Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
16.2°C20.7°C
2 BF 53%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
17 °C
15.2°C17.7°C
1 BF 74%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
14.8°C16.6°C
3 BF 68%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
17 °C
16.0°C18.0°C
2 BF 59%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
15.9°C15.9°C
0 BF 55%
Ερωτήματα από το παρελθόν και (υπο)θέσεις για το μέλλον ενός ριζοσπαστικού κόμματος της Αριστεράς
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ερωτήματα από το παρελθόν και (υπο)θέσεις για το μέλλον ενός ριζοσπαστικού κόμματος της Αριστεράς

Του Ευθύμη Παπαβλασόπουλου*

Το δυσκολότερο ίσως εγχείρημα σήμερα για έναν αριστερό είναι να σκεφτεί θετικά και αισιόδοξα το μέλλον της Αριστεράς. Καθώς αναλογίζομαι την ιστορική διαδρομή του παγκόσμιου σοσιαλιστικού κινήματος, δυσκολεύομαι να διακρίνω ανάλογη στιγμή ιδεολογικής υποχώρησης, πολιτικής περιθωριοποίησης και οργανωτικής οστεοποίησης. Και η διαπίστωση αυτή γίνεται αφόρητη στο λυκόφως της ελπίδας που γέννησε η σύντομη άνοιξη του ριζοσπαστισμού των μαζών, που με την ορμή του έβγαλε τα κόμματα της Αριστεράς από το θεσμικό λήθαργο δεκαετιών και έφερε στο προσκήνιο νέες πολιτικές δυνάμεις οι οποίες υποσχέθηκαν «να αλλάξουν τον κόσμο». Η υποχώρηση ή/και η σιωπηρή συνθηκολόγηση ενός πολυεστιακού κινήματος αμφισβήτησης μπροστά στον κυνισμό και τη βαναυσότητα του νεοφιλελεύθερου φονταμενταλισμού και στην επέλαση της αντιπολιτικής δεν αφήνουν περιθώρια για φιλόδοξα σχέδια.

Τα ζητήματα που θα σχολιάσω απορρέουν από ένα κρίσιμο αλλά ακόμα και σήμερα «τυφλό σημείο» για τη μαρξιστική σκέψη. Αναφέρομαι στην αμφίσημη συνάρθρωση του κόμματος με το κράτος και την κοινωνία, μια πολυσθενή σχέση που προκαλεί θεωρητικές διενέξεις, πολιτικές εντάσεις, οργανωτικές ρήξεις και επώδυνες διαψεύσεις.

Αριστερά και Κοινωνία

Από την εργατική τάξη στην κοινωνία εν γένει

Ξεκινώ με μια αξιωματική παραδοχή: η ιστορική μήτρα της Αριστεράς είναι η κοινωνία. Σε αντίθεση με τα αστικά κόμματα που σχηματίζονται στο εσωτερικό του κράτους και των θεσμών του, η Αριστερά, ως οργανωμένη πολιτική δύναμη, σμιλεύεται στις εστίες των ταξικών ανταγωνισμών και των αξιακών διακυβεύσεων του καπιταλισμού και της αστικής κοινωνίας. Στο βαθμό όμως που τα κόμματα αποτελούν δομές οργάνωσης και πολιτικής εκπροσώπησης κοινωνικών συμμαχιών, το πρώτο ερώτημα που προκύπτει είναι ποιες τάξεις και μερίδες εκπροσωπεί η Αριστερά. Στις συνθήκες του βιομηχανικού καπιταλισμού η αναφορά στην εργατική τάξη αποτελούσε προγραμματική σταθερά για τις πολυώνυμες εκδοχές της. Η εργατική Αριστερά (σοσιαλδημοκρατική και κομμουνιστική) βρέθηκε στην εμπροσθοφυλακή των κοινωνικών αγώνων ενθαρρύνοντας δομές αυτοοργάνωσης, διαπλάθοντας την κουλτούρα της συμμετοχής και της συλλογικότητας, μετασχηματίζοντας το διάχυτο ριζοσπαστισμό του εξαθλιωμένου προλεταριάτου σε οργανωμένη πολιτική παρέμβαση. Η ηγεμονική παρουσία της στο κοινωνικό πεδίο, αν και συνέβαλε αποφασιστικά στη βελτίωση της θέσης των υποτελών τάξεων, διολίσθησε σταδιακά σε πρακτικές χειραγώγησης και εργαλειοποίησης, που γραφειοκρατικοποίησαν την πολιτική δράση και καλλιέργησαν το φετιχισμό του κόμματος.

Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, σε συνθήκες δημοκρατικής σταθερότητας και αύξουσας ευημερίας, το σύνολο σχεδόν των μαζικών αριστερών κόμματων (κατεξοχήν τα σοσιαλδημοκρατικά) φιλοτέχνησαν την πολιτική τους παρουσία απωθώντας αμήχανα το ζήτημα της ταξικής απεύθυνσης. Ανάλογα με τη συγκυρία πολιτεύτηκαν ως εθνικές και υπεύθυνες δυνάμεις και ως πολυσυλλεκτικοί σχηματισμοί που διεκδικούσαν την υποστήριξη και την εκπροσώπηση των «λαϊκών στρωμάτων», «των αδύναμων», ενίοτε και του συνόλου της κοινωνίας, προλειαίνοντας το έδαφος για την εφαρμογή του προγράμματος της κοινωνικής ειρήνης και της κρατικοποίησης της συνείδησης (Ανιόλι).

Κατά τη δεκαετία του 1960, καθώς εμπεδώνεται η κουλτούρα της κατανάλωσης και «θεσμοποιείται η ταξική πάλη», οι κοινωνικές εντάσεις εκδηλώνονται πλέον και σε σχέσεις πέρα από το ανταγωνιστικό δίπολο κεφάλαιο-εργασία, ενώ νεόφυτα υποκείμενα διεκδικούν την προτεραιότητα της «πολιτικής σε πρώτο πρόσωπο». Σε ένα κλίμα έντονου ριζοσπαστισμού και αμφισβήτησης αναδύθηκε μια εναλλακτική Αριστερά (Νέα, ευρωκομουνιστική, Ανανεωτική...), που με τη συνδρομή της κριτικής κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας επιχείρησε να απογαλακτιστεί από τον οικονομισμό και τον αναγωγισμό του σοβιετικού μαρξισμού και να αποδεσμευτεί από τις δουλείες του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού. Στη συνάφεια αυτή αναθεώρησε τις κοινωνικές της αναφορές ενσωματώνοντας τις νέες κρυσταλλώσεις που εξόρυξαν οι λεγόμενες «μεταϋλιστικές τομές» της κοινωνίας της ευημερίας. Η μετατόπιση αυτή και η συνάντηση της Αριστεράς με τα νέα κοινωνικά κινήματα υπήρξε αναμφίβολα γόνιμη: διεύρυνε το πεδίο της πολιτικής, επινόησε νέες μορφές οργάνωσης, εμπλούτισε τα ρεπερτόρια δράσης και απελευθέρωσε φορτία ριζοσπαστισμού.

Η νέα Αριστερά έγινε διαταξική και πληθυντική. Έστρεψε το ενδιαφέρον της σε υποτιμημένες μέχρι τότε περιοχές όπως η ιδεολογία, οι ατομικές ελευθερίες, το περιβάλλον, οι έμφυλες σχέσεις κτλ. Ταυτόχρονα όμως η αποσύνδεση της ιδεολογίας από τις υλικές της βάσεις και η μόλυνση της συλλογικότητας από το μικρόβιο του νέου ατομικισμού των ταυτοτήτων υποβάθμισε τις ταξικές της αιχμές, υπερτονίζοντας τα φιλελεύθερα και πλουραλιστικά στοιχεία της νέας πολιτικής της ταυτότητας. Στο νεόκοπο αφήγημά της ο Μαρξ και ο Γκράμσι ελάχιστα πλέον διέφεραν από τον Τζον Στιούαρτ Μιλλ, τον Τοκβίλ και τον Ρόμπερτ Νταλ.

Η δύσκολη συνήθως συνύπαρξη των δυνάμεων της Αριστεράς με τις συλλογικότητες της «μεταϋλιστικής» κουλτούρας πυροδότησε έντονες αντιδικίες για το αν το κόμμα θα πρέπει να παρεμβαίνει συντονιστικά στη δράση των κινημάτων (Ινγκράο) ή αν αντίθετα οφείλει να σέβεται την αυτονομία τους και να ευνοεί τη διαλεκτική ένταση στις μεταξύ τους σχέσεις (Πουλαντζάς). Τελικά, τα κόμματα της νέας Αριστεράς συμφιλιώθηκαν εξ ανάγκης με την ιδέα της αυτονομίας.

Στην πραγματικότητα όμως η αναγνώριση της αυτονομίας του κοινωνικού κατέληξε σε ένα σιωπηρό καταμερισμό του πολιτικού έργου, στο πλαίσιο ενός φιλόδοξου σχεδίου σοσιαλιστικού μετασχηματισμού με δημοκρατία και ελευθερία: στα κινήματα εκχωρήθηκε η οργάνωση του κοινωνικού πεδίου και η πολιτικοποίηση των νέων αντιθέσεων, ενώ το κόμμα περιορίστηκε στη διαμόρφωση και διαχείριση της πολιτικής ατζέντας και μάλιστα κατεξοχήν στο επίπεδο των κομματικών συμβιβασμών και των θεσμικών διευθετήσεων. Η επιλογή αυτή όχι μόνο δεν γεφύρωσε την απόσταση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, αλλά έθισε την Αριστερά στο θεσμικό φετιχισμό και τον κυβερνητισμό που την απομόνωσαν ακόμη περισσότερο από την κοινωνική της ενδοχώρα.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι οι σωρευμένες αντιφάσεις του συστήματος κοινωνικής αναπαραγωγής διευθετήθηκαν τελικά από την ηγεμονική λογική του νεοφιλελευθερισμού, που αφόπλισε ή και ενσωμάτωσε την ριζοσπαστική κριτική των δεκαετιών 1960 και 1970.

Από την κοινωνία στο «πλήθος»

Από τη δεκαετία του 1990 ο προβληματισμός γύρω από το ζήτημα των τάξεων και του ιστορικού υποκειμένου θεωρείται παρωχημένος και ανεδαφικός. Η δεσπόζουσα ριζοσπαστική θεωρία, παραδομένη στη σαγήνη του μεταμοντέρνου σχετικισμού, αναζητά αυτιστικά τα υποκείμενα στις πολλαπλές ετεροτοπίες, στις θρυμματισμένες ταυτότητες και στο «πλήθος» της ύστερης νεωτερικότητας. Η ομογάλακτη πολιτική ανάλυση μεταφράζει στην αριστερή ιδιόλεκτο τον κυρίαρχο τύπο υποπολιτικής εκπροσώπησης (συνδετικό κόμμα).

Την ίδια περίπου εποχή οι κληρονόμοι της ανανέωσης -όσοι δεν είχαν προσχωρήσει ήδη στην νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία- αποκομμένοι από τους κοινωνικούς τόπους της πολιτικής τους αναπαραγωγής και συρρικνωμένοι εκλογικά, ανασυγκροτούνται και μεθοδεύουν την (επι)στροφή τους στην κοινωνία. Επινοούν σχέσεις και συνάπτουν ευκαιριακούς δεσμούς με τα κινήματα αντίστασης στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, τις συλλογικότητες που συγκροτούνται στη βάση των κοινωνικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων και των δικαιωμάτων, καθώς και τα πολυεστικά μορφώματα διαμαρτυρίας. Ταυτόχρονα, οι οξυμένες αντιφάσεις του δρεπανηφόρου νεοφιλελευθερισμού φέρνουν στο προσκήνιο νέους πολιτικούς σχηματισμούς με ριζοσπαστικό πρόσημο.

Με την εκδήλωση της παγκόσμιας κρίσης, αν και οι συσχετισμοί μοιάζουν ιδιαίτερα ευνοϊκοί, κανένα σχεδόν από τα κόμματα αυτά δεν κατάφερε να αποκαταστήσει οργανικές σχέσεις με τις εστίες της κοινωνικής σύγκρουσης, ούτε πολύ περισσότερο να οργανώσει ισχυρές αντιηγεμονικές εγκλήσεις.

Η Αριστερά, το Κράτος και η πολιτική εξουσία.

Από την πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης στην κρατικοποίηση

Πού οφείλεται όμως αυτή η εγγενής δυστοκία και η θεμελιώδης αντινομία της Αριστεράς να σφυρηλατήσει σταθερούς δεσμούς με την κοινωνία; Η απάντηση νομίζω βρίσκεται στη δυσκολία της να κατανοήσει τη φύση και τα όρια του αστικού κράτους και να παρέμβει διαπλαστικά στις αντιφάσεις του, κατά τρόπο που θα προάγει το ιστορικό της πρόταγμα.

Έχει χυθεί πολύ μελάνι για το αν θα πρέπει η Αριστερά να παραμείνει «εκτός των κρατικών τειχών». Οι σχετικές διαμάχες ανάγονται στην κληρονομιά μιας αμφίθυμης εργαλειακής αντίληψης για το κράτος, οι οποίες σήμερα έχουν περισσότερο ιστορικοθεωρητική παρά πρακτική αξία. Στην πραγματικότητα τα κόμματα της Αριστεράς, ακόμα και όταν δρούσαν σε καθεστώς θεσμικού αποκλεισμού και καταστολής δεν ήταν ποτέ εκτός κράτους. Πώς θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, αφού οι κοινωνικές σχέσεις εγγράφονται αντικειμενικά στους τόπους πολιτικής εξουσίας, ενώ στην αναπαραγωγή τους συμβάλλουν αποφασιστικά οι μηχανισμοί και οι λειτουργίες του κράτους; Με τα λόγια του Πουλαντζά: το κράτος είναι η σχέση που συμπυκνώνεται υλικά ο συσχετισμός κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Το κρίσιμο ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν τα κόμματα της Αριστεράς θα πρέπει να βρίσκονται εντός ή εκτός κράτους, αλλά πώς διαμεσολαβούν τους ταξικούς ανταγωνισμούς και τις κοινωνικές πρακτικές στο εσωτερικό του (Μπαλιμπάρ).

Στη βάση αυτής της παραδοχής διαμορφώθηκε η κυρίαρχη, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, ρεφορμιστική στρατηγική των αριστερών κομμάτων που κωδικοποιήθηκε θεωρητικά στο σχήμα της σχετικής αυτονομίας του κράτους. Η μετατόπιση αυτή, αν και πολιτικά καίρια, υποτίμησε δυο κρίσιμους παράγοντες: την ενδεχομενικότητα και την ιστορικότητα της αυτονομίας του κράτους και τη δύναμή του να ενσωματώνει και να κανονικοποιεί τα ριζοσπαστικά «συμβάντα».

Πράγματι η σχετική αυτονομία του κράτους δεν ανάγεται στη σφαίρα της πολιτικής μηχανικής. Η έκταση και η έντασή της κυμαίνεται ανάλογα με τον ιστορικά προσδιορισμένο συσχετισμό κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, αλλά και με τις ανάγκες αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Τούτο σημαίνει πρακτικά ότι η δυνατότητα της Αριστεράς για μεταρρυθμίσεις εξαρτάται και από την ικανότητά της να οργανώνει αποτελεσματικά και να οξύνει τον κοινωνικό και ιδεολογικό αγώνα, επεκτείνοντάς τον στο πεδίο του κράτους και των πολιτικών διευθετήσεων.

Η εγκατάσταση λοιπόν των αριστερών κομμάτων στο κράτος και ιδιαίτερα στην κυβέρνηση, χωρίς την ουσιώδη τροποποίηση του συσχετισμού κοινωνικών δυνάμεων και χωρίς τη διαμόρφωση των κατάλληλων αγωγών που θα μεταγγίζουν στις κρατικές δομές και πολιτικές τη δυναμική του κοινωνικού πεδίου, οδηγεί νομοτελειακά στην κρατικοποίηση και στην αποξένωσή τους από την κοινωνία. Ουσιώδης τροποποίηση δεν σημαίνει βέβαια πρόσκαιρες εκλογικές μετακινήσεις ή/και μονιμότερες ανακατατάξεις στο κομματικό σύστημα· προϋποθέτει την κρυστάλλωση νέων κοινωνικών συμμαχιών και ισχυρών αντιηγεμονικών συναρθρώσεων με ευκρινές αριστερό πρόσημο και με την ενεργητική παρέμβαση του κόμματος. Στην αντίθετη περίπτωση τα κόμματα της Αριστεράς αυτοαπομονώνονται στους ανταγωνισμούς της πολιτικής σκηνής, γεγονός που μπλοκάρει κάθε δυνατότητα κοινωνικοποίησης των κρατικών θεσμών και οδηγεί στη θεσμοποίηση της ταξικής πάλης. Η θεσμοποίηση συνεπάγεται την εξουδετέρωση των ριζοσπαστικών της φορτίων και την κρατικοποίηση των πολιτικών της εργαλείων (κόμματα - συνδικάτα).

Η πορεία της Αριστεράς -σε αντίθεση με την ιστορική της υπόσχεση- είναι μια σταθερή κίνηση από την κοινωνία προς το κράτος. Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα τα σοσιαλδημοκρατικά και εργατικά κόμματα έχουν προσχωρήσει στη λογική του κράτους. Σκέπτονται και δρουν ως μέρος του κράτους υπηρετώντας με συνέπεια τα κυρίαρχα προτάγματά του. Η κρατικοποίηση επεκτείνεται μεταπολεμικά σε όλο σχεδόν το φάσμα της Αριστεράς. Οι διεισδυτικές αναλύσεις του Ανιόλι και του Πουλαντζά φωτίζουν με ενάργεια την ικανότητα των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας να μετασχηματίζουν τους ταξικούς αγώνες «... σε πολιτική σύγκρουση... σε αγώνα για δημόσια δύναμη...» και να εγκιβωτίζουν την Αριστερά στην εστία του μαζικού κόμματος του κράτους. Δεν είναι τυχαίο ότι τη δεκαετία του 1970, υπό τη σκιά της οικονομικής κρίσης, ακόμα και τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα συνομολογούν την αναγκαιότητα της δημοσιονομικής σταθερότητας και των περιοριστικών προγραμμάτων.

Στο πλαίσιο της νεοκορπορατιστικής αναδιανομής, που άμβλυνε εντυπωσιακά τις ανισότητες, οι συνέπειες της ενσωμάτωσης δεν ήταν ακόμα ορατές. Από τη στιγμή που αποδιαρθρώνεται η κεϋνσιανή συναίνεση, η κρίση του κοινωνικού κράτους γίνεται κρίση της Αριστεράς. Η κατάρρευση του υπαρκτού ήρθε άπλα να επιβεβαιώσει την προϊούσα φθορά της.

Στο νέο διεθνοποιημένο σύστημα διακυβέρνησης, που οργανώνεται υπό την αιγίδα της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, η δυνατότητα των κομμάτων της Αριστεράς να εφαρμόσουν εναλλακτικές πολιτικές εκμηδενίζεται: μετατρέπονται σε θεατές ή/και συνδιαχειριστές προγραμμάτων ανταγωνιστικής λιτότητας, δρουν στο ανελαστικό πλαίσιο ενός συρρικνωμένου χώρου δημοκρατικής πολιτικής, όπου οι κρατικοί θεσμοί αποπολιτικοποιούνται, ενώ οι κρίσιμες πολιτικές θέσεις είναι ήδη κατειλημμένες ή στελεχώνονται από τεχνοκράτες αγοραίας προέλευσης και λογικής.

Από την κρατικοποίηση στην καρτελοποίηση

Τα κρατικοποιημένα κόμματα της Αριστεράς αναπροσανατολίζονται στρατηγικά: χαλαρώνουν τους δεσμούς με την κοινωνία και γίνονται εταίροι του κομματικού cartel· αντλούν πόρους και ισχύ από την υλικότητα και την εναπομείνασα πολιτικότητα του κράτους. Προσαρμόζουν την οργανωτική τους μορφή και τις λειτουργίες τους στις νέες δομές της πολιτικής εξουσίας και στις σκοπιμότητες του κομματικού ανταγωνισμού, που διεξάγεται πλέον με όρους πολιτικού μάρκετινγκ σε μια ασταθή πολιτική αγορά.

Τα συμπτώματα της καρτελοποίησης είναι εμφανή στα περισσότερα κόμματα της Αριστεράς: μετατοπίζουν τη βάση της νομιμοποίησής τους από την κοινωνία στο κράτος και συμμετέχουν ενεργά στην κατασκευή της διακομματικής συναίνεσης στο εσωτερικό του συστήματος. Συγκλίνουν προγραμματικά με τα αστικά κόμματα και οργανώνουν την εκλογική τους τακτική στη βάση του διαχειριστικού και ηθικού τους πλεονεκτήματος («στις 20 Σεπτέμβρη ψηφίζουμε πρωθυπουργό»). Ενδιαφέρονται σχεδόν αποκλειστικά για την ενίσχυση της θέσης τους στον κρατικό μηχανισμό και την προνομιακή τους πρόσβαση στους δημόσιους πόρους.

Στη συνάφεια αυτή, ανεξάρτητα από τις καταστατικές διακηρύξεις τους, ανασυγκροτούνται οργανωτικά ως χαλαρά πλέγματα αποδιαρθρωμένων και αυτοαναφορικών δικτύων, που διαγκωνίζονται για τον έλεγχο και τη νομή των πολιτικών πόρων. Ο εκδημοκρατισμός της συμμετοχής που ευαγγελίστηκαν εκφυλίζεται σ’ ένα ανεστραμμένο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό: οι συλλογικότητες, τα μέλη και τα στελέχη μπορούν ελεύθερα να διατυπώνουν τη γνώμη και να αναπτύσσουν τη δράση τους εκτός των κομματικών γραμμών, είναι όμως αποκλεισμένα από τον πυρήνα της κομματικής πολιτικής. Οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται από τις υπεύθυνες ηγεσίες πίσω από κλειστές πόρτες, ερήμην ή/και αντίθετα με τη βούληση της κοινωνικής βάσης. Ο τρόπος που το «κόμμα ΣΥΡΙΖΑ» διαχειρίστηκε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι το ευκρινέστερο σύμπτωμα αυτού του «δημοκρατικού παράδοξου», που με οξυδέρκεια ανέλυσε ο Peter Mair ανατέμνοντας το παράδειγμα των Νέων Εργατικών.

«Τι (μπορούμε) να κάνουμε;»

Αναφέρθηκα σχηματικά και με σκόπιμες μεροληψίες στη διαδρομή ενός κινήματος που υποσχέθηκε να αλλάξει τον κόσμο για να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η Θεωρία και η Ιστορία δεν προσφέρουν εύκολες λύσεις και μονοσήμαντες απαντήσεις στις προκλήσεις και τα διλήμματα που θέτει η συγκυρία στις δυνάμεις της Αριστεράς. Έχουν όμως χαρτογραφήσει επαρκώς τις παγίδες που στήνει η πανουργία του Λόγου. Σε αυτές τις παγίδες εγκλωβίστηκαν το σταλινικό κακέκτυπο που ποντίστηκε μαζί με την Ατλαντίδα του υπαρκτού, η κλασική σοσιαλδημοκρατία που αφού μεταλλάχτηκε εξαχνώθηκε στη δίνη μιας πρωτοφανούς κρίσης της πολιτικής και του κράτους, αλλά και το ευρωκομμουνιστικό υβρίδιο που γονιμοποιήθηκε στη μήτρα αυτών των δυο παραδόσεων. Σε αυτές τις παγίδες ασθμαίνει αιμορραγώντας η ριζοσπαστική Αριστερά...

Τι μπορεί και τι πρέπει να κάνει λοιπόν ένα σύγχρονο κόμμα της Αριστεράς χωρίς να χάσει το ιστορικό του στίγμα, μετεωριζόμενο μεταξύ του αδιέξοδου επαναστατικού βολονταρισμού και του άγονου κυβερνητισμού; Εκτιμώ ότι τα περιθώρια είναι ασφυκτικά και οι δυνατότητες περιορισμένες. Ωστόσο, κατά ένα ειρωνικό τρόπο η Αριστερά του 21ου αιώνα βρίσκεται ξανά αντιμέτωπη με την πρόκληση να επινοήσει εκ νέου ένα κόμμα μαζών που θα διαθέτει το θεωρητικό εξοπλισμό, την οργανωτική υποδομή και την πολιτική βούληση να δράσει ως συλλογικός διανοούμενος. Ένα κόμμα που:

Θα αποκαταστήσει το ιστορικό πρόταγμα της κοινωνικής χειραφέτησης μέσα από το δρόμο της ισότητας και με αιχμή την πολιτική και κοινωνική δημοκρατία. Στο σκοτεινό ορίζοντα των ακραίων κοινωνικών ανισοτήτων, της μεταδημοκρατίας, και του τεχνοκρατικού αυταρχισμού το πρόταγμα αυτό είναι όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρο και επείγον.

Θα επανιδρυθεί προγραμματικά ως ταξική πολιτική δομή ικανή να οργανώνει, να κινητοποιεί και να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των εξαρτημένων στρωμάτων. Με αυτή τη σκευή οφείλει να καταδυθεί στο βυθό της νεοφιλελεύθερης δυστοπίας για να χαρτογραφήσει τις ταξικές πρακτικές και τα κοινωνικά ιζήματα, που σχηματίζονται στις διεθνοποιημένες σχέσεις εκμετάλλευσης, αποκλεισμού και αποστέρησης, και να μετασχηματίσει τις συσσωρευμένες ποσότητες κοινωνικής αντίστασης σε νέες ταξικές συμμαχίες.

Η οργάνωσή του θα αντανακλά το νέο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας χωρίς να ρευστοποιείται στις ασυνέχειες των κοινωνικών «συμβάντων» και δίχως να εργαλειοποιείται στις σκοπιμότητες του κομματικού ανταγωνισμού. Μια οργάνωση - αγωγός της τεχνογνωσίας που παράγει η επινοητικότητα των αποκλεισμένων στους δημόσιους θεσμούς και όχι μηχανισμός μετάστασης των κομματικών προσήλυτων στο κράτος. Μια οργάνωση με ουσιαστικές δημοκρατικές διαδικασίες που θα εγγυώνται την πολιτική ενότητα και την «ανιδιοτελή» ετερότητα. Εσωκομματική δημοκρατία σημαίνει όμως, κυρίως, διαρκή αμφισβήτηση των κατεστημένων ρόλων και ιεραρχιών.

Θα σφυρηλατεί στις εσωτερικές του δομές και λειτουργίες την ενότητα θεωρίας και πράξης. Η άρση αυτής της διχοτομίας είναι θεμελιώδης προϋπόθεση της αντιηγεμονίας. Ο θεωρητικός στοχασμός δεν μπορεί να αποξενώνεται ναρκισσιστικά από την πολιτική δράση, ούτε η διαμόρφωση και η εφαρμογή της πολιτικής να επαφίεται στον εμπειρισμό και τον επαγγελματισμό των ειδικών. Κατά τον ίδιο τρόπο η ηγεμονική πρόταση δεν μπορεί να αυτονομείται από την υλικότητα των κοινωνικών σχέσεων. Καθώς η ηγεμονία δεν χτίζεται στις αποστειρωμένες αίθουσες κοινωνικών συναναστροφών, ούτε στους βουλευτικούς και κυβερνητικούς θώκους και στις τηλεοπτικές αρένες, αλλά στους υλικούς τόπους και στους κοινωνικούς δεσμούς, όπου εμπεδώνονται οι σύγχρονες σχέσεις εξάρτησης και αλλοτρίωσης.

Θα αναστοχάζεται (αυτο)κριτικά τα όρια της αυτονομίας του κράτους, τους όρους συμμετοχής του στους κρατικούς θεσμούς και τις συνέπειες των πολιτικών του επιλογών, σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον, όπου η πολιτική εξουσία ανασυγκροτείται ως πολυεπίπεδη και δικτυακή δομή (διακυβέρνηση), η οποία θεμελιώνεται σε μια νέα άρθρωση κράτους και αγοράς υπό την ηγεμονία της δεύτερης.

Θα δρα, ταυτόχρονα, τακτικά - ρεφορμιστικά και στρατηγικά - ριζοσπαστικά: αξιοποιώντας τις περιορισμένες ευκαιρίες της μεταδημοκρατικής πολιτικής, θα ρηγματώνει με προοδευτικές και ταξικές μεταρρυθμίσεις το νεοφιλελεύθερο τείχος, χωρίς να χάνει από τον ορίζοντά του το στόχο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Ο αριστερός ρεφορμισμός δεν μπορεί λοιπόν να εξαντλείται σε αποκαταστατικά μέτρα που αμβλύνουν οριακά τις συνέπειες της θηριώδους αναδιανομής και της ληστρικής ιδιοποίησης των κοινών, ούτε σε εκσυγχρονιστικές τομές στη σφαίρα των ατομικών δικαιωμάτων. Ο ριζοσπαστικός ρεφορμισμός της Αριστεράς οφείλει να διευρύνει τα πεδία της πολιτικής και να δημιουργεί τις υλικές, συμβολικές και θεσμικές προϋποθέσεις για την υλοποίηση του προτάγματος της κοινωνικής χειραφέτησης. Ένας τέτοιος ρεφορμισμός δεν (επ)ενεργεί εξωτερικά και ερήμην της κοινωνίας. Η αποτελεσματικότητά του εξαρτάται από την ικανότητά του να πυκνώνει και να ενδυναμώνει την αυτόνομη παρουσία των μαζών στις εστίες των κοινωνικών συγκρούσεων και των πολιτικών αγώνων.

Εν κατακλείδι: μιλώ για ένα κόμμα που δεν θα μεταθέτει την υπόθεση του σοσιαλισμού στο εσχατολογικό επέκεινα, αλλά θα την επικαιροποιεί εμμενώς ως διαρκή ενδεχομενικότητα στον αστάθμητο ορίζοντα του παρόντος.

* Διδάσκων στο Παν/μιο Κρήτης

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL