Live τώρα    
13°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
11.4°C14.1°C
4 BF 83%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
13 °C
11.4°C14.9°C
2 BF 63%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
14 °C
14.0°C14.8°C
1 BF 66%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
17 °C
16.5°C17.7°C
2 BF 61%
ΛΑΡΙΣΑ
Αραιές νεφώσεις
12 °C
11.8°C12.4°C
2 BF 87%
ΦΥΛΛΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ / Το όνομα
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

ΦΥΛΛΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ / Το όνομα

Το Όνομά μου, είπες, το Όνομα. Εκεί στις όχθες του Αξιού, θυμάμαι χρόνια πριν τον έρωτα μιας τσιγγάνας. Συνοδευμένο με κόκκινο κρασί και άγρια βιολιά. Ποιο είναι το όνομά σου; την είχα ρωτήσει. Το Όνομά μου είναι Νοσταλγία. Κι η πατρίδα σου; Φτωχέ Έλληνα, κάποτε πατρίδα σου ήταν ο Κόσμος, μα σήμερα μίζερα ζητάς δυο πήχες χώμα για ένα όνομα. Όχι, πατρίδα μου είναι το ποτάμι, ο Βαρδάρης, Αξιό τον λέτε εσείς, κι ύστερα η θάλασσα.

Έτρεμα στην αγκαλιά της, νιο παιδί, και έκλαιγα για μια πατρίδα χαμένη, για μια τιμή χαμένη. Εκείνο το βράδυ είχα γίνει άντρας, έτσι νόμιζα, έτσι της είπα. Κι εκείνη γέλασε. Ύστερα με πήγε στη φάρα της. Κι εγώ ρώτησα: είστε Μακεδόνες; Εκείνοι γέλασαν. Εμείς δεν έχουμε πατρίδα. Πατρίδα μας είναι ο κόσμος. Μετά πέρασα στην άλλη μεριά της γέφυρας και βρήκα ανθρώπους άλλους. Εκεί που τον λέγανε αλβανικό τομέα. Εσείς είστε Μακεδόνες; Όχι μου είπαν, εμείς είμαστε Αλβανοί. Οι Μακεδόνες είναι κάτω και πέρα στην άλλη μεριά, αλλά και πέρα από τα σύνορα. Πέρασα την άλλη μεριά και βρήκα Μακεδόνες. Αλλά Μακεδόνες είχα βρει και κάτω από τα σύνορα, στην Ελλάδα. Άλλη γλώσσα. Κάποιοι ήταν δίγλωσσοι. Αυτοί που ήταν πάνω στα σύνορα. Μια προφορά λίγο βαριά και τα τραγούδια τους είχαν μόνο μουσική, γιατί οι χωροφύλακες είχαν απαγορεύσει τα λόγια. Ήταν εκεί κι ένας δεσπότης που αφόριζε όποιον έλεγε ότι ήταν Μακεδόνας και δεν μιλούσε ελληνικά. Οι απαγορευμένες λέξεις, τα απαγορευμένα τραγούδια, οι απαγορευμένες ταυτότητες.

Το Όνομά μου, είπες, έχει μόνο μία ταυτότητα. Κι εγώ άρχισα να σου αραδιάζω τις ζωές των ανθρώπων που μια γραμμή συνόρων τους χώρισε. Ξαναγύρισα πίσω στα Σκόπια. Με κέρασε τσάι ο Ντράγκαν, παιδί Έλληνα πολιτικού πρόσφυγα. Εσύ τι είσαι; τον ρώτησα. Μακεδόνας, μου είπε, και δεν έχω πάει ποτέ απέναντι. Ούτε ο πατέρας μου. Καταραμένος πρόσφυγας, εξόριστος για πάντα. Γιατί ήθελε έναν καλύτερο κόσμο. Κάθε λίγο και λιγάκι κατεβαίνει στα σύνορα και κλαίει. Πουτάνα ζωή, τι σου έφταιξε; Κι ύστερα το ’92, οι διαδηλώσεις για το Όνομα. Αλίμονο, καμία ζωή δεν έχει σημασία.

Μάζεψα τα σπασμένα ταμπλό, τις σκισμένες αφίσες. Μια μυρουδιά από λιβάνι είχε σκεπάσει τον αέρα της Σαλονίκης. Μια φρίκη περίμενε όποιον είχε άλλη γνώμη για το Όνομα. Στην Αθήνα βέροι Μακεδόνες από την Πελοπόννησο φτιάχναν καριέρες πολιτικές. Και στη Σαλονίκη ανόητοι έβγαιναν δήμαρχοι και νομάρχες. Το Όνομα. Έφυγα τρέχοντας και γύρισα στα Σκόπια, αφού είχα περάσει το εμπάργκο που πλούτισε κόσμο και έστησε κολεγιές στο καζίνο της Γευγελή. Στα Σκόπια πάλι ένας τυφλός φανατικός έφτιαχνε παντού αγάλματα του Αλεξάνδρου. Οι γνωστικοί γελούσαν με τα καμώματά του. Πέρασαν χρόνια κι εγώ είχα μεγαλώσει πια. Πάλι μπροστά μου βρήκα το όνομα. Πιο χαμηλό, πιο μετρημένο. Αλλά και πάλι άκουγα κραυγές, ηχώ μιας άλλης εποχής. Κραυγές βίαιες, αλλά βραχνές. Δεν ξέρω γιατί. Στο μυαλό ήρθαν ποτάμι όλες οι αναμνήσεις. Κι ύστερα άκουγα πάλι ονόματα διάφορα για το Όνομα. Μόνο μια απορία είχα. Πώς θα πεις σ’ έναν άνθρωπο, που μια ζωή έμαθε πως ήταν Μακεδόνας, ότι στο όνομα της χώρας του δεν θα υπάρχει τίποτε Μακεδονικό;

Ποια είναι η πατρίδα σου; Ο κόσμος όλος. Ποιοι οι σύντροφοί σου; Όσοι δεν χωρούν σε σύνορα τα όνειρα τους και σε ονόματα που φτιάχνουν καριέρες και διαλύουν ζωές. Δεν ήθελα άλλο λιβάνι στον αέρα, δεν ήθελα να δω πάλι μαύρα ράσα, ούτε πολιτικούς σημαδεμένους από τον χρόνο και την μιζέρια να ουρλιάζουν πάλι πως το όνομα είναι η ψυχή μας. Η δική σας ψυχή μπορεί να είναι, αυτή η στεγνωμένη ψυχή του ολέθρου. Αλλά όχι η δική μου. Γιατί πίσω από τις λέξεις, πίσω από τα ονόματα είναι οι άνθρωποι και οι ζωές τους.

Θα φύγεις πάλι; Με ρώτησε η φίλη μου. Θα φύγω, αν θέλεις έλα, εκεί να βρούμε τους σαλούς της ζωής με τα βιολιά τους, μακριά από το παιχνίδι των λέξεων και των ονομάτων που σκοτώνουν. Εκείνη το σκέφτηκε και πήγε να φτιάξει τα πράγματά της, λίγα ρούχα, καπνό και ένα ρούμι. Τα τιμαλφή δηλαδή.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL