Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
17.1°C19.7°C
4 BF 59%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αυξημένες νεφώσεις
15 °C
13.6°C15.7°C
3 BF 64%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
15 °C
13.3°C16.5°C
3 BF 78%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
19.3°C20.8°C
3 BF 65%
ΛΑΡΙΣΑ
Αυξημένες νεφώσεις
13 °C
12.9°C16.9°C
4 BF 82%
Oκτωβριανή Επανάσταση και σχολείο στη Ρωσία / B. Η ανατροπή των προγραμματικών αρχών
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Oκτωβριανή Επανάσταση και σχολείο στη Ρωσία / B. Η ανατροπή των προγραμματικών αρχών

Του Μπάμπη Νούτσου

Στο προηγούμενο άρθρο μου (βλ. τχ. 122, 6.11.2017) παρουσίασα σύντομα τις προγραμματικές αρχές της Οκτωβριανής Επανάστασης για το σχολείο στη Ρωσία, όπως διατυπώθηκαν στο κείμενο του σχετικού διατάγματος τον Οκτώβριο 1918. Δεκατρία χρόνια αργότερα, η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, με μια σειρά αποφάσεών της από τον Αύγουστο 1931 έως το Σεπτέμβριο 1935, θα χαράξει μια νέα εκπαιδευτική πολιτική, ανατρέποντας πλήρως τις αρχές του 1918. Με βάση αυτές τις αποφάσεις θα συνταχθούν και θα εφαρμοστούν επίσημα, υποχρεωτικά αναλυτικά προγράμματα για διακριτά πλέον σχολικά μαθήματα, θα εισαχθεί ένα, μοναδικό και υποχρεωτικό διδακτικό βιβλίο για κάθε μάθημα, θα επισημοποιηθεί ο παλιός τρόπος «παράδοσης του μαθήματος» από τους εκπαιδευτικούς στην τάξη, θα επανέλθουν οι διάφορες κατηγορίες εξετάσεων και η βαθμολογία της επίδοσης των μαθητών, θα επιβληθούν αυστηροί κανόνες σχολικής πειθαρχίας και ομοιόμορφες σχολικές ενδυμασίες κ.τ.λ. Μαζί με την πρόβλεψη για επέκταση της γενικής υποχρεωτικής φοίτησης στα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με την απόφαση του 16ου Συνεδρίου του Κόμματος (Ιούλιος 1930), και τις αποστροφές στον πολυτεχνικό χαρακτήρα του σχολείου, διανθισμένες με αποσπάσματα από κείμενα του Λένιν, η απόρριψη της «μεθόδου των σχεδίων» (proekt programmy) στη διδακτική πράξη και η ανάδειξη των διακριτών ρόλων σχολείου και εργοστασίου θα υπογραμμιστούν χωρίς αμφισημίες. Λίγο αργότερα, στο νέο σύνταγμα της ΕΣΣΔ (1936), στο άρθρο 121 για το «δικαίωμα της εκπαίδευσης των πολιτών» της, απουσιάζει κάθε μνεία για την πολυτεχνική μόρφωση κατά τη διάρκεια της «επταετούς καθολικής και υποχρεωτικής παιδείας».

Όλες οι τάσεις στη σχετική διεθνή βιβλιογραφία (περιλαμβάνω και τη σοβιετική), παλιότερες και νεότερες, συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι οι ανωτέρω αποφάσεις οδήγησαν στη ριζική ανατροπή του Οκτωβριανού σχολείου. Για ποιους λόγους; Θα υποστηρίξω, με βάση μια κριτική ανάγνωση ερευνητικών δεδομένων αυτής της ιστοριογραφίας, επιγραμματικά τα επόμενα:

1. Μόλο που οι Μπολσεβίκοι μετά τον Οκτώβριο του 1917 έλυσαν αποφασιστικά το ζήτημα των σχέσεων κράτους, σχολείου και θρησκείας, δεν κατόρθωσαν ωστόσο να κάμψουν το ίδιο εύκολα τις πολλαπλές αντιστάσεις των συνδικαλισμένων εκπαιδευτικών, που στη συντριπτική πλειονότητά τους ήταν εχθρικοί ή καχύποπτοι απέναντί τους. Αν και διέλυσαν βίαια το ενιαίο πανρωσικό συνδικάτο τους (Δεκέμβριος 1918) και έδιωξαν ή εξανάγκασαν σε παραίτηση, διά μέσου των τοπικών Σοβιέτ, μεγάλο τμήμα των εκπαιδευτικών, υποχρεώθηκαν στη συνέχεια να συμβιβαστούν σιωπηρά μαζί τους, παρά την αμοιβαία καχυποψία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το Λαϊκό Επιτροπάτο Παιδείας και οι συνεργαζόμενοι παιδαγωγοί (Π. Μπλόνσκι, Μ. Πίστρακ, Β. Πόζνερ, Β. Σούλγκιν κ.ά.) χρειάζονταν ασφαλώς χρόνο για να εκπαιδεύσουν νέους εκπαιδευτικούς, πιστούς στο σοβιετικό καθεστώς και κατάλληλα προετοιμασμένους για την εφαρμογή του Ενιαίου Σχολείου Εργασίας. Σύμφωνα με επίσημες σοβιετικές στατιστικές, μόνο λίγο περισσότεροι από τους/τις μισούς/μισές δασκάλους/δασκάλες είχαν το 1926 λιγότερο από δέκα χρόνια υπηρεσία στο σχολείο. Ο Λένιν δεν αμφέβαλλε το 1920 πως στο «διδασκαλικό σώμα έχουν δέσει γερές ρίζες οι αστικές προλήψεις». Επίσημα τεκμήρια της ίδιας περιόδου επαληθεύουν την υπόθεση πως η πλειονότητα των εκπαιδευτικών, ιδιαίτερα των εκπαιδευτικών της Μέσης Εκπαίδευσης, καταστρατήγησε πολλαπλά στην πράξη ή τουλάχιστο επέδειξε αδράνεια στην εφαρμογή βασικών προγραμματικών αρχών του Ενιαίου σχολείου εργασίας έως το 1931.

2. Ο εμφύλιος πόλεμος (1918-1920) και οι μακροπρόθεσμες οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές και κοινωνικοδημογραφικές επιπτώσεις του στο σοβιετικό καθεστώς θα προσδιορίσουν αποφασιστικά την ιστορική τύχη του σχολείου. Ο λιμός τον χειμώνα 1921-1922 είχε ως αποτέλεσμα να κλείσουν πάμπολλα σχολεία σε επαρχίες, δάσκαλοι και παιδιά να λιμοκτονούν μαζί με χιλιάδες κατοίκους της υπαίθρου. Η σοβιετική εξουσία υποχρεώθηκε, για ευνόητους λόγους, να διακόψει την κρατική χρηματοδότηση των σχολείων της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Ιούλιος 1921) και συνάμα, για να μη χάσει τον έλεγχό τους, οδηγήθηκε, παρά τις σοβαρές διαφωνίες στο εσωτερικό της, στην επιβολή ειδικού φόρου σε τρόφιμα, καύσιμα και υποχρεωτική εργασία για τα κατά τόπους σχολεία. Ο Λένιν υπέγραψε το σχετικό διάταγμα (15.9.1921), που άνοιγε σιωπηρά την πόρτα στην επιβολή διδάκτρων. Προς το τέλος της ίδιας χρονιάς, τα δίδακτρα αποτελούν πραγματικότητα στα 24 από τα 31 «Κυβερνεία» της Ρωσίας. Η κυβέρνηση, χωρίς τη συμμετοχή του Λένιν -ήταν ήδη άρρωστος-, θα επικυρώσει το Μάρτιο του 1923 σχετική απόφαση του 10ου Πανρωσικού Συνεδρίου των αντιπροσώπων των Σοβιέτ και θα νομιμοποιήσει την πληρωμή διδάκτρων, με εξαίρεση ορισμένες κατηγορίες φτωχών μαθητών. Το Επιτροπάτο Παιδείας, που έχανε έτσι έναν βασικό μηχανισμό ελέγχου της εφαρμογής των αρχών του Ενιαίου Σχολείου Eργασίας, υποχρεώθηκε να συγκροτήσει το Tμήμα Επιθεωρητών για τα σχολεία και παράλληλα να συντάξει και να αποστείλει για πρώτη φορά το 1923-1924 αναλυτικά προγράμματα (Novye programmy), που έμειναν γνωστά στην ιστορία της εκπαίδευσης ως «συνθετικά θέματα» (Κompleks) ή «σύστημα συγκεντρωτικών κύκλων ενδιαφέροντος» (μετάφρασή τους από τα γαλλικά στα ελληνικά εκπόνησε το 1928 η Ρόζα Ιμβριώτη).

3. Τα νέα προγράμματα, δομημένα πλέον σε τρεις μεγάλες θεματικές ενότητες (Φύση, Κοινωνία, Εργασία), καθιστούσαν περιττή τη διάκριση-διδασκαλία ξεχωριστών μαθημάτων στο σχολείο και συνέτειναν αποφασιστικά στην εδραίωση της πολυτεχνικής μόρφωσης των παιδιών, με την ενεργητική συλλογική επιλογή και διαπραγμάτευση συγκεκριμένου οικείου θέματος από τον «κοινωνικό τους κόσμο». Παιδαγωγοί, με διαφορετικές θεωρητικοπολιτικές αντιλήψεις, από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που επισκέφτηκαν σχολεία στη Ρωσία την περίοδο 1925-1928 (π.χ. Σ. Φρενέ, Κλ. Γουόσμπερν, Τζ. Ντιούι) διατύπωσαν ευνοϊκές κρίσεις για τη λειτουργία του Ενιαίου Σχολείου Εργασίας και το μέλλον της σοβιετικής εκπαίδευσης. Παρά την έμπρακτη ανατίμηση της πολυτεχνικής μόρφωσης και ξέχωρα από τις επικρίσεις ή σιωπηρές αντιδράσεις εκπαιδευτικών, τμημάτων του αγροτικού πληθυσμού και γνωστών κομματικών στελεχών (π.χ. Μπουχάριν, Ρίκοφ), τα νέα προγράμματα αποτύπωναν συνάμα τη συγκεντρωτική τάση της σοβιετικής εξουσίας, ιδιαίτερα με την έκδοση υποχρεωτικών σχεδίων διδασκαλίας και ωρολογίου προγράμματος (1927), που συρρίκνωνε όχι μόνο τη θεσπισμένη σχολική αυτοδιαχείριση αλλά κυρίως τα όρια των τοπικών Σοβιέτ να συγκαθορίζουν το περιεχόμενο και τις κατευθύνσεις της πολυτεχνικής μόρφωσης. Η ίδια συγκεντρωτική τάση σε λίγο θα γύριζε μπούμερανγκ εναντίον του Επιτροπάτου Παιδείας, το οποίο θα άρχιζε, μετά το θάνατο του Λένιν (1924), να χάνει σταδιακά μεγάλο μέρος των αρμοδιοτήτων του. Η τάση αυτή θα αναγορεύσει σε λίγο την Κεντρική Επιτροπή, την ηγετική ομάδα του Πολιτικού Γραφείου και τελεσίδικα τον ίδιο τον Στάλιν σε αποκλειστικούς ρυθμιστές της συνολικής εκπαιδευτικής πολιτικής.

4. Η ίδια τάση θα ευνοήσει ειδικότερα τη μετατροπή ορισμένων τάξεων της Δευτεροβάθμιας Γενικής Εκπαίδευσης σε τεχνικά-επαγγελματικά σχολεία. Επρόκειτο για ζήτημα που είχε απασχολήσει από το τέλος του 1919 το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Οικονομίας και την αρμόδια επιτροπή με επικεφαλής τον Τρότσκι για την «επιστράτευση εργατών» σε συγκεκριμένα καθήκοντα. Η επιτροπή θα δημοσιεύσει τις θέσεις της στην εφημερίδα “Πράβντα” (Ιανουάριος 1920), τονίζοντας σ’ αυτές την άμεση ανάγκη για κατάρτιση προσοντούχων εργατών-τεχνητών. Οι σχετικές συζητήσεις θα οδηγήσουν σε συμβιβασμό και στην ίδρυση μιας σχετικά αυτόνομης επιτροπής για την τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση στο Επιτροπάτο Παιδείας και θα ευνοήσουν ταυτόχρονα πρακτικές για την επαναφορά μορφών πρόωρης τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης στη Μέση Παιδεία. Παρά την αρχική αντίρρηση του Λένιν στην πρόωρη εξειδίκευση, κατά τη διάρκεια της λεγόμενης Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΡ), η διατήρηση ή αύξηση μιας σειράς δευτεροβάθμιων τεχνικών-επαγγελματικών σχολείων, π.χ. «Σχολές μαθητείας» για εργάτες, πολύμορφα τεχνικά σχολεία και εμπορικές σχολές, θα αποτυπώνει με ευκρίνεια την εικόνα της επίσημης αναγνώρισης και λειτουργίας του διπλού εκπαιδευτικού δικτύου. Παράλληλα, την ίδια περίοδο θα ενταθούν και οι κριτικές από εκπαιδευτικούς της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και εύπορους επαγγελματίες εναντίον της πολυτεχνικής μόρφωσης. Προς το τέλος του 1928, οι ζωηρές συζητήσεις των υπευθύνων των διαφόρων τμημάτων του Επιτροπάτου Παιδείας σε μια διευρυμένη σύσκεψή τους -τα Πρακτικά της εκδόθηκαν μόλις το 1990- έδειξαν όχι μόνο τις εσωτερικές διαφωνίες αλλά και το δυσοίωνο μέλλον του Ενιαίου Σχολείου Εργασίας. Ο Λουνατσάρσκι, διαμαρτυρόμενος για πρακτικές διακρίσεων στη σχολική φοίτηση, θα παραιτηθεί από τη θέση του επιτρόπου (άνοιξη 1919) και οι υπέρμαχοι της λεγόμενης «μονοτεχνικής» εκπαίδευσης θα ισχυροποιήσουν ακόμη περισσότερο τη θέση τους σε άλλους κρατικούς μηχανισμούς του σοβιετικού καθεστώτος. Η Κεντρική Επιτροπή θα αποφασίσει σε λίγο (Ιούλιος 1930) τη μετατροπή των τριών τελευταίων τάξεων (VIII-X) της Γενικής Δευτεροβάθμιας Eκπαίδευσης σε μέσες «τεχνικές σχολές».

5. Οι προηγούμενες συγκλίνουσες ιστορικές τάσεις, παρά το ειδικό κοινωνικό βάρος τους στην εξέλιξη του σοβιετικού σχολείου από το 1918 έως το 1927, δεν αρκούν για να εξηγήσουν την ανατροπή των προγραμματικών αρχών του Οκτωβριανού σχολείου. Οφείλουμε να συνυπολογίσουμε εδώ κυρίως τις μορφές και τα αποτελέσματα των πολλαπλών κοινωνικών συγκρούσεων, που σημάδεψαν την πολιτική επιλογή της σοβιετικής εξουσίας κατά την επιβολή κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού στη βιομηχανία και την αγροτική παραγωγή, γνωστού ως «πρώτου πενταετούς σχεδίου» (1929-1932). Χωρίς να παραβλέπω τις διαφορετικές θεωρητικοπολιτικές αφετηρίες και τα σύστοιχα σιωπηρά διακυβεύματα των πολυάριθμων ιστορικών αναλύσεων για την εφαρμογή αυτού του σχεδίου, θα τονίσω επιγραμματικά για το σχολείο τα επόμενα:

α. Στόχος της εφαρμογής του πρώτου πενταετούς σχεδίου ήταν η διευρυμένη αναπαραγωγή του σοβιετικού καθεστώτος, με την απόρριψη της συνέχισης της λειτουργίας της ΝΕΡ. Απόρριψη σήμαινε ουσιαστικά τη διάλυση των έως τότε ιδιωτικών επιχειρήσεων προς όφελος της κρατικά αναπτυσσόμενης βιομηχανίας και την εξαφάνιση των πλούσιων χωρικών (κουλάκοι) ως τάξης, με την κολεκτιβοποίηση συνολικά της γεωργίας.

β. Μία από τις βασικές προϋποθέσεις για την επίτευξη αυτού του κοινωνικοπολιτικού στόχου ήταν για τη σοβιετική εξουσία ο παραμερισμός ή η εξουδετέρωση των «αστών-μικροαστών ειδικών». Αυτό έγινε με τρεις τρόπους: Με την απευθείας προαγωγή και τοποθέτηση χιλιάδων ανειδίκευτων ή ημιειδικευμένων εργατών σε διευθυντικές θέσεις-κλειδιά στη βιομηχανία και στις υπηρεσίες, με την ταχύτατη εξάπλωση του εγγραμματισμού στον αγροτικό πληθυσμό και την τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση των παιδιών τους και κυρίως με την ελεύθερη εισαγωγή στις ανώτερες και ανώτατες σχολές χιλιάδων γόνων εργατικής προέλευσης.

γ. Η συμβολή της εκπαίδευσης ως μηχανισμού διαμόρφωσης της νέας «κομουνιστικής διανόησης» (διευθυντικά και εξειδικευμένα τεχνικά στελέχη) είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία εξάπλωση ανισότιμων τύπων τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης και, ως εκ τούτου, την οριστική παγίωση του διπλού εκπαιδευτικού δικτύου. Η εξάπλωση αυτή συνέβαλε ταυτόχρονα στην αμφισβήτηση μορφών «αστικής κουλτούρας» στη Μέση Γενική Εκπαίδευση. Μια ορισμένη κριτική του περιεχομένου της, που θεωρήθηκε έκφραση σχολαστικισμού και γραφειοκρατίας, συμπορεύτηκε με την ανάπτυξη ριζοσπαστικών θεωρητικών παιδαγωγικών αντιλήψεων, που, με όχημα τη λεγόμενη «μέθοδο των σχεδίων», προοιωνίζονταν τον «μαρασμό» του σχολείου ως διακριτού κρατικού μηχανισμού στο μέλλον.

δ. Μια σειρά αδιεξόδων και αντιφάσεων, που αφορούσαν π.χ. το χαμηλό επίπεδο κατάρτισης ορισμένων επαγγελματικών σχολών, την απροσδόκητη αύξηση τεχνικού προσωπικού στα εργοστάσια και του αριθμού των φοιτητών σε ανώτατες σχολές, άρχισαν να γίνονται ευδιάκριτα προς τις αρχές του 1931 σε κορυφαία στελέχη του Ανώτατου Συμβουλίου Εθνικής Οικονομίας, σε αρμόδιες εξεταστικές επιτροπές ανώτερων και ανώτατων σχολών και σε μέλη της Κεντρικής Επιτροπής. Για όλους αυτούς ήταν φανερό ότι η αναδιοργάνωση της περαιτέρω εκβιομηχάνισης και συνακόλουθα η σύστοιχη συμβολή του σχολείου έπρεπε να αποτελέσουν άμεση προτεραιότητα. Τον Ιούνιο του 1931 ο Στάλιν θα αναγγείλει την αλλαγή της έως τότε οικονομικής πολιτικής στη βιομηχανία. Μαζί με την αποκατάσταση των ειδικών του λεγόμενου «παλαιού σχολείου», ο Στάλιν θα διατυπώσει έξι βασικές προϋποθέσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη της βιομηχανίας με βάση τις αρχές της αποτελεσματικότητας, της πειθαρχίας και των κινήτρων. Στο φως αυτών των αρχών της πειθαρχημένης τεχνοκρατίας ή του αγοραίου οικονομισμού, η Κεντρική Επιτροπή θα μεταφράσει σε σύστοιχο υποχρεωτικό σχολικό πλαίσιο τις νέες απαιτήσεις της σοβιετικής εξουσίας. Σύστοιχο πλαίσιο σήμαινε με άλλα λόγια ανατροπή των προγραμματικών αρχών του 1918 και επαναφορά της λογικής του «παλαιού σχολείου». Μαζί με την ανατροπή θα πάψουν απότομα και οι θεωρητικές επεξεργασίες των ριζοσπαστών παιδαγωγών, θα κλείσει το Ινστιτούτο Μαρξιστικής-Λενινιστικής Παιδαγωγικής με επικεφαλής τον Β. Σούλγκιν και οι κύριοι εκφραστές τού νεόκοπου κλάδου της Παιδολογίας, με προεξάρχοντα τον Λ. Βιγκότσκι, θα κατηγορηθούν σε λίγο για βαρύτατες πολιτικές παρεκκλίσεις. Τα πυρά της Κρούπσκαγια εναντίον των σχετικών αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής για το σχολείο θα αποδειχθούν άσφαιρα. Το σχολείο της σταλινικής περιόδου θα αρχίσει να οικοδομείται ταχύτατα μετά το 1935, υπό τον αυστηρό έλεγχο του νεοϊδρυμένου Τμήματος Παιδείας της Κεντρικής Επιτροπής. Όλα αυτά αποτελούν, ωστόσο, μια άλλη ιστορία...

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL