Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
17.1°C20.7°C
4 BF 50%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
18.5°C21.9°C
2 BF 38%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
18.2°C20.5°C
3 BF 60%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
19.4°C21.4°C
5 BF 44%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
18.9°C19.5°C
2 BF 45%
Οι γυναίκες πριν το 1917
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Οι γυναίκες πριν το 1917

ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΨΥΛΛΑΚΟΥ

Όπως υποστηρίζει η Μέγκαν Τρούντελ στο κείμενό της για τις γυναίκες του 1917, εκείνες δεν ήταν μόνο η σπίθα της επανάστασης στη Ρωσία, αλλά «η κινητήρια δύναμη που την οδήγησε προς τα εμπρός». Πώς έφτασαν όμως οι γυναίκες να αποκτήσουν τέτοια δυναμική όχι μόνο ως σώματα που «ρίχνονται» στον αγώνα, αλλά ως πρόσωπα με επίγνωση μιας πολλαπλής ταυτότητας, της μητέρας, της συζύγου, της εργάτριας, του αυτόνομου ατόμου, αλλά και του πολίτη που αναδύεται και διεκδικεί ένα πεδίο έκφρασης, σε ένα περιβάλλον ριζικών αλλαγών;

Τα θεμέλια του λεγόμενου «γυναικείου ζητήματος» στη Ρωσία εντοπίζονται στον 18ο-19ο αιώνα, όταν η νομιμοποιημένη «υποταγή» της γυναίκας στον άντρα, ο λόγος της Εκκλησίας και η ανδροκρατούμενη δημόσια σφαίρα έρχονται αντιμέτωπα με τη διάδοση των ιδεών για τη γυναικεία χειραφέτηση, ενώ στον απόηχο των μεταρρυθμίσεων του 1860 ο θεσμός της οικογένειας, το κατεξοχήν πεδίο άσκησης και παγίωσης πατριαρχικών μορφών εξουσίας, κλονίζεται από το αίτημα για τη νόμιμη διάλυσή του. Σταδιακά, σημειώνονται μετατοπίσεις στην κοινωνική θέση της γυναίκας, καθώς γίνεται συστηματική προσπάθεια ένταξής της στο εκπαιδευτικό σύστημα με σκοπό τη βελτίωση της δημόσιας ζωής και την προετοιμασία της για τον ρόλο της μητέρας, αλλά και την αξιοποίησή της σε κάποιους επιστημονικούς τομείς, όπως η Ιατρική. Την ίδια περίοδο τίθενται περιορισμοί στη χρήση της βίας ως μέσου πειθάρχησης, ενώ οι γυναίκες όλων των κοινωνικών τάξεων απαλλάσσονται από την τιμωρία στον δημόσιο χώρο, χωρίς αυτό ωστόσο να σημαίνει και την αναγνώρισή τους ή, φερειπείν, την προστασία τους σε άλλους χώρους της ιδιωτικής ζωής. Αυτά αποτέλεσαν τους πρωταρχικούς ενδείκτες ανατροπής και τα θεμέλια ενός κινήματος για τη διεκδίκηση της γυναικείας χειραφέτησης στις αρχές του 20ού αιώνα.

Στο εξεγερσιακό περιβάλλον του 1905, το γυναικείο ζήτημα προσλαμβάνει πλέον χαρακτηριστικά οργανωμένης δράσης. Οι γυναίκες κινητοποιούνται για τη διεκδίκηση υψηλότερης κοινωνικής δικαιοσύνης, επέκτασης των πολιτικών δικαιωμάτων τους, αυτονομίας και ανεξαρτησίας, περισσότερων εργασιακών δυνατοτήτων και κοινωνικού κύρους. Την ίδια εποχή συγκροτείται και η πρώτη πολιτική οργάνωση, η Πανρωσική Ένωση για την Ισότητα των Γυναικών, που προγραμματικά προτάσσει την έννομη ισότητα των φύλων στα αστικά κέντρα και στην επαρχία, τη νομική μέριμνα για την ευημερία, την προστασία και την ασφάλιση των γυναικών εργατριών, την εγκατάλειψη της πορνείας και την εκπαίδευση των γυναικών σε όλες τις βαθμίδες, καθώς και το δικαίωμα ψήφου.

Στο ίδιο κλίμα, λίγα χρόνια αργότερα, το 1908, πραγματοποιείται το Πανρωσικό Συνέδριο Γυναικών στην τότε πρωτεύουσα της ρωσικής αυτοκρατορίας Αγία Πετρούπολη, όπου σημαντικές προσωπικότητες της εποχής αρθρώνουν πλέον τον «γυναικείο» λόγο για το «γυναικείο ζήτημα». Αναφέροντας εδώ μόνο τις πιο χαρακτηριστικές τοποθετήσεις, θα δούμε πώς οι αξιώσεις των γυναικών ξεκινούν από ένα αφετηριακό σημείο «αυτοσυνείδησης» για να καταλήξουν στο ρητό αίτημα για τη διασφάλιση δικαιωμάτων που ήρθε να συναντήσει την Επανάσταση του 1917.

Η ανατροπή του μονόπλευρου πολιτισμού

Αποδίδοντας την κοινωνική και πολιτική καθήλωση των γυναικών στην κυρίαρχη αντρική οπτική και στην παθητικότητά τους, που τις οδήγησε να παραχωρήσουν μέρος της ελευθερίας τους, η Σ.Κ. Ισπολάτοβα προτάσσει την ανάγκη οι γυναίκες να εξασκήσουν τη δημιουργικότητά τους και να οργανωθούν για τη βελτίωση του κοινωνικού γίγνεσθαι. Έτσι εισάγει την αυτοσυνείδηση των γυναικών ως παράγοντα ανανέωσης του κοινωνικού συστήματος που έχει εγκλωβιστεί σε αυτό που ονομάζει «μονόπλευρο πολιτισμό», έναν πολιτισμό που αναπτύχθηκε με τις δυνάμεις μόνο του ενός φύλου. Αν οι γυναίκες συνιστούν τον «πρώτο δούλο της ανθρωπότητας», ο σκοπός τους δεν θα έπρεπε να είναι η αντιστροφή της σχέσης «κυρίου-δούλου», αλλά η κατάργηση αυτών των θέσεων. Η απαραίτητη αυτοσυνείδηση, ωστόσο, παραμένει μια κατάσταση ατομική. Σύμφωνα με την Ισπολάτοβα, μόνο όταν εκπληρωθεί στον καθένα ατομικά και λάβει τη μορφή ατομικής πρωτοβουλίας, θα μπορεί να εκφραστεί κοινωνικά και πολιτισμικά.

Η προλετάρια γυναίκα

Στον αντίποδα της ατομικής αφετηρίας, η Α. Κολοντάι εστιάζει τη συζήτηση στα προβλήματα της γυναικείας εργασίας και διαμορφώνει το επιχείρημά της γύρω από τους άξονες «μπουρζουαζία-φεμινισμός / προλεταριάτο-νομοθετική εξουσία». Υιοθετώντας την οπτική της «προλετάριας γυναίκας», τις συνθήκες ζωής και εργασίας της οποίας περιγράφει με τα πιο μελανά χρώματα, ο λόγος της είναι κριτικός προς τις φεμινίστριες που φαίνεται να προτείνουν λύσεις ευνοϊκές για τη μπουρζουαζία και χωρίς χρησιμότητα για το προλεταριάτο. Ο «γυναικείος στρατός εργασίας», απαραίτητος πλέον για την παγκόσμια αγορά, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, ενώ οι δομές του γάμου και της πορνείας εντάσσονται κι αυτές με τη σειρά τους στο νέο σύστημα παραγωγής, διαιωνίζοντας τις παραδοσιακές μορφές εξουσίας πάνω στη γυναικεία προσωπικότητα και στο γυναικείο σώμα.

Η μοναδική διέξοδος που βλέπει η Κολοντάι είναι εκείνη της πολιτικής ενίσχυσης του προλεταριάτου. Η «προλετάρια γυναίκα», ένας ιδεότυπος που προκύπτει από την ανάλυσή της, πρέπει να μείνει στην τάξη της και μαζί με τους άντρες προλετάριους να αγωνιστεί για την ελευθερία της, μόνο που αυτή προσλαμβάνεται, κατ’ αρχάς, ως ελευθερία πώλησης της εργατικής της δύναμης και δευτερευόντως ως πλήρης χειραφέτηση της γυναίκας ως προσωπικότητας και ανθρώπου.

Η γυναίκα της επαρχίας

Η μαρξιστική κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα και στον φεμινισμό της μπουρζουαζίας είναι αναμφίβολα ένας λόγος χαρακτηριστικός της εποχής. Η ίδια η Κολοντάι σε αυτό το συνέδριο συνδέει τα επιχειρήματά της με τις συγκεκριμένες θέσεις του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος. Ωστόσο, αυτή η κριτική φαίνεται να παραγνωρίζει ένα δίκτυο πεποιθήσεων, προλήψεων και δεισιδαιμονιών που καθήλωναν τα εκατομμύρια των γυναικών που εξακολουθούσαν να ζουν στην επαρχία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Όπως δείχνει η Ε. Σέπκινα, εκεί η γυναίκα δεν έχει ούτε τάξη, ούτε συνείδηση, ούτε βούληση. Αντίθετα με την πρόοδο της εποχής τους, οι γυναίκες της επαρχίας υφίστανται ακόμη και σωματική εξαθλίωση από την έλλειψη επαρκούς ιατρικής φροντίδας, με πολύ σοβαρά επακόλουθα, κυρίως σε περιπτώσεις εγκυμοσύνης. Αυτό δεν οφείλεται μόνο σε αδυναμία πρόσβασης σε περίθαλψη, αλλά κυρίως σε θρησκευτικές προλήψεις που τη θέλουν να υποφέρει τον πόνο της γέννας σύμφωνα με τις Γραφές. Τα υψηλά ποσοστά αποβολών και θνησιμότητας αλλά και οι σπάνιες ασθένειες είναι μέρος της καθημερινής ζωής. Εδώ οι παγιωμένες πολιτισμικές πρακτικές, οι συνήθειες, γίνονται ακόμα μια μορφή εξουσίας που πρέπει να καταπολεμήσει η γυναίκα, αρθρώνοντας τον δικό της λόγο. Για τη Σέπκινα, αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς νομικές και διοικητικές παρεμβάσεις για την προστασία τους, κάτι που αποτελούσε πάγιο αίτημα της εποχής.

Το γυμνό σώμα

Αν η γυναίκα ως μητέρα έπρεπε να υποστεί τη σωματική εξαθλίωση, η διάσημη γιατρός της εποχής M. Ποκρόφσκαγια συμπληρώνει την εικόνα μελετώντας μια άλλη περίπτωση, αυτή της πορνείας. Αναζητώντας τις αιτίες του φαινομένου όχι μόνο στην παραδοσιακή θέση των γυναικών αλλά και στον ρόλο των αντρών που απευθύνονται στη γυναίκα-πόρνη, επισημαίνει πως, σε αντίθεση με τις κοινωνικές προσδοκίες που θέλουν τη γυναίκα να περιορίζει τις γενετήσιες ορμές της στο αυστηρό πλαίσιο του γάμου, οι άντρες απολαμβάνουν πλήρη ελευθερία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εκδήλωσή τους πάνω στο γυναικείο σώμα με κατάληξη ακόμα και τον βιασμό των γυναικών, νεαρών και ανηλίκων. Στον βαθμό που ο νόμος παρεμβαίνει ως ρυθμιστικός παράγοντας, δεν στοχεύει να θέσει υπό έλεγχο αυτά τα ένστικτα, αλλά να τα περιορίσει σε ένα πλαίσιο όπου η εκδήλωσή τους θα είναι κοινωνικά αποδεκτή, δηλαδή σε αυτό της πορνείας. Οι γυναίκες της αγροτιάς, οι υπηρέτριες και τα ορφανά αποτελούν τις πιο ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες. Η Ποκρόφσκαγια, επαναφέροντας το ζήτημα της αυτοσυνείδησης, καλεί τις ίδιες τις γυναίκες να αντιδράσουν κατ’ αρχάς κατανοώντας την κατάστασή τους.

Η γυναίκα-παρίας

Σχετικά με το ίδιο ζήτημα, η M. Μπλάντοβα, εκφράζοντας έντονη κριτική για τα προβλήματα της διοίκησης στην περίπτωση της πορνείας, τονίζει πως η γυναίκα αναζητά διέξοδο από ένα περιβάλλον ανελευθερίας στον γάμο και στις συναφείς συμβάσεις. Μολονότι για τη γυναίκα ο γάμος είναι μια διέξοδος αγάπης και υγιούς μητρότητας, η θέση της στην κοινωνία, η εκμετάλλευση και η ανισότητα τον μετατρέπουν σε αυτοσκοπό. Γι’ αυτό το λόγο, καταλήγει να μη διαπραγματεύεται τη θέση της, αρκεί να εξασφαλίσει την ιδιότητα της συζύγου. Ο άντρας, με τη σειρά του, ως εκείνος που της προσφέρει ή της αφαιρεί αυτή τη θέση, βλέπει στον γάμο περισσότερο μια συναλλαγή, παρά μια σχέση. Αυτό το πλαίσιο αντανακλά η ιδέα της «γυναίκας-παρία», μιας γυναίκας που απο-ηθικοποιείται, γίνεται υποκείμενο κυριαρχίας και επιπλέον υποχρεώνεται να υπηρετήσει όλες εκείνες τις δομές που την οδηγούν στο περιθώριο της κοινωνίας. Ο μόνος τρόπος για να εξασφαλίσει την κοινωνική αναγνώριση και τον σεβασμό είναι, σύμφωνα με την Μπλάντοβα, η κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων.

Για τη γυναίκα-πολίτη

Παρατηρώντας πως η θέση της γυναίκας παρουσιάζει συγκεκριμένες μετατοπίσεις προς την κατεύθυνση των δυτικών προτύπων, η Σ. Τιούμπερτ αναρωτιέται για τις αιτίες ανάδυσης του «γυναικείου ζητήματος» ως πολιτικής υπόθεσης σε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή. Η ίδια αποδίδει αυτό το «παράδοξο» στη γενικότερη μετάβαση από ένα σύστημα απολυταρχικής κυριαρχίας σε ένα σύστημα δικαιικό, που πράγματι βοηθάει τις γυναίκες να συνειδητοποιήσουν την ευάλωτη θέση τους: τη θέση του προσώπου που στερείται πολιτικών δικαιωμάτων.

Επιστρατεύοντας τη διάδοση των ιδεών ως αναλυτικό εργαλείο, η Τιούμπερτ εντοπίζει την ένταση του γυναικείου κινήματος στις ιδέες της συνταγματικότητας, του φιλελευθερισμού, της κοινωνικοποίησης, του πολίτη και κυρίως στο ιδανικό της ελεύθερης προσωπικότητας. Το σύνθημα «Η μονάδα οδηγεί τον άνθρωπο στη σκλαβιά, η κοινωνικότητα στην απελευθέρωσή του» πρέπει να καθοδηγεί κινήματα όπως το γυναικείο, που οφείλει, δευτερευόντως, να καθορίσει τα μέσα και τις πρακτικές του. Έτσι, αναφέρεται σε ένα κίνημα που θα πρέπει να αξιοποιήσει στο μέγιστο δυνατό τις αλλαγές στις πολιτικές δομές, να ενώσει και να οργανώσει τις δυνάμεις του και να καθορίσει τα καταλληλότερα μέσα που δεν μπορεί να είναι λιγότερα ή ασθενέστερα από τις μορφές κυριαρχίας που επιβιώνουν στην κοινωνία και οι οποίες δεν εννοιολογούνται ως νομοθετικές, αλλά, ίσως περισσότερο, ως παγιωμένες πολιτισμικές πρακτικές.

Αν υπάρχει ένα νήμα που ενώνει τους παραπάνω λόγους, αυτό είναι ότι οι ιδέες της γυναικείας χειραφέτησης δεν είναι ανεξάρτητες από τη δικαιική αναγνώριση, τη ρήξη με συγκεκριμένες πολιτικοκοινωνικές πρακτικές και τον ενεργό ρόλο τής ίδιας της γυναίκας στα διαφορετικά περιβάλλοντά της. Οι εργάτριες του 1917 φαίνεται να έχουν κατακτήσει την αναγκαία αυτοσυνείδηση για να ανατρέψουν τις θέσεις του «κυρίου και του δούλου», για να ενεργήσουν ατομικά και συλλογικά, ως μητέρες και σύζυγοι, ως προστάτιδες των ευάλωτων συντροφισσών τους, ως ισότιμοι πολίτες. Αυτή την κατάκτηση ήρθε να συμπληρώσει και να θεμελιώσει η πολιτική του νέου καθεστώτος, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια των ριζοσπαστικών αλλαγών. Το εγχείρημα, ωστόσο, αποδείχθηκε αδύναμο και οι πολιτισμικές καθηλώσεις αρκετά ισχυρές για να οριοθετούν μέχρι σήμερα τη θέση της γυναίκας σε μια πολύ διαφορετική ρωσική κοινωνία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL