Live τώρα    
24°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
24 °C
23.0°C25.9°C
3 BF 34%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
25 °C
23.4°C26.5°C
2 BF 33%
ΠΑΤΡΑ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.0°C24.4°C
2 BF 51%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
19.7°C21.0°C
2 BF 71%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
24 °C
24.0°C24.0°C
1 BF 40%
Πνεύμα και ύλη
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Πνεύμα και ύλη

Και πάλι ξιφουλκεί η Εκκλησία. Πριν περάσει καιρός από την προηγούμενη σύγκρουσή της με την κυβέρνηση, που κατέληξε στην έξοδο από αυτήν του καθ' όλα άξιου υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη. Να αποσαφηνίσουμε από την αρχή: Εννοούμε τη διοικούσα Εκκλησία των ιεραρχών με την ποιμαντορική ράβδο -σύμβολο εξουσίας- και τα πολυτελή, “κεκοσμημένα” με πολύτιμους λίθους βυζαντινόπρεπα άμφια. Γιατί υπάρχει και η άλλη Εκκλησία, που κατά την κοινή αντίληψη αλλά και κατά το θεολογικό δόγμα αποτελείται από την ευρύτατη “κοινότητα των πιστών, που αναγνωρίζουν τον Ιησού ως σωτήρα και ως αρχηγό της Εκκλησίας” και που είναι αμέτοχη στους τακτικισμούς για τα “καλά και συμφέροντα” -όχι “ταις ψυχαίς ημών”- του υψηλόβαθμου κλήρου. Δεσπότες και απλοί παπάδες δεν συνθέτουν ένα ομοιογενές σύνολο. Η σκιά της εξουσίας των ιεραρχών, των “δεσποτάδων” βαρύνει τους “αγαθούς λευίτες” (για να θυμηθούμε τον “άγιο των γραμμάτων μας”, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη). Γι' αυτό και οι απλοί ιερείς, όταν βρεθούν αναμεταξύ τους, ανταλλάσσουν, ως ανεβλαβή αστεϊσμό, την εμβληματική, επιγραμματική φράση της Βίβλου “Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας δεσπότου ζώντος”.

Το ζεύγμα εννοιών του Μαρξ και η κριτική στην Εκκλησία ως θεσμού

Δισυπόστατη η Εκκλησία, δεν προσφέρει το μόνο παράδειγμα “δυισμού” στα ζητήματα της θρησκείας. Ας ανακαλέσουμε στη μνήμη μας το γνωστό χωρίο του Μαρξ για το “όπιο των λαών”, το οποίο στη λαϊκή συνείδηση έχει περίπου καταγραφεί ως συμπύκνωση της “αντίθεης” φιλοσοφίας και της γενικότερης στάσης των κομμουνιστών και αριστερών στη θρησκεία. Να τι έγραφε όμως ο Μαρξ: “Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, το πνεύμα μιας χωρίς πνευματικότητα κατάστασης. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού [...]. Η κριτική της θρησκείας είναι, επομένως, η εμβρυική κριτική της κοιλάδας των δακρύων, που φωτοστέφανό της είναι η θρησκεία [...]. Η κατάργηση της θρησκείας ως απατηλής ευτυχίας του λαού σημαίνει απαίτηση της πραγματικής του ευτυχίας” (“Συμβολή στην κριτική της φιλοσοφίας του δίκαιου του Χέγκελ”). Το νόημα είναι σαφές: Καταγγέλλεται το “όπιο των λαών”, η παραλυτική επίδραση της αναζήτησης μιας απατηλής εκδοχής εξόδου από την “κοιλάδα των δακρύων” και ταυτόχρονα καταδικάζεται ο “άκαρδος και χωρίς πνευματικότητα κόσμος” της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο. Το ζεύγμα εννοιών (ο “δυισμός”) που εμπεριέχει τη θέση του Μάρξ ακρωτηριάζεται και καταστρέφεται από τον τρόπο με τον οποίο σκόπιμα χρησιμοποιείται - και όχι μόνο από τη μία πλευρά.... Και, βεβαίως, η αυστηρή κριτική του Μάρξ στη θρησκεία αναφέρεται κυρίως στον εκκλησιαστικό θεσμό, στον ρόλο της διοικούσας Εκκλησίας μέσα στο πλέγμα των εξουσιαστικών δομών που χαρακτηρίζει τις ταξικές κοινωνίες. Οι άρχουσες τάξεις των κοινωνιών αυτών εκμεταλλεύονται δολερά την πίστη των απλών ανθρώπων, φέρνοντας στα δικά τους μέτρα τα θρησκευτικά δόγματα, ώστε να εντάσσονται στη δική τους κυρίαρχη ιδεολογία. Αλλά και αυτή εξελίσσεται. Σήμερα έχει διαμορφωθεί στους κόλπους της, χωρίς να εγκαταλείπεται ο θρησκευτικός πυλώνας, σχολή αστών φιλοσόφων που είναι ένθερμοι οπαδοί του αθεϊσμού.

Με τη συνηθισμένη υστέρηση της εισαγωγής στη χώρα μας ιδεών που είναι “του συρμού” στη Δύση, το φαινόμενο του μεταμοντέρνου, αστικού αθεϊσμού εκδηλώνεται τώρα και εδώ και εμπλέκεται κατά απροσδόκητο -και αήθη- τρόπο στις συζητήσεις για το επίμαχο θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. Οργανώνεται στην Αθήνα συνέδριο, όπου την αντίθετη στον συντηρητισμό και στις απόψεις της διοικούσας Εκκλησίας πλευρά εκπροσωπεί σωματείο με την επωνυμία Ένωση Άθεων.

Η σχέση με το κράτος και η εκκλησιαστική περιουσία

Αναδύεται έτσι ένα πλαστό δίπολο, που θα προκαλέσει ενδεχομένως σύγχυση στο απληροφόρητο κοινό. Είναι σαφώς πολιτική η στάση της Ιεραρχίας και του αρχιεπισκόπου, που ευθυγραμμίζονται με την αντιπολίτευση σ' έναν υποκριτικό αγώνα δήθεν υπέρ του ομολογιακού χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών και εναντίον του χωρισμού Εκκλησίας και κράτους, δύο ζητημάτων τα οποία σκόπιμα συνδέουν. Αλλά η αντίθεση και η αντίδραση της κυβέρνησης και της παράταξης των οπαδών της ανεξιθρησκείας, και της ελευθερίας της λατρείας στις μεθοδεύσεις του αρχιεπισκόπου και των συν αυτώ (ηπιότερη από την αναμενόμενη), δεν αποτελεί εκδήλωση αμφισβήτησης της ύπαρξης του Θεού και πόλεμο κατά των πιστών, όπως ίσως θα εκληφθεί, από απληροφόρητους, που θα επηρεαστούν από την ανάρμοστη ανάμειξη της Ένωσης Άθεων.

Η σημαντικότερη όμως πτυχή της διπλής αυτής όψης του θέματος της Εκκλησίας και των σχέσεών της με την Πολιτεία είναι άλλη: Αφορά τον μανδύα του θρησκευτικού δόγματος, της “πνευματικότητας”, με τον οποίο έχει περιβληθεί το ζήτημα. Διαφωνίες για τον ομολογιακό ή μη χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία υπάρχουν και είναι φυσικό να υπάρχουν. Υπάρχουν όμως και γεγονότα άλλης τάξεως, εντελώς άσχετα προς τη θεολογία, τα οποία, από την εποχή της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους, “βοούν” με πολύ ηχηρό τρόπο. Ο πνευματικός μανδύας του θεολογικού δόγματος είναι το παραπέτασμα που έρχεται να αποκρύψει ένα απροκάλυπτο υλικό πρόβλημα. Το όνομα αυτού, “εκκλησιαστική περιουσία”.

Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας

Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο να δωρίζουν οι ραγιάδες τις περιουσίες τους στα μοναστήρια προκειμένου να μην καταλήξουν ποτέ στη λεηλασία των μπέηδων. Το οθωμανικό δίκαιο προστάτευε τις ιδιοκτησίες των θρησκευτικών ιδρυμάτων. Έτσι και η ορθόδοξη Εκκλησία, στην οποία υπάγονται ο εξαιρετικά υψηλός αριθμός ιερών μονών και ναών της χώρας, βρέθηκε, κατά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, να κατέχει πολύ μεγάλες εκτάσεις γης. Η περιουσία αυτή εξακολουθεί να είναι πολύ μεγάλη. Δεν πρόκειται για “μύθο”. Ελάχιστο τεκμήριο για το μέγεθός της αποτελεί το γεγονός ότι είναι κατανεμημένη σε περισσότερα από 10.000 εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (μητροπόλεις, ναούς, μονές, προσκύνηματα, κληροδοτήματα κ.λπ.). Δεν επιχειρήθηκε ποτέ η συνολική απογραφή της. Να σημειωθεί επιπλέον ότι σε μια χώρα με καθεστώς υπερφορολόγησης αυτή είναι αφορολόγητη.

Πειρασμός για τους νέους άρχοντες της πολιτικής διοίκησης του αρτισύστατου κράτους, τα κτήματα της Εκκλησίας έγιναν γρήγορα η αιτία τριβής στις σχέσεις της με το κράτος. Το καθεστώς της αυτοκεφαλίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1833, απόσπασε την Εκκλησία της Ελλάδος από τη σκέπη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διευκολύνοντας την πολιτική ελίτ που επιβουλεύονταν την εκκλησιαστική περιουσία που έγινε γι' αυτήν προσπελάσιμη, καθώς είχε εξασφαλίσει τον έλεγχο του κράτους.

Ένας ακήρυχτος πόλεμος

Ακολούθησε ένας ακήρυχτος πόλεμος κράτους και Εκκλησίας για τα περιουσιακά στοιχεία της δεύτερης, που κρατά ώς τις μέρες μας. Οι αρχές του κράτους, με δεδομένη την ισχύ της Εκκλησίας, που μάχεται σκληρά για τη διασφάλιση των κεκτημένων της, υποχρεώθηκαν σε πολλές παραχωρήσεις. Έτσι, η μισθοδοσία του κλήρου εγγράφεται στον κρατικό προϋπολογισμό, στην Εκκλησία παρέχεται ιδιαίτερη προστασία από κινδύνους με τη διάρθρωσή της σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ενώ της εκχωρείται, κατά παράβαση του Συντάγματος, προνομιακός ρόλος στα θέματα της Παιδείας - από τον έλεγχο του περιεχομένου και του χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών ώς τη συνεχή, βαρύνουσα παρουσία της Εκκλησίας στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης (υποχρεωτικός εκκλησιασμός και εξομολόγηση κ.λπ.). Ρόλος που της εξασφαλίζει ιδιαίτερη θέση υψηλού κύρους και επιρροής στη ζωή της κοινωνίας. Πρόκειται για έναν συμβιβασμό επωφελή και για τις δύο πλευρές.

Ασταθής συμβιβασμός

Συμβιβασμό ασταθή όμως. Πρώτη εχθροπραξία, πριν ακόμη επέλθει ο συμβιβασμός, τα διατάγματα της Αντιβασιλείας του Όθωνα με τα οποία διαλύθηκαν 400 μοναστήρια και η περιουσία τους περιήλθε στο Δημόσιο. Ακολουθεί, το 1843, απαλλοτρίωση, χωρίς αποζημίωση, μεγάλων εκτάσεων γης των μοναστηριών προκειμένου να χρησιμοποιήσει το κράτος το τίμημα από την πώλησή τους “διά την βελτίωσιν του κλήρου”. Άγνωστο ποια ήταν η τελική τύχη των κτημάτων που δημεύθηκαν. Στην αλυσίδα της συνέχειας παρόμοιων ενεργειών της Πολιτείας, εξέχουσα θέση κατέχει ο επιλεγόμενος Αγροτικός Νόμος του Ελευθέριου Βενιζέλου (δύο νόμοι και Βασιλικά Διατάγματα της περιόδου 1917-1930) που απαλλοτρίωσαν μεγάλες εκτάσεις μοναστηριακής γης αξίας ενός περίπου εκατομμυρίου δραχμών, με συμφωνημένη αποζημίωση αυτή τη φορά. Το ήμισυ περίπου των εκτάσεων αυτών μόνο διατέθηκε για την αποκατάσταση ακτημόνων και προσφύγων. Το Δημόσιο όμως κατέβαλε στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο μόνο το 10% του συμφωνηθέντος τιμήματος.

Τα νομοσχέδια που έμειναν στα χαρτιά

Ο επόμενος γύρος του πολέμου για την εκκλησιαστική περιουσία αρχίζει μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, στη Μεταπολίτευση. Νομοσχέδια καταρτίστηκαν από διαδοχικούς υπουργούς Παιδείας και Θρησκευμάτων: Τον Γεώργιο Ράλλη (1976), το σχέδιο του οποίου προέβλεπε παραχώρηση των 3/4 της εκκλησιαστικής περιουσίας στο κράτος, τον Ιωάννη Βαρβιτσιώτη (τα 4/5 στο κράτος) και τον Αντώνη Τρίτση (1986), του οποίου η προσπάθεια ήταν η σοβαρότερη και έφτασε πλησιέστερα από τις άλλες στον σκοπό της. Το σχέδιο του Τρίτση ψηφίστηκε από τη Βουλή και έγινε νόμος του κράτους (ο Ν. 1700/1987), ο οποίος ποτέ δεν εφαρμόστηκε. Η αντίδραση της διοικούσας Εκκλησίας υπήρξε σκληρότατη και η τότε κυβέρνηση υποχώρησε.

Η νουθεσία του Αδαμάντιου Κοραή

Βρισκόμαστε άραγε στα πρόθυρα ενός νέου γύρου στον πόλεμο αυτό, που ενδεχομένως έχει λόγους να αναμένει η διοικούσα Εκκλησία, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει η ανασφάλειά της απέναντι στην κυβέρνηση και να οξύνονται το μένος και η επιθετικότητα της; Αυτό θα εξηγούσε, εν μέρει, τη στάση της, χωρίς βέβαια να τη δικαιολογεί. Στην ίδια συνάφεια υπάρχει μια πιθανή παραλλαγή στόχων. Με δεδομένες τις ιδιαίτερες ομάδες των Μητροπολιτών, στις οποίες είναι κατακερματισμένη η ιεραρχία, και εν όψει της μάχης της διαδοχής του αρχιεπισκόπου, η οποία προετοιμάζεται, ως γνωστόν, χρόνια πριν, ο ζήλος και η πλειοδοσία υπέρ του μαθήματος των Θρησκευτικών και εναντίον του χωρισμού κράτους και Εκκλησίας είναι πιθανό να χρησιμοποιούνται στον μεταξύ τους ανταγωνισμό σε μια προσπάθεια κατίσχυσης της κάθε ομάδας έναντι των άλλων. Το αντιδημοκρατικό εσωτερικό καθεστώς της διοικούσας Εκκλησίας και ο τρόπος εκλογής των μητροπολιτών συνάδει με μια παρόμοια ερμηνεία. Εξαιρετικά επίκαιρη είναι η νουθεσία του Αδαμάντιου Κοραή που συνέστησε “να κυβερνάται ο κλήρος από σύνοδον ιερέων εκλεγομένων ελευθέρως από ιερείς και κοσμικούς, καθώς έπραττεν η αρχαία Εκκλησία...”. Αλλά ποιος μιλά σήμερα για τον αναγκαίο εκδημοκρατισμό της Εκκλησίας;

Πληθώρα προβλημάτων, τα οποία επίτηδες συσκοτίζονται, έχουν σωρευθεί στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας. Τις επιζήμιες συνέπειες βιώνει το “χριστεπώνυμον πλήρωμα”. Η επίλυσή τους επείγει. Ούτε η κατοχύρωση στο Σύνταγμα, κατά την αναθεώρησή του, με ειδική ρήτρα, του “Θρησκευτικά ουδέτερου χαρακτήρα του κράτους”, ούτε η δύσκολη, άμεση μετάβαση στο μακρινό εξορθολογιστικό καθεστώς του διαχωρισμού μπορεί να είναι η αφετηρία. Ίσως πρέπει να ακούσουμε τον Κοραή και να αρχίσουμε από την εφαρμογή της συμβουλής του.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL