Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σποραδικές νεφώσεις
18 °C
15.9°C18.5°C
4 BF 57%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
16.3°C21.0°C
3 BF 41%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
17.7°C19.9°C
3 BF 52%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
18.8°C19.8°C
6 BF 51%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
18 °C
17.9°C17.9°C
2 BF 45%
Για μια παραγωγική ψηφιακή σχολική εκπαίδευση
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Για μια παραγωγική ψηφιακή σχολική εκπαίδευση

Βασίλης Μπάνος*

Η ψηφιακή σχολική εκπαίδευση είναι μόνο η αφορμή ή το πρόσχημα αυτού του άρθρου. Η ολόπλευρη προσέγγιση των ψηφιακών διαστάσεων της σχολικής εκπαίδευσης απαιτεί από μόνη της μια εκτεταμένη ειδική μελέτη. Η κεντρική ιδέα, που κρύβεται πίσω από το πρόσχημα του άρθρου και το διατρέχει συνολικά, είναι η σύνδεση της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της παραγωγής. Η ίδια αυτή ιδέα βρίσκεται (εκτός από την ψηφιακή διάσταση της εκπαίδευσης) και πίσω από τις πάγιες θέσεις της Αριστεράς για το Ενιαίο Σχολείο Θεωρίας και Πράξης, για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, για τη μορφή και το περιεχόμενο της Τεχνικής Εκπαίδευσης και γενικότερα για τη σχέση παιδείας και κοινωνίας.

Σε αντιδιαστολή με την ιστορική αναγκαιότητα της σύνδεσης της εκπαίδευσης με την παραγωγή, η σημερινή νεοφιλελεύθερη εξέλιξη υπαγορεύει μια ιδιότυπη σύνδεση της εκπαίδευσης με την κατανάλωση. Η σχέση αυτή προωθείται κάτω από το πρόσχημα και με τον όρο "σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας". Η μοντέρνα αναγνώριση της εκπαίδευσης ως ενός συνόλου υπηρεσιών και προϊόντων συμβαδίζει με τη γενικότερη τάση για εμπορευματοποίηση και με την επικράτηση της αγοραίας λογικής πάνω στις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες. Πως αξιολογούμε το γεγονός ότι η σημερινή κρατούσα αντίληψη θέλει την εκπαίδευση να προσανατολίζεται προς την εξυπηρέτηση των αναγκών της αγοράς εργασίας;

Αυτό καταρχάς δε φαίνεται και τόσο κακό. Η Αριστερά είναι ιστορικά εκείνη που νοιάζεται για τους νέους και την κατάλληλη εκπαίδευσή τους, ώστε να μην πέφτουν από νωρίς στην ανεργία. Αλλά και για την αντιμετώπιση της ανεργίας των μεγαλύτερων ηλικιών η αξιοποίηση της εκπαίδευσης μοιάζει απολύτως συμβατή με τις αριστερές ιδέες. Ωστόσο, είναι κρίσιμο να δούμε πώς ακριβώς γίνεται αυτή η σύνδεση των εννοιών και η μετάβαση από την αγορά εργασίας στις καταναλωτικές ανάγκες. Για την εξυπηρέτηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών οι ανάγκες της αγοράς εργασίας συναρτώνται με τις γενικότερες ανάγκες της αγοράς, οι οποίες προσανατολίζονται κυρίως προς την επιλεκτική ανάπτυξη της κατανάλωσης συγκεκριμένων προϊόντων σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες. Για παράδειγμα, η αύξηση της ανάγκης για κατανάλωση προϊόντων κινητής τηλεφωνίας ή τάμπλετς συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση θέσεων εργασίας σε επιχειρήσεις κινητών τηλεφώνων ή τάμπλετς, δηλαδή αντίστοιχη μεταβολή στην αγορά εργασίας. Αυτό όμως δε σημαίνει απαραιτήτως ότι στην κοινωνία υφίσταται πραγματική αντίστοιχη ανάγκη παραγωγής κινητών τηλεφώνων ή τάμπλετς τελευταίας γενιάς. Η θέση της Αριστεράς – χωρίς ν' αγνοεί τη σημασία των εξελίξεων στην Αγορά γενικότερα και στην αγορά εργασίας ειδικότερα – θα πρέπει κυρίως να προσανατολίζεται προς τις πραγματικές ανάγκες της παραγωγής.

Μετά την παραπάνω αποσαφήνιση της παρατηρούμενης γενικής τάσης για σύνδεση της εκπαίδευσης με την κατανάλωση θέλω να επικεντρωθώ στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια σχολική ψηφιακή εκπαίδευση επιχειρώντας την εισαγωγή μιας δυαδικής αντίληψης στη σχέση μεταξύ παιδείας και παραγωγής. Ένα χαρακτηριστικό, επιτυχημένο παράδειγμα αυτής της δυαδικής αντίληψης βρίσκεται στην πανεπιστημιακή ιατρική εκπαίδευση, όπου οι δάσκαλοι και οι μαθητές είναι ταυτόχρονα και γιατροί στα καθημερινά νοσοκομεία – εκπαίδευση και παραγωγή συμβαδίζουν αρμονικά. Στις χαμηλότερες εκπαιδευτικές βαθμίδες, που μας ενδιαφέρουνεδώ, επικρατεί ένα μείγμα παραδοσιακής Γενικής Παιδείας με προσμείξεις αγοραίων νεοφιλελεύθερων αντιπαραγωγικών παραλλαγών.

Η άτυπη γνώση και οι ψηφιακές δεξιότητες που φέρνουν μαζί τους στο σχολείο οι μαθητές διαφοροποιούνται ανάλογα με την κοινωνική ή / και γεωγραφική κατανομή σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Η τυπική εκπαίδευση οφείλει να τις συστηματοποιήσει και να τις αξιοποιήσει με συγκεκριμένους τρόπους και μεθόδους, που θα οδηγήσουν στην παραγωγή νέας γνώσης, κατάλληλης είτε για υπόβαθρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είτε για την απευθείας ένταξη στην παραγωγή.

Ταυτόχρονα, ξέρουμε ότι οι χαμηλές βαθμίδες της εκπαίδευσης είναι κατάλληλες περισσότερο για την παροχή γενικής παιδείας με ανθρωπιστικό πρόσημο και λιγότερο για την εξειδίκευση. Η κρατούσα αντίληψη συνδέει την ένταξη στην παραγωγική διαδικασία με την αναπόφευκτη εξειδίκευση. Έτσι, παρατηρούμε μια τάση για πρόωρη έναρξη της εξειδίκευσης ολοένα και νωρίτερα μέσα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αυτό δεν είναι ορθό, ακόμη κι αν κριθεί κατά το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, πολύ περισσότερο όμως είναι λαθεμένο όταν κρίνεται από τη θέση της Αριστεράς. Η ραγδαία άνοδος του ρυθμού και το απρόβλεπτο των μεταβολών στην κατανάλωση υπαγορεύει στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο την εφεύρεση της έννοιας των ευέλικτων εργαζομένων. Η πρόωρη εξειδίκευση σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις χωρίς το συνυπολογισμό των ενδεχομένων μεταβολών στη ζήτηση εργασίας μπορεί να κοστίσει ολόκληρες γενιές εκπαιδευμένων ειδικών, που θα μπαίνουν στην ανεργία, πριν καν προλάβουν να εργαστούν. Η πρόωρη εξειδίκευση ανταγωνίζεται την ευελιξία. Για παράδειγμα, η ραγδαία υποχώρηση του έντυπου τύπου και της τυπογραφίας γενικότερα απειλεί να πάρει μαζί της στην ανεργία και όσες τεχνικές ειδικότητες εμπλέκονται στη συμβατική τυπογραφία συμπεριλαμβανομένων και των δημοσιογράφων. Το υψηλό κόστος της εξειδίκευσης αυτών των εργαζομένων δεν αποσβέστηκε και τώρα πρέπει να εκπαιδευτούν και πάλι σε μια νέα ειδικότητα με νέο υψηλό κόστος.

Αντίστοιχα, για έναν εκπαιδευτικό σχεδιασμό αριστερής έμπνευσης, που συνδέει την εκπαίδευση με την παραγωγή, η προετοιμασία για την ένταξη στην παραγωγική διαδικασία μπορεί να αλλάξει τελείως προσανατολισμό, ανάλογα με τη διαμόρφωση των παραγωγικών αναγκών και κατ' επέκταση των αναγκών της αγοράς εργασίας.

Όσο παραμένει υψηλή η ζήτηση ειδικών (specialists), τόσο περισσότερο θα εισχωρεί η εξειδίκευση στη χαμηλόβαθμη εκπαίδευση. Σήμερα ήδη φαίνεται καθαρά στην αγορά εργασίας η δυσκολία της μακροχρόνιας απορρόφησης εξειδικευμένων εργαζομένων. Οι αβεβαιότητες των αγορών οδηγούν σε δαπανηρές επιμορφώσεις και επανακαταρτίσεις των εργαζομένων, ώστε να καταστούν πιό ευέλικτοι. Η αύξηση της ζήτησης "γενικών" (generalists) στη θέση των "ειδικών" (specialists) της προηγούμενης γενιάς μπορεί να αποτελέσει μια ρεαλιστική λύση για την αυριανή διαμόρφωση της αγοράς εργασίας. Ταυτόχρονα, μια τέτοια λύση θα σημάνει και τηνεπιστροφή στην αντίληψη της γενικής παιδείας – τουλάχιστον στην πρώτη και δεύτερη εκπαιδευτική βαθμίδα. Όσο σοβαρότερη γίνεται η γενική εκπαίδευση, τόσο καταλληλότερος καθίσταται ο αυριανός εργαζόμενος για ένα ευρύ φάσμα ειδικοτήτων με παράλληλη απόσβεση του κόστους εκπαίδευσης και μείωση του κόστους επανεκπαίδευσης.

Επομένως, η έγκαιρη προετοιμασία για ένταξη στην παραγωγική διαδικασία μπορεί να απελευθερωθεί από το χαλινάρι της εξειδίκευσης και να βαδίσει αρμονικά μαζί με μια γενική παιδεία με ανθρωπιστικό πρόσημο. Σ' αυτό το νέο πλαίσιο η εκπαίδευση έχει ανάγκη ενίσχυσης της δημιουργικότητας με ψηφιακά μέσα και μεθόδους. Η καλλιτεχνική δημιουργία μέσα στο σχολείο αποκτά τη σημασία ενός προδρόμου της παραγωγικής διαδικασίας: οι μαθητές βιώνουν έγκαιρα την αξία του "να παράγω κάτι μόνος μου" έναντι του "να καταναλώσω κάτι μόνος μου". Η ψηφιακή υποστήριξη της διαδικασίας αυτής ολοκληρώνει την παραγωγική εκπαίδευση μέσα σ' ένα νέο πλαίσιο έτοιμο να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του αύριο.

Το ψηφιακό εργαστήριο λειτουργεί ταυτόχρονα ως εκπαιδευτικό εργαλείο και ως παραγωγικός χώρος. Οι μαθητές οδηγούνται σταθερά με προσομοίωση της παραγωγικής διαδικασίας - στην αρχή χωρίς τηνπαραμικρή θεωρητική νύξη, χωρίς να τους ανατίθεται καμιά δουλειά ή διάβασμα για το σπίτι. Η θεωρία πηγάζει αυθόρμητα από τους ίδιους μετά από κάποιο χρόνο δημιουργικής πράξης. Έτσι εκπαιδεύονται εξίσου θεωρητικά όσο και μέσω της ένταξής τους στην παραγωγή.

Κάθε μελλοντικό δίλημμα της ψηφιακής εκπαίδευσης θα πρέπει να ανάγεται στο θεμελιώδες ερώτημα "θέλουμε κοινωνία της πληροφορίας ή κοινωνία τηςπληροφορικής;" Σήμερα η κυρίαρχη αντίληψη στην ψηφιακή εκπαίδευση αναφέρεται σε προϊόντα της αγοράς πληροφορικής, που συνδέεται ευθέως με την κατανάλωση. Το περιεχόμενο της αυριανής πληροφοριακής εκπαίδευσης θα μοιάζει μ' ένα τραίνο που πατάει με ασφάλεια πάνω σε δύο ράγες: θα πρέπει να είναι η διαχείριση της πληροφορίας και η παραγωγή γνώσης με υποστήριξη των ψηφιακών μέσων και μεθόδων. Σήμερα το βάρος πέφτει ανισομερώς πάνω στη γραμμή των ψηφιακών μέσων ως προϊόντων προς κατανάλωση. Είναι αναγκαία η μετατόπιση του κέντρου βάρους προς την κατεύθυνση της γνώσης. Για να πετύχουμε γρήγορους ρυθμούς αυτής της αναγκαίας μετατόπισης, οι μαθητές θα πρέπει να μαθαίνουν από νωρίς τη χρήση και τη συμμετοχή σε κοινοτικές διαδικασίες κτήσης, διαχείρισης και διάθεσης της πληροφορίας με σκοπό την παραγωγή γνώσης. Εγχειρήματα όπως η Βικιπαίδεια, το ανοιχτό λογισμικό ή η κατανεμημένη σχεδίαση και προγραμματισμός έχουν ήδη ανοίξει το δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση.

Τέλος, η ανάγκη εφαρμογής μιας ενιαίας ψηφιακής πολιτικής στη διοίκηση της εκπαίδευσης με αυτοδιαχειριστικό πρόσημο μπορεί να αξιοποιηθεί κι αυτή στο δυαδικό πλαίσιο της παραγωγικής ψηφιακής εκπαίδευσης. Εδώ εντάσσεται η συζήτηση για τη σημερινή, αυστηρά συγκεντρωτική αντίληψη πάνω στην οποία βασίζονται οι νεοφιλελεύθερες ψηφιακές επιλογές για τη Διοίκηση της Εκπαίδευσηςκαθώς και για την τύχη των σημερινών υποδομών.

Σήμερα η διοίκηση της εκπαίδευσης υποστηρίζεται από ένα συγκεντρωτικό, κλειστό, αδιαφανές ιδιοκτησιακό ψηφιακό σύστημα διαχείρισης. Οι σχολικές μονάδες υποχρεώνονται απλώς να καταχωρούν τα δεδομένα τους στο κεντρικό σύστημα με τον περιοριστικό τρόπο που καθορίζει η ιδιωτική επιχείρηση η οποία πουλάει το σύστημα στο Υπουργείο Παιδείας. Με τον τρόπο αυτό ο φυσικός συλλέκτης και κάτοχος των σχολικών δεδομένων, δηλ. η σχολική μονάδα, στερείται τα δεδομένα της και το δικαίωμα να τα διαχειριστεί ανάλογα με τις ανάγκες της. Το κεντρικό σύστημα παραχωρεί στη σχολική μονάδα μόνο μικρά αποσπάσματα των δεδομένων της και πάντα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της ιδιωτικής επιχείρησης που συντηρεί το σύστημα. Μια από τις χαρακτηριστικότερες αδυναμίες αυτής της αδιαφανούς συγκεντρωτικής αντίληψης αποτελεί η καταστροφική διαχείριση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Κανείς δε γνωρίζει τους όρους, τις διαδικασίες ή τους πιθανούς αποδέκτες των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων που συλλέγονται στο Υπουργείο Παιδείας. Το σύστημα δεν προβλέπει καμιά διαδικασία ασφάλειας προσωπικών δεδομένων σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα και τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές.

Αυτό πρέπει να αντιστραφεί ολοκληρωτικά. Τα δεδομένα ανήκουν στο σχολείο, που οφείλει να τα διαχειρίζεται σύμφωνα με τις διεθνώς αποδεκτές προδιαγραφές ασφάλειας και δικαιούται να τα χρησιμοποιεί για την εξυπηρέτηση των αναγκών του. Άν το κράτος έχει την ανάγκη να συλλέξει δεδομένα από τις σχολικές μονάδες, μπορεί να τα ζητήσει αιτιολογώντας το αίτημά του και τηρώντας πάντα τους αναγκαίους όρους, και το κάθε σχολείο οφείλει να τα διαθέσει τηρώντας τους ίδιους όρους. Όμως τα δεδομένα εξακολουθούν να ανήκουν στο σχολείο.

Η ένταξη της σχολικής μονάδας στην παραγωγική διαδικασία αναδεικνύεται ένας από τους πλέον υποστηρικτικούς παράγοντες του διπολικού εκπαιδευτικού συστήματος θεωρίας – πράξης. Η σύνδεση της αυριανής παιδείας με την αυριανή παραγωγή θα πρέπει να συνοδεύεται από μια νέα αυτοδιαχειριστική αντίληψη της ψηφιακής διαχείρισης σχολικών υλικών, δεδομένων και πληροφοριών. Οι ψηφιακοί εργάτες και διαχειριστές αυτού του συνόλου, οι μαθητές, οι δάσκαλοι και οι λοιποί εργαζόμενοι στη σχολική μονάδα θα πρέπει να έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης των πληροφοριακών ροών από και προς το σχολείο, ενώ η κεντρική διοίκηση απλώς θα συντονίζει. Ένα παράδειγμα σημαντικού παράπλευρου αποτελέσματος της αυτοδιαχειριστικής ψηφιακής αντίληψης στο σχολείο είναι η ενίσχυση της εκπαίδευσης σε ζητήματα διαχείρισης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. [

*Εκπαιδευτικός (ΠΕ 19) – Γυμνάσιο ΚορώνειαςΛαγκαδίκια Νομού Θεσσαλονίκης

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL