Live τώρα    
13°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
10.9°C14.5°C
2 BF 82%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
11.2°C13.9°C
3 BF 74%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
12 °C
10.0°C12.1°C
2 BF 74%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ασθενείς βροχοπτώσεις
14 °C
12.5°C16.0°C
3 BF 84%
ΛΑΡΙΣΑ
Αυξημένες νεφώσεις
10 °C
10.1°C10.2°C
3 BF 95%
Ο «μικρός Λούζιν» του Ναμπόκοβ
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ο «μικρός Λούζιν» του Ναμπόκοβ

«Αν θέλετε να χάσετε έναν άνθρωπο,

μάθετέ του να παίζει σκάκι»

Όσκαρ Ουάιλντ

«Η παιδική ηλικία μάς ακολουθεί σε όλη μας τη ζωή» έχει πει η Ισπανίδα δημοσιογράφος, ψυχολόγος και συγγραφέας Ρόσα Μοντέρο. Και υπάρχουν παιδιά που επιμένουν να παραμείνουν παιδιά και αρνούνται να συμπορευτούν με τον κόσμο των μεγάλων. Όπως ο μικρός Όσκαρ στο «Τενεκεδένιο ταμπούρλο» (1959) του Γκίντερ Γκρας. Όπως ο μικρός Λούζιν του Βλαντίμιρ Ναμπόκοβ στην «Άμυνα του Λούζιν» (1930).

Ο «μικρός Λούζιν» δεν δέχεται ότι από δω και στο εξής θα «ακούει» απλά στο επώνυμο «Λούζιν», όπως του ανακοίνωσε ο πατέρας του, Λούζιν ο πρεσβύτερος. Αρνείται «τη φρίκη της αλλαγής», νιώθει «αδύνατο να υποφέρει αυτό που έμελλε να συμβεί», το τέλος δηλαδή της παιδικής του ηλικίας, που θα έρθει με το τέλος των διακοπών και την επιστροφή της οικογένειας στην πόλη. Νιώθει να απειλείται από αυτό το «κάτι καινούργιο», το «κάτι άγνωστο», το «αποκρουστικό κι απαίσιο και φρικτό». Αυτός ο «απίθανος κι απαράδεκτος κόσμος» με ημερήσιο πρόγραμμα μαθημάτων και μοχθηρούς «άλλους» φαντάζει αποκρουστικός.

Έτσι αρνείται να εγκαταλείψει την εξοχή και το αρχοντικό τους εκεί -όπου νιώθει ασφαλής-, τους περιπάτους του, την ξεγνοιασιά, την παιδικότητά του. Γι’ αυτό και αντιδρά, δραπετεύοντας από το ξαφνικό «μεγάλωμα» -που του επιφυλάσσουν η οικογενειακή παράδοση και η ζωή-, το σκάει από τον σταθμό λίγο πριν από την αναχώρηση του τρένου για την Αγία Πετρούπολη και, «αφού έκλαψε με την ψυχή του», καταλήγει να κρυφτεί στο σκοτάδι, στη σιωπή της σοφίτας του σπιτιού του. Όταν όμως πολύ γρήγορα «η ιδεώδης κρυψώνα» του γίνεται αντιληπτή και αναγκάζεται να ακολουθήσει τους γονείς του στην πόλη, θα αναδιπλωθεί στον εαυτό του με τον δικό του ιδιαίτερο και «άκαμπτο» τρόπο, στη «σιωπή» του, στην «αδιαπέραστη μελαγχολία του».

Στο σπίτι, ανάμεσα σε ανεπιθύμητους γι’ αυτόν καλεσμένους και σε αποπνικτικές μουσικές εσπερίδες που οργανώνει ο πατέρας του, ο μικρός Λούζιν προσπαθεί να περνάει απαρατήρητος, «να κρυφτεί πίσω απ’ το φράκο κάποιου προσκεκλημένου», πασχίζει «να βρει κάποιο ήσυχο μέρος για να καταφύγει», να μείνει στα σκοτεινά «σ’ ένα ντιβάνι στη γωνιά», στο ημίφως μιας αίθουσας. Στο σχολείο, αθέατος όπως είναι στα μάτια των συμμαθητών του και των δασκάλων του, αποζητά και πάλι να εξαφανιστεί στο σκοτάδι, να γλιτώσει από την οχλοβοή και τη φασαρία, τη «ζωηράδα» των μαθητών, από τα πειράγματά τους. Η ψυχολογική και σωματική βία που υφίσταται στο σχολείο από τους συμμαθητές του, όπως, κατά τη διάρκεια των διακοπών, οι πράξεις εκφοβισμού από παρέες παιδιών στην εξοχή ενισχύουν το οδυνηρό συναίσθημα του «αποκλεισμού» του, τη μοναξιά του.

Οι δάσκαλοι μιλούν για μια «ορισμένη αδιαφορία», «για τη ληθαργικότητα, την απάθεια, τις τάσεις υπνηλίας και οκνηρίας» του. Ο πατέρας Λούζιν, στη δίχως αμφιβολία «ιδιομορφία» του γιου του, προβάλλει εμμονικά «ένα είδος γαργαλιστικής προσδοκίας», τις δικές του ανάγκες και φαντασιώσεις για το παρόν και το μέλλον του «αναιμικού» και «πολύ μικρόσωμου για την ηλικία του» γιου του, αδυνατώντας να επικοινωνήσει ουσιαστικά μαζί του, να ακούσει τα θέλω του και τα συναισθήματά του. Η μητέρα του, προδομένη από την απιστία του άντρα της και χαμένη όλο και περισσότερο μέσα στα σκοτάδια της ψυχής της και της κάμαράς της, έρχεται στην καθημερινότητά της αντιμέτωπη από τη μία με την «τρομακτική σιωπή» του γιου της κι από την άλλη με τη «στριγκή και βραχνή και τραχιά» φωνή του, αν κι εφόσον αυτός αποφασίζει να της ανταποκριθεί. Αδυνατεί να του επικοινωνήσει το όποιο συναίσθημα αγάπης, αποξενώνεται σταδιακά από αυτόν, μέχρι την τελική φυγή της από το σπίτι χωρίς ούτε μια λέξη. Και οι δύο γονείς παραμένουν θεατές, σαστισμένοι κι αμήχανοι, ανήμποροι κι αποκαρδιωμένοι απέναντι στις εκρήξεις «αμήχανης οργής», στις βίαιες και ντελιριακές αντιδράσεις του «ευαίσθητου» και «φιλάσθενου» παιδιού τους, στο παραλήρημά του, στα ξεσπάσματα τρέλας του, όπως αποφαίνεται η μητέρα του.

Ο μικρός Λούζιν προσπαθεί πια να μην κλάψει, μα εκδηλώνει την αποστροφή του, την απέχθειά του, την οργή ή τον φόβο του, κάθε αρνητικό του συναίσθημα, σε ένα κοκκίνισμα, σε ένα συνοφρύωμα απειλητικό, σε ένα βλέμα, σε ένα βλέμα που αρνείται να κοιτάξει και καρφώνεται πεισμωτικά λοξά κάπου αλλού, σε ένα γύρισμα της πλάτης του, σε ένα ανασήκωμα του πάνω χειλιού του και σε ένα λοξό μειδίαμα, σε έναν σπασμό του σώματος, σε έναν μορφασμό του προσώπου, σε ένα «πέρα-δώθε» του κεφαλιού του κι ένα στόμα που μένει «ορθάνοιχτο», σε «μικρούς ήχους» που κάνουν τα χείλη του, «σαν πνιγμένες εκρήξεις μέσα του», με το πρόσωπο χωμένο στο μαξιλάρι, δαγκώνοντας τον αντίχειρά του. Η φόρτηση που νιώθει, η πίεση που υφίσταται, η απομόνωσή του ζητούν απεγνωσμένα διέξοδο και ο ίδιος αρχίζει ολοένα να αναζητά τρόπους διαφυγής.

Στρέφεται σε ενασχολήσεις που εξάπτουν τη φαντασία του, τρέφουν την απόλαυση και ονειροπόλησή του, τον ενθουσιάζουν και τον τρομάζουν ταυτόχρονα, τον ανακουφίζουν «απατηλά», τον κρατούν απασχολημένο συναρπάζοντάς τον όμως μόνο για κάποιο ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε μια προσπάθεια να γλιτώσει από μια εξωτερική πραγματικότητα που δεν τον αφήνει να ανασάνει και από την οποία «πασχίζει» να απελευθερωθεί. Να μη μεγαλώσει σε έναν τέτοιο κόσμο. Μέσα από αυτή τη διαδικασία φαίνεται να αποζητά την «αρμονική απλότητα», να έλκεται από τους «ακριβείς συνδυασμούς». Σε μια προσπάθεια επανάκτησης της λογικής και της τάξης μέσα στο χάος, με ένα στοιχείο όμως μαγείας και μυστηρίου. Τελικά, έρχεται η στιγμή εκείνη που του αποκαλύπτει το ιδανικό γι’ αυτόν παιγνίδι, «ένα εκθαμβωτικό νησάκι, που σ’ αυτό έμελλε ολόκληρη η ζωή του να συγκεντρωθεί», μια μουσική παρτιτούρα που οι νότες της κινούνται προς το άπειρο. Το παιχνίδι που συνδυάζει ευφυία και αυστηρότητα, όπου θα μπορεί να δουλεύει το μυαλό του, να περιφρουρεί τη σκέψη του, να ερεθίζει τη φαντασία του, να εξαφανίζεται στη σιωπή του, να «βυθιστεί βαθιά μες στις αβύσσους» του, το παιχνίδι που θα φωτίσει την ύπαρξή του. «Το παιχνίδι των θεών. Το παιχνίδι των άπειρων δυνατοτήτων και συνδυασμών».

Το σκάκι είναι γι’ αυτόν πραγματική αποκάλυψη. Γοητεύεται από το μυστήριο που διαισθάνεται σ’ αυτό, εκστασιάζεται από τις επαναλαμβανόμενες κινήσεις, από τους ανεπανάληπτους, σαν μελωδίες, συνδυασμούς, από τις, σαν μελωδίες, κινήσεις των πιονιών. Απολαμβάνει ενδόμυχα την πρώτη του ουσιαστικά «αγωνιώδη και υπέροχη μάχη», που θα του φέρει και την πολυπόθητη νίκη. Το σκάκι θα του χαρίσει τελικά πολλές και σπουδαίες νίκες, θα του προσδώσει φήμη και αναγνώριση, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την ιδιοσυγκρασία του, τον τραβά κάπως έξω από την περιχαράκωσή του. Έτσι χτίζει ξανά άμυνες και μαθαίνει «να αποδέχεται αυτή την εξωτερική ζωή σαν κάτι το αναπόφευκτο, αλλά και ολότελα αδιάφορο». Αφήνεται αδιάφορα στην «όλο χαλαρότητα και οκνηρία ανθυγιεινή παχυσαρκία του», στους καμπουριασμένους ώμους του, στα «άσχημα, φθαρμένα απ’ τον καπνό δόντια του».

Το σκάκι για τον εσωστρεφή και ευαίσθητο Λούζιν γίνεται όλη του η ζωή, μια «έντονη απόλαυση». Παρασύρεται όμως από τη δίνη του παιχνιδιού, χάνεται απύθμενα στον λαβύρινθο των σκέψεων και των συνδυασμών και, από ένα σημείο και μετά, παύει να το ορίζει, να είναι αυτός ο κυρίαρχος. Η μεγαλύτερη απειλή παραμονεύει από αυτό το ίδιο το πάθος του, την εμμονή του. Η εξάρτησή του είναι τέτοια που θα καταντήσει οδυνηρή. Η κατάρρευση φαντάζει και αποδεικνύεται εντέλει αναπόφευκτη. Η ένταση του παιχνιδιού απονεκρώνει νου και αισθήσεις. Ο Λούζιν χάνει επαφή με το περιβάλλον, με το μέσα του. Ο χώρος και ο χρόνος αλλοιώνονται στη ματιά του σαν μέσα από έναν παραμορφωτικό φακό. Βρίσκεται εκ νέου φυλακισμένος, εγκλωβισμένος σε ένα καινούργιο χωροχρονικό σύμπαν, δημιούργημα δικό του. Ο κόσμος θα καταλήξει σε μια απέραντη σκακιέρα, παντού πιόνια, αριθμοί, γράμματα, συνδυασμοί. Λες και στο αίμα κυλούν μόνο σκακιστικές κινήσεις. Λες και το βλέμμα του δεν εστιάζει σε τίποτα άλλο εκτός από ασπρόμαυρα τετράγωνα, από σκακιστικές φιγούρες που κινούνται πάνω σε αυτά, προελαύνουν ή κατατροπώνονται. Λυγίζει από το βάρος του παιχνιδιού, από το πάθος του γι’ αυτό, παρασύρεται σε μονοπάτια αχαρτογράφητα. Μια συνεχής διαμάχη, ένας βασανιστικός πλέον πόλεμος με αντίπαλο τον άλλο, με αντίπαλο τον εαυτό του, με αντίπαλο τον Κανένα, με έναν «μυστηριώδη» κι επικίνδυνο αντίπαλο. Όνειρο, φαντασία και πραγματικότητα αλληλεπιδρούν και αλληλοεξουδετερώνονται σε ένα παιγχνίδι αντιπαλότητας με πιόνι τον ίδιο. Δύσκολο ακόμα και να διαχωριστούν στη συνείδησή του. Τον διχάζουν. Ένας μεθυστικός έρωτας υπήρξε σε όλη του τη ζωή το σκάκι, μόνο που «ο έρωτας αυτός ήταν μοιραίος». Ένα «ολέθριο πάθος που θα κατέστρεφε αναπότρεπτα το όνειρο της ζωής. Καταστροφή, αφανισμός, τρόμος και τρέλα».

Η αγάπη της γυναίκας του δεν θα σταθεί, μέχρι το τέλος, ικανή να γιατρέψει τα τραύματα της ψυχής του, να φωτίσει τα σκοτάδια του, να τον σώσει από ένα τόσο «επικίνδυνο» παιχνίδι, όπως πιστεύει η ίδια, σαν το σκάκι. Ο ίδιος παλεύει με τα φαντάσματα του παρελθόντος, που έρχονται να υποσκάψουν τη νηνεμία στην οποια έχει περιέλθει μετά το δραματικό σοκ της συντριβής, μετά την ανάρρωσή του στην κλινική. Παρ’ ότι αποφασίζει να αφεθεί στην αγάπη και στο «κανάκεμά» της, στις σιωπηρές στιγμές του, «αργά τη νύχτα ή νωρίς το πρωί», τον κυριεύει «μια αίσθηση παράξενης κενότητας». Η προστασία που επιδιώκει μέχρι απελπισίας, ανά πάσα στιγμή και με διάφορα τεχνάσματα η γυναίκα του θα μείνει μετέωρη και ο έρωτας θα είναι «μια παρτίδα που διακόπηκε» σε έναν αγώνα που μολύνει και τους δύο. Το υποσυνείδητο του Λούζιν ξεδιπλώνεται σιγά-σιγά ανελέητο. Και, μαζί μ’ αυτό, οι συγκυρίες και το τυχαίο, οι παγίδες του πραγματικού κόσμου και οι τρικλοποδιές του απρόοπτου αποδεικνύονται καθοριστικές. Ο τρόμος που συνοδεύει την αίσθηση και την επίγνωση μιας διαβολικής επανάληψης στη ζωή του απλώνεται γύρω του σαν δηλητηριώδης ιστός αράχνης. Η ενθύμηση της παιδικής του ηλικίας, παρότι επιστρέφει κάπως εξαϋλωμένη μέσα στο πέρασμα του χρόνου και το καθαρτήριο της μνήμης -ένα καταφύγιο ακόμα και τρυφερό στο αναρρωτήριό του- δεν τον απομακρύνει από φόβους και πληγές που τον στοιχειώνουν, που εισβάλουν στο παρόν του, διαβρώνουν το έδαφος. Και η επιθυμία, η ανάγκη του «να βρει μια ήσυχη γωνιά για να κρυφτεί», να περάσει απαρατήρητος, η ανάγκη να εξαφανιστεί στη σιωπή του ξαναβγαίνουν στο προσκήνιο. Όλο και πιο επιτακτικά. Αδυνατεί να επικοινωνήσει με τους άλλους, καταβάλλει προσπάθεια, προσποιείται. Στην προσπάθειά του να δει καθαρά τι του συμβαίνει, καταστρώνει αμυντικές κινήσεις, οδηγείται ξανά και ξανά σε άμυνα. Άμυνα προς τον έξω πραγματικό κόσμο, με τον οποίο αντιλαμβάνεται πλέον ότι αδυνατεί να συμπορευτεί, έναν κόσμο αντίπαλο μέσα από ακατανόητους συνδυασμούς. Έναν κόσμο που τον εγκλωβίζει, σαν ένας συνδυασμός σκακιστικού προβλήματος που «μπορεί να επαναληφθεί στη σκακιέρα», σε επαναλήψεις ολέθριες, στη «συνειρμική επανάληψη ενός γνώριμου μοτίβου», σε μονοπάτια γνωστά, όπως τότε που ήταν παιδί και ασφυκτιούσε. Χάνεται πάλι όλο και πιο βαθιά στο σκοτάδι της ψυχής του και στο ανομολόγητο πάθος του.

Αυτή τη φορά όμως το σκάκι δεν θα είναι η διαφυγή του, όπως όταν ήταν μικρός. Η άμυνά του στοχεύει και αυτό το ίδιο το παιχνίδι στην «παγίδα» που θεωρεί ότι του έχουν στημένη: «Ήθελαν να τον εξαπατήσουν και να τον δελεάσουν ώστε να παίξει και πάλι σκάκι κι έπειτα η επόμενη κίνηση ήταν ολοφάνερη. Αλλά δεν θα γινόταν ποτέ η κίνηση αυτή». Νικιέται από κάτι που είναι πέρα πια από τις δυνάμεις του. Η τελική παραδοχή του, τραγική: «Η μόνη λύση είναι να βγω απ’ το παιχνίδι».

Η φωνή της γυναίκας του, που τον καλεί να «επιστρέψει» σ’ αυτή και τη ζωή τους, έχει ήδη αρχίσει να ξεμακραίνει, μη μπορώντας να βρει ένα κάποιο πέρασμα στην πυκνή ομίχλη που τον περιβάλλει. Κι ο Λουζιν αφήνεται στο σκοτάδι της «ορθογώνιας» «μαύρης» νύχτας για να λυτρωθεί, στην αιώνια σιωπή. Το μοναδικό «φως» που διακρίνει μέσα στην απελπισία του, μέσα στη σύγχυση του μυαλού του, τα «σκοτεινά και ασπροκίτρινα τετράγωνα» του κενού, της αιωνιότητας. Και παρά τον ανεμοστρόβιλο μυαλού και συναισθημάτων, οι τελευταίες του κινήσεις μεθοδικές, όπως ακριβώς συνέβαινε σε μια παρτίδα, σε έναν αγώνα σκάκι.

Η υπαρξιακή αγωνία ακολουθεί τον Λούζιν σε όλη του τη ζωή, από την παιδική ηλικία μέχρι την ενηλικίωσή του. Η διαφορετικότητά του και η ιδιοφυία του, η καταστολή της έκφρασης των αναγκών του από μικρό παιδί και η αδυναμία του να εκφράσει το συναίσθημά του, το αίσθημα του ξένου, ένα «άστεγο αντικείμενο» σε ένα κόσμο γι’ αυτόν κοινότοπο, πεζό κι αλλόκοτο, όπου οι άλλοι γύρω του μοιάζουν με εχθρικά ανδρείκελα, καλλιεργούν και αναπτύσσουν σε κάθε στάδιο της ζωής του τη ζωτική του ανάγκη να κρυφτεί σε έναν κόσμο δικό του. Από μικρός καταφεύγει σε επαναλαμβανόμενες κινήσεις, σε ταλαντεύσεις του κορμιού του, στο τρίψιμο των χεριών πάνω στα γόνατα, σε σημάδια αυτιστικής συμπεριφοράς. Νιώθει ότι κινδυνεύει από συντονισμένες επιθετικές κινήσεις. Οι «εξεγέρσεις» του και οι άμυνές του, μηδαμινές μπροστά στο βάρος του ψυχισμού του και στον λαβύρινθο του υποσυνειδήτου του, θα οδηγηθούν και θα τον οδηγήσουν σε τραγικό αδιέξοδο και θα καταστήσουν τον ίδιο τραγικό ήρωα. Θα απορροφηθεί από τη φρενώδη, τη σκοτεινή πλευρά του παιχνιδιού και της ψυχής του. Και όσο κι αν παλέψει με τους μυστηριώδους δαιδάλους του νου και της ψυχής του, θα βγει ψυχοπαθολογικά λαβωμένος και τελικά ηττημένος. Ή μήπως λυτρωμένος;

Στον αγώνα του πάνω στη σκακιέρα, στον αγώνα του στη ζωή, ο Λούζιν διαγράφει, μέσα στις χαοτικές διαδρομές της ανθρώπινης ύπαρξης, μια αγωνιώδη, απελπιστικά εφιαλτική πορεία προς την πτώση και τη συντριβή. Οι απωθήσεις, που τον βασάνιζαν από μικρό, τον ακινητοποιούν, τον οδηγούν στη νεύρωση, στην παραφροσύνη, στον αφανισμό.

Το παιχνίδι, το σκάκι, η σκακιέρα, ένας ολόκληρος κόσμος από μόνα τους, γίνονται το επαναλαμβανόμενο, αέναο και συμπαντικό πεδίο μάχης ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, στο φως και το σκοτάδι, στη λογική και στο ένστικτο, στην τάξη και στο τυχαίο, στο συνειδητό και το ασυνείδητο, συνδυασμοί κοσμικών ενεργειών, πολλαπλών εγώ και διαφόρων δυνατοτήτων του πεπρωμένου, μια συνεχής συγκρουσιακή κατάσταση όπου εναλλάσσονται, ισορροπούν μα και μάχονται αντίθετες δυνάμεις για τη ζωή, ενάντια στις εχθρικές περιοχές του εαυτού, ενάντια στον θάνατο.

«Αυτό το τετραγωνίδιο είναι έξω από το σκάκι» είχε πει, και τιτλοφόρησε έτσι ένα από τα ποιήματά του, ο Νίκος Καρούζος. Κι επαναλάμβανε χαρακτηριστικά: «Σαχ και ματ κάνει πάντα η πραγματικότητα».

Ο Κίρκεγκορ αναρωτιέται με τη σειρά του: «Είμαστε, γίνεται να είμαστε, κάτι περισσότερο από παίκτες σκακιού;»

Και ο Ομάρ Καγιάμ μοιάζει να δίνει μια κάποια απάντηση για την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: «Για να μιλήσουμε ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές / Είμαστε τα πιόνια της παρτίδας που παίζουν οι ουρανοί / Διασκεδάζουν μαζί μας στη σκακιέρα της ύπαρξης / Και κατόπιν επιστρέφουμε ένας ένας / στης Ανυπαρξίας το κουτί».

Η συντονίστρια

Σταυρούλα Λιναρδή

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL