Live τώρα    
21°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.0°C21.8°C
3 BF 64%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
17 °C
15.3°C18.8°C
1 BF 83%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
18 °C
17.7°C18.8°C
3 BF 72%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αραιές νεφώσεις
21 °C
19.8°C21.4°C
2 BF 81%
ΛΑΡΙΣΑ
Ασθενής ομίχλη
15 °C
14.9°C18.0°C
2 BF 100%
Τι πραγματικά συμβαίνει στη Θράκη;
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Τι πραγματικά συμβαίνει στη Θράκη;

Του Χρήστου Ηλιάδη*

- Για φορείς με επιρροή, κάθε σύνδεση με τη γείτονα και η οποιαδήποτε έκφραση τουρκικής ταυτότητας εκ μέρους των θρακιωτών μουσουλμάνων θεωρήθηκε μη-νομιμοποιημένη. Την ίδια στιγμή, ως αντίβαρο, αναπτύχθηκαν προσπάθειες προκειμένου να ενισχυθεί μια παραδοσιακή-συντηρητική εκδοχή του Ισλάμ, η οποία παρέμενε πιστή στις οθωμανικές παραδόσεις και η οποία, εξαιτίας της εχθρότητάς της προς τον κεμαλισμό, αναζητούσε ρίζες στο -αιγυπτιακό κυρίως- χαλιφάτο. Στη λογική του «κοινού εχθρού», συνεργάστηκαν ελληνική πολιτεία και μειονοτικοί σαρικοφόροι. Ταυτόχρονα, αναζητήθηκε διέξοδος στην προσέγγιση των σλαβόφωνων μουσουλμάνων-Πομάκων.

Τι πραγματικά συμβαίνει στην Θράκη; Απειλείται η εθνική κυριαρχία; Οδηγείται σε αυτονόμηση η περιοχή; Ποια τα λάθη του ελληνικού κράτους; Είναι η μειονότητα τουρκική ή μουσουλμανική; Τα ερωτήματα αυτά διατυπώνονται αρκετές φορές δημόσια και συχνά απασχολούν συζητήσεις και πολιτικές αντιπαραθέσεις που αναφέρονται στην περιοχή. Δεν είναι όμως καινούργια. Βρίσκονται στο επίκεντρο προβληματισμών για τη Θράκη δεκαετίες τώρα.

Η Ελλάδα δεν είναι το μόνο εθνικό κράτος που ιστορικά έχει αντιμετωπίσει το φαινόμενο ύπαρξης μιας μειονότητας κοντά στα σύνορά της, μειονότητα που έχει αναπτύξει δεσμούς με έναν γειτονικό εθνικισμό· δεσμούς που αντιμετωπίζονται ως απειλητικοί για την εδαφική ακεραιότητα του κράτους στο οποίο ζει. Το φαινόμενο αυτό είναι κοινό ιδιαίτερα στις περιοχές της Βαλκανικής και της ανατολικής Ευρώπης, όπου πολυεθνικές αυτοκρατορίες με εδαφική συνέχεια διατηρήθηκαν έως τον 20ό αιώνα. Η ανάδυση των εθνών - κρατών από τις στάχτες των αυτοκρατοριών είχε σαν αποτέλεσμα το μειονοτικό ζήτημα στην ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη να μην είναι αποκλειστικά θέμα ενός κράτους, και μιας μειονότητας στο εσωτερικό του, αλλά να αφορά κι ένα άλλο, συνήθως γειτονικό κράτος. Όπως έχει χαρακτηριστεί, μια «τριαδική σχέση» αναπτύσσεται στις περιπτώσεις αυτές μεταξύ του κράτους του οποίου τα μέλη της μειονότητας ζουν και είναι πολίτες, της μειονότητας, και του γειτονικού κράτους που διεκδικεί τον ρόλο της «μητέρας πατρίδας» για τη μειονότητα.

Οι αναλύσεις των μειονοτικών πολιτικών στη Θράκη -τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος- ακολουθούν συγκεκριμένα μονοπάτια στην ελληνική βιβλιογραφία. Το μέχρι πρόσφατα κυρίαρχο παράδειγμα, αποτυπωμένο σε περισσότερο ή λιγότερο ακαδημαϊκές μελέτες, προσδιόριζε το βασικό χαρακτηριστικό του μειονοτικού ζητήματος, ως το πρόβλημα που θέτουν ο ρόλος της Τουρκίας στην ασφάλεια της περιοχής και οι προσπάθειές της να «επιβάλει» την τουρκική ταυτότητα πάνω σε έναν ακραιφνώς μουσουλμανικό πληθυσμό, αλλά και το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος έκανε «λάθη» και ήταν «απόν», χωρίς ποτέ να προσπαθήσει οργανωμένα να αποκρούσει τη «διείσδυση του τουρκικού εθνικισμού». Σήμερα, η παραδοσιακή αντίληψη για τα ζητήματα των μειονοτήτων στην Ελλάδα έχει υποστεί σημαντικές ρωγμές και το «ευαγγέλιο των επίσημων ιστοριών» αμφισβητείται από μια πληθώρα δημοσιεύσεων, με τις οποίες το μειονοτικό φαινόμενο στη Θράκη προσεγγίζεται κριτικά και διεπιστημονικά.

Η μέχρι πρόσφατα σχεδόν καθολική έλλειψη πηγών και αρχείων δεν επέτρεψε την πρόσβαση σε πραγματολογικά δεδομένα, καθώς και τη δυνατότητα μελέτης των τρόπων με τους οποίους οι πρωταγωνιστές της εκάστοτε εποχής είδαν το μειονοτικό ζήτημα. Εξαιτίας αυτής της έλλειψης, δεν κατέστη δυνατό να μελετηθεί σε βάθος η παρέμβαση στη Θράκη συνδυαστικά με ευρύτερα ζητήματα που απασχολούσαν την ελληνική πολιτική και τη σχέση της με τις γειτονικές χώρες. Επίσης, η ελληνική πολιτική ερμηνεύτηκε και μελετήθηκε μονοσήμαντα, μόνο σε σχέση με τις συνέπειές της. Αγνοήθηκαν, ή καλύτερα δεν ήταν γνωστές, οι εναλλακτικές δυνατότητες, οι διαφορετικές απόψεις, οι αντιπαραθέσεις και διαφωνίες, καθώς και τα διαφορετικά κέντρα εξουσίας, σημαντικοί δρώντες και η παρέμβασή τους, αλλά και οι αλλαγές και μετασχηματισμοί που χαρακτήρισαν την παρέμβαση του ελληνικού κράτους στην περιοχή.

Παράδειγμα των συνεπειών της έλλειψης αρχειακών πηγών αποτέλεσε μια κοινή παρεξήγηση σχετικά με την εγκαθίδρυση της λεγόμενης «πολιτικής διοικητικών ενοχλήσεων», δηλαδή των αρνητικών διακρίσεων οι οποίες συνεχίστηκαν έως τη δεκαετία του 1990 στην Θράκη. Στο μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας, η έναρξη της πολιτικής αυτής συνδέεται με την ελληνική χούντα, μετά το 1967. Όπως όμως έχει αναδείξει η πρόσφατη έρευνα, η πολιτική αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί σε προγενέστερη περίοδο. Ήταν οι διώξεις των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και τα μέτρα περιορισμού των δικαιωμάτων τους την περίοδο 1964-1966, σε συνδυασμό με το φόβο αριθμητικής υπεροχής της μειονότητας στη Θράκη έναντι των χριστιανών Ελλήνων, οι κρίσιμοι παράγοντες που οδήγησαν στην υιοθέτηση και λήψη μέτρων συστηματικών διακρίσεων την περίοδο 1965-66. Όχι δηλαδή από την ελληνική χούντα, αλλά από τις κυβερνήσεις συνεργασίας που ακολούθησαν την «αποστασία». Μάλιστα, η δικτατορία των συνταγματαρχών, τουλάχιστον στα πρώτα της χρόνια, δεν επέφερε καμία περαιτέρω σκλήρυνση στη μειονοτική πολιτική -πέραν φυσικά της γενικότερης αναστολής των δικαιωμάτων όλων των Ελλήνων πολιτών- παρά απλώς εφαρμόστηκαν τα όσα μέτρα είχαν υιοθετηθεί την αμέσως προηγούμενη περίοδο.

Για φορείς με επιρροή, κάθε σύνδεση με τη γείτονα και η οποιαδήποτε έκφραση τουρκικής ταυτότητας εκ μέρους των θρακιωτών μουσουλμάνων θεωρήθηκε μη-νομιμοποιημένη. Την ίδια στιγμή, ως αντίβαρο, αναπτύχθηκαν προσπάθειες προκειμένου να ενισχυθεί μια παραδοσιακή-συντηρητική εκδοχή του Ισλάμ, η οποία παρέμενε πιστή στις οθωμανικές παραδόσεις και η οποία, εξαιτίας της εχθρότητάς της προς τον κεμαλισμό, αναζητούσε ρίζες στο -αιγυπτιακό κυρίως- χαλιφάτο. Στη λογική του «κοινού εχθρού», συνεργάστηκαν ελληνική πολιτεία και μειονοτικοί σαρικοφόροι. Ταυτόχρονα, αναζητήθηκε διέξοδος στην προσέγγιση των σλαβόφωνων μουσουλμάνων-Πομάκων. Η προοπτική δημιουργίας μιας πολυπληθούς πομακικής ταυτότητας όμως ήταν εξαιρετικά θολή.

Το πογκρόμ εναντίον των ορθοδόξων της Κωνσταντινούπολης οδήγησε σταδιακά σε μια νέα συνάρθρωση της πολιτικής για τις μειονοτικές ομάδες, όπου επανήλθαν στο προσκήνιο απόψεις οι οποίες έβλεπαν τον εχθρό σε οτιδήποτε τουρκικό, στα πρότυπα των εθνικών ανταγωνισμών των αρχών του 20ού αιώνα. Η τουρκική πολιτική -τόσο το 1955, όσο και αργότερα, το 1964 και το 1974- παρείχε φυσικά ουκ ολίγα επιχειρήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Η αμοιβαιότητα όμως δεν ήταν η αποκλειστική αιτία για την εφαρμογή περιοριστικών πολιτικών. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι τουρκικές πολιτικές στην Κωνσταντινούπολη χρησιμοποιήθηκαν ως αφορμή για την προώθηση των τοπικών επιδιώξεων στην Θράκη.

Η δημιουργία του Συντονιστικού Συμβουλίου Θράκης, το οποίο λειτούργησε ως ένα απόρρητο θεσμικό όργανο για μία δεκαετία, αποτέλεσε την κορύφωση των προσπαθειών. Ταυτόχρονα, το συμβούλιο ανέπτυξε σταδιακά ένα συστηματικό καθεστώς αποκλεισμών και εφάρμοσε -πριν από την επιβολή της χούντας- μέτρα τα οποία κλιμακούμενα ονομάστηκαν «πολιτική διοικητικών ενοχλήσεων». Η αποτυχία όλων των προηγούμενων προσπαθειών περιορισμού του κεμαλικού νεωτερισμού στη Θράκη οδήγησε στην ανάπτυξη πολιτικών στην κατεύθυνση του εξαναγκασμού των μελών της μειονότητας να εγκαταλείψουν τη Θράκη. Από τη στιγμή που η «αποτουρκοποίηση» της μειονότητας απέτυχε, η «αποτουρκοποίηση» του εδάφους έγινε προτεραιότητα.

* Δρ. Πολιτικής Επιστήμης

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL