Live τώρα    
17°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
14.5°C18.7°C
2 BF 61%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
16 °C
12.4°C18.0°C
1 BF 66%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
13.7°C16.0°C
2 BF 65%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
16 °C
14.3°C18.0°C
0 BF 57%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
15.7°C15.7°C
1 BF 69%
Κάν το όπως ο Ρέντζι
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Κάν το όπως ο Ρέντζι

Το 2015 η κατάσταση στα ανοιχτά της Λαμπεντούζα, του ιταλικού νησιού που αποτελούσε τότε τη βασική είσοδο μεταναστών στην Ευρώπη, είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Οι ιταλικές αρχές βρίσκονταν καθημερινά αντιμέτωπες με εκατοντάδες μετανάστες που πνίγονταν στη Μεσόγειο προσπαθώντας να φτάσουν στην Ευρώπη. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήρθε όταν στις 18 Απριλίου 2015 μια βάρκα με 700 περίπου μετανάστες βυθίστηκε, αφήνοντας τον τραγικό απολογισμό των τουλάχιστον 650 νεκρών. Ήταν ο υψηλότερος αριθμός θανάτων από ναυάγιο κατά τη διάρκεια της μεταναστευτικής κρίσης.

Εν μέσω οικονομικής κρίσης και με την κατάσταση μεταξύ Ελλάδας και Ε.Ε. να έχει φτάσει στα άκρα, ο τότε Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντζι αντέδρασε ασκώντας σκληρή κριτική στην Ε.Ε. και στην έλλειψη ουσιαστικής μεταναστευτικής πολιτικής. "Είναι αδιανόητο ότι, απέναντι σε μια τέτοια τραγωδία, δεν υπάρχει το αίσθημα αλληλεγγύης που έδειξε η Ευρώπη σε άλλες περιπτώσεις", δήλωνε τότε, ζητώντας επίμονα έκτακτη σύνοδο κορυφής προκειμένου να βρεθούν και οι υπόλοιποι ηγέτες προ των ευθυνών τους.

Ο "πόλεμος" του Βίσεγκραντ

Η πιεστική στάση της Ιταλίας -σύντομα και της Ελλάδας, αφού η Λαμπεντούζα ήταν μόνο η αρχή της μεγαλύτερης προσφυγικής κρίσης που έχει δει η Ευρώπη- ήταν ακριβώς αυτή που κινητοποίησε τις Βρυξέλλες και τα κράτη - μέλη της Ε.Ε. προκειμένου να βάλουν μπροστά ένα υποτυπώδες τουλάχιστον σχέδιο αντιμετώπισης του προσφυγικού. Τον Ιούνιο του 2015, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε για πρώτη φορά τη μετεγκατάσταση 40.000 προσφύγων από την Ελλάδα και την Ιταλία μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Όπως σημειώνεται, μάλιστα, στα συμπεράσματα, στο πρόγραμμα μετεγκαταστάσεων θα συμμετείχαν όλες οι χώρες της Ε.Ε. (με την εξαίρεση φυσικά του Ηνωμένου Βασιλείου).

Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, με τις αφίξεις στα ελληνικά νησιά πλέον να έχουν αυξηθεί δραματικά, ο αριθμός των μετεγκαταστάσεων του προγράμματος αυξήθηκε στις 120.000. Η απόφαση αυτή, που ελήφθη με πλειοψηφία, απορρίφθηκε από την Ουγγαρία, την Τσεχία, τη Σλοβακία και τη Ρουμανία, σηματοδοτώντας έναν εσωτερικό «πόλεμο» στην Ε.Ε. με φόντο το μεταναστευτικό που ακόμα και σήμερα καλά κρατεί.

Με άλλα λόγια, το ακραία διχαστικό ζήτημα της κατανομής των προσφύγων στις χώρες της Ε.Ε. έφερε στην επιφάνεια τα ακροδεξιά, εθνικιστικά και ρατσιστικά πιστεύω κάποιων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, κυρίως της ανατολικής Ευρώπης, και αποκάλυψε την επείγουσα ανάγκη καταπολέμησής τους με κάθε μέσο.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι Βρυξέλλες, το Βερολίνο και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αποπειράθηκαν να μπουν σε διάλογο με τις χώρες του Βίσεγκραντ, υποστηρίζοντας ότι μόνο έτσι μπορεί να υφίσταται ευρωπαϊκή αλληλεγγύη (φοβούμενοι φυσικά ότι θα ξεμείνουν οι ίδιοι με τις εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες). Δοκίμασαν ακόμα και τη νομική οδό, κινώντας μάλιστα διαδικασίες επί παραβάσει κατά της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Το αποτέλεσμα μηδαμινό, αφού, τόσα χρόνια μετά, η πρόταση της Επιτροπής για μια πραγματικά κοινή πολιτική μετανάστευσης και ασύλου με υποχρεωτικές ποσοστώσεις βρίσκεται στο συρτάρι, χωρίς να υπάρχει κάποιος εμφανής λόγος αισιοδοξίας ότι θα προχωρήσει σύντομα.

Ως εκ τούτου, οι επισκέψεις και οι δηλώσεις συμπαράστασης της ευρωπαϊκής ηγεσίας είναι καλές, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα. Το μεταναστευτικό / προσφυγικό, όπως παραδέχονται ακόμα και στις επίσημες δηλώσεις τους Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, για να αντιμετωπιστεί επιτυχώς χρειάζεται μια πραγματικά κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου. Η τακτική λοιπόν της ελληνικής κυβέρνησης θα πρέπει να είναι απόλυτα προσανατολισμένη σε αυτήν την κατεύθυνση και ειδικά κάτω από τις τρέχουσες συνθήκες, μιας άνευ προηγουμένου πίεσης ενορχηστρωμένης από την Τουρκία.

Το εργαλείο τού «βέτο»

Το εργαλείο του «βέτο» είναι σίγουρα ένα όπλο έσχατης λύσης, που έχει κόστος και γι’ αυτόν που το επικαλείται, ωστόσο πολλές φορές έχει χρησιμοποιηθεί με λιγότερο ή περισσότερο αποτελεσματικό τρόπο. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων στην Ε.Ε. επιτρέπει σε ορισμένα ζητήματα (αυτά που απαιτούν ομοφωνία, όπως η εξωτερική πολιτική, ο προϋπολογισμός, η διεύρυνση κ.ά.) ένα κράτος-μέλος να πιέσει και να διεκδικήσει την κινητοποίηση των εταίρων του.

Στην προκειμένη περίοδο, παραμένει ανοιχτό το ζήτημα της συμφωνίας επί του επόμενου πολυετούς ευρωπαϊκού προϋπολογισμού αλλά και το ζήτημα της εμπορικής συμφωνίας με το Ην. Βασίλειο για τη μετά Βrexit εποχή.

Υπενθυμίζεται ότι η Ιταλία είχε επίσης απειλήσει με βέτο στον επόμενο μακροπρόθεσμο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, με αφορμή το μεταναστευτικό, σε δύο περιπτώσεις. Πρώτα, τον Οκτώβριο του 2016, ο Μ. Ρέντζι είχε απειλήσει με βέτο εάν η Ουγγαρία και η Πολωνία δεν δεχτούν πρόσφυγες από την Ελλάδα και την Ιταλία. Αλλά και ο σημερινός πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε χρησιμοποίησε το 2018 την ίδια απειλή, όταν η λαϊκιστική κυβέρνηση της οποίας ηγείτο αρνήθηκε να δεχθεί την αποβίβαση μεταναστών που έφτασαν με πλοίο στη Σικελία. Τότε, υπό την πίεση του βέτο, οι «28» συμφώνησαν στη δημιουργία κοινών κέντρων υποδοχής αιτούντων άσυλο και επεξεργασίας των αιτήσεών τους σε περισσότερες χώρες - μέλη της Ε.Ε. και ενδεχομένως εκτός ευρωπαϊκού εδάφους, ενώ έλαβαν μια -κενή ουσίας, όπως αποδείχθηκε, δυστυχώς- δέσμευση να «αναστήσουν» την προοπτική αναθεώρησης του Κανονισμού του Δουβλίνου.

Αυτή τη στιγμή πάντως, το βασικό δόγμα που επικρατεί στην Ευρώπη είναι αυτό της στρατιωτικοποίησης των συνόρων και η Ελλάδα θα πρέπει να βρεθεί απέναντι σε αυτό, διεκδικώντας μια συνολική λύση, αλλιώς θα χαθεί και αυτή η ευκαιρία συμφωνίας σε μια κοινή, ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης και ασύλου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL