Live τώρα    
15°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αυξημένες νεφώσεις
15 °C
13.1°C15.9°C
3 BF 90%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αραιές νεφώσεις
14 °C
11.0°C14.4°C
2 BF 77%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
12 °C
11.0°C13.2°C
4 BF 86%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
18 °C
17.1°C18.0°C
5 BF 78%
ΛΑΡΙΣΑ
Αυξημένες νεφώσεις
11 °C
10.7°C11.3°C
0 BF 100%
75 χρόνια από τον Δεκέμβρη του 1944 / 75 χρόνια από τον Δεκέμβρη του 1944: Απαντήσεις σε ερωτήματα που διατηρούν την επικαιρότητά τους
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

75 χρόνια από τον Δεκέμβρη του 1944 / 75 χρόνια από τον Δεκέμβρη του 1944: Απαντήσεις σε ερωτήματα που διατηρούν την επικαιρότητά τους

Ο προσεκτικός και πονηρεμένος παρατηρητής θα διακρίνει τα σημάδια από σφαίρες σε μερικά κτήρια στο κέντρο της πόλης. Τα σημάδια όμως που άφησε στην ελληνική κοινωνία παραμένουν και εν πολλοίς και οι πολιτικές διαιρέσεις.

Η μπροσούρα της Μέλπως Αξιώτη "Απάντηση σε 5 ερωτήματα", αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύουμε, εκδόθηκε αμέσως μετά τον Δεκέμβρη του '44 και απαντούσε στα βασικά ερωτήματα που προέκυπταν από την εμφύλια σύγκρουση σε μια μόλις απελευθερωμένη από τους Ναζί χώρα, διαρκούντος ακόμη του πολέμου, μια εξέλιξη που είχε σοκάρει ολόκληρο τον κόσμο και είχε ξεσηκώσει την αντίδραση της δημοκρατικής κοινής γνώμης στις συμμαχικές εμπόλεμες χώρες.

Παρουσίαζε επίσης με ζωντανό, σχεδόν λογοτεχνικό, και ευσύνοπτο τρόπο την εξιστόρηση της πορείας της χώρας, του αντιστασιακού κινήματος, του ΚΚΕ, που ήταν η κινητήρια δύναμή του, και του αστικού - δωσιλογικού στρατοπέδου από την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά μέχρι και την επαύριο της Βάρκιζας, αλλά και τον ρόλο των Άγγλων, που μαζί με τα υπολείμματα των ντόπιων δωσιλογικών και αντικομμουνιστικών δυνάμεων έδωσαν τη μάχη εναντίον του ισχυρότερου και μαζικότερου αντιστασιακού κινήματος στην Ευρώπη, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.

Πώς έζησε τα Δεκεμβριανά ένας καθώς πρέπει κόσμος

Σ' όλο αυτό το διάστημα, στην περιοχή Κολωνακίου, που συνορεύει απόλυτα με το Βρετανικό Στρατηγείο, τον ελληνικό δοσιλογισμό και την εκάστοτε στον τελευταίον αιώνα βασιλικοφασιστική ιδιοχτησία μας, τα παληκάρια της Δεξιάς είχαν τρυπώσει στα λαγούμια τους. Συνέρευσαν από παντού, "συγκεντρωθέντες επί τω αυτώ". Βοηθοί βασανιστές των ΕΣ ΕΣ, ρουφίχτρες μόνιμες του ελληνικού σπιτιού, βυζάχτρες του ελληνικού ψωμιού, τα συνεργεία που χαρίσανε πανέτοιμα αεροδρόμιά μας στον καταχτητή, οι γελοτοποιοί τους, οι εφημεριδογράφοι τους, υπουργοί τους ταυτόχρονα και καμαριέρες.

(Μόνο ανάμεσά τους σ' αυτήν την περιοχή, βλέπεις μερικούς και λες: κρίμα! Αξίες που αν βρίσκονταν στο απέναντι στρατόπεδο, θάκαναν θαύματα! Εκεί που είνε παν χαμένες. Αυτοί, όπως λένε οι Γάλλοι, "είνε ψυχές που αυτοαγνοήθηκαν").

Συνέρευσαν λοιπόν, και πίσω τώρα απ' τα κουρτινάκια, και ανεπαίσθητα ανασηκόνωντάς τα, έσχατη ίσως αυτά θεωρούμενα προκάλυψη των πυρών του Λυκαβητού, κλείνουν κι' αυτών τα στήθη ασφαλώς πολλές προσδοκίες και ριγόντας καημούς. Αφοκραζόμενες το ελασίτικο πολύ μακρυνό κανονάκι να βάζει σ' αραιώτατα διαστήματα στο κέντρο και προφανέστατα μ' ένα σκοπό απόλυτα ηθικοσυμβολικό -τα κότσια του δεν το βαυκάλιζαν να πάει για παραπάνω-, αφουγκραζόμενές το οι κυρίες τους, πέφτανε στο "γλυκύ" τους, και με κραυγές τόσο γοερές, που αλλώς θάσκιζαν καρδιές, ενώ στην παρούσα περίσταση δε σούφερναν παρά το αίσθημα να τις πότιζες χαμομίλι, και με κραυγές λοιπόν γοερές, θρηνούσαν την Αθήνα "τους", που "τούς" την ερείπωναν τώρα οι αλλόφυλοι, "Τουρκόσποροι, Βουλγάροι, Ηπειρώτες, Χιώτες, Καριώτες, Πατησιώτες, Πειραιώτες, Θεσσαλονικείς", όλοι -πλην των αρίων γκαγκαρέων της "Μείζονος Ελλάδας". Κι όμως με παράδοξο τρόπο η γοργοτρέμουσα αγανάχτηση σαν με μαγεία ανεκόπτετο, μόλις βγάζανε μπρος οι γδούποι από το κανονίδι του Λυκαβητού. Εκείνο το εγγλέζικο κανόνι που θα σάρωνε πάσα πνοή, απ' τα Εξάρχεια και πέρα, κι από το Ζάπειο κι' ύστερα. Εκείνο που σαν συνεργείο εργολαβικό, θα σκούπιζε τα υπολείμματα απ' τα γερμανικά ερείπια της Καισαριανής, αφίνοντάς τη τούτη τη φορά, χωράφι. Εκείνο το κανόνι που, εξαφανίζοντας την άλλοτε ποτέ λεγόμενη τοποθεσία "Περιστέρι" θα καθιστούσε τόσο απρόσκοπτο το έργο της κατοπινής τυμβωρυχία, να παρουσιάσει δηλαδή κάθε ξεκοιλιασμένο θύμα της αγγλικής εν προκειμένω γαλήνης και αταραξίας μπροστά στη σκανδάλη, "αγρίως σφαγιασθέν υπό ελασιτών". Μόλις ακούγοντάς το λοιπόν οι κυρίες το κανόνι εκείνο και αυτομάτως τόσο ησύχαζαν, ώστε φτάναν αμέσως να νιαστούν ακόμα και για τις μπουκλίτσες τους, τις με τόση σκληρότητα εντούτοις εγκαταλειφθείσες, "ένεκα των στασιαστών". Ένιωθαν τώρα επιτέλους την ασφάλειά τους σ' ατσάλινα χέρια.

Αυτά για τις κυρίες. Όσο για τους κυρίους τους, με αναπάντεχο ηρωϊσμό, μήτε την ώρα που τρυπώνοντας στα βαθύτατα θυρωρεία, λιποτάχτες της κλάσης τους που είχε εσπευσμένα από τη νόμιμη κυβέρνηση κληθεί, μήτε την ώρα κείνη δεν εγκατέλειπαν την εθνοσώστρα ιδέα της Μεγάλης μας Ελλάδας! Τότε, έτσι θεωρώντας τα, συλήβδην και αθρόα στιβαγμένα τόσα σφριγώντα νιάτα, την σάρκα διατηρούντα τόσο ασθενή, την δε φαντασίαν υπερμέτρως πρόθυμον, να ροβολά να δρασκελίζει όρη και βουνά να ορμά πλησίστιος να πάρει το λουτρό της στον Εύβρο, τότε ακριβώς κάποιος τους είπε: - "Αμ' με πορδές, όσο δυνατές νάνε, δε βάφουνται τ' αυγά...". Με συγχωρείτε, αλλά είνε έκφραση πολύ ελληνική και δεν αποφεύγεται. Τότε κι' ένας αξιωματικός τους, είπε μία μεγάλη αλήθεια σε ώρα που οι επιχειρήσεις ήταν ακόμα εντελώς αβέβαιες, και ίσως θέλοντας κι' ο ίδιος να πάρει κουράγιο: - "Δηλαδή αν καταφέρουν τελικά οι κουκουέδες να νικήσουν όλο το βρετανικό στόλο, τη βρετανική αεροπορία και τη βιομηχανία της, τότε χαλάλι να τους γένει!".

Ακριβώς. Περί αυτού επρόκειτο. Όλα αυτά αντιμετώπιζε ο ΕΛΑΣ. Πάνω σ' αυτά όλα τα συμπράγκαλα στήριζαν οι δεξιοί την ελπίδα της νίκης τους. Αυτούς τους ανθρώπους είδε με τόση συγκίνηση ο κ. Τσώρτσιλ να τον χειροκροτούν τα Χριστούγεννα φωνάζοντας: "αμνηστεία καμμία". Και τότε, μέσα σ' ένα 24ωρο, κι' απ' τη διαδρομή του αεροδρόμιου, επωχούμενοι, και ξεπεζεύοντας στη "Μ. Βρετανία", ο κ. Τσώρτσιλ κι' η ακολουθία του γνώρισαν κιόλας φως - φανάρι κάθε πτυχή της ελληνικής πραγματικότητας. Γνώρισαν 6 εκατομμυρίων -αν απομείναμε πια τόσοι- τις πιο μύχιες ιδέες και 3.065 ημερών τα δράματα-, που τόσες είνε ακριβώς οι μέρες απ' τη μεταξική διχτατορία μέχρι τα Χριστούγεννα του '44 -που άφησαν τις νυχιές τους πάνω στο σώμα της Ελλάδας. Δηλαδή, μήτε φακίρες νάτανε!

Κι' ούτε στιγμή δεν τους πέρασε απ' το νου εκείνο το τυχαίο μεν, τόσο συμβολικό ωστόσο, της φευγαλέας διαμονής τους, κι' αν και στην Ελλάδα, όμως και τότε πάλι στη "Μεγάλη Βρετάνια"... είχαν καν βγει από τον τόπο τους; Προς τι τάχα το οπωσδήποτε κοπιώδες εκείνο ταξίδι...

Ύστερα, αφού εκραύγασε: αμνηστεία καμμία, -κραυγή που στενογραφειθείσα και φωνοληφθείσα, εστήριξε ασφαλώς αρκετά την έγκριση από μέρους της αγγλικής Βουλής στην αγγλική Πολιτική στην Ελλάδα, -τότε το Κολωνάκι, διαλυόμενο, εβάδισε ηρωικά προς τους εναπομένοντας προορισμούς του. Άλλοι χώθηκαν στα μπακάλικα, διαμοιράζοντας τα πράγματι πολύτιμα εκείνα δέματα τροφίμων του Δ. Ερ. Σταυρού-, που δόθηκαν, για ανταμοιβή "διαγωγής κοσμίας" μόνο σ' αυτούς, κι' ύστερα και στους όμηρους που βάστηξε ο ΕΛΑΣ, -κι άλλοι πήγαν στην πλατεία.

Χύθηκαν στην πλατεία, χύμηξαν πάνω στους πολίτες, κάθε δοσίλογος της κατοχής αρπούσε κι' ένα δημοκράτη, κάθε πρώην τσολιάς κι' έναν Χαϊδαριώτη, κάθε μέγας μαυραγορίτης πατριώτης κανένα θύμα πετύχαινε της οκτάχρονης προηγούμενης τυραννίας, κι' η κουστωδία ξεκινούσε για τις φυλακές. Άλλοι έφταναν, άλλοι δεν έφταναν. Γιατί στο μεταξύ τούς είχε λυντζάρει, τους δημοκράτες, το κολωνακιώτικο πλήθος. Τούτ' αυτό εξακουθεί να γίνεται στους δρόμους της Αθήνας, μέχρι σήμερα, Μάρτης 1945.

Γέμισαν τότε οι φυλακές οι ίδιες εκείνες φυλακές που οι τελευταίοι κατάδικοι της κατοχής, βγαίνοντας έξαλοι από χαρά την ώρα πούφευγαν ο Γερμανοί, γράψαν στην πόρτα τους: ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ. Τώρα όχι μόνο δεν ενοικιάζονταν, αλλά ήταν τόσο ανεπαρκείς, ώστε τα πλήθη οι κοινούργοι φυλακισμένοι μας φτάσανε μέχρι Αίγυπτο! Εκεί παραμένουν ακόμα μέχρι σήμερα. Σύνολο νέοι φυλακισμένοι: 30.000. Άλλοι λένε 60. Ποιος ξέρει...

Σώσον κύριε τον λαόν σου! Σαν μπει μες στα κεφάλια των ανθρώπων η σύγχηση, και τα θολώσει, κι' άλλοι λένε πώς είνε -δηλαδή αντιφασίστες- κι' άλλα εντελώς κάνουνε, τούτο είνε ένα πράμα ομολογουμένως, τραγικό...

"Οι κουκουέδες εμπατήρησαν;"

Κι' όμως μέσα σ' αυτό το ίδιο κέντρο της Αθήνας μέσα στον πύργο της Βαβέλ, όπου μαζί μιλούμε και χώρια καταλαβαινόμαστε, είδαμε κιόλας 3 πράματα. Κι' αυτά είνε η δικαίωσή μας.

1. Ύστερα απ' τις μάχες, περνώντας την οδόν Γ' Σεπτεμβρίου, είδαμε να χάσκει ερειπωμένο το φοβερό χτίριο της Ειδικής Ασφάλειας. Το μίσος 8 χρόνων στίβαξε μες στους τοίχους του. Στοίχειωσαν τα ντουβάρια του από τα βογγυτά των μελλοθάνατων. Περνούσαμε απ' αντίκρυ κι' έτρεμε το φυλλοκάρδι μας. Σκεφτόμαστε τους φίλους μας, και τους σκεφτόμαστε μέσα σ' εκείνους τους φοβερούς τοίχους. Μα τώρα που τόδαμε γκρέμνιο, είπαμε:

- Ο 8χρονος αγώνας δεν πήγε χαμένος. Κάτι κιόλας γκρεμίστηκε απ' το φοβερό παρελθόν. Ας είμαστε πανέτοιμοι για το ξαναχτίσιμο.

2. Ακούσαμε ένα κοριτσάκι 8 χρονών, και "πολύ ευπρεπώς ενδεδυμένο" που κατοικούσε το Δεκέμβρη σε ελασίτικη περιοχή κι' είδε όλες τις μάχες, να λέει το Φεβρουάριο: "Μανούλα μου ας τα ξανάβλεπα εκείνα τα ελασιτάκια με τα ντουφεκάκια τους και να ξαναπούν πάλι ‘το δίκιο και τη λευτεριά', κι' ας πεθάνω!". Και κοκκινοβολούσε το μουράκι του από υπερδιέγερση μεγάλου ανθρώπου. Τότε ξαναθυμηθήκαμε κάτι που ξέραμε βέβαια καλά, μα μες στη σαστιμάρα της στιγμής πήγαμε να το ξεχάσομε:

- Ο 8χρονος αγώνας κέρδισε τη νέα γενηά: το Ελληνόπουλο. Τούτος ο μπόμπιρας που ακούσαμε, είνε ο άξιος εκπρόσωπος για όλα τα αετόπουλα κι' όλα τα επονιτάκια, αρχίζοντας απ' την Καβάλλα, μέχρι να πάρεις κύκλο σβάρνα, ώς στη Μυτιλήνη.

3. Την πρώτη μέρα που ξαναβγήκε ο "Ριζοσπάστης" στην Αθήνα ύστερα απ' τη Βάρκιζα και τον ξέσκισαν οι εθνικιστές στους δρόμους, είδαμε άνθρωπο μ' άσπρα μαλλιά νάχει μεζέψει από χάμω ένα κομματάκι του, και μπαίνοντας σε σπίτι να το βγάζει τρέμοντας, να το φιλεί και να κλαίει. Και τότε πια είπαμε:

- Αγωνιστές, κερδίσατε τη μάχη! Γιατί κερδίσατε όλο εκείνο που λέγεται: Ο Λαός. Μη φοβάστε τίποτα.

Μη φοβάστε, όποιος έζησε στον αγέρα σας, δε ζει πια τώρα χωρίς εσάς.

Ποιος να δουλέψει με τη φλόγα σας, αν λείψετε; Οι πολυθρόνες;

Ποιος να μας ξανατραγουδήσει τα τραγούδια σας που ν' ανθρωπεύουν και το σατανά! Ποιός; Οι παραχαράχτες σας; Που λιβανίζουν τώρα με το μεταχειρισμένο σας καστορολιβάνι;

Ποιός να ξαναθαφτεί μέχρι τον ένα, όταν βαρά ο κίνδυνος πάνω στην ανθρωπότητα...

Μήτε τα σκουπίδια του δρόμου μας δεν είμαστε άξιοι να συμαζέψομε, αν δεν είστε σεις.

Τώρα γυρίζομε γύρω τριγύρω, να σας ξαναβρούμε. Μα δε σας βρίσκομε στα φανερά, στην επιφάνεια, πουθενά! Άνοιξε η γης και σας κατάπιε;... Τι γινήκατε;...

Πώς έτσι απότομα να λείψετε, σα νάπαθε έκλειψη μια μεγάλη σελήνη! Σα να παράλυσε μια μηχανή, κι' αναντουντουλιαζόμαστε εδώθε - πέρα, απάνω - κάτω, η Ελλάδα ολάκερη. Και προσπαθούν κάνουν να τα βολέψουν, κι' αλλάζουνε προσώπατα σα νάτανε πουκάμισα να βρούμε το καλλίτερο, όμως του κάκου αναταραζόμαστε. Δεν πέρνει γιατρειά! Λείπει η παρουσία σας. Εκείνη η παρουσία σας, που αν κι' ετρόμαζε στ' αλήθεια λίγους, τους πολλούς όμως, την Ελλάδα, τόσο πολύ τους παρηγόραγε. Τους έδειχτε πως δεν εχάθηκε από τον κόσμο η ανθρωπιά.

(Έτσι τώρα κατάφεραν "καμπόσοι" να σας φευγατίσουν απ' την επιφάνεια. Μα μη φοβάστε, θα ξαναγυρίσετε).

Πού είνε τώρα οι μανάδες του Βύρωνα! Στο μεγάλο μπλόκο το καλοκαίρι 1944, οι μάνες Βυρωνιώτισες χάσανε τα παιδιά τους. Είτανε μαζεμένες εκείνο το πρωΐ ένα κουβάρι μαύρο μέσα στο δρόμο, κι' εθρηνούσανε. Περνούν στην ώρα εκείνη αγωνιστές, που είχαν ξεγλυτώσει το ανθρωπομάζωμα. Οι μάνες που μοιρολογούσανε τα χαμένα παιδιά τους, βλέπουν τα ξένα να περνούν. Το κουβάρι το μαύρο κινιέται κατ' απάνω τους και τους τριγυρίζει. - "Κι' εσείς τώρα κακομοιρέικα, τους λέει, τι θ' απογίνετε, μες στου λύκου το στόμα! Γλήγορα ελάτε να σας κρύψομε!". Και ξέχναγαν το θάνατο των δικών τους παιδιών. Κι' όλοι οι έλληνες αγωνιστές ήταν παιδιά τώρα δικά τους. Στη νέα τώρα ανασυγκρότηση, στην επικράτηση της τάξεως του κράτους και του νόμου, πέστε μας τη διεύθυνση των σημερνών τέτοιων μανάδων. Γνωρίζετε έστω μιά;

Και πού είνε τώρα οι νύχτες σας, που ξενυχτούσατε δουλεύοντας, σαν ετοιμάζατε τη διαδήλωση της κατοχής ή της απελευθέρωσης... Που σκίζαν το μοναδικό τους μισοφόρι κορίτσια, για να το κάνουνε πλακάτ! Νάχαν εκείνη την τιμή ν' αναγράψει το ρούχο τους "Θάνατος ή Ελευθεριά!". Και τάβλεπαν όσοι δεν ξέρανε πώς γένουνται τέτοιες δουλειές: "Τόσες σημαίες! Λέγανε. Τόσα πανιά και μεροκάματα! Τάκλεψαν ασφαλώς". Όχι όχι. Αγαπητοί, γίνεται και το πράγμα αλλοιώς: Όταν δεν έχεις "μαγαζά", σκεις το στεντόνι και κοιμάσαι δίχως, και δεν κοιμάσαι και δουλεύεις, και κοροϊδεύουνε τα χέρια σου καμπόσα χρηματοκιβώτια, τόσον ερμητικώς κλειστά!

Και που είνε τώρα όλη εκείνη η πανελλήνια συνενόηση σε μέρα απεργίας! Που λες και ήταν η Ελλάδα όλη ένα στόμα ανοιχτό, κι' έδινε μια, και τόκλεινε. Για την Αθήνα, η δυσκολία ήτανε πάντα η ψαραγορά. Το μόνο πράγμα που δε στέκεται ούτε ώρα. Να τόκλεινες, να καταστρέψεις τόσους ανθρώπους θεόφτωχους. Πάει ο υπεύθυνος του Εργατικού ΕΑΜ, και βρίσκει τον υπεύθυνο των ψαράδων.

- "Τώρα για τη σκατομαρίδα δηλαδή πα να χαλάσομε τέτοια δουλειά; Παράτα την και βάλε μπρος!" του λέει. Κι' εκείνη τη φορά η ψαραγορά ήρθε στην απεργία η πρώτη. Κλείναν τα μπαραγκάκια τους, δίνοντας όλο το έχει τους στην εθνική αντίσταση. Σήμερα είνε άλλη η μόδα. Σφαλούν τα εργοστασιάκια τους, για να μη σώσει η έρμη γης που λέγεται ελληνική να προκόψει ποτές.

Και που είνε τώρα οι τοίχοι μας, οι βαμένοι στο αίμα... Το αίμα τ' ασβεστώσανε. Και τι ξανάγραψαν απάνωθε; "Οδοντόπαστα Κολυνός".

Και που να βλέπατε τώρα και τον Αντρέα! Πού ήταν τρία χρόνια αντάρτης στο βουνό. Και τούπανε μια μέρα να παραδόσει τ' όπλο του σαν τα παράδοσε ο ΕΛΑΣ. Και το παράδοσε και γύρισε. Και περνά τα Χαυτεία για να πάει στο σπίτι. Και είχε τρία χρόνια δει πολιτεία και να τη βλέπει τώρα ελεύθερη. "Και κάνω έτσι - δα που λες, και τι να δουν τα μάτια μου! Νάνε πάλι όλα τα στελιάρια όπως τάχα αφισμένα, νάχουνε φρεσκαρίσει τη βιτρίνα, και νάνε πάλι καθισμένοι πίσω από τον μπεζαχτά, και πάλι να μαζεύουνε. Κι' εγώ να μη βρω μήτε σπίτι πια στον Κολωνό, μήτε άχερο στο στρώμα μου... Και νάχω τρία χρόνια μόνο ένα ντουφεκάκι, και να μου πούνε τώρα, να το δόκω κι' αυτό. Τώρα ματαπουλεί ο Αντρέας κάτι ψευτοβιβλιαράκια και τρώει ψωμί τυρί τ' απόγεμα, για μεσημέρι βράδυ.

Και όλους τους Αντρέηδες που γύρισαν απ' το βουνό, κι' όλους που καταθέσανε τον αγώνα στις πόλεις, όλους εκείνους που τους τσάκισαν "μπεζαχτάδες" πανάθλιοι, τους διακρίνεις τώρα μέσα στα τυφλά. Πάλι καινούργιους έχουμε φτωχούς... Πάλι καινούργιους έχουμε τυφλούς... Πάλι καινούργια κομένα ποδάρια... Και βλέπεις τώρα δεκανίκια και ν' ανεβαίνουν σκάλες, δυο - δυο, στον πηδηχτούλι, σα νάτανε παιδάκια και νάπαιζαν μ' αυτό. Και συ να τύχεις τότε ν' ανεβαίνεις ξοπίσω, και στάλα - στάλα εκείνο το φοβερό παιχνίδι τους, να τύχεις να το παρακολουθάς. Και κάτω απ' το μπατζακλίκι, τ' άχρηστο κι' ανασηκωμένο με την παραμάνα, να νιώθεις ότι ακόμα τρέχουνε, νωπές ακόμα και δεν κλείσανε, οι τελευταίες χτεσινές πληγές. Κι' όλα εκείνα των κουτσών τα δεκανίκια τα πηδήματα, κι' όλα εκείνα των τυφλών στα μάτια τα μαύρα πανιά, κι' όλες μαζί οι αναπηρίες τους κι' η κάθε μια τους χωριστά θαρείς πως είνε τώρα καρφιά μες στην καρδιά σου και πέρα ως πέρα, στην τρυπούν.

Άιντε και πάλι επλήθυναν οι στρατιές οι ελληνικές των ηρώων μαρτύρων. Ατέλειωτο το πλήθος τους. Άιντε και πάλι ετούτη η γη ξανά πατιέται από τα πέλματα, σακάτηδων παιδιών.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL