Live τώρα    
22°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
22 °C
20.4°C23.0°C
3 BF 44%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
16 °C
13.7°C17.6°C
4 BF 47%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
17.1°C18.7°C
3 BF 65%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
20 °C
18.8°C20.2°C
4 BF 69%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
18.9°C21.3°C
3 BF 45%
Για τη δημόσια στήριξη της έντεχνης μουσικής
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Για τη δημόσια στήριξη της έντεχνης μουσικής

ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΤΣΕΤΣΟΥ

Η έντεχνη ή “κλασική” μουσική, η μουσική του Μότσαρτ και του Μπετόβεν, του Σοστακόβιτς και του Σκαλκώτα, διέρχεται τις τελευταίες δεκαετίες “κρίση νομιμοποίησης”, τόσο των αφηγημάτων περί υπεροχής της έναντι των άλλων ειδών μουσικής, όσο και των πολιτικών προνομιακής δημόσιας στήριξής της. Στη χώρα μας η κρίση αυτή έγινε έντονα αισθητή όχι μόνο στην περίπτωση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, αλλά και της Ορχήστρας των Χρωμάτων, της Καμεράτας και των Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ. Το επιχείρημα ενάντια στην πάγια και ανελαστική δημόσια στήριξη της έντεχνης μουσικής, εδώ και διεθνώς, είναι απλό: μια τέτοια στήριξη εναντιώνεται στην υποχρέωση της δημοκρατικής πολιτείας να αφουγκράζεται και να υπερασπίζεται τις επιλογές της πλειοψηφίας, των πολλών, του “λαού”, ή, τουλάχιστον, να μην αφαιρεί πόρους από την πλειοψηφία για να ικανοποιούνται οι επιλογές της μειοψηφίας, των λίγων, της “ελίτ”. (Ενδεικτικά αναφέρουμε άρθρο του Ριζοσπάστη της 14.7.2013 με τον χαρακτηριστικό τίτλο “Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Το ακριβοπληρωμένο 'στέκι' της αστικής 'ελίτ'”). Με άλλα λόγια, η δημόσια στήριξη της έντεχνης μουσικής και των φορέων της συνιστά πολιτική αντιδημοκρατική που ως τέτοια πρέπει να ανατρέπεται. Οπότε τίθεται το ερώτημα: αν η πλειοψηφιοκρατική αντίληψη περί δημοκρατίας δεν είναι η μόνη αντίληψη περί δημοκρατίας, ούτε το μοναδικό κριτήριο άσκησης δημόσιας πολιτικής, ποια διαφορετική αντίληψη περί δημοκρατίας θα μπορούσε να εγγυηθεί την ευδοκίμηση στο δημόσιο βίο μιας από τις παραστατικές τέχνες (performing arts), των οποίων η επιβίωση, όπως τεκμηριώνουν οι σχετικές οικονομικές μελέτες, είναι αμφίβολη άνευ δημόσιας αρωγής;

Από άποψη πολιτικής θεωρίας, τρεις είναι οι κύριες αντιλήψεις περί δημοκρατίας που καθορίζουν την άσκηση δημόσιας πολιτικής. Καταρχάς η πλειοψηφιοκρατική, εκείνη δηλαδή που λαμβάνει υπόψη πρωτίστως τις επιθυμίες και τις απόψεις της πλειονότητας των μελών του πολιτικού σώματος. Εν συνεχεία η πλουραλιστική, η οποία, διαγνώσκοντας τον κίνδυνο προσωρινής ή και μόνιμης περιθωριοποίησης των μειοψηφιών, επιχειρεί είτε την κατά το δυνατόν ικανοποίηση των διεκδικήσεων του συνόλου των επιμέρους κοινωνικών ομάδων, πρωτίστως μέσα από τη διαβουλευτική διαμεσολάβηση των διαφορών τους (κλασικός φιλελεύθερος πλουραλισμός), είτε την εγκατάλειψη κάθε ιδέας διαμεσολάβησης και συμφιλίωσης, μέσα από την κατάδειξη του ουτοπικού και ηγεμονικού χαρακτήρα της κοινωνικής συμφιλίωσης και την έμφαση στον αγωνιστικό χαρακτήρα της πολιτικής δράσης (ριζοσπαστικός πλουραλισμός). Η τρίτη αντίληψη περί δημοκρατίας τέλος, την οποία εδώ θα ονομάσουμε “αξιακή”, θέτει ως γνώμονα της δημόσιας πολιτικής την άνευ όρων προάσπιση και εμπέδωση κοινωνικών, κοινών, συλλογικών, δημόσιων αγαθών, όπως η αρνητική και θετική ελευθερία, η νομική, πολιτική και κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη, η παιδεία, η υγεία, η ασφάλεια, η ελεύθερη έκφραση και μετακίνηση κλπ, αγαθά τα οποία κατανοούνται ως όροι διασφάλισης της ίδιας της δημοκρατίας και αναπαραγωγής και ανάπτυξης των δημοκρατικών κοινωνιών.

Όπως είδαμε παραπάνω, η πλειοψηφιοκρατική αντίληψη περί δημοκρατίας διάκειται δυσμενώς απέναντι στην έντεχνη μουσική. Απέναντι στον κίνδυνο η “τυραννία της πλειοψηφίας” στην περίπτωση της έντεχνης μουσικής να οδηγήσει είτε στην εξαφάνισή της είτε, στην καλύτερη περίπτωση, στην επιβίωση στην αγορά μόνο των δημοφιλέστερων και λιγότερο απαιτητικών μορφών της, η πλουραλιστική δημόσια πολιτική διασφαλίζει μεν τη διάσωση της έντεχνης μουσικής, υπό τον όρο όμως της ισότιμης μεταχείρισής της έναντι των υπολοίπων ειδών μουσικής. Τούτο πρακτικά σημαίνει πως η έντεχνη μουσική οφείλει όχι μόνο να παραιτείται από αξιώσεις προνομιακής στήριξης, αλλά και να αρκείται σε στήριξη αντίστοιχη του μεριδίου που της αναλογεί στο σύνολο των μουσικών προτιμήσεων. Οι ακροατές της προσέτι, ως μέλη μιας δημοκρατικής πολιτείας, θα πρέπει να θεωρούν πολιτικά δίκαιη μια τέτοια διευθέτηση, η οποία σε τελική ανάλυση επιστρέφει τα οφέλη της φορολόγησης στο σύνολο των φορολογουμένων και όχι σε κάποια προνομιακή μερίδα τους.

Μένει η τρίτη, αξιακή αντίληψη περί δημοκρατίας. Αφετηρία της είναι η διαπίστωση, πως μία σειρά από αγαθά αποδεικνύουν εξαιρετική σταθερότητα ως αντικείμενα προτίμησης του συνόλου των μελών της νεωτερικής δημοκρατικής κοινωνίας, απολαμβάνοντας καθεστώς κοινού, συλλογικού, δημόσιου, κοινωνικού αγαθού. Αγαθά όπως λ.χ. η στοιχειώδης πρόσβαση σε νερό, τροφή και στέγαση, η εγγραματοσύνη, η υγεία, αλλά και η ισονομία, η, έστω τυπική, ισότητα, η ελευθερία της έκφρασης και η δημοσιότητα, στο βαθμό που συνιστούν αναγκαίους όρους όχι μόνο για τη βιολογική αναπαραγωγή, αλλά και για την ευδοκίμηση σε τελική ανάλυση της ίδιας της δημοκρατικής κοινωνίας, δεν γίνονται αντικείμενο δημόσιας αμφισβήτησης ως προς τον κοινωνικό και δεσμευτικό τους χαρακτήρα και δεν τίθενται υπό δημόσια διαβούλευση με το ερώτημα άρσης της παροχής τους, ούτε καν από όσους διεκδικούν την ιδιωτική διαχείριση ορισμένων από αυτά. Αρχίζουμε τώρα να συνειδητοποιούμε πως μόνο ως κοινωνικό αγαθό και στο πλαίσιο μιας αξιακής αντίληψης περί δημοκρατίας η έντεχνη μουσική μπορεί να προσδοκά την αποκλειστική, πάγια και ανελαστική δημόσια στήριξή της.

Υπό ποια έννοια όμως η έντεχνη μουσική θα μπορούσε να θεωρεί κοινωνικό αγαθό; Μια αναδρομή στις διάφορες θεωρίες ατομιστικού αξιολογικού εμπειρισμού, που βρίσκονται στη βάση τόσο της πλειοψηφιοκρατίας όσο και του πλουραλισμού, αποδεικνύει πόσο ασύμβατες είναι οι θεωρίες αυτές με κάθε έννοια δημοκρατίας διαφορετική από την προστατευτική. Και τούτο για τον απλούστατο λόγο, ότι οι ατομικές προτιμήσεις δεν μπορούν, ως πράγματα της ατομικής ψυχικής εμπειρίας, ως res privatae, να γίνουν αντικείμενο δημόσιας διαβούλευσης και κανονιστικής αντιμετώπισης: De gustibus non est disputandum. Ως υπόθεση ιδιωτική και ως έκφραση ατομικής ελευθερίας ωστόσο, οι προτιμήσεις μπορεί και πρέπει να τυγχάνουν προστασίας από το φιλελεύθερο κράτος, είτε ενάντια στην επιβολή της προτίμησης των πολλών επί των λίγων (ελιτιστική πολιτική), είτε ενάντια στην επιβολή της προτίμησης των λίγων επί των πολλών (λαϊκιστική πολιτική). Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική διαρθρώνεται εδώ με όρους αρνητικής διαχείρισης και όχι με όρους επιχειρημάτων, δημόσια διαπραγματεύσιμων και δημόσια ελέγξιμων. Και τα επιχειρήματα, σε αντίθεση με τις προτιμήσεις, είναι δημόσια διαπραγματεύσιμα και ελέγξιμα για τον απλούστατο λόγο ότι αφορούν ή επικαλούνται έννοιες, κατηγορίες και αρχές, πράγματα δηλαδή εξ ορισμού συλλογικά, κοινωνικά, δημόσια (res publicae).

Στο βαθμό τώρα που η καλλιτεχνική παραγωγή διενεργείται με όρους κοινωνικά προσβάσιμων και διαπραγματεύσιμων εννοιών, κατηγοριών και αρχών, με όρους εγκυρότητας δηλαδή, παρέχει αισθητικά αντικείμενα τα οποία, ανεξαρτήτως της όποιας προσωπικής βιωματικής τους επενέργειας, είναι φτιαγμένα έτσι, ώστε και η περί αυτών δημόσια συζήτηση να διενεργείται με όρους εγκυρότητας. Η τέχνη αποκτά χαρακτήρα δημόσιας τοποθέτησης, γίνεται δημόσιο ζήτημα, είτε στην κατεύθυνση της επικύρωσης, είτε σε αυτήν της αμφισβήτησης καθεστώτων αισθητικής εγκυρότητας. Σε αντιδιαστολή, η παραγωγή εντός της πολιτισμικής βιομηχανίας, και εν προκειμένω εντός της μουσικής βιομηχανίας, διενεργείται με όρους οικονομικής αποτελεσματικότητας, που υπολογίζει στη βιωματική δραστικότητα και ελκυστικότητα των μουσικών εμπορευμάτων σε διαφορετικές αγοραστικές ομάδες προτίμησης (target groups). Η όποια δημόσια συζήτηση εστιάζει εδώ πρωτίστως σε ζητήματα οικονομικής ή ψυχολογικής πραγματικότητας, αφορά δε ως επί το πλείστον αγοραστικά μεγέθη, κέρδη και ζημίες ιδιωτικών επιχειρήσεων, εμπορικές επιτυχίες κ.ο.κ., εξ ορισμού δηλαδή πράγματα της ιδιωτικής σφαίρας. Στις όποιες περιπτώσεις η δημόσια συζήτηση στρέφεται σε ζητήματα ευρύτερα της ατομικής ή συλλογικής προτίμησης και της οικονομικής αποτελεσματικότητας, αφορά το στιχουργικό σκέλος των δημοφιλών τραγουδιών, τα “λόγια” δηλαδή και το όποιο ιδεολογικό, πολιτικό, κοινωνικό, περιεχόμενό τους, όχι τη μουσική αυτή καθεαυτήν. Αποσπασμένη από τη γλωσσική της παράμετρο, η “δημοκρατική” δημοφιλής μουσική αποδεικνύεται εξαιρετικά ενδεής, μια ανακύκλωση σε άπειρες παραλλαγές ενός περιορισμένου αριθμού μορφικών, μελωδικών και αρμονικών προτύπων. Πάνω σε μια τέτοια ισχνή μουσική βάση, κάθε συζήτηση προσανατολισμένη σε δημόσιου χαρακτήρα αισθητικά ζητήματα αποδεικνύεται σύντομα ανεδαφική και άσκοπη.

Τα παραπάνω μας οδηγούν στη σκέψη ότι αυτό που οι θιασώτες του μουσικού λαϊκισμού επιμελώς αποκρύπτουν είναι η ουσιώδης συνάφεια της έντεχνης μουσικής και της αισθητικής σφαίρας εν γένει με την κριτική δημοσιότητα, ως αναπόσπαστου στοιχείου του νεωτερικού δημόσιου βίου και καταστατικής συνθήκης της νεωτερικής δημοκρατίας. Η εν λόγω συνάφεια καθιστά την έντεχνη μουσική παράγοντα μιας δημοκρατίας κριτικής και ορθολογικής, στραμμένης στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων της κοινωνίας, εν προκειμένω των μουσικών αισθητικών της δυνατοτήτων. Αν συμφωνήσουμε με τον Ronald Dworkin ότι το φιλελεύθερο κράτος οφείλει να στηρίζει την τέχνη ως κοινωνικό αγαθό, τότε και η έντεχνη μουσική πρέπει να έχει τη στήριξή του εξασφαλισμένη.

* Συντομευμένη εκδοχή του κειμένου “Έντεχνη μουσική και δημοκρατία” που αναγνώστηκε την 9.12.2017 στο συνέδριο “Τέχνη και Δημοκρατία” που διοργάνωσε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία

Ο Μάρκος Τσέτσος διδάσκει Αισθητικής της Μουσικής, στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL