Live τώρα    
17°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
12.5°C18.1°C
1 BF 68%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
15 °C
11.6°C16.0°C
2 BF 53%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
15 °C
12.0°C14.9°C
2 BF 68%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
13 °C
12.8°C14.9°C
2 BF 85%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
13 °C
12.3°C14.1°C
2 BF 54%
Για την ισότιμη πρόσβαση των παιδιών προσφύγων στην εκπαίδευση
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Για την ισότιμη πρόσβαση των παιδιών προσφύγων στην εκπαίδευση

Γιώργος Μόσχος, εμπειρογνώμονας για τα δικαιώματα του παιδιού

Το δικαίωμα της πρόσβασης όλων των παιδιών στο σχολείο, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς με το οποίο βρίσκονται στη χώρα, έχει αναγνωριστεί εδώ και αρκετά χρόνια, ύστερα από παρέμβαση του Συνηγόρου του Παιδιού το 2004, που επικαλέστηκε τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

Έχει πλέον κατοχυρωθεί και νομοθετικά μέσω των μεταναστευτικών νόμων που ρητά αναφέρουν ότι τα παιδιά από τρίτες χώρες, που δεν έχει τακτοποιηθεί η διαμονή τους, μπορούν να εγγράφονται στο σχολείο με ελλιπή δικαιολογητικά. Όπως επίσης προβλέπεται σε ευρωπαϊκή Οδηγία ενσωματωμένη στην ελληνική νομοθεσία ότι τα παιδιά πρέπει να εγγράφονται στο σχολείο το αργότερο εντός τριμήνου από την άφιξή τους στη χώρα.

Ωστόσο, πέραν της ανάγκης έκδοσης ερμηνευτικών εγκυκλίων για την αποφυγή παρερμηνειών και ρύθμισης τεχνικών ζητημάτων για το πώς λαμβάνει χώρα κατά περίπτωση η ένταξη των παιδιών αυτών στο σχολείο, η ελληνική Πολιτεία βρέθηκε τα τελευταία χρόνια και προ της ανάγκης να επεξεργαστεί ένα ειδικό πρόγραμμα για την ένταξη των παιδιών προσφύγων στην εκπαίδευση.

Αυτό συνέβη κυρίως μετά τον Μάρτιο του 2016, όταν το κλείσιμο των συνόρων και η δημόσια δήλωση Ευρωπαϊκής Ένωσης - Τουρκίας σηματοδότησε τον εγκλωβισμό στη χώρα ενός σημαντικού αριθμού παιδιών, με ή χωρίς τις οικογένειές τους, που εντάσσονταν στην ευρύτερη κατηγορία αιτούντων διεθνή προστασία.

Λίγο πριν από την έναρξη της σχολικής χρονιάς 2016-2017 εκτιμήθηκε ότι στη χώρα βρίσκονταν 15-16.000 παιδιά πρόσφυγες σχολικής ηλικίας, τα δύο τρίτα των οποίων ήταν σε ηλικία υποχρεωτικής εκπαίδευσης, ενώ πολλά από αυτά δεν είχαν φοιτήσει στο σχολείο καθόλου ή για πολλά χρόνια. Χρειάζονταν επομένως εντατική προετοιμασία και υποστήριξη για να απολαύσουν το θεμελιώδες δικαίωμά τους στην εκπαίδευση.

Η σχολική φοίτηση, ιδίως για τα παιδιά που διέμεναν ακόμη σε καταυλισμούς και χώρους μαζικής φιλοξενίας, που την περίοδο εκείνη υπολογιζόταν ότι ξεπερνούσαν τα 8.000, θα βοηθούσε τα παιδιά να αποκτήσουν μια αίσθηση κανονικότητας στη ζωή τους, που τους ήταν απόλυτα απαραίτητη ύστερα από το ξερίζωμα από τις πατρίδες τους και το μεγάλο ταξίδι, με διαρκείς μετακινήσεις, κινδύνους, ταλαιπωρίες και ανασφάλειες.

Ήταν τότε που το υπουργείο Παιδείας ανέθεσε στη νεοσυσταθείσα Επιστημονική Επιτροπή για τη Στήριξη των Παιδιών Προσφύγων την εκπόνηση ενός σχεδίου για τη φοίτηση των μετακινούμενων παιδιών που καθιερώθηκε να αποκαλούνται «παιδιά - πρόσφυγες». Τα μέλη της Επιστημονικής Επιτροπής, και ιδίως ένας πυρήνας αυτών, δούλεψαν εντατικά για την εκπόνηση ενός σχεδίου που εισηγήθηκε ένα πρόγραμμα διαφορετικών ταχυτήτων, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες των παιδιών και τις ιδιαίτερες συνθήκες διαβίωσής τους.

Οι Δομές Υποδοχής και Εκπαίδευσης Προσφύγων (ΔΥΕΠ) ήταν η βασική καινοτομία του προγράμματος και η λειτουργία τους προβλέφθηκε για τα παιδιά που διέμεναν σε κέντρα φιλοξενίας. Οι ΔΥΕΠ λειτούργησαν στα σχολεία στην απογευματινή ζώνη (2 - 6 μ.μ.), καθώς δεν μπορούσε να διασφαλιστεί επαρκής χώρος για νέες τάξεις στα σχολεία, με προοπτική να προετοιμαστούν τα παιδιά και την ερχόμενη χρονιά να ενταχθούν στις τάξεις των σχολείων στο πρωινό πρόγραμμα.

Στο υπουργείο Παιδείας συγκροτήθηκε μια Ομάδα Διαχείρισης, Συντονισμού και Παρακολούθησης της Εκπαίδευσης των Προσφύγων, η οποία ξεκίνησε μια τεράστια προσπάθεια, σε συνεργασία με τις Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης, για την υλοποίηση του σχεδίου, αλλά και την ενημέρωση - ευαισθητοποίηση των τοπικών κοινωνιών, με τη συνδρομή μελών της Επιστημονικής Επιτροπής, του ΚΕΕΛΠΝΟ, του Συνηγόρου του Παιδιού και άλλων παραγόντων.

Σε όλες τις περιοχές όπου βρίσκονταν κέντρα φιλοξενίας προσφύγων ορίστηκαν Συντονιστές Εκπαίδευσης Προσφύγων (ΣΕΠ), ένας νέος κομβικός ρόλος με αποστολή τη διαμεσολάβηση για την υποστήριξη της ένταξης των παιδιών στα σχολεία, της δημιουργίας πλαισίου κατανόησης μέσα στα κέντρα και της σύνδεσης των σχολείων με τα ενήλικα πρόσωπα που ήταν υπεύθυνα για τα παιδιά.

Σημαντική ήταν η βοήθεια του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης, που ανέλαβε τη μεταφορά των παιδιών που διέμεναν στα κέντρα φιλοξενίας, αλλά και των ΟΤΑ, που κλήθηκαν να συνδράμουν στην οργάνωση της «διπλής» λειτουργίας των σχολείων.

Στην αρχή της χρονιάς 2016-2017 το πρόγραμμα συνάντησε αντιδράσεις τόσο από κάποιες ομάδες γονέων που προέβαλαν κατά περίπτωση διάφορους φόβους και ανησυχίες, διεκδικώντας να μη δημιουργηθούν ΔΥΕΠ στα σχολεία των παιδιών τους -ακόμη και αν αυτό γινόταν σε διαφορετικές ώρες- όσο και από ορισμένες μεριές που διατύπωσαν την άποψη ότι θα έπρεπε όλα τα παιδιά να ενταχθούν απευθείας στο πρωινό πρόγραμμα.

Η υλοποίηση του προγράμματος προχώρησε, διαψεύδοντας τις φοβίες σχετικά με τα θέματα υγείας και συμπεριφοράς των παιδιών και στις ΔΥΕΠ εντάχθηκαν σχεδόν 2.800 παιδιά μέχρι το τέλος της χρονιάς, ενώ εκτιμάται ότι πάνω από 1.000 παιδιά φοίτησαν στα πρωινά σχολεία με ή χωρίς τάξεις υποδοχής.

Ο μεγαλύτερος εχθρός του προγράμματος αποδείχθηκε τελικά η γραφειοκρατία, δηλαδή οι καθυστερήσεις στις προσλήψεις, οι συχνές μετακινήσεις εκπαιδευτικών, η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των υπουργείων για τον ορθό προγραμματισμό σε περιπτώσεις μετακινήσεων των παιδιών και των οικογενειών τους, όπως και διάφορα διοικητικά προβλήματα που ανέκυψαν στη διάρκεια της χρονιάς.

Σύμφωνα με την έκθεση αξιολόγησης της πρώτης χρονιάς υλοποίησης του προγράμματος, παρά το σχετικά μεγάλο ποσοστό εγγραφής των παιδιών που διέμεναν σε δομές φιλοξενίας στις ΔΥΕΠ, η φοίτησή τους χαρακτηρίστηκε μάλλον ασταθής και κυμάνθηκε από 50% ως 80% σε διάφορες περιοχές της χώρας. Στις σοβαρές ελλείψεις του προγράμματος περιλαμβάνονταν η μη ίδρυση των νηπιαγωγείων μέσα σε δομές φιλοξενίας, η ελλιπής ένταξη των εφήβων 15-18 ετών στα σχολεία και η μη λειτουργία ΔΥΕΠ στα νησιά.

Οι δυσκολίες της πρώτης χρονιάς οδήγησαν την Επιστημονική Επιτροπή σε σειρά προτάσεων, στις οποίες μεταξύ άλλων περιλαμβάνονταν αλλαγές στις αρμοδιότητες των ΣΕΠ ώστε να κατοχυρωθεί καλύτερα το έργο τους, η ίδρυση περισσότερων τάξεων υποδοχής στην Πρωτοβάθμια και ιδίως στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, η διασφάλιση των προσόντων, της έγκαιρης επιμόρφωσης και της υποστήριξης των εκπαιδευτικών που θα δίδασκαν στις ΔΥΕΠ και σε τάξεις υποδοχής στο πρωινό σχολείο, η προετοιμασία και διάθεση εκπαιδευτικού υλικού και γενικότερα η κατάλληλη προετοιμασία και υποστήριξη για να μπορούν να ενταχθούν στα πρωινά σχολεία όσα παιδιά είχαν φοιτήσει σε ΔΥΕΠ και όλα τα παιδιά που διέμεναν στον αστικό ιστό.

Οι ΔΥΕΠ προτάθηκε να λειτουργήσουν μόνο όπου ήταν αδύνατον να φοιτούν τα παιδιά στο πρωινό πρόγραμμα, και, στις εξαιρετικές περιπτώσεις που τα παιδιά θα φοιτούσαν δεύτερη χρονιά, να έχουν διακριτό πρόγραμμα.

Ως κεντρική επιδίωξη τέθηκε αφενός να μην βρεθεί κανένα παιδί εκτός σχολείου, με ειδικές προσπάθειες για τη διασφάλιση της εκπαίδευσης όλων των παιδιών που την πρώτη χρονιά του προγράμματος δεν είχαν φοιτήσει καθόλου στο σχολείο, ιδίως των νηπίων και των παιδιών μεγαλύτερων ηλικιών, αφετέρου να συνδεθούν στενότερα τα παιδιά πρόσφυγες με τα συνομήλικά τους που διαμένουν μόνιμα στη χώρα, αξιοποιώντας ευκαιρίες κοινής εκπαίδευσης αλλά και συμμετοχής σε κοινά πολιτιστικά και ψυχαγωγικά προγράμματα.

Η εκπαιδευτική χρονιά 2017-18 ξεκίνησε με αρκετές προσδοκίες και υψηλούς στόχους, με μια προσπάθεια εντοπισμού των παιδιών που πλέον είχαν μεταφερθεί σε διαμερίσματα και γενικότερα καταγραφής των αναγκών για τη δημιουργία επαρκών τμημάτων υποδοχής στα πρωινά σχολεία. Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής δρομολόγησε τον εμπλουτισμό υποστηρικτικού εκπαιδευτικού υλικού και την υλοποίηση επιμορφωτικών δράσεων για εκπαιδευτικούς.

Έγιναν προσπάθειες σε κάποιες δομές που βρίσκονταν μέσα στον αστικό ιστό τα παιδιά να φοιτήσουν στα πρωινά σχολεία της πόλης, με διασπορά σε πολλά διαφορετικά σχολεία, ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική συγκέντρωση των μαθητών προσφύγων και να διευκολύνεται η εκπαιδευτική ένταξή τους. Αρκετά γυμνάσια και λύκεια, ιδίως ΕΠΑΛ, άνοιξαν τις πόρτες τους σε εφήβους πρόσφυγες, με τη βοήθεια και των νέων οδηγιών που εκδόθηκαν από το υπουργείο.

Γενικότερα τα δημοσιοποιημένα στατιστικά στοιχεία από τις εγγραφές δείχνουν ότι τη χρονιά αυτή ήταν υπερδιπλάσιες της προηγούμενης και επιτεύχθηκε σε πιο ικανοποιητικό βαθμό η ένταξη παιδιών προσφύγων στην Εκπαίδευση. Σύμφωνα με το υπουργείο Παιδείας το 2017-18 μειώθηκαν οι ΔΥΕΠ που λειτούργησαν στη χώρα και αυξήθηκαν σημαντικά τα τμήματα υποδοχής και οι εγγραφές μαθητών σε τάξεις σχολείων της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

Στη χώρα δημιουργήθηκαν σχεδόν 1.000 τμήματα υποδοχής για παιδιά πρόσφυγες, αλλόγλωσσα και Ρομά, περιλαμβάνοντας για πρώτη φορά και τη Δευτεροβάθμια. Ωστόσο η γραφειοκρατία φάνηκε μια ακόμη φορά να είναι εχθρός της υλοποίησης του προγράμματος, καθώς οι προκηρύξεις για την πρόσληψη εκπαιδευτικών σε τμήματα υποδοχής ιδίως στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, καθυστέρησαν πάρα πολύ και η υλοποίησή τους συνάντησε πολλές δυσκολίες.

Αποτέλεσμα αυτού ήταν αρκετά παιδιά που γράφτηκαν στα πρωινά γυμνάσια και λύκεια να μην μπορούν να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα ικανοποιητικά και να φοιτούν ελάχιστα στο σχολείο, μόνο κάποιες ώρες που μπορούσαν να επικοινωνούν και να εκφράζονται. Τα νηπιαγωγεία στα κέντρα φιλοξενίας, πλην εξαιρέσεων, άνοιξαν με πολύ μεγάλη καθυστέρηση.

Στα νησιά η λειτουργία κάποιων ΔΥΕΠ προγραμματίστηκε στο τέλος της χρονιάς, ενώ στην ενδοχώρα οι ΔΥΕΠ φάνηκε ότι ήταν ένας θεσμός προσωρινού χαρακτήρα, που όμως δεν βοηθούσε επαρκώς τον στόχο της κοινωνικής ένταξης των παιδιών, εκτός από τις περιπτώσεις που οι εκπαιδευτικοί ανέλαβαν πρωτοβουλίες για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο.

Οφείλουμε βέβαια να αναγνωρίσουμε τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβλήθηκαν από έναν πολύ μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών τόσο στις ΔΥΕΠ όσο και στο γενικό σχολείο, σε τάξεις υποδοχής ή σε άλλα μαθήματα που παρακολουθούσαν παιδιά πρόσφυγες μαζί με τα συνομήλικά τους παιδιά, ώστε το σχολείο και η κοινωνία να αγκαλιάσουν τα παιδιά αυτά. Προσπάθειες που εκδηλώθηκαν παρά τις μεγάλες δυσκολίες στον προγραμματισμό και την οργάνωση των δράσεών τους, που προκύπτει από τη ρευστότητα του προσφυγικού πληθυσμού και τη ματαίωση που συχνά προκαλείται στους δασκάλους από την απότομη αναχώρηση - εξαφάνιση πολλών παιδιών από την τάξη τους.

Σε διάφορες περιοχές της χώρας υλοποιήθηκαν παρεμβάσεις και επιτυχημένα προγράμματα χάρη στην κινητοποίηση εμπνευσμένων εκπαιδευτικών, όπως για παράδειγμα στον Ελαιώνα, όπου φοίτησαν όλα τα παιδιά του κέντρου φιλοξενίας στα πρωινά σχολεία της πόλης και λειτούργησε από τον Δεκέμβριο νηπιαγωγείο με την υποστήριξη του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΤΕΑΠΗ), ή στη Λέρο, όπου τα παιδιά πρόσφυγες κατανεμήθηκαν και γράφτηκαν σε όλα τα σχολεία του νησιού.

Επιπλέον μεγάλη αξία είχαν πρωτοβουλίες μέσω πολιτιστικών και άλλων δραστηριοτήτων για την ενίσχυση της συνάντησης, της συνεργασίας και της αποδοχής, όπως αυτές που αναπτύχθηκαν από το Πανελλήνιο Δίκτυο για το Θέατρο στην Εκπαίδευση με την υποστήριξη της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες.

Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε και την πολύπλευρη δραστηριοποίηση των διεθνών διακυβερνητικών οργανώσεων (Ύπατη Αρμοστεία, UNICEF, ΔΟΜ), όπως και την παροχή υπηρεσιών άτυπης και τυπικής εκπαίδευσης, διερμηνείας, πολιτισμικής διαμεσολάβησης και υποστήριξης από μη κυβερνητικές οργανώσεις, ιδίως στις περιπτώσεις που λειτούργησαν συντονισμένα και σε συνεργασία με τους αρμόδιους δημόσιους φορείς της εκπαίδευσης.

Σε ένα σύντομο άρθρο αποτίμησης των προσπαθειών για την ισότιμη πρόσβαση των παιδιών προσφύγων στη χώρα μας δεν είναι εύκολο να γίνει αναφορά σε όλες τις διαστάσεις του θέματος.

Αναπόφευκτα χρειάζεται να αναφερθούν οι αδυναμίες της διοίκησης να υλοποιήσει εγκαίρως και επαρκώς όσα σχεδιάστηκαν και να καλύψει τις ανάγκες όλων των παιδιών, ιδίως μάλιστα αυτών που βρίσκονται σε πλέον ευάλωτες καταστάσεις, όσων παραμένουν χωρίς τη θέλησή τους για μεγάλο χρονικό διάστημα σε κέντρα πρώτης υποδοχής ή δομές φιλοξενίας, παιδιών που είχαν αποχωριστεί τις οικογένειές τους, παιδιών με αναπηρίες και παιδιών που η ζωή τους είναι διαρκώς γεμάτη από απρόσμενα γεγονότα, ανασφάλεια και έλλειψη κανονικότητας.

Ωστόσο οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η χώρα μας που βρέθηκε αιφνίδια μπροστά στην πρόκληση του σχεδιασμού και της υλοποίησης ενός πολύμορφου και απαιτητικού προγράμματος για την εκπαιδευτική και κοινωνική ένταξη ενός μεγάλου αριθμού μετακινούμενων παιδιών, δίνει τη μάχη και μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι καθιερώνει διεθνώς ένα παράδειγμα ουσιαστικής και οργανωμένης παρέμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων και την κοινωνική ένταξη των παιδιών προσφύγων με άξονα την εκπαίδευση και πεδίο υλοποίησης τις τοπικές κοινότητες, που μάλιστα είναι σίγουρο ότι θα χρειαστεί να ενισχυθεί στο μέλλον, καθώς οι προσφυγικές ροές εξακολουθούν.

Ένα παράδειγμα, που σε όλο το φάσμα της υλοποίησής του συνδέει τη δυσκολία με την προσπάθεια, την απώλεια με την απόκτηση, τη διαφορά με τη σύνθεση, την άγνοια με την επιμόρφωση, τον φόβο με την ενδυνάμωση. Ένα παράδειγμα που θα πρέπει σύντομα να ξεπεράσει τις γραφειοκρατικές αδυναμίες, να αποφεύγει πρακτικές διαχωρισμού και να διασφαλίζει τον υπεύθυνο συντονισμό και τη διαρκή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, την υλικοτεχνική και συμβουλευτική ενίσχυση των σχολείων και την υποστήριξη των παιδιών και των οικογενειών τους, για να νιώθουν ασφάλεια και ισότιμη συμμετοχή σε δικαιώματα και υποχρεώσεις στην ελληνική κοινωνία.

Ένα παράδειγμα, που βιωματικά για πολλά γηγενή και αλλοδαπά παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικούς, έχει αποτελέσει μέσο συνειδητοποίησης του ρόλου του ενεργού πολίτη και της κοινοτικής λειτουργίας με κανόνες αλληλοκατανόησης και αλληλοσεβασμού, που η σημερινή Ελλάδα, όπως και η Ευρώπη, χρειάζεται επειγόντως.

Πρόσφατα, προετοιμάζοντας, μαζί με μια ομάδα εφήβων στο κέντρο φιλοξενίας του Ελαιώνα, μια δράση καλωσορίσματος μαθητών, γονέων και εκπαιδευτικών από 15 σχολεία, που θα έπαιρναν μέρος σε μια κοινή γιορτή στο τέλος της φετινής σχολικής χρονιάς, ρώτησα τα παιδιά ποια επιθυμία τους θα ήθελαν να απευθύνουν στο καλεσμένο κοινό.

«Να τους πούμε ότι θέλουμε κάθε μέρα μας να είναι γιορτή, να είναι συνάντηση με άλλα παιδιά, να έχει μαθήματα μουσικής, τέχνης, υπολογιστών, να έχει παιχνίδια, να έχει χαρά!» μου απάντησαν τα παιδιά. Νομίζω ότι η ελληνική κοινωνία, όσο περνάει ο καιρός, αφήνοντας πίσω της τον απόηχο των πρώτων έντονων δυσκολιών, αντιδράσεων και φοβιών, έχει αρχίσει να ακούει όλο και περισσότερο το αίτημα αυτό των παιδιών.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL