Live τώρα    
17°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σποραδικές νεφώσεις
17 °C
15.6°C18.0°C
3 BF 76%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
12.1°C14.4°C
2 BF 81%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
13 °C
12.7°C14.8°C
3 BF 86%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
18.2°C20.8°C
3 BF 69%
ΛΑΡΙΣΑ
Αυξημένες νεφώσεις
12 °C
11.9°C12.4°C
0 BF 94%
Ψυχωφελείς διηγήσεις
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ψυχωφελείς διηγήσεις

Ψυχωφελείς διηγήσεις

Ο αναγκαίος και επικείμενος, σύμφωνα με όσα αναγγέλλει η διοίκηση, εφ’ όλης της ύλης και σε κάθε επίπεδο ανασχεδιασμός της Αυγής πυροδότησε ήδη συζητήσεις και προβληματισμούς: τι πρέπει ν’ αλλάξει και τι όχι; βάσει ποιας λογικής; και τί κρίνουμε σωστό να προκύψει εντέλει; Οι εργαζόμενοι υπογράμμισαν τη βούλησή τους να μην αποδεχτούν παθητικά κάποιο «σχέδιο διάσωσης», αν υποθέσουμε πως υπάρχει, αλλά να συνδιαμορφώσουν την καινούργια πραγματικότητα, καταπώς επιτάσσει άλλωστε η μακρά παράδοση της εφημερίδας· ειδάλλως ενδέχεται να προκύψει κάτι βιώσιμο, έστω για λίγο, αλλά ν’ αποτελεί προΐόν μετάλλαξης μάλλον παρά αναστοχασμού, αναδιάρθρωσης, μετεξέλιξης. Το ζητούμενο είναι η ολική επαναφορά, μέσω των αναπόφευκτων, έλλογων μετασχηματισμών, του σήματος που ανέκαθεν εξέπεμπε, άλλοτε ευκρινώς κι άλλοτε θαμπά και αδύναμα, εν μέσω πιέσεων, στρεβλώσεων κι αλλοιώσεων, η Αυγή· να αξιοποιηθεί, κι όχι να απεμποληθεί, η ιστορία τής κατεξοχήν εφημερίδας της Αριστεράς και η συσσωρευμένη εμπειρία έκδοσής της· μόνον έτσι μπορεί να προκύψει κάτι αληθινά καινούργιο, κάτι που ν’ αντιστέκεται στη νέου τύπου αφασία και στην ανανεωμένη κι εντυπωσιακή κυριαρχία τής γενικευμένης λήθης κι όχι να την αναπαράγει σαν στυλ. Αυτή η δέσμευση στο ουσιωδώς νέο, στο συμβατό μ’ όσα πρέπει να είναι σήμερα η Αριστερά, σημαίνει πως όσοι εργαζόμαστε στην Αυγή καλούμαστε να διατυπώσουμε δημόσια κι απερίφραστα τις απόψεις μας, όχι εκ των υστέρων, σε κείμενα διαμαρτυρίας, αλλά τώρα, εδώ, αν και πιθανότατα (εφόσον αποδέκτης των όσων έχουμε να πούμε είναι και ο «ισχυρός μέτοχος») εις ώτα μη ακουόντων. Γιατί, ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας, η εφημερίδα μας εδώ και πάνω από ένα χρόνο είναι το όνειρο κάθε φιλόδοξου ψυχαναλυτή: βάλλεται ένθεν και ένθεν, ταυτοχρόνως επειδή το σήμα της εξασθένησε υπερβολικά κι αναμίχθηκε με παράσιτα και επειδή δεν εκμηδενίστηκε ακόμη· ταυτοχρόνως επειδή μοιάζει με φάντασμα του εαυτού της κι επειδή δεν έγινε επιτυχώς κάτι άλλο, ξένο προς τη φυσιογνωμία της, μπορεί κι απεχθές· αντιμετωπίζει, εν ολίγοις, κρίση ταυτότητας, καθώς απεγνωσμένα αντανακλά διασταυρούμενους κι αντιφατικούς σχεδιασμούς, μεταλλάξεις και αναθεωρήσεις, αλλά αρνείται ν’ αφεθεί, απλώς ν’ αφεθεί – και οι εργαζόμενοι, ο πυρήνας της, την διεκδικούν καθημερινά, υπό συνθήκες αντίξοες, ως εφημερίδα της Αριστεράς ακριβώς. Και αυτό είναι τελικά το αγκάθι: το τι θα είναι αύριο η Αυγή, ως απότοκο των συζητήσεων και των προβληματισμών μας και όχι κατ’ εφαρμογήν κάποιου άνωθεν διατάγματος, περιέχει μια πρόταση για την Αριστερά, και η πρόταση τούτη προϋποθέτει (όχι για να το αντικατοπτρίσει και να προσαρμοστεί αλλά για να οργανώσει την έλλογη εναντίωση) το καινούργιο «παράδειγμα» που αναδύεται. Τίποτα απ’ όσα μοιάζουν έξαφνα αυτονόητα δεν είναι στ’ αλήθεια αυτονόητο – και πρέπει να τα κουβεντιάσουμε όλα: από την έκκληση να υπηρετήσουμε, σαν να ’ταν κάτι πρωτοφανές, ένα λαϊκίστικο μοντέλο εντύπου που εξεμέτρησε, στην πραγματικότητα, τον βίο εδώ και δυο δεκαετίες σχεδόν κι αναμασάται επειδή δεν καταφέραμε να ηγεμονεύσουν οι ιδέες μας οπότε δεν μένει παρά να ηγεμονεύσει η προσομοίωσή τους (αυτό λέγεται «επικοινωνιακή πολιτική») κολακεύοντας ό,τι αποτελεί τον όντως αντίπαλο –το φτηνό γούστο, την ευτελή σκέψη, τους θεαματικούς αυτοματισμούς– ώς την παρεμφερή πρόταση να περιοριστεί η εφημερίδα στο κυριακάτικο φύλλο της, ν’ αλλάξει δακτυλικό αποτύπωμα δηλαδή (γιατί μόνο το καθημερινό φύλλο, η άλλη όψη του οποίου θα είναι κατ’ ανάγκην η διαδικτυακή έκδοση, για να το προεκτείνει αναλαμβάνοντας τη ροή των ειδήσεων και να του αφήνει περιθώριο κρίσης κι ανάλυσης, όχι για να το υποκαθιστά, μπορεί να παράγει πολιτική) κι ώς το σχέδιο εντέλει για όμιλο, που μπορεί και να προϋποθέτει μιαν αντίληψη για τις σχέσεις εργασίας και την παραγωγή δημοσιογραφικής ύλης ασύμβατη προς τις θεμελιώδεις πεποιθήσεις και τις αρχές μας. Η Αυγή ασφυκτιά, καταρχάς οικονομικά (κι ίσως όχι λόγω της συγκυρίας και μόνον· ο Ντεμπόρ έλεγε πως η συνωμοτική σκέψη αποτελεί στοιχείο του «παραδείγματος» που αναδύεται) – και επείγει να πάρει ανάσα· όχι όμως με το κεφάλι κάτω απ’ το νερό.

Επείγει να συζητήσουμε λοιπόν – όχι για να υπερασπιστούμε καθένας το κεκτημένο του ούτε για να βρούμε τι πρέπει ν’ αλλάξει για να μην αλλάξει τίποτα αλλ’ ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Και προς αυτήν την κατεύθυνση θα προσπαθήσω, όσο μπορώ, να προσανατολίσω ό,τι έχω να πω αξιοποιώντας προς στιγμήν την πρόσφατη μόνο εμπειρία μου (μια κι ο καθένας μας πρέπει να μιλήσει καταρχάς απ’ το πόστο του): όχι την οκταετή εργασία μου ως διορθωτή –και δευτερευόντως ως επιφυλλιδογράφου, κατά καιρούς– στην Αυγή, που μου επιτρέπει, όταν έρθει η στιγμή, να μιλήσω εφ’ όλης της ύλης ξέροντας για ποιο πράγμα μιλάω (κι αυτό ισχύει για όλους όσοι παράγουν καθημερινά την εφημερίδα – και μόνο γι’ αυτούς), αλλά την πρόσφατη εργασία μου ως επιμελητή των Υποτυπώσεων. Τα ένθετα «ιδεών» αποτελούν εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια παράδοση μες στην ευρύτερη, πλουσιότερη παράδοση της Αυγής· θα υφίστανται εφεξής; κι αν ναι, πώς; θα μετεξελιχθούν; θα περάσουν σε άλλα χέρια; θα παραχωρήσουν σε άλλα τη θέση τους; Ίσως χρειαστεί να ξαναβρεθεί το κοντέρ στο μηδέν· αλλά σε όσους ενδεχομένως εμπλακούν την επαύριο σε ανάλογο εγχείρημα θα φανεί χρήσιμος ένας σύντομος απολογισμός –που, σε ό,τι με αφορά, περιορίζεται, για λόγους ουσίας και τακτ, στις Υποτυπώσεις. Στην ηλικία που έφτασα άλλωστε, δεν ελπίζω πια πως θ’ απαλλαγώ από τη γοητεία που ασκούσε η αυτοκριτική· και οι αναμνήσεις με καθορίζουν:

Κάποια στιγμή, μες στη δεκαετία του ’80, εν όψει συνεδρίου τού ΚΚΕ Εσωτερικού, ο Άγγελος Ελεφάντης ζήτησε –και πέτυχε– να περιέχει κάθε μέρα η Αυγή και δισέλιδο με ρουμπρίκα: «Η σιωπή δεν είναι χρυσός για την Αριστερά»... Δεν ήταν τότε, δεν είναι και τώρα.

Αμέσως μόλις κυκλοφόρησαν οι Υποτυπώσεις, πιστοί στα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας, ανοίξαμε και σελίδα στο facebook. Εκεί ανάρτησα (ως καθ’ ύλην αρμόδιος κι επιπλέον ως ο μοναδικός τυπικά εργαζόμενος, επί μισθώ εννοώ) το ακόλουθο εισαγωγικό κείμενο:

Στο διήγημα του Μπόρχες «Το μυστικό θαύμα», ο Γιάρομιλ Χλάντικ, συγγραφέας, μεταξύ άλλων ασήμαντων, της ημιτελούς τραγωδίας Οι εχθροί (μάλλον καρικατούρα συγγραφέα λοιπόν), συλλαμβάνεται στην Πράγα από τους Ναζί και καταδικάζεται σε θάνατο. Αναμένοντας την εκτέλεση προσεύχεται στον Θεό να του δοθεί χρόνος για να ολοκληρώσει το ημιτελές εκείνο έργο, που το γράφει σε στίχους και ως εκ τούτου μπορεί να το επεξεργάζεται από μνήμης. Προσευχήθηκε μάταια; Έτσι φαίνεται, αφού στις 9 το πρωί μιας ανοιξιάτικης μέρας στήνεται στον τοίχο των εκτελέσεων. Ακούγεται το παράγγελμα: «πυρ!». Όμως τότε – «το φυσικό σύμπαν σταμάτησε. Τα όπλα σημάδευαν τον Χλάντικ, αλλά οι άντρες που θα τον σκότωναν ήταν ακίνητοι. Το χέρι του λοχία διαιώνιζε μια ανολοκλήρωτη χειρονομία. Πάνω στο λιθόστρωτο της αυλής, μια μέλισσα έριχνε έναν απλανή ίσκιο». Μέσα στην άπειρη διαστολή μιας στιγμής, ο Χλάντικ αποκοιμήθηκε, ξύπνησε, εργάστηκε με απόλυτη άνεση: «Έγραψε δυο φορές την τρίτη πράξη. Απάλειψε έναν συμβολισμό που του φαινόταν κραυγαλέος, [...] παρέλειψε, συντόμεψε, ανέπτυξε. [...] Εντέλει έμενε μόνο να αποφασίσει για ένα επίθετο. Το βρήκε». Τότε, «η τετραπλή βολή τον σώριασε χάμω». Ήταν 9.02 το πρωί...

Ωραία! Και τώρα που περιέγραψα πώς σχεδιάσαμε με την ησυχία μας και με τα social media ευγενώς ακροβολισμένα τις Υποτυπώσεις, μένει να πω τρία πράγματα: Πρώτον, πως και πάλι, όπως κάθε φορά που τους χρειάστηκα, οι φίλοι μου ήσαν εκεί – κι όχι επειδή τους λείπει η πολιτική οξυδέρκεια ή δεν έχουν επίγνωση της πραγματικότητας. Δεύτερον, πως οι Υποτυπώσεις θεωρήθηκε εφικτό να υπάρξουν μόνον επειδή πιστεύω πως μπορούμε ακόμα, για λίγο, και εν μέσω συσκότισης, να χωρίζουμε την ήρα από το στάρι: τη βαθιά δομή (που ορίζει έναν χώρο) από την προσωρινή της εκδήλωση. Το τρίτο που μένει να πω, επομένως, είναι πως η Αυγή, μ’ όλα όσα της σούρνουν από ’δω κι από ’κει, μ’ όλα όσα την συνθλίβουν, μ’ όλο το έλλειμμα υποστήριξης, διεκδικείται καθημερινά από τους ανθρώπους της ως χώρος όπου κινούνται και διασταυρώνονται ιδέες, ως εφημερίδα της Αριστεράς μ’ όλη τη σημασία της, μ’ όλη την ιστορία της – κι αυτή η καθημερινή διεκδίκηση θα ήταν ολέθριο σφάλμα να εγκαταλειφθεί, εφόσον πληρούνται οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις (και, ναι, πληρούνται: η καθ’ ημέραν συνάφεια θα μπορούσε ν’ αποτελέσει υπόδειγμα και ποτέ κανείς δεν λογοκρίθηκε στην Αυγή, όπως απέδειξαν και τα πρόσφατα γεγονότα).

Το πρώτο τεύχος κυκλοφορεί το Σάββατο 18 Ιουνίου [2016], ένθετο στην Αυγή της Κυριακής. Είμαι βέβαιος πως το εγχείρημα θα κριθεί έλλογα, χωρίς προκαταλήψεις και εχθρότητες, και θα σχολιαστεί με τη συνήθη νηφαλιότητα.

Το ύφος του σημειώματος είναι προσαρμοσμένο, εννοείται, στο περιβάλλον τού facebook. Στο editorial του πρώτου τεύχους είχα, αντιθέτως, την άνεση (λέμε τώρα) να αναπτύξω επιχειρήματα. Ισχύουν και για την επαύριο, οπότε θεωρώ σκόπιμο να το αναδημοσιεύσω τώρα, εδώ:

Τη σοβαρότερη επιφύλαξη που μπορεί να έχει κάποιος σήμερα αν τεθεί υπ’ όψιν του η ιδέα να σχεδιαστεί εξ υπαρχής οποιοδήποτε έντυπο, ένθετο μάλιστα σε εφημερίδα της Αριστεράς (σαν να θέλαμε να υψώσουμε στον κύβο τις δυσκολίες μας), τη συνοψίζει ένας αλησμόνητος στίχος, εφόσον τον μεταστρέψουμε: «Είν’ όλ’ αυτά τα πράγματα πολύ παλιά»... Ναι, ασφαλώς, αφού στο άλλο άκρο του φάσματος προϋποτίθεται ορατή και σαφής η φιγούρα ενός ανθρώπου που κάθεται στο καφενείο ή στο λεωφορείο, στο παγκάκι ή στη δουλειά και ανοίγει την πρωινή εφημερίδα του: την αγγίζει, τη φυλλομετρά, ενδεχομένως τη σκίζει. Κι αυτή η φιγούρα ξεθωριάζει ταχύτατα... Ίσως όμως κάποια «πολύ παλιά» πράγματα ανανεώνουν το νόημά τους μες στο ξεθώριασμα ακριβώς, αν το ξεθώριασμα είναι μια μορφή της αμνησίας που εκδηλώνεται παντού και εγκωμιάζεται...

Στον πυρήνα του «μεταμοντέρνου» πραξικοπήματος, που οδηγεί το δημοκρατικό «παράδειγμα» σε κατάρρευση και ήδη διέρρηξε τον κοινωνικό ιστό, καραδοκεί, πράγματι, η γενικευμένη λήθη – που προάγεται μεθοδικά κι οργανώνεται: Διδασκόμαστε να ξεχνάμε, αμέσως, τα πάντα· διδασκόμαστε ν’ απαρνηθούμε κάθε μορφή οξυδέρκειας συνεπώς. Γιατί βλέπουμε το παρόν (την «τωρινή στιγμή»: το πεδίο όπου ριζώνει η πολιτική θεωρία και πρακτική) ανακαλώντας και συνδυάζοντας εικόνες. Και η συρροή νεκρών, αβαθών, κατασκευασμένων εικόνων που υποκαθίστανται ταυτοχρόνως στη μνήμη και στην πραγματικότητα εγγυάται πως απ’ όσα συμβαίνουν γύρω μας κι εντός δεν βλέπουμε τίποτα. Αν δεν αντιδράσουμε, θα διαπιστώσουμε κάποτε, απλώς, το, κατά το Περί ύψους, θρυλούμενο εκείνο, «ως η δημοκρατία των μεγάλων αγαθών τιθηνός, η(ι) μόνη σχεδόν και συνήκμασαν οι περί λόγους δεινοί και συναπέθανον [...] οι δε νυν εοίκαμεν παδομαθείς είναι δουλείας», πως δηλαδή όσα αξίζουν τον κόπο τα τρέφει η δημοκρατία και όλοι σχεδόν όσοι ήσαν ικανοί στη σκέψη και στα λόγια έζησαν και πέθαναν μαζί με τη δημοκρατία, ενώ εμείς λες και μαθαίνουμε να είμαστε δούλοι από παιδιά... Ίσως λοιπόν η μετασχηματισμένη αξία χρήσης ενός εντύπου όπου αποτυπώνονται εκφάνσεις της «κίνησης ιδεών», ένθετου μάλιστα σε εφημερίδα της Αριστεράς (σαν να εκτελούσαμε ούτως ή άλλως σε κάθε επίπεδο μιαν άσκηση μνημοτεχνικής), έγκειται ακριβώς στο ότι δεν μπορεί παρά να χαράσσεται πια σαν η μία από τις δύο όψεις ενός νομίσματος, στην άλλη όψη του οποίου υπάρχει ο άυλος κόσμος του Διαδικτύου, και να διεκδικεί την παρωχημένη υλικότητά του (αλλά και την καινούργια μορφή του, αδιαχώριστα) ως εναντίωση στο διογκούμενο έλλειμμα μνήμης... Εκτός κι αν μας φαίνεται μοιραίο, εδώ που φτάσαμε, να βυθιστούμε στον αδιαβάθμητο ψευδόκοσμο μιας ψηφιακής Βαϊμάρης, όπου καθένας «είναι ο εαυτός του» κυρίως όταν λυντσάρουν όλοι μαζί και όπου η συρροή αδιαφοροποίητων και μη αξιολογήσιμων πληροφοριών δημιουργεί μιαν αυταπάτη ελευθερίας και γνώσης ικανή να συγκαλύπτει τη χειραγώγηση της σκέψης, την ίδια στιγμή που η διάχυση του μελοδραματισμού και το ξεκατίνιασμα καταστρέφουν μεθοδικά κάθε έννοια αλληλεγγύης και, όπως θα το έθετε ο Όργουελ, common decency...

Προφανώς, το εγχείρημα ανάκτησης, όσο μπορούμε, όσο γίνεται, και επέκτασης της διαθέσιμης μνήμης (κι αν δεν μας αναλογεί πρωτίστως αυτή η δουλειά, οποιαδήποτε άλλη είναι μετέωρη, είναι λόγια του αέρα κυριολεκτικά) προαπαιτεί να αποδεχθούμε πως θα βρεθούμε ξανά σ’ έναν κόσμο αντιφατικό και περίπλοκο, όπου η αγωνία για όσα συμβαίνουν σήμερα, τώρα, δεν νοθεύεται· παρατείνεται μάλλον, και παροξύνεται, αφού, για να έχει η δουλειά μας βαθύτερο, διαρκέστερο αποτέλεσμα (εκτός κι αν δεν μας ενδιαφέρει να ηγεμονεύσουν οι ιδέες μας), θα χρειαστεί ν’ αποφύγουμε οποιαδήποτε υπεραπλουστευμένη μορφή παρέμβασης στην άμεση πολιτική συγκυρία. Μετά λύπης μας, ασφαλώς, αφού οι ευθείες δηλώσεις, όσο νηφάλιες κι αν είναι, περιέχουν πάντοτε ένα acting out, ισοδυναμούν λοιπόν, όταν αγγίξεις τα όριά σου, μ’ ένα είδος σεισάχθειας· και ποιος δεν θά ’θελε ν‘ αποτινάξει το βάρος; Ίσως όμως είναι εξίσου σημαντικό να μην δεις την αγωνία σου ή την αποδέσμευσή σου απ’ την αρπάγη της να υποκλέπτεται, να διαστρεβλώνεται, καθώς το έργο, κάθε έργο, ξαναπαίζεται ερήμην σου στα social media, μεταφρασμένο στη γλώσσα του ενδημικού λυντσαρίσματος ακριβώς. Γιατί εκεί, στο βασίλειο της αμνησίας, μόνον δίκες προθέσεων είναι εφικτές και βρίσκονται όλοι στο τέλος απολογούμενοι, άλλοι ως μίσθαρνα όργανα κι άλλοι ως βδελυροί συνωμότες... Έτσι κατασκευάζεται και αναπαράγεται μια αντιδιαστολή συκοφαντική εξ αντικειμένου, αφού είναι ψευδής εφόσον αρνείται την κοινή αγωνία και προϋποθέτει μια μονοδιάσταση σύλληψη της «πολιτοφροσύνης» και της πραγματικότητας...

Δεν μιλάω γενικώς κι αορίστως, μολονότι και πάλι όσα περιγράφω θα ίσχυαν. Ερήμην όλων των εμπλεκομένων, οι Υποτυπώσεις εκκολάφθηκαν σ’ ένα συνθλιπτικό βαρυτικό πεδίο τέτοιας λογής. Κι ο διαθέσιμος χρόνος δεν συνέθλιβε λιγότερο, αφού, εργαζόμενος επί οκτώ χρόνια ως διορθωτής στην Αυγή (υπό ιδεώδεις συνθήκες, όσον αφορά προπάντων στους ανθρώπους που ήμουν μαζί τους κάθε μέρα, επί ώρες, και που πολύ μου κοστίζει να μην τους βλέπω πια καθημερινά), δεν είδα σοβαρότερο τυπογραφικό λάθος από το κενό εκεί όπου υπήρχαν σελίδες αφιερωμένες σε γνώμες και ιδέες, στον λόγο και τις τέχνες. Τέτοιου μεγέθους λάθος έπρεπε να διορθωθεί το ταχύτερο – και επιπλέον η πίεση να μετατραπεί σε πλεονέκτημα. Έτσι, αποδεχτήκαμε την ιδέα ενός ενθέτου που θα διαμορφώνεται καθ’ οδόν – και που το πρώτο τεύχος του μπορεί ν’ αποτυπώνει μόνο μια τάση, μια στάση: να ανακτήσουμε, όπως είπαμε, όσο μπορούμε, όσο γίνεται, και να επεκτείνουμε τη συλλογική μνήμη σε κάθε επίπεδο· να μιλήσουμε ως εκ τούτου για τις καινούργιες πραγματικότητες· να διαβάσουμε βαθύτερα τη συγκυρία· να μην αγγίξουμε πεδία όμορα, αφού η συναδελφικότητα πρέπει ν’ ανταποδίδεται· να διαχωρίσουμε το επίκαιρο από το επικαιρικό, το προφανές από το επιφανειακό· να μην προκαλέσουμε σύγχυση, σαν να μπερδεύτηκαν οι σελίδες της τρέχουσας ύλης της Αυγής με τις σελίδες όπου εξελίσσεται άλλης τάξεως θεωρητική εργασία... Ελπίζουμε στη συμβολή όσων ήδη συνέβαλλαν σε ανάλογα εγχειρήματα κι όσων θελήσουν τώρα να συμμετάσχουν. Εκδοτική ομάδα δεν προϋπήρχε, διαμορφώνεται μαζί με το έντυπο. Πριν απ’ όλα, πήρε τη μορφή προσκλητηρίου σε φίλους – που, για μιαν ακόμη φορά, όταν χρειάστηκε ήσαν εκεί. […] Η ποικιλία θ’ αναδειχθεί. [..] Και φυσικά θέμα λογοκρισίας ή συμμόρφωσης δεν τίθεται ούτε ετέθη ποτέ: καθένας υπογράφει αυτό που έλλογα και μετ’ επιγνώσεως λέει. Στην Αυγή βρισκόμαστε άλλωστε...

Ημερολόγιο καταστρώματος

Μετά από κάποια δοκιμαστικά, ας πούμε, τεύχη, οι Υποτυπώσεις άρχισαν να διαμορφώνουν σιγά-σιγά το προφίλ τους – όχι χωρίς δυσκολίες κάθε λογής. Η βοήθεια του Σπύρου Κακουριώτη και ατύπως του Στέφανου Δημητρίου στο πρώτο κρίσιμο διάστημα ήταν πολύτιμη. Και ο Παναγιώτης Παπίδας, με τον οποίο σχεδιάσαμε το ένθετο και εβδομαδιαίως «στήνουμε» κάθε τεύχος, θα έπρεπε κανονικά να αναφέρεται μαζί με τα άλλα μέλη της Συντακτικής Ομάδας – κι όχι μόνο για τον δυσανάλογο κόπο του, την ποιότητα της δουλειάς του ως γραφίστα ή την ετοιμότητά του να λύνει προβλήματα. Η διαπλοκή όρασης και μνήμης στην οποία αναφερόταν το editorial του πρώτου τεύχους επιβάλλει να «μιλάει» με τα τυπωμένα λόγια του και ισοδύναμα με τη μορφή του ένα έντυπο που καθόρισε ως μιαν όψη του προγράμματός του (την πιο επείγουσα μάλιστα) την ανάκτηση και επέκταση της διαθέσιμης συλλογικής μνήμης – εξού και οι επίμονες αναφορές σε εικαστικά θέματα, προπάντων όμως η επιλογή να «εικονογραφείται» κάθε τεύχος με έργα ενός μόνο ζωγράφου ή φωτογράφου ή κομίστα (να προεκτείνεται δηλαδή πέρα απ’ τα λόγια, σ’ ένα χωρίς-λόγια-κείμενο)· το διπλό αφιέρωμα στον θεωρητικό του Θεάματος, τον περασμένο Δεκέμβριο, δεν προέκυψε τυχαία ή χάριν γούστου. Κάθε τεύχος λοιπόν «στήνεται» σε συνδυασμό με όλα τα υπόλοιπα (οπτικά ή θεματικά σήματα επανέρχονται, υποδηλώνονται, αναπτύσσονται) αλλά και σαν να ήταν αυτοτελές: κατ’ ουσίαν ο Παναγιώτης το σχεδιάζει κάθε εβδομάδα εξ υπαρχής αν εξαιρέσουμε τη σκαλωσιά, τον σκελετό του ας πούμε· κάθε εβδομάδα διαφορετικό, αφού η διαλεκτική λόγου και εικόνας (το αντίθετο της συμβατικής ή επικαιρικής εικονογράφησης) το μετασχηματίζει ακατάπαυστα. Δεν μπορώ να του εκφράσω επαρκώς την ευγνωμοσύνη μου για μια δουλειά που δεν είχε καμιάν υποχρέωση να κάνει και που, χειρότερα ακόμη, στην «αναρτημένη» μορφή τού εντύπου παραμένει αφανής. Όσοι δεν αγοράζουν την Αυγή μόνο τις μισές Υποτυπώσεις διαβάζουν· είμαι βέβαιος ότι τώρα που το διευκρινίζω οι πωλήσεις θα αυξηθούν κατακόρυφα. (Στο μεταξύ, φτιάξαμε επιτέλους το blog KapoteStiDysi.wordpress.com, όπου οι αναγνώστες θα βρούν αναρτημένα όλα τα τεύχη σε pdf.)

Τους συνεργάτες μου της Συντακτικής Ομάδας δεν ξέρω για ποιον απ’ όλους τους λόγους πρέπει πρωτίστως να τους ευγνωμονώ. Θα ήθελα να μην εργάζονταν χωρίς αμοιβή, αλλά οι δυσκολίες της Αυγής είναι γνωστές – και οι άνθρωποι αυτοί έβαλαν, με τον τρόπο τους, όσο και οι τυπικώς έμμισθοι εργαζόμενοι πλάτη. Δεν είχαν κάποιο πολιτικό σχέδιο να προωθήσουν ούτε υφίστανται διά των Υποτυπώσεων. Παραδέχτηκαν, επιπλέον, να στριμωχτούν άσχημα και ενδεχομένως να εκτεθούν· γιατί η επιλογή να μην εμπλακείς στην άμεση πολιτική συγκυρία (καταρχάς για να μην αυτοεγκλωβιστείς όπως είδαμε να συμβαίνει, κυρίως όμως επειδή καθ’ εαυτήν η παρέμβαση στη συγκυρία πρέπει να εννοηθεί επιτέλους βαθύτερα και να μεθοδευτεί αναλόγως, χρειάζεται χρόνος λοιπόν) πολύ συχνά μπορεί να παρερμηνευτεί ως έλλειμμα «πολιτοφροσύνης» ή, ακόμα χειρότερα, ως προσπάθεια να μη θίξεις τα κακώς κείμενα· και, στο άλλο άκρο του φάσματος των δυσκολιών που αντιμετωπίσαμε εξ αρχής, οι φίλοι μου θα πρέπει να αισθάνθηκαν συχνά πως δουλεύουν εν κενώ, χωρίς επιστροφή ήχου ας πούμε, αφού γύρω από τις Υποτυπώσεις δημιουργήθηκε ευθύς εξ αρχής, πρωτίστως από τα φίλια, υποτίθεται, social media, μια πρωτοφανής ζώνη ασηψίας-αντισηψίας: σαν να μην υπήρχαν απλώς. Η προγραμματική επιλογή να μην απευνθούμε σε think-tanks του «χώρου» ή σε κατά φαντασίαν (αρχικά· κατά θέσμισιν στη συνέχεια, όπως συνήθως συμβαίνει) αρμόδιους για τη «θεωρία» ή για τα «πολιτιστικά», καταρχάς επειδή δουλεύαμε με υπερκαθορισμένη ατζέντα (αποχωρώντας με πολιτικό σκεπτικό η ομάδα των Ενθεμάτων απαξίωσε προκαταβολικά οποιοδήποτε διάδοχο σχήμα· έπρεπε πριν απ’ όλα να αποπαγιδευτούμε λοιπόν, χαράσσοντας πορεία λοξή και επιδεικτικά ανεξάρτητη), ίσως έπαιξε καθοριστικό ρόλο, αφού επέτρεψε να αναπαραχθεί σε μικροκλίμακα το «διπολικό» φαινόμενο (ένθεν και ένθεν καταφορά) που επεσήμανα μιλώντας εν γένει για την Αυγή. Όμως η εν λόγω επιλογή οφειλόταν, δυστυχώς, και σε βαθύτερους, διαρκέστερους λόγους:

Το ισοδύναμο, σε θεωρητικό επίπεδο, της υπεραπλουστευμένης παρέμβασης στη συγκυρία είναι η μονότονη, επαναληπτική προσομοίωση μιας «συζήτησης (δήθεν) για την Αριστερά» που εδώ και καιρό έχει εκφυλιστεί σε εκθαμβωτική ανακύκλωση στερεοτύπων και εμμονών, χωρίς να θίγεται τίποτα απ’ όσα αναδύονται, καθώς το «παράδειγμα» αλλάζει, και επείγει πράγματι να συζητηθούν. Εφόσον η προσομοίωση ακόμη κυριαρχεί, η εξαρχής διαφορετική στόχευση, προκειμένου να μην συντελέσουμε κι εμείς στο να μεταμφιέζεται η ένδεια σε περίσσεια ιδεών, η επιλογή δηλαδή να μιλάμε για τον Βίκο και τον Μερλώ Ποντύ, τον Ντεμπόρ, τον Γιάπε, τον Κουρτς (έχει διαβάσει κανείς προσεκτικά το περιοδικό Krisis;) αντί να αναπαράγουμε το θλιβερό ρεπερτόριο της Documenta, ας πούμε, ή τα νεόκοπα, πρωτοποριακά δήθεν κλισέ του πανεπιστημιακού campus, επιβάλλεται.

Αυτή η στόχευση ωστόσο εύκολα δημιουργεί (καθώς κρίνεται με πρότυπο την προσομοίωση, ακριβώς, που κυριαρχεί) την εντύπωση ενός εντύπου –πώς το λένε;– απολίτικου, που ενώ ο κόσμος χάνεται, σήμερα, εδώ, δεν «συζητάει για την Αριστερά» και περί άλλα, παρωχημένα και νεφελώδη, τυρβάζει. Χρειάζεται χρόνος και κόπος για να πείσεις πως μια καινούργια ανάγνωση του Χέγκελ είναι η άλλη όψη τής συζήτησης για τις νέες ψηφιακές πραγματικότητες, λόγου χάριν, αν δεν θέλουμε ν’ αναμασάμε απλώς· αλλά στην περίπτωσή μας οι εξισώσεις τού Minkowski έλαμψαν μ’ όλη την ακρίβεια και την αίγλη τους· δεν υπήρχε ούτε χώρος ούτε χρόνος· κι οι Υποτυπώσεις ήσαν, από την άλλη τους όψη, καμένο χαρτί εξαρχής:

Το καμένο χαρτί

Horror vacui: μόνον έτσι μπορεί να περιγραφεί το κλίμα που επικράτησε στην Αυγή τον Μάιο του 2016 – και απηχείται στο editorial και στο σημείωμα για το facebook (750 like τώρα πλέον! ουάου!) που παρέθεσα ήδη· και μόνον έτσι μπορεί να ερμηνευτεί η σκέψη που επικράτησε – πως, από επικοινωνιακή, όπως λέμε τώρα πια, άποψη, ναι, κάτι έπρεπε να αντικαταστήσει επειγόντως τα Ενθέματα, εάν η διεύθυνση δεν επέλεγε απλώς να συνεχιστούν με άλλον επιμελητή και άλλη συντακτική ομάδα... Όλοι γνωρίζαμε, εντούτοις, πως υπήρχε η σκέψη να συζητηθεί, από τον (περασμένο) Σεπτέμβριο κιόλας, στο πλαίσιο του αναγκαίου ανασχεδιασμού της Αυγής, το θέμα των σχετικών με την κίνηση ιδεών ενθέτων εκ του μηδενός· συνεπώς το ένθετο που θα αντικαθιστούσε τα Ενθέματα θα κυκλοφορούσε, κατά κάποιον τρόπο, υπό αίρεσιν. Δεν θα ήταν σοφότερο να περιμένουμε ώς τότε; Πολλώ μάλλον αφού το ένθετο που, ελλείψει άλλων εθελοντών, ανέλαβα να σχεδιάσω δεν μπορούσε παρά, από κάθε άποψη, να ποντάρει στον χρόνο· σ’ αυτό, ακριβώς, που (θα) έλειπε δηλαδή. Ίσως λοιπόν το σφάλμα έγκειται στο ότι σκεφτήκαμε μεν επικοινωνιακά, αλλά σχεδιάσαμε ένα ένθετο στους αντίποδες· ή, πάλι, ένα έντυπο που δεν είδαμε πως περίττευε απλώς· γιατί –

υπήρχε, όπως αποδείχτηκε, η δυνατότητα να καλυφθεί το κενό εκ των ένδον, αρκεί να δείχναμε λίγην εμπιστοσύνη στον Μαλλαρμέ: Ο κόσμος προορίζεται να καταλήξει σ’ ένα βιβλίο· ό,τι κι αν πούμε, υπάρχει κάποιο βιβλίο που το αναφέρει· κι αν δεν υπάρχει, θα υπάρξει στο μέλλον· οπότε ένα ένθετο με θέμα, αρχικά, το βιβλίο μπορεί να διαστέλλεται επ’ άπειρον. Δεν θα ήταν προτιμότερο συνεπώς να διευρυνθούν και επισήμως οι Αναγνώσεις, με την πληθώρα συνεργατών, τη διακηρυγμένη επιτυχία και το ειδικό ιστορικό βάρος τους; Θα είχαμε αποφύγει να αισθάνονται οι αναγνώστες συχνά-πυκνά ότι υποφέρουν όσον αφορά στη θεματική από κάποια μορφή διπλωπίας και η ομάδα των Υποτυπώσεων σαν τον Αρχύτα τον Ταραντίνο (νομίζω) που πρώτος αναρωτήθηκε: θα μπορούσε να απλώσει το χέρι του αν είχε βρεθεί στην άκρη του απείρου;

Δεν επικαλούμαι κάποιο άλλοθι: ακόμη κι αν διέθετα χώρο και χρόνο, τις Υποτυπώσεις θα σχεδίαζα· υπό τις παρούσες συνθήκες όμως θεωρώ ότι μόνο τρεις από τους στόχους τους αποδείχτηκε εφικτό να πετύχουν στον χρόνο που δόθηκε: κάλυψαν, όπως κρίθηκε αναγκαίο, δίχως κραδασμούς το κενό, διαφύλαξαν δηλαδή τον χώρο που θα καταλάβουν την επαύριο, υπό άλλην επιμέλεια και μορφή, αυτές ή οι διευρυμένες Αναγνώσεις ή κάποιο διάδοχο ένθετο (γιατί μου φαίνεται, όπως εξήγησα, αφύσικο, αλλοίωση του DNA της να μην έχει ένθετο «ιδεών» η Αυγή) – οπότε θα σπάσει, υποθέτω, και ο κύκλος ασηψίας-αντισηψίας· εκόμισαν κάποια δεδομένα κι ένα απόθεμα συλλογισμών και συμπερασμάτων (τα εξέθεσα αναλυτικά) χρήσιμο για τη συζήτηση που ανοίγει· απέδειξαν προπάντων πως δεν υπάρχει μόνο το καταθλιπτικό σημειωτόν, που άλλωστε επιλέγεται πάντα για να κρατήσουμε καθένας τα κεκτημένα του.

Θα συνεχίσω να τις επιμελούμαι υπό την παρούσα μορφή τους και με την νυν συντακτική ομάδα όσο χρειάζεται· είναι όμως ένθετο της Αυγής κι όχι τσιφλίκι μου. Ωραία θα ήταν να ανήκαν στην καινούργια εποχή της κι εκεί να ωρίμαζαν· αλλ’ αυτό δεν γίνεται πια, τοποθετήθηκαν άκαιρα στην πλευρά της κλεψύδρας που αδειάζει – κι η Αυγή είναι ώρα ν’ αλλάξει τόσο ριζικά ώστε να ξαναβρεί επιτέλους τον εαυτό της· και τότε θα ξαναβρεί κι ο καθείς μετασχηματισμένο τον ρόλο του.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗΣ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL