριο του ΚΚΕ εσωτ. και η ελληνική Αριστερά». Το άρθρο αυτό είναι το πρώτο του βιβλίου του Ο ανεύρετος σοσιαλισμός: Επιλογή άρθρων από τον «Πολίτη» 1976-1981, έκδοση του Πολίτη, 1981.2 Στο ίδιο, σ. 63.3 Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1991 στις Εκδόσεις Ο Πολίτης και ανατυπώθηκε φέτος από τις Εκδόσεις Γκόνη. Στη σχεδόν απτή «ιστορική διάσταση» της επανέκδοσης αυτής αναφέρθηκε ο Κώστας Φουρτούνης στην Εποχή, 6.5.2016, σε άρθρο του με τον τίτλο «Ξαναδιαβάζοντας τον Άγγελο Ελεφάντη».4 Ποια η «έμπρακτη απάντηση» το αποσαφηνίζει ο Ελεφάντης στον πρόλογο του Ανεύρετου σοσιαλισμού: «Τα άρθρα αυτά [...] είναι γραμμένα στο περιθώριο μιας ιστορίας που ακολούθησε τους δικούς της δρόμους. Μοιάζουν με υπομνηματισμούς μιας πορείας. Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν λειτούργησαν, ούτε ήταν δυνατόν να λειτουργήσουν, ως κείμενα πολιτικής παρέμβασης. Γιατί οι κομμουνιστές της ιστορικής ανανέωσης ακολούθησαν αγέρωχα το δικό τους δρομολόγιο χωρίς να πάρουν υπόψη τις απόψεις που διατυπώνονταν σ’ αυτά τα κείμενα, όπως επίσης –κι αυτό είναι το σπουδαιότερο– δεν έλαβαν τον κόπο να συνυπολογίσουν τις ιδέες και τους προβληματισμούς που αναδείχτηκαν σε διάφορες στιγμές αυτής της ιστορίας από πολλά στρατευμένα στελέχη και μέλη της ανανεωτικής Αριστεράς». Ορθά λοιπόν ο Διονύσης Καψάλης σημείωνε και τα εξής στον αποχαιρετισμό του: «Ο Άγγελος εισηγήθηκε και υποστήριξε μαχητικά θέσεις και απόψεις που κατά κανόνα ηττήθηκαν. [...]

Αλλά και του περιοδικού Ο Πολίτης, που τόσο ακούσαμε να εκθειάζεται η επί τριάντα δύο χρόνια συνεισφορά του στην παιδεία των αριστερών, ποιο ήταν το πολιτικό στίγμα αν όχι η κριτική εγρήγορση απέναντι στην υπαρκτή Αριστερά; Αν ήταν σωστές οι απόψεις αυτές ή κάποιες από αυτές, αν δηλαδή ανήκαν στον ορίζοντα του ιστορικά εφικτού τη στιγμή που διατυπώνονταν (εφικτό δεν είναι μόνο ό,τι τελικά κατισχύει), οι ήττες του Άγγελου είναι και δικές μας ήττες και η παραγνώρισή τους εγκυμονεί και άλλες ήττες». Ο Άγγελος πάντως, συμπληρώνει ο Διονύσης, «δεν πολιτεύτηκε ποτέ σαν ηττημένος» («Μνεία της αρετής», α’ δημοσίευση στα «Ενθέματα» της Αυγής, 8.6.2008· τώρα στο βιβλίο Για τον Αγγελο: Στη μνήμη του Άγγελου Ελεφάντη (1936-2008), επιμέλεια έκδοσης Βαγγία Λυσικάτου, Παναγιώτης Πάντος, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα 2013).5 «’Εχω την αίσθηση», έγραφε στον δικό του αποχαιρετισμό ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, «ότι χρόνια ολόκληρα, μαζί με το μυαλό δούλευαν συνεχώς και τα χέρια του Άγγελου: μαστορεύοντας, καπνίζοντας, πίνοντας, αγγίζοντας, γράφοντας μέρα και νύχτα. Γι’ αυτό η ανεξάντλητη γραφή του έχει χαρακτήρα σωματικό, αντιμετωπίζοντας την πολιτική πραγματικότητα στήθος με στήθος» («Μνήμη Άγγελου Ελεφάντη», α’ δημοσίευση στα «Ενθέματα» της Αυγής, 8.6.2008· τώρα στο βιβλίο Για τον Άγγελο, ό.π.).6 Από το άρθρο του Ελεφάντη «Αριστερή μνήμη - ιστορία της Αριστεράς», Ο Πολίτης, τχ. 97, Φεβρουάριος 2002· τώρα στο βιβλίο του Μάς πήραν την Αθήνα: Ξαναδιαβάζοντας την ιστορία 1941-50, ό.π.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL