Live τώρα    
15°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αραιές νεφώσεις
15 °C
10.9°C16.5°C
1 BF 69%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
13 °C
9.6°C14.4°C
2 BF 69%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
13 °C
11.0°C13.2°C
1 BF 77%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
11 °C
10.8°C12.7°C
2 BF 82%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
8 °C
7.9°C10.7°C
0 BF 87%
Για έναν άλλο λαϊκισμό της χειραφέτησης
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Για έναν άλλο λαϊκισμό της χειραφέτησης

Του Αλέξανδρου Κιουπκιολή*

Το ζήτημα είναι πώς η πλουραλιστική, εξισωτική, συμμετοχική και ανοιχτή κινητοποίηση των πολλών θα μπορέσει να βρει ικανούς μοχλούς αλλαγής των κυρίαρχων θεσμών και οικοδόμησης μιας νέας θεσμικότητας των κοινών. Πώς δηλαδή θα επέλθει μια σύζευξη των «δύο δρόμων» του σύγχρονου προοδευτικού λαϊκισμού, που θα πηγάζει, όμως, και θα κατευθύνεται από τα κάτω, με όρους ανοιχτής, πληθωρικής και αντι-ιεραρχικής οργάνωσης των πολλών

Ο «λαϊκισμός» αποτελεί στην Ελλάδα, και όχι μόνο, τη μεγάλη κοινοτοπία, την ιερή μανία και την ανιαρή επανάληψη όσων καταφέρονται εναντίον λογικών και πρακτικών που αμφισβητούν τα μεγάλα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού διεκδικώντας αναδιανομή του πλούτου, κοινωνικό κράτος, κοινωνική ισότητα κ.ο.κ. Ο λαϊκισμός παραπέμπει αμέσως σε καιροσκοπικές πολιτικές που είναι μακροπρόθεσμα καταστροφικές, σε λαοπλάνους ηγέτες που δίνουν ψεύτικες υποσχέσεις και «πουλάνε ελπίδα» στις αφελείς μάζες ή σε δεξιές, εθνικιστικές και αντιμεταναστευτικές φωνές και δράσεις στη σύγχρονη Ευρώπη. Όπως ενσαρκώθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου ώς τον Ούγκο Τσάβεζ, τον Νίκολα Μαδούρο και τη Μαρίν Λεπέν, μεταξύ πολλών άλλων, ο λαϊκισμός είναι η πανούκλα του ανορθολογισμού, της ανευθυνότητας και της καταστροφής της φιλελεύθερης δημοκρατίας την οποία επικαλούνται σήμερα οι κάθε λογής υπέρμαχοι του «εκσυγχρονισμού» και της «ορθολογικής» προσαρμογής στη νεοφιλελεύθερη κυριαρχία.

Η ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει ένας εξισωτικός δημοκρατικός λαϊκισμός που ενδυναμώνει πολιτικά την κοινωνική πλειοψηφία βαθαίνει και ριζοσπαστικοποιεί τη δημοκρατία μέσω της πλατιάς λαϊκής συμμετοχής στρέφεται εναντίον των προνομιών και της εξουσίας των ελίτ ηχεί κούφια και απίθανη, αν όχι επικίνδυνη. Κι όμως, την υπόθεση αυτή δεν την υποστήριξαν μόνον στην πράξη -και με προφανείς περιορισμούς- φιλολαϊκοί ηγέτες (από τον Χουάν Περόν της Αργεντινής και τον Ούγκο Τσάβεζ της Βενεζουέλας ώς τον Ανδρέα Παπανδρέου). Αποτελεί μια βασική θέση της σύγχρονης θεωρητικής γραμματείας και έρευνας γύρω από τον λαϊκισμό, κυρίως, αλλά όχι μόνο, στο έργο του Ερνέστο Λακλάου, της Σαντάλ Μουφ και της όλης Σχολής του Έσεξ που αυτοί ίδρυσαν. Πολύ πιο πριν, το υπόβαθρο του επιχειρήματος για τον λαϊκισμό ως στρατηγική ηγεμονίας των εργατικών και συμμαχικών τάξεων το έχτισε ο Αντόνιο Γκράμσι με τις αναλύσεις του για τη συγκρότηση μιας «εθνικής-λαϊκής» βούλησης και ενός διαταξικού συλλογικού υποκειμένου των υποτελών τάξεων. Οι έννοιες αυτές απέκτησαν ξανά πολιτική επικαιρότητα και σημασία στα χρόνια της κρίσης, στην Ελλάδα και την Ισπανία, όταν Podemos και ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκαν ως ενσαρκωτές τους την περίοδο 2014-2015. Για ποιον λαϊκισμό, όμως, πρόκειται εδώ;

Για τον λαϊκισμό ως αναλυτική κατηγορία και πολιτική στρατηγική, που δεν ανάγεται αποκλειστικά στη δημαγωγία ή τον εθνικισμό ή τη συρρίκνωση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Στην παράδοση του Λακλάου ο λαϊκισμός είναι μια στρατηγική που επιδιώκει κατ’ αρχάς την οικοδόμηση ηγεμονικών συλλογικών ταυτοτήτων και υποκειμένων μέσω της διχοτομικής διαίρεσης της κοινωνίας σε «λαό» και «ελίτ» ή «κατεστημένο» και επικαλείται τον «λαό» ως πληβειακή πλειοψηφία. Στόχος της λαϊκιστικής στρατηγικής είναι η διαμόρφωση ενός μαζικού συλλογικού υποκειμένου, ενός μεγάλου κοινωνικού μετώπου, που θα προτάξει τα συμφέροντα των πολλών και θα αντιταχθεί στην εξουσία των ελίτ με την κύρια δύναμη που διαθέτουν τα πλατιά λαϊκά στρώματα: του πλήθους και της συσπείρωσής του. Η (αντι)ηγεμονική στρατηγική του λαϊκισμού αναπτύσσεται και κατευθύνεται από έναν οργανωμένο πολιτικό φορέα, ο οποίος επιζητεί τη μαζική κοινωνική απεύθυνση και αρθρώνει έναν ευρύχωρο λόγο που ελκύει και συνενώνει τα πλήθη πέρα από μερικότερες κοινωνικές, ιδεολογικές, πολιτιστικές ή άλλες διαφορές τους.

Είναι, λοιπόν, προφανές ότι μια τέτοια εκδοχή του «λαϊκιστικού» λόγου και πράξης είναι εκ των ων ουκ άνευ για να δημιουργηθούν οι πολιτικές προϋποθέσεις ανατροπής της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας και να επιβληθούν τα πλειοψηφικά συμφέροντα. Κι αυτό όχι απλώς γιατί «η δύναμη των αριθμών» έναντι του πλούτου, των θέσεων κοινωνικής ισχύος κ.ο.κ. παραμένει το θεμέλιο της λαϊκής εξουσίας. Αλλά και γιατί οι ύστερες νεωτερικές κοινωνίες είναι ετερογενείς και κατακερματισμένες, ενώ παραδοσιακές εστίες προοδευτικής δημοκρατικής συσπείρωσης, όπως η εργατική ταξική ταυτότητα ή αριστερές πολιτικές ιδεολογίες, έχουν σχεδόν διαλυθεί. Σε μια εποχή φθίσης των νεωτερικών «μεγάλων αφηγήσεων», αυξημένου πλουραλισμού, κλονισμού των βεβαιοτήτων και αμφισβήτησης των δογμάτων του παρελθόντος, σε καιρούς διάδοσης του ατομικισμού και διάσπασης των κοινοτικών δεσμών, μόνο πολύ γενικά «σημαίνοντα», όπως ο λαός, μπορούν να βρουν ευρύτερη απήχηση και να συγκροτήσουν μια μαζική συλλογικότητα συσπειρώνοντας τις διαφορές.

Ως ανταγωνιστική τομή και αντιπαράθεση του λαού με τους ολίγους, τα προνόμια κ.λπ., ο λαϊκισμός έχει ισχνό πολιτικό περιεχόμενο, το οποίο μπορεί να συμπληρωθεί και να καθοριστεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, διαφορετικά εννοιολογικά, πραξιακά και οργανωτικά στοιχεία. Έτσι, ο λαϊκισμός μπορεί να είναι ακροδεξιός ή εθνικιστικός, στρεφόμενος κατά των ελίτ και των μεταναστών που «υποστηρίζουν» οι ελίτ στο εθνικο-λαϊκό αφήγημα. Μπορεί να είναι αριστερός, υπέρ των φτωχών, των μεταναστών/ριών, των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων, της εμβάθυνσης της δημοκρατίας. Μπορεί να είναι προσωποκεντρικός, περιστρεφόμενος γύρω από τον «Μεγάλο Ηγέτη», ή ανώνυμος και συλλογικός, όπως το Κόμμα του Λαού στις ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα, ή το κίνημα των πλατειών το 2011.

Στην πρόσφατη ιστορική εμπειρία, στα χρόνια της κρίσης και του ολιγαρχικού «κλεισίματος», ο προοδευτικός δημοκρατικός λαϊκισμός έδειξε ξανά τα πολιτικά του δόντια, τη δύναμη να συνενώνει τα πλήθη ενάντια στους λίγους και να επιδιώκει ή να επιτυγχάνει πολιτικοκοινωνικές αλλαγές του status quo. Λαϊκιστική ανταγωνιστική πολιτική έκαναν το κίνημα των πλατειών, των Indignados και του Occupy Wall Street, αλλά και το Podemos στην Ισπανία το 2014 και ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 ώς το 2015. Αυτά τα νέα ιστορικά βιώματα εμπεριέχουν κρίσιμες ενδείξεις τόσο για τις δυνατότητες όσο και για τα όρια μιας λαϊκιστικής στρατηγικής ανταγωνισμού στα χρόνια της νεοφιλελεύθερης ΤΙΝΑ.

Από τη μία, τα κινήματα χάραξαν τον δρόμο για έναν ριζοσπαστικό δημοκρατικό λαϊκισμό: την άσκηση της εξουσίας από τους ίδιους τους πολίτες, χωρίς διαχωρισμούς και ιεραρχίες, στη βάση της ελεύθερης έκφρασης και ισότητας, με σεβασμό των διαφορών, διαφάνεια, διαβούλευση και πλατιές συμμετοχικές διαδικασίες που «εξισώνουν» την πολιτική εξουσία, ανοίγοντάς τη δυνάμει σε όλες και όλους. Δεν θεμελίωσαν, ωστόσο, θεσμούς που θα έδιναν διάρκεια, ισχύ και συνέχεια σε αυτές τις μορφές λαϊκής εξουσίας, ούτε αντιμετώπισαν αποτελεσματικά την κατεστημένη εξουσία που εδράζεται στους θεσμούς του κράτους και της αγοράς.

Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ και το Podemos έπαιξαν το παιχνίδι της «εμπλοκής με τους κυρίαρχους θεσμούς» και της συλλογικής εκπροσώπησης στις δομές του κράτους. Διεύρυναν, έτσι, τη φιλολαϊκή απεύθυνση και προς λιγότερο «κινητοποιημένες» κοινωνικές μερίδες που αρκούνταν στην πολιτική της ανάθεσης. Μετήλθαν για τον σκοπό αυτό πιο συμβατικά επικοινωνιακά και οργανωτικά μέσα, όπως τηλεοπτικές εμφανίσεις και ηγετικά πρόσωπα. Ωστόσο, και αυτή η εκδοχή του δημοκρατικού λαϊκισμού φανέρωσε γρήγορα τα γνωστά ιστορικά της όρια. Η συγκεντρωτική εκπροσώπηση και καθοδήγηση δεν προάγουν την ουσιαστική συμμετοχή και ενεργοποίηση των πολλών, ούτε βεβαίως την κοινωνική χειραφέτηση σε βάθος χρόνου. Ωστόσο, απέναντι στην εδραία ισχύ -οικονομική, πολιτική, ιδεολογική, οργανωτική- των νεοφιλελεύθερων ελίτ, το μόνο πολιτικό όπλο που μπορεί να επιστρατεύσει σήμερα ένας πολιτικός σχηματισμός λαϊκής εκπροσώπησης δεν είναι ο χρηματοοικονομικός πλούτος, ο έλεγχος του βαθέος κράτους, των ένοπλων δυνάμεων, των διεθνών κυκλωμάτων εξουσίας κ.λπ. Είναι ο ίδιος ο λαϊκός παράγοντας της μαζικής στράτευσης, κινητοποίησης και διαρκούς σαρωτικής πίεσης των πολλών απέναντι στους λίγους. Είναι ο λαϊκισμός ως πράξη του λαού που θα μπορούσε να συνδιαμορφώσει και να υπερασπιστεί ως δικό του ένα εναλλακτικό οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό σχέδιο.

Υπό το φως αυτών των εμπειριών, λοιπόν, η κύρια πρόκληση για έναν ριζοσπαστικό δημοκρατικό λαϊκισμό που θα ανατρέψει το νεοφιλελεύθερο καθεστώς και θα διανοίξει νέους κοινωνικούς ορίζοντες διαγράφεται με αρκετή σαφήνεια. Το ζήτημα είναι πώς η πλουραλιστική, εξισωτική, συμμετοχική και ανοιχτή κινητοποίηση των πολλών θα μπορέσει να βρει ικανούς μοχλούς αλλαγής των κυρίαρχων θεσμών και οικοδόμησης μιας νέας θεσμικότητας των κοινών. Πώς δηλαδή θα επέλθει μια σύζευξη των «δύο δρόμων» του σύγχρονου προοδευτικού λαϊκισμού που θα πηγάζει, όμως, και θα κατευθύνεται από τα κάτω, με όρους ανοιχτής, πληθωρικής και αντι-ιεραρχικής οργάνωσης των πολλών. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Αλλά ο νέος «δημοτισμός των κοινών» σε χώρες όπως η σημερινή Ισπανία και η πόλη της Βαρκελώνης, που συνδυάζει τον έλεγχο της δημοτικής αρχής από συμμετοχικές πλατφόρμες πολιτών με την αρωγή του δήμου προς αυτόνομα κινήματα κοινωνικής αλλαγής και συμμετοχής από τα κάτω, είναι ένας δρόμος που αξίζει να μελετήσουμε και να βαδίσουμε.

* Επίκουρος καθηγητής Σύγχρονων Πολιτικών Θεωριών στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL