Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σποραδικές νεφώσεις
18 °C
16.2°C19.3°C
2 BF 61%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
16 °C
14.0°C17.6°C
2 BF 52%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
15.4°C16.6°C
3 BF 65%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
16 °C
14.9°C16.8°C
3 BF 71%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
14 °C
13.9°C15.2°C
3 BF 62%
Ο ορίζοντας του κομμουνισμού και η αναγκαιότητα της δημοκρατίας
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ο ορίζοντας του κομμουνισμού και η αναγκαιότητα της δημοκρατίας

του Δημήτρη Τζανακόπουλου*

Δεν μπορώ παρά να ξεκινήσω αυτή την παρέμβαση, ευχαριστώντας από τα βάθη της καρδιάς μου τον σύντροφο και δάσκαλο Αριστείδη Μπαλτά.

Διότι την ημέρα των γενεθλίων μου, σήμερα δηλαδή, μου έκανε ίσως το πιο όμορφο δώρο που θα μπορούσα να φανταστώ.

Μου έδωσε την ευκαιρία να μιλήσω για κάτι που δεν σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με τα καθήκοντα του Κυβερνητικού Εκπροσώπου.

Το δώρο του όμως δεν περιορίστηκε σε αυτή την ευκαιρία. Είχε να κάνει κυρίως με την διαδικασία της προετοιμασίας αυτής της παρέμβασης.

Διότι είχα την τύχη και την ασύγκριτη ευχαρίστηση έστω για λίγες ώρες να αφήσω στην άκρη αυτά ακριβώς τα καθήκοντα και να καταδυθώ στην γραφή του βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα.

Μια γραφή αρκετά οικεία σε μένα καθώς μια ολόκληρη γενιά Αριστερών, η δική μου γενιά, - φαντάζομαι όμως και άλλες αλλά εγώ μπορώ να μιλήσω μόνο για τη δική μου - γαλουχήθηκε μέσα από κάποια από τα κείμενα του Μπαλτά. Από αυτά αλλά και από άλλα κείμενα του Μπαλτά που αν και απουσιάζουν από το συγκεκριμένο βιβλίο δεν παύουν να συνδέονται μαζί του και να το εγκαλούν.

Ο χαρακτηρισμός δάσκαλος δεν είναι μια κενή περιεχομένου προσφώνηση, αλλά μια μικρή έστω αναγνώριση στον συγγραφέα, ο οποίος δίδαξε πολλούς περισσότερους και περισσότερες από όσους και όσες ήταν τυπικά φοιτητές του. Γιατί εκατοντάδες αριστεροί και αριστερές έκαναν τα πρώτα τους βήματα στην ενασχόληση τους με τη μαρξιστική θεωρία μέσα ακριβώς από τα κείμενά του.

Δεν μπορεί λοιπόν παρά να είναι τεράστια τιμή να καλούμαι σήμερα να μιλήσω για κάποια από αυτά. Και αυτή την τιμή που μου κάνει σήμερα ο Μπαλτάς, αυτό το πολύτιμο δώρο, όπως καλά γνωρίζει ο ίδιος, δεν μπορώ παρά να το αναγνωρίσω με χαρά αλλά και με όλο το χρέος που συνεπάγεται. Και όπως σημειώνει στον επίλογό του, αυτό το χρέος, που εμπλέκεται στην ιδιάζουσα διαλεκτική του δώρου, αναλαμβάνεται για να μην αποπληρωθεί. Απλώς αναλαμβάνεται. Με όλο το βάρος που συνεπάγεται αυτή η ανάληψη. Διότι αν αποπληρωθεί, τότε το δώρο δεν είναι τίποτα άλλο παρά η πρώτη πράξη του δράματος της ανταλλαγής. Και αυτό δεν είναι κάτι το οποίο θα θέλαμε.

Δεν σας κρύβω όμως ότι ταυτόχρονα με το συναίσθημα της χαράς και της ικανοποίησης που συνεπάγεται αυτό το δώρο με κατακλύζει και ένα συναίσθημα αμηχανίας. Αμηχανίας διότι, είτε το θέλω είτε όχι, βρίσκομαι εδώ με την ιδιότητά μου, αυτή του Υπουργού και κυβερνητικού εκπροσώπου όπως αναγράφεται και στην πρόσκλησή σας, για να μιλήσω για ένα βιβλίο που τιτλοφορείται: Ονόματα του Κομμουνισμού. Και αναρωτιέται κανείς τι σχέση μπορεί να έχει ένας εκπρόσωπος του κράτους, της ανώτατης μάλιστα ιεραρχικής του βαθμίδας, με τον κομμουνισμό. Εδώ υπάρχει μια ασίγαστη ένταση, μια ένταση που δεν μπορεί να εκτονωθεί, ένας κόμπος που δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο βίαια. Δηλαδή μόνο μέσω μιας ριζικής πράξης. Της πράξης που τελείται διά της λήψης του λόγου. Όπως θα το ήθελε και ο Μακντάουελ λοιπόν, «εν αρχή ην η πράξις», που στην περίπτωσή μας όμως είναι ο λόγος. Ή καλύτερα η λήψη του λόγου. Και τολμώ να πω ότι από μόνη της αυτή η πράξη δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι πολιτικά ουδέτερη.

Ονόματα του κομμουνισμού λοιπόν. Επιδίωξη αυτού του βιβλίου, και ομολογημένη μάλιστα, «είναι να συστήσει μια σαφή θεωρητική και πολιτική στόχευση: Να αναδείξει και να υπογραμμίσει τη σταθερότητα της κομμουνιστικής προοπτικής». Να αναδείξει δηλαδή την τάση των ανθρώπινων κοινωνιών να διανοίγουν διαρκώς τον ορίζοντα του κομμουνισμού. Αυτό ακριβώς ονοματίζει το βιβλίο. Όμως δεν το κάνει αυτό περιγράφοντας απλώς μια πραγματικότητα από ένα εξωτερικό σημείο. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εξάλλου καν νοητό και αυτό ο Μπαλτάς το ξέρει πάρα πολύ καλά -και όποιος διαβάσει αυτό το βιβλίο θα το κατανοήσει επίσης.

Το βιβλίο αντίθετα συμμετέχει ενεργά σε αυτή τη διάνοιξη. Την ίδια στιγμή δηλαδή που ονοματίζει τον κομμουνιστικό ορίζοντα, τον διανοίγει. Η ονοματοδοσία αυτή είναι μια επιτέλεση με τη στενή, τη φιλοσοφική, έννοια του όρου. Συγκροτεί δηλαδή αυτό που ονοματίζει.

Και ακριβώς σε αυτό το σημείο διακινδυνεύω να πω ότι συναντάμε, παραλλαγμένη αλλά σαφή, μια κλασική θεωρητική εμμονή του Μπαλτά που ανάγεται σε μια ιδέα του Μπασελάρ η οποία θεματοποιήθηκε και γονιμοποιήθηκε από τη σκέψη του Αλτουσέρ. Και ποια είναι αυτή η ιδέα;

Ότι το πραγματικό αντικείμενο, δεν κείται κάπου εκεί έξω, μόνο του και απομονωμένο, δεν είναι ένα αντικείμενο κατά το νοούμενο, άπιαστο και μη προσβάσιμο στην ολότητά του, παρά μόνο περιγράψιμο εντός των ορίων του λόγου. Αντίθετα συγκροτείται το ίδιο δια του λόγου.

Στη δική μας περίπτωση, λοιπόν, ο κομμουνισμός δεν είναι ένα τελικό σημείο στον ιστορικό χρόνο, ένα σημείο στο οποίο η ανθρωπότητα είναι προορισμένη να καταλήξει, αλλά ακριβώς ένας ορίζοντας που διανοίγεται κάθε φορά διά της πράξης και διά του λόγου. Και ακριβώς επειδή είναι ορίζοντας, είναι εξορισμού πάντα ελευσόμενος, όπως σημειώνει ο Μπαλτάς, επικαλούμενος δικαίως τον Ντεριντά.

Ισχυρίζομαι δηλαδή ότι κάθε κείμενο αυτού του βιβλίου, από τα κείμενα που ασχολούνται με την οικοδόμηση του εννοιολογικού συστήματος του ιστορικού υλισμού, μέχρι τα αμιγώς φιλοσοφικά κείμενα και από τα πολιτικά κείμενα παρέμβασης στη συγκυρία μέχρι τα κείμενα που αποτίουν φόρους τιμής, επιτελούν ακριβώς αυτή την πολιτική λειτουργία της διάνοιξης του κομμουνιστικού ορίζοντα. Το καθένα με το δικό του τρόπο και την προσίδια αποτελεσματικότητά του.

Είναι προφανές ότι στον περιορισμένο χρόνο αυτής της παρέμβασης είναι αδύνατον να διεξέλθει κανείς όλους αυτούς τους τρόπους με τους οποίους τα κείμενα του τόμου επιτελούν την εν λόγω λειτουργία.

Για κάποια από αυτά, βεβαίως, για τα περισσότερο πολιτικά αλλά και για εκείνα που ασχολούνται με τη διασάφηση της εννοιολογικής σκευής του ιστορικού υλισμού ή με την υπεράσπιση και τεκμηρίωση της επιστημονικής του αξίωσης, η λειτουργία αυτή είναι μάλλον σαφής.

Υπάρχουν όμως και κάποια άλλα κείμενα στον παρόντα τόμο που δεν είναι prima facie ορατό πώς ακριβώς συνδέονται με τον κομμουνισμό. Μιλώ φυσικά για τα αμιγώς φιλοσοφικά κείμενα που περιέχονται στο πέμπτο μέρος του τόμου με τίτλο: Φιλοσοφικές Συγγένειες.

Και ειδικά για τα κείμενα που επιδιώκουν να εγκαθιδρύσουν μια διαλογική σχέση μεταξύ Σπινόζα και Βιτγκενστάιν ή ακόμα περισσότερο για τα κείμενα που αφιερώνονται αποκλειστικά σε μια ανασυγκρότηση του επιχειρήματος της Λογικοφιλοσοφικής πραγματείας του τελευταίου, του γνωστού και διαβόητου Tractatus. Πρόκειται ίσως για τις δυσκολότερες και πιο αποσυνδεδεμένες και απομακρυσμένες από το κεντρικό θέμα του βιβλίου πραγματεύσεις. Και είναι απορίας άξιο, εκ πρώτης όψεως πάντα, γιατί συμπεριλήφθηκαν σε ένα βιβλίο με τίτλο ονόματα του Κομμουνισμού.

Τι σχέση θα μπορούσε να έχει ο Σπινόζα και πολύ περισσότερο ο Βιτγκενστάιν -μαθητής του Ράσσελ σημειωτέον- με τον Κομμουνισμό; Με την διάνοιξη μάλιστα του ορίζοντα του Κομμουνισμού;

Είναι βέβαιον ότι δεν μπορώ, ούτε εδώ αλλά ούτε και πουθενά αλλού, να εξαντλήσω τους τρόπους με τους οποίους τα κείμενα αυτά επιτελούν την συναφή πολιτική τους λειτουργία. Αυτό θα απαιτούσε μάλλον την εργασία κάποιου επαγγελματία φιλοσόφου, και δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είμαι τέτοιος. Μπορώ μόνο να επιχειρήσω κάποιες λίγες σκέψεις που ίσως φωτίσουν αυτή την πτυχή των κειμένων - γιατί έχουν σίγουρα και άλλες - αλλά σε κάθε περίπτωση ατελώς.

Νομίζω, λοιπόν, ότι τα κείμενα αυτά επιτυγχάνουν την πολιτική τους λειτουργία καταρχάς μέσω της θεματοποίησης της εμμένειας, της κεντρικής αυτής έννοιας - κοινής στον Σπινόζα και τον Βιτγκενστάιν ακόμη και αν δεν ονοματίζεται ως τέτοια από τον τελευταίο - που δικαιώνει τελικά και τη διαλογική σχέση την οποία προσπαθεί, και καταφέρνει, να εγκαθιδρύσει ο Μπαλτάς μεταξύ τους.

Τόσο ο Σπινόζα όσο και ο Βιτγκενστάιν στο έργο τους υπερασπίζονται, ο ένας αποδεικνύοντας και ο άλλος δείχνοντας, όπως εξηγεί ο Μπαλτάς, ότι δεν υπάρχει κανένα εξωτερικό σημείο από το οποίο μπορεί κανείς να σκοπεύσει την γλώσσα, τη σκέψη και τον κόσμο. Και αυτή η θέση, όσο α-νόητη και αν ακούγεται, καθώς εκ πρώτης όψεως εμπλέκεται στο κλασσικό αδιέξοδο κάθε σκεπτικισμού, καθώς εγκαλεί πάντοτε το ερώτημα της θέσης εκφοράς της - αυτή η θέση είναι που, αφού δειχθεί με τους ειδικούς τρόπους που χρησιμοποιεί ο Μπαλτάς, θεμελιώνει την λογική αναγκαιότητα της δημοκρατίας.

Η θεμελίωση αυτή, που αποτελεί à propos και ένα από τα κεντρικά θέματα, αν όχι τον ίδιο το στόχο της Ηθικής του Σπινόζα, είναι προφανώς εξαιρετικά πολύπλοκη. Νομίζω όμως ότι παρά την πολυπλοκότητα της θεμελίωσης της δημοκρατίας επί της εμμένειας, μπορούμε όλοι μας να συλλάβουμε, διαισθητικά τουλάχιστον, τη σχέση των δύο ακόμη και αν δεν είμαστε όλοι και όλες μας, που δεν είμαστε, ακριβώς φιλόσοφοι. Διότι αν δεν υπάρχει κανένα σημείο εκτός της γλώσσας, της σκέψης και του κόσμου από το οποίο να μπορούμε να σκοπεύσουμε τη γλώσσα, την σκέψη και τον κόσμο, αυτό το οποίο καταρρέει είναι η απολυτότητα, η αυθεντία, η πλήρης και ολοκληρωτική βεβαιότητα. Και αυτό το οποίο αναδύεται είναι ένας κόσμος χωρίς τέλος - σκοπό, αναδύεται η λογική του διαλόγου, της αμοιβαίας κατανόησης αλλά και της αντιπαράθεσης, της σύγκρουσης και της ανοιχτότητας των ενδεχομένων. Αναδύεται δηλαδή η αναγκαιότητα της ίδιας της δημοκρατίας. Αυτό ακριβώς νομίζω ότι υπερασπίζεται ο Μπαλτάς και αυτό ακριβώς δικαιώνει την επιλογή του να συμπεριλάβει αυτά τα κείμενα στον παρόντα τόμο καθώς, όπως λέει ο ίδιος στην εισαγωγή του, η αναφορά σε αυτούς τους συγγραφείς, και ειδικά στον Βιτγκενστάιν, «θέλει να υπογραμμίσει ότι το έργο του (όπως και του Σπινόζα προσθέτω) προσφέρει μια πολύ ισχυρή βάση για να κατανοήσουμε τι θα πει υλισμός.

Επιτρέψτε μου όμως πριν κλείσω δύο ακόμα σχόλια που νομίζω ότι έχουν ένα ενδιαφέρον. Η ανάγνωση που κάνει ο Μπαλτάς στον Βιτγκενστάιν δεν είναι κατά τη γνώμη μου καθόλου αθώα. Μέσω του Βιτγκενστάιν νομίζω ότι, σιωπηρά μεν σαφώς δε, δικαιώνονται οι θέσεις του ύστερου Αλτουσέρ. Θέσεις που όλοι μας γνωρίζουμε πόσο βαθειά έχουν σημαδέψει τη σκέψη του Μπαλτά.

Σας διαβάζω μόνο ένα σημείο από το κείμενο «Περί Παραδειγμάτων του Φιλοσοφείν: Το Tractatus του Βιτγκενστάιν»: «[...] εκείνο που ορίζει τη σκοπιά της εμμένειας (τη σκοπιά του Βιτγκενστάιν εν προκειμένω) είναι ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει εξωτερικό σημείο από όπου να μπορεί να διατυπωθεί οποιαδήποτε θεωρία για τον κόσμο, τη σκέψη και τη γλώσσα γενικώς. Όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι περίεργος όχι μόνο γιατί είναι πασιφανώς ανόητος [...] αλλά επιπλέον γιατί αποκλείει κάθε είδος αξιολόγησης [...] από το εξωτερικό του. Δηλαδή δεν είναι μόνο ανόητος και αυτάρκης. Αρνείται να υποβληθεί ο ίδιος σε αντικειμενική φιλοσοφική αξιολόγηση, αφού δεν εκχωρεί απολύτως τίποτα στη φιλοσοφική «θεωρία», τον μοναδικό «τόπο» που θα μπορούσε να παράσχει τους όρους μιας τέτοιας αξιολόγησης. [...] Το να ασπάζεται κανείς αυτή τη σκοπιά, «απλώς» σημαίνει να επεξεργάζεται τους εκάστοτε στόχους της από το εσωτερικό της [...]. Μια τέτοια ριζικά εσωτερική επεξεργασία δεν διαθέτει καμιά θεωρία που θα μπορούσε να την καθοδηγήσει, αδιαφορεί παντελώς για τη φιλοσοφική της νομιμοποίηση και υπόκειται αποκλειστικά και μόνο στον εαυτό της. Με δυο λόγια για τη σκοπιά της εμμένειας, και από τη σκοπιά της εμμένειας, η φιλοσοφική δραστηριότητα συνίσταται μόνο στην επεξεργασία των αντίπαλων θέσεων από τα μέσα και σε τίποτα άλλο».

Αναρωτιέται λοιπόν κανείς διαβάζοντας αυτό το απόσπασμα, τι διαφορετικό εξέφραζε ο Αλτουσέρ όταν έλεγε ότι η φιλοσοφία δεν έχει εξωτερικό, ότι δεν έχει αντικείμενο ή/ και όταν συνεπαγωγικά όριζε την φιλοσοφία ως ταξική πάλη στην θεωρία;

Όμως ο Μπαλτάς, και αυτό είναι αισίως το τελευταίο μου σχόλιο, θέλει να προχωρήσει μεταμφιεσμένος.

Δεν θέλει να επικαλεστεί αυτόν τον παρία της φιλοσοφίας για να υπερασπιστεί τη θέση του, και καλώς. Τον δικαιώνει διά του Βιτγκενστάιν, ο οποίος καλώς ή κακώς (μάλλον κακώς) θεωρείται ο απόλυτος αναλυτικός φιλόσοφος. Έτσι ο Μπαλτάς υιοθετεί τη στάση που υιοθέτησαν πολλοί πριν από αυτόν. Ο Σπινόζα που ονόμασε τη Φύση Θεό για να υπερασπιστεί τον αθεϊσμό του. Ο Αλτουσέρ που μεταμφιέστηκε σε υπερορθόδοξο μαρξιστή - λενινιστή για να υπερασπιστεί το Σπινοζισμό του αλλά και ο ίδιος ο Βίτγκενστάιν που μεταμφιέστηκε σε αναλυτικό φιλόσοφο για να υπερασπιστεί την λογική της εμμένειας και τον ιδιότυπο μυστικισμό του. Καλώς ήρθατε λοιπόν στον χορό μεταμφιεσμένων του Μπαλτά. Καλή σας διασκέδαση.

* Κυβερνητικός εκπρόσωπος

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL