Live τώρα    
22°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
22 °C
19.7°C23.0°C
2 BF 66%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αυξημένες νεφώσεις
16 °C
14.6°C17.8°C
3 BF 84%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
20 °C
18.8°C21.5°C
5 BF 69%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
29 °C
25.5°C28.8°C
4 BF 30%
ΛΑΡΙΣΑ
Αυξημένες νεφώσεις
16 °C
15.9°C19.1°C
5 BF 88%
Υπάρχει λόγος / Τον θάνατο στα μάτια
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Υπάρχει λόγος / Τον θάνατο στα μάτια

Του Κώστα Καναβούρη

Αλλά για στάσου: ούτε κι αυτό είναι αλήθεια. Μέσα στο καλοκαιριάτικο φως αυτού του σπιτιού δεν υπάρχουν απόντες. Όλοι είναι εδώ. Η κατάσταση έχει αλλάξει λίγο, αλλά δεν πειράζει. Ίσα - ίσα που χρειάζεται για να δείς, σαν μέσα από το γυαλί, την ανεκλάλητη ομορφιά του βυθού των πραγμάτων. Όχι για να πεις «τότε», αλλά για να ψιθυρίσεις ακόμα μια φορά το «τώρα» της ζωής σου που διαρκώς περνάει και διαρκώς επανέρχεται μέσα σε ένα αίεν γεωργημένο από λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ γιατί δεν χρειαζόταν.

Να, γι’ αυτό, όταν επιστρέφω (είναι σωστό άραγε το ρήμα «επιστρέφω»;) στο σπίτι όπου μεγάλωσα, θέλω να μένω λίγο μόνος μου: για να θυμάμαι από την αρχή ότι οι πιο σπουδαίες λέξεις υπάρχουν για να μην λέγονται.

Για να θυμάμαι ότι οι λέξεις που σε στηρίζουν στον φοβερό αγώνα της ύπαρξης είναι σαν τη σκόνη του σύμπαντος πάνω στα φτερά της πεταλούδας (πρόκειται για την ίδια μυθική πεταλούδα που πετώντας στο Πεκίνο μπορεί να προκαλέσει καταιγίδα στο Παρίσι εναρμονίζοντας το ενδεχομενικό χάος με το άπειρο γεγονός της ζωής σου), σκόνη, λέω, άχνα ανασεμιάς πάνω στα φτερά της πεταλούδας είναι οι λέξεις που έχουν φτιαχτεί για να μην ειπωθούν ποτέ.

Αν τις πεις, τις σκλαβώνεις και τότε πεθαίνουν από ασφυξία, όπως ακριβώς πεθαίνουν οι πεταλούδες αν τις πιάσεις από τα φτερά.

Τις πιάναμε όταν ήμασταν παιδιά, σ’ εκείνα τα τεράστια καλοκαίρια που δεν τελείωσαν ποτέ κι έμειναν μισοτελειωμένα σαν δαγκωμένη φέτα καρπουζιού, τις πιάναμε και τις βαλσαμώναμε νομίζοντας ότι βλέπουμε την ομορφιά, ενώ κοιτάζαμε τον θάνατο στα μάτια. Κι ύστερα φύγαμε. Την ώρα που ο πατέρας και η μητέρα είχαν πάει να κοιμηθούν για μεσημέρι και η δεκατριάχρονη εξαδέλφη μας έδειχνε συγκλονισμένη από φόβο και περηφάνια το στήθος της που άρχιζε να Είναι μόλις.

Κοιτάζαμε έκθαμβοι κι εμείς από φόβο, όμοια πεταλούδες πιασμένες από τον ατσάλινο δείκτη και τον αντίχειρα του χάους, ο μικρότερος αδελφός μου κι εγώ, χωρίς να ξέρουμε ότι κι εκείνη την στιγμή κοιτάζουμε τον θάνατο στα μάτια (που είναι το ίδιο με το να κοιτάζεις την ομορφιά) και ότι πιάνουμε κουβέντα μαζί του με τις λέξεις που έγιναν για να μην ειπωθούν ποτέ. «Με το φτωχό λεξιλόγιο της αγάπης», κατά πως λέει ο γλυκύτατος Σπύρος Τακνιάς, «προσπάθησα να σου εξηγήσω» ότι αυτές οι λέξεις δεν είναι οι περισσότερες, είναι όλες.

Τότε, εκείνη τη στιγμή που οι μεγάλοι κοιμούνταν, έφυγα. Βλέπεις, αυτά τα πράγματα ή τα κάνεις όταν ακούγεται το φτερούγισμα της πεταλούδας πάνω από το κεφάλι σου ή δεν τα κάνεις ποτέ. Αν και το «ποτέ», όπως και όλες οι τελεσιδικήσεις, συζητιούνται, αφού η διαδικασία περί την απόδειξη είναι επικίνδυνη και μπορεί να μας τινάξει όλους στον αέρα. Γιατί, βέβαια, είναι ακραία επικίνδυνο να κουνάς σαν λοχίας σε στρατοδικείο της χούντας τις λέξεις που αγνοείς, όπως ακριβώς κάνει η ηγετική ομάδα της αμετανόητης γλωσσικής Δεξιάς.

Και το πιο αστείο, το απολύτως ενδεικτικό που διακωμωδεί τη θεόθεν υπεκφυγή, η οποία ονομάζεται άνθρωπος στην καθομιλούμενη γλώσσα αλλά όχι στην καθομιλούμενη σιωπή, είναι πως, αν τους επισημάνεις ότι έτσι όπως κουνούν τις λέξεις που δεν ξέρουν, ως εισαγγελείς διά νόμου υποχρεωμένοι εναντίον αθώων, αυτές οι λέξεις θα εκραγούν στα χέρια τους, είναι οι πρώτοι που θα πεταχτούν και θα φύγουν από την έδρα της νόμιμης γλώσσας τους.

Δεν θα πάνε μακριά γιατί δεν έχουν σιωπή, γιατί δεν έχουν στήθος του φόβου που γίνεται τραγούδι και ποίημα, ακόμα και ποίημα του Άουσβιτς, όπως δίδαξε ο τραγικός Πρίμο Λέβι. Δεν θα πάνε μακριά. Θα γυρίσουν πίσω για να φορτώσουν στους άλλους την κακία μιας γλώσσας που δεν υπάρχει στην πραγματική σιωπή. Στη σιωπή των ανθρώπων.

Έφυγα, που λες, γιατί με κατέκλυσε το αμίλητο, αυτή η αγωνία μήπως και δεν αντιληφθείς το μεγάλο συμπέρασμα: ότι γεννήθηκες για να μην μιλήσεις. Ότι γεννήθηκες για να λείπουν όλοι από το σπίτι κι εσύ να μιλάς με λέξεις που μεγαλώνουν όταν σιωπάς για να νεύσεις στον Άλλο, λέξεις που υπάρχουν γιατί δεν ομιλήθηκαν ποτέ, όπως ποτέ δεν ομιλήθηκε η λέξη ελευθερία μέσα από το στήθος ενός δεκατριάχρονου κοριτσιού ή μέσα από το στήθος ενός φυλακισμένου την ώρα που αυνανίζεται και τότε η γλώσσα δεν υπάρχει. Και το αμίλητο είναι ο βόγκος που μεγαλώνει την ύπαρξη και την κάνει συμπαντική.

Για να θυμηθώ το αλφαβητάρι αυτής της σιωπής, είπα να μείνω για λίγο μονάχος μου σ’αυτό το σπίτι της πολύγλωσσης γαλήνης. Σε λίγο η μητέρα θα ξυπνήσει. Ο πατέρας κάνει ότι κοιμάται. Ξέρει, όπως ξέρουν οι απελπισμένα ερωτευμένοι, ότι η γυναίκα του τον κοιτάζει. Είναι απίστευτα ερωτευμένος μαζί της. Δεν μιλάει, μιλάει το κορμί του μαστιγωμένο άγρια από λέξεις και λέξεις ειπωμένες. Στα μπουντρούμια της Ασφάλειας Καβάλας. Η μητέρα τις βλέπει. Και αγαπάει τις λέξεις της πληγής. Μαστιγώθηκε από το ίδιο μαστίγιο αυτών των λέξεων.

Και τώρα δεν ξέρει το κορμί που θα διδάξει το κορμί της.

Η μητέρα με κοιτάζει και χαμογελάει καθώς σκουπίζει λίγη άμμο από το πρόσωπο του πατέρα. «Κοίτα», μου λέει, «ακόμα ονειρεύεται». Κοιτάζω. Είναι καλοκαίρι κι εγώ κοιτάζω τον θάνατο στα μάτια. Αλλιώς δεν γίνεται να ζήσω. Ούτε κι εσύ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL