Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
17.0°C20.2°C
2 BF 52%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αυξημένες νεφώσεις
17 °C
15.4°C17.9°C
0 BF 68%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
15 °C
12.0°C15.5°C
2 BF 74%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αραιές νεφώσεις
17 °C
15.4°C17.8°C
2 BF 68%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
15 °C
14.1°C15.1°C
0 BF 51%
Περί γενικευμένης απληστίας...
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Περί γενικευμένης απληστίας...

Και στη συνέχεια μπορείς να φροντίσεις για τις λεπτομέρειες του στιλ σου

Όπως την κατάλληλη γραβάτα και τη σταθερή χειραψία

Ένα συγκεκριμένο βλέμμα και το να χαμογελάς εύκολα

Πρέπει να σ’ εμπιστεύονται όσοι τους λες ψέματα

Έτσι ώστε όταν σου γυρίζουν την πλάτη

Να έχεις την ευκαιρία να τους μπήξεις το μαχαίρι

Κι όταν χάνεις τον έλεγχο θα θερίσεις τη σοδειά που έσπειρες

Και καθώς ο φόβος μεγαλώνει το κακό αίμα φαίνεται και πετρώνει

Κι είναι πολύ αργά για να χάσεις το βάρος που κάποτε χρειαζόταν να ρίχνεις στους γύρω σου

Καλό πνίξιμο λοιπόν καθώς ολομόναχος πας κάτω

Παρασυρμένος από την πέτρα στο λαιμό σου

Κουφός, μουγγός και τυφλός, συνεχίζεις να υποκρίνεσαι

Ότι όλοι είναι αναλώσιμοι και κανένας δεν έχει έναν αληθινό φίλο

Και σου φαίνεται ότι αυτό που πρέπει να κάνεις είναι ν’ απομονώσεις τον νικητή

Και ότι όλα συμβαίνουν υπό το φως του ήλιου

Και κατά βάθος πιστεύεις ότι όλοι είναι δολοφόνοι

Ποιος γεννήθηκε σε ένα σπίτι γεμάτο πόνο;

Ποιος εκπαιδεύθηκε να μη φτύνει στον ανεμιστήρα;

Σε ποιον υπέδειξε τι να κάνει το αφεντικό;

Ποιον τσάκισε στο ξύλο εκπαιδευμένο προσωπικό;

Σε ποιον φόρεσαν κολάρο και αλυσίδα;

Ποιον χτύπησαν στην πλάτη;

Ποιος ξέκοβε από την ομάδα;

Ποιος δεν ήταν παρά ξένος στο σπίτι του;

Ποιος έδεσε μόνος του την πέτρα στο λαιμό του;

«Dogs» - Roger Waters, από το «Animals» των Pink Floyd (1977)

Δεν ξέρω αν είναι φαινόμενο ή σύμπτωμα της ύστερης φάσης του καπιταλισμού στην οποία ζούμε αλλά αρκετοί ειδικοί επιστήμονες/ερευνητές έχουν διαπιστώσει κάτι ήδη πριν το δούμε στην καθημερινότητα γύρω μας. Πολλοί, οι περισσότεροι ίσως, άνθρωποι που χαρακτηρίζονται από μιαν απληστία για τα υλικά αγαθά και προφανώς πριν και πάνω από όλα για το μέσο για την απόκτησή τους, τα χρήματα (η ζωή τους δηλαδή είναι λίγο - πολύ αφιερωμένη στο κυνήγι τους), διακρίνονται και από μια γενικότερη, συνολική απληστία. Είναι δηλαδή το ίδιο άπληστοι και στις όποιες σχέσεις τους με άλλους ανθρώπους και όχι μόνο στις επαγγελματικές όπως θα ήταν αναμενόμενο αλλά και σ’ αυτές με τους/τις συντρόφους και συζύγους τους, την οικογένειά τους, τα παιδιά τους ή ακόμα και τους/τις φίλους/ες τους (χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι για καθένα/καθεμία τους ισχύει το ίδιο για όλα αυτά τα είδη σχέσεων, το για ποιες και σε ποιον βαθμό διαφέρει ανάλογα με την προσωπικότητα και τις συνθήκες ζωής του/της).

Ως «απληστία» σ’ αυτή την περίπτωση ορίζουμε κάποιος/α να θέλει να παίρνει πολλά, όσο γίνεται περισσότερα (τα οποία συνήθως τα αναγνωρίζει ως τίποτα ή ελάχιστα και γι’ αυτό, άμεσα ή έμμεσα, ζητάει ή μάλλον απαιτεί όλο και πιο πολλά) από τον άλλο, ενώ αντίστοιχα ο/η ίδιος/α δίνει πάρα πολύ λίγα ή και απολύτως τίποτα. Αυτό περιλαμβάνει οτιδήποτε δίνουν –και παίρνουν– οι άνθρωποι ο ένας στον άλλο, συναισθήματα, κατανόηση, υποστήριξη, θετική διάθεση, λίγη χαρά, το σεξ (το να μην σε απασχολεί δηλαδή μόνον η δική σου απόλαυση ή και η απλή εκτόνωση αλλά να ενδιαφέρεσαι και για το τι χρειάζεται ο άλλος, να τον βλέπεις δηλαδή ως αυτό που είναι, ο/η σύντροφος σου στην ερωτική πράξη και όχι το μέσο για τη δική σου ικανοποίηση), καταλήγοντας, στην πιο καθημερινή του διάσταση, ακόμα και στα υλικά αγαθά, αν υφίσταται και αυτό ανάμεσά τους.

Αν τώρα ίσως φαίνεται παράξενο ν’ αντιμετωπίζει κανείς τις ανθρώπινες σχέσεις με τον ίδιο τρόπο που το κάνει για τα χρήματα, θεωρώντας δηλαδή ότι όσα έχει ο ίδιος δεν είναι ποτέ αρκετά και αδιαφορώντας για το αν οι άλλοι έχουν οτιδήποτε, για την ακρίβεια περιφρονώντας ακόμα και τις βασικότερες ανθρώπινες ανάγκες τους, αξίζει να θυμηθούμε τα –έστω κατά την Καθολική εκκλησία τού Μεσαίωνα– περιβόητα «επτά θανάσιμα αμαρτήματα». Αυτά δηλαδή που, κατά μιαν έννοια, πηγάζουν από το διόλου τυχαία χειρότερο τους, την αλαζονεία, το να πιστεύει κανείς ότι είναι ανώτερος/καλύτερος από τους υπόλοιπους και στα οποία, δίπλα –επίσης διόλου τυχαία– στη ζηλοφθονία και την οκνηρία βρίσκουμε την ίδια την απληστία και τη λαγνεία.

Ακόμα και η πουριτανική –τότε δε ασύγκριτα περισσότερο από σήμερα– Καθολική εκκλησία, παράδοξα ίσως, δεν συμπεριέλαβε στη λίστα αυτών των αμαρτημάτων την ίδια τη σεξουαλική ηδονή. Το έκανε όμως για τη λαγνεία, την απληστία με άλλα λόγια για τη συγκεκριμένη ηδονή, όχι μόνο το να επιδιώκει κάποιος/α όλο και περισσότερη μέχρι του σημείου κάποιες φορές να φτάνει να ζει μόνο γι’ αυτήν αλλά και να τον ενδιαφέρει αποκλειστικά η δική του απόλαυση και καθόλου το αν έστω νιώθει κάποια ο/η όποιος/α παρτενέρ του. Θεωρώ ότι, ακόμα και από συμβολικής μόνο πλευράς, η παρατήρηση αυτή, ειδικά φυσικά όταν μιλάμε για τις διαπροσωπικές σχέσεις, έχει πολύ μεγάλη σημασία και καλό είναι να την κρατήσουμε για τη συνέχεια.

Προφανώς οι άπληστοι (και) στις σχέσεις τους άνθρωποι δεν μπορούν να λειτουργήσουν έτσι μόνοι τους. Χρειάζονται από την άλλη πλευρά την κατάλληλη γι’ αυτό προσωπικότητα, ανθρώπους δηλαδή που όχι μόνο να δίνουν, να προσφέρουν γενναιόδωρα συνεχώς, αλλά και να μην τους απασχολεί, αντίθετα, ίσως και να θεωρούν φυσιολογικό το να μην λαβαίνουν τίποτα ως αντάλλαγμα. Για την πλειοψηφία αυτό δεν είναι απλώς παράξενο αλλά και ανεξήγητο, ακόμα και εντελώς ακατανόητο. Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να αποτιμά τόσο λίγο τον εαυτό του/της (να έχει τόσο χαμηλή αυτοεκτίμηση δηλαδή, για να το πούμε με την αληθινή επιστημονική του ονομασία) ώστε να μην θέλει κάτι, οτιδήποτε, έστω λίγο, πολύ λιγότερο από αυτό που δίνει, από τον άλλο; Και, συγκεκριμένα στις διαπροσωπικές σχέσεις, δεν καταλαβαίνει ότι στην πορεία είναι σαν να παρακαλεί, να ικετεύει, στο τέλος σχεδόν να... ζητιανεύει γι’ αυτά που θα έπρεπε αυτονόητα να του δίνει ο άλλος και βέβαια δεν του τα δίνει αλλά και ούτε θα του τα δώσει ποτέ; Υπάρχει άραγε πιο ύστατη, χειρότερη (αυτο)ταπείνωση, πιο απόλυτη κατάλυση και του τελευταίου ίχνους αυτοσεβασμού; Γιατί λοιπόν οποιοσδήποτε/οποιαδήποτε να υποβάλει τον εαυτό του/της σε αυτό;

Κατά την άποψη πολλών, η κυριότερη αιτία γι’ αυτό είναι η έλλειψη εσωτερικής δύναμης. Όλοι οι άνθρωποι που συμπεριφέρονται με αυτόν τον –φριχτό, κυριολεκτικά απάνθρωπο, αν τους το έκανε άλλος/η– τρόπο στον εαυτό τους διαθέτουν πολύ λιγότερη εσωτερική δύναμη ακόμα και από τον μέσο όρο των υπολοίπων. Πάνω σε αυτό πατάνε, αυτό ακριβώς εκμεταλλεύονται οι άλλοι, οι «άπληστοι», κι αυτό επίσης είναι που κάνει τη συμπεριφορά τους τόσο απαράδεκτη για τα μέτρα ζωής του σημερινού ανθρώπου και τους/τις ίδιους/ες τη χαμηλότερη ίσως βαθμίδα του είδους μας. Γιατί η εσωτερική αδυναμία, το λέει και η ίδια η λέξη, είναι ιδιότητα ορισμένων ανθρώπων και όχι, ποτέ και για κανέναν λόγο, ελάττωμα με βάση το οποίο οποιοσδήποτε/οποιαδήποτε μπορεί αλαζονικά να τους θεωρεί κατώτερους/ες του/της! Με ποιον διεστραμμένο συλλογισμό και από πού αντλεί αυτό το ανύπαρκτο «δικαίωμα»;

Όπως και αν έχει όμως, είναι αυτή η αδυναμία που τους κάνει να ανέχονται, σε ορισμένες περιπτώσεις δυστυχώς ακόμα και να επιδιώκουν, αυτή την άθλια συμπεριφορά. Οι ίδιοι/ες βέβαια αγνοούν ή και υποκρίνονται ότι δεν γνωρίζουν τον, τελικά τόσο καθοριστικό για την ίδια τη ζωή τους, παράγοντα της αδυναμίας. Η δικαιολογία –ή ίσως, για κάποιους/ες από αυτούς/ές και η αιτία– που δίνουν για το τι δέχονται και ακόμα περισσότερο για το τι κάνουν στον εαυτό τους, έστω και αν αυτό έχει ξεφύγει από τα όποια φυσιολογικά όρια, είναι πάντα τα συναισθήματά τους. Όμως έχουμε πλέον στην διάθεσή μας όχι απλώς λογικές αλλά και επιστημονικές μεθόδους και τρόπους για να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε όλη την γκάμα των ανθρωπίνων συναισθημάτων, από τα πιο θετικά μέχρι τα πλέον αρνητικά και από τα βασικά και απλούστερα μέχρι τα πιο περίπλοκα. Και ένα από τα πρώτα συμπεράσματα που εξήχθησαν χάρη σε αυτή τη γνώση είναι ότι η «αγιοποίηση» των συναισθημάτων, η αναγόρευση του θυμικού σε ιερό πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, την οποία υποστήριζε το κίνημα του Ρομαντισμού, για παράδειγμα, και τόσες άλλες θέσεις και απόψεις στην πορεία της ανθρωπότητας, κάθε άλλο παρά ήταν απόλυτα σωστή, ένας κανόνας δίχως την παραμικρή εξαίρεση. Όσο αλήθεια είναι ότι από ορισμένα συναισθήματα προκύπτουν τα καλύτερα στοιχεία της ανθρώπινης ζωής άλλο τόσο είναι ότι από μερικά άλλα πηγάζουν κάποια από τα χειρότερα δεινά της. «Μερικές φορές είναι τα συναισθήματά σου που σε κάνουν τέρας», έγραψε κάνοντας την αυτοκριτική του στη βιογραφία του ο Miles Davis. Τι σημαίνει όμως αυτό για την περίπτωσή τους;

«Η ψυχή παλεύει για να βρει τον δρόμο της...»

Ο Διαφωτισμός έβγαλε την ανθρωπότητα από τα σκοτάδια του Μεσαίωνα και την εισήγαγε στη νεωτερική εποχή στην οποία ακόμα ζούμε (έστω και αν, κατά ορισμένους, βρισκόμαστε στην ύστερη πια φάση της, την οποία μερικοί φτάνουν να αποκαλούν και μετα-νεωτερικότητα). Στη νεωτερική εποχή η ανθρωπότητα, το μεγαλύτερο τμήμα της τουλάχιστον, πορεύεται με βάση, πυξίδα και φάρο τις αρχές του Διαφωτισμού σε αυτό που συνήθως αποκαλείται «Δυτικός πολιτισμός», αν και κάθε άλλο παρά περιορίζεται στην Δύση ή μόνο στο βόρειο ημισφαίριο. Το ορόσημο που εγκαθίδρυσε και καθιέρωσε τις αρχές του Διαφωτισμού ως κανόνες οι οποίοι διέπουν τις συγκροτημένες κοινωνίες ήταν φυσικά η Γαλλική Επανάσταση.

Στη Διακήρυξη Των Δικαιωμάτων Του Ανθρώπου Και Του Πολίτη που συνέταξαν οι εκπρόσωποι του επαναστατημένου γαλλικού λαού αναφέρονται για πρώτη φορά τρεις λέξεις οι οποίες αποτελούν μέχρι και σήμερα το μότο της Γαλλίας. Το τρίπτυχο «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη» όμως ταυτόχρονα είναι και οι ακρογωνιαίες αξίες επάνω στις οποίες θεμελιώθηκε και εξακολουθεί να στηρίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα του Δυτικού πολιτισμού – και δεν είναι καθόλου παράξενο, καθώς κωδικοποιεί, με θαυμαστή αληθινά λεκτική οικονομία, ένα πλαίσιο το οποίο καλύπτει μια ανεκτή και κυρίως αξιοπρεπή ζωή για κάθε άνθρωπο. Η ελευθερία είναι βέβαια η πρωταρχική ανάγκη του ανθρώπου, αμέσως μετά από εκείνες που εξασφαλίζουν την επιβίωσή του, και γι’ αυτό και το θεμελιώδες δικαίωμα του. Η ελευθερία καθενός όμως δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από οποιουδήποτε άλλου και φυσικά δεν μπορεί παρά να σέβεται εκείνην, όπως ακριβώς κάνει και για τον εαυτό της. Εξ ορισμού λοιπόν τελικά η ισότητα όλων μας πηγάζει από την προσωπική ελευθερία μας και έρχεται να την συμπληρώσει.

Αφού όμως όλοι εμείς, οι ελεύθεροι άνθρωποι, είμαστε απολύτως ίσοι, δυνητικά είμαστε και «αδέλφια», όλοι και όλες με τους υπόλοιπους/ες, ακόμα και με όσους/ες δεν γνωρίζουμε και δεν θα γνωρίσουμε ποτέ, έχουμε δηλαδή υποχρέωση και δικαίωμα να δείχνουμε σε όλους τους συνανθρώπους μας έμπρακτα την αλληλεγγύη μας, για οτιδήποτε και όπως και όσο μπορούμε σε κάθε περίσταση. Η τελευταία από τις τρεις έννοιες λοιπόν, η αδελφοσύνη, έρχεται όχι μόνο να ολοκληρώσει το σχήμα των προηγούμενων δύο αλλά, κατά κάποιο τρόπο, ίσως και να είναι σπουδαιότερη, αφού είναι εκείνη που τους δίνει το πλήρες νόημα και τη σημασία τους.

Για περίπου δυόμισι αιώνες πλέον, οι συμπεριφορές των ανθρώπων αλλά και οι μεταξύ τους σχέσεις καθορίζονται, οφείλουν τουλάχιστον να διέπονται, από αυτό το τρίπτυχο εννοιών. Το πρώτο λοιπόν λογικό επιχείρημα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς μιλώντας σε όσους/ες επιτρέπουν στους «υπερ-άπληστους» να κάνουν ό,τι κάνουν, σε εκείνους/ες που παραδίδουν τους εαυτούς τους βορά σε αυτά τα ανθρώπινα παράσιτα, είναι να τους επισημάνει ότι τα ίδιο ακριβώς θα έπρεπε να συμβαίνει και με τα συναισθήματα, τα δικά τους όπως και οποιοδήποτε άλλου. Γιατί αν καταλύσουμε αυτό το τρίπτυχο αξιών, αν έστω και μία τους απουσιάζει από κάθε ανθρώπινη συνδιαλλαγή ή ακόμα και συναλλαγή –για όσους/ες πιστεύουν ότι κάθε είδους ανθρώπινη σχέση είναι ένα αμοιβαίο και συνεχές δούναι και λαβείν–, με τι θα τις αντικαταστήσουμε; Το μόνο που απομένει είναι αυτό που κυριαρχούσε σε πολύ παλαιότερες μορφές του πολιτισμού μας, δηλαδή «ο νόμος της ζούγκλας», με άλλα λόγια το δίκαιο του ισχυρότερου, κάτι φυσικά που είναι αδύνατον να γίνει αποδεκτό στη σύγχρονη κοινωνία και με την ανθρώπινη ευφυία στο υψηλότερο σημείο ανάπτυξης της.

Υπάρχει όμως και ένα ακόμα σημαντικότερο επιχείρημα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της νεωτερικής πια στο έπακρο εποχής μας είναι η μεγαλύτερη από ποτέ διασύνδεση του προσωπικού, του ατομικού, με το συλλογικό, Πολλοί/ές από αυτούς/ές δηλαδή έχουν ως βασική τους δικαιολογία το «τι σημασία έχει τι κάνω εγώ, ένας και μόνον άνθρωπος ανάμεσα στους τόσους;». Όταν όμως οι ανάλογες περιπτώσεις γίνονται όλο και περισσότερες, καθώς οι εφ’ όλης της ύλης άπληστοι αυξάνονται, αναγκαστικά θα στραφούμε σε κάθε μία από αυτές, γιατί, μαζί με όλες τις υπόλοιπες, συναποτελούν ένα πολύ δυσάρεστο φαινόμενο. Και τότε δεν μπορούμε να μην ρωτήσουμε καθέναν/ία από εκείνους/ες που τρέφουν –δυστυχώς με τη θέλησή τους ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν– τις βδέλλες της ανθρώπινης ενέργειας, οι οποίες πολλαπλασιάζονται με ανησυχητικό ρυθμό, τους επόμενους δεν τους σκέφτονται; Δεν τους απασχολεί τι παράδειγμα δίνουν στα παιδιά που πολύ ωραία μπορεί να είναι και τα δικά τους;

Ας υποθέσουμε ότι στο μέλλον ένα παιδί τους, λόγω έλλειψης εσωτερικής δύναμης επίσης, βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση και τους ζητάει όχι τη συμβουλή –απεχθάνομαι αυτή τη λέξη– αλλά απλώς τη γνώμη τους. Αν δεν μπορούν να αντλήσουν από τη δική τους εμπειρία για να το υποστηρίξουν, τι θα έχουν άραγε να του προτείνουν; Να ακολουθήσει το παράδειγμά τους, να κάνει το ίδιο; Να υποχωρήσει όπως έκαναν εκείνοι/ες; Και για πόσο άραγε, για όλη του τη ζωή όπως ίσως συνέβη με αυτούς/ές; Και στη συνέχεια, αν ένα δικό του παιδί αντιμετωπίσει κάτι ανάλογο, χωρίς πολλά - πολλά απλώς να το ωθήσει να μιμηθεί τον/την ίδιο/α;

Καταλαβαίνουν πού μπορεί να οδηγήσει μια τέτοια συμπεριφορά όταν διαιωνίζεται και βαίνει αυξανόμενη; Σε μια κοινωνία επίσης των «δύο τρίτων» αλλά διαφορετικού τύπου από τη σημερινή, στην οποία τους έχοντες και μη θα αντικαταστήσουν αντίστοιχα αυτοί/ές που μόνο παίρνουν και αυτοί/ές που μόνο δίνουν, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση και των μεν και των δε; Σε μια κοινωνία δηλαδή θυτών και θυμάτων; Μπορούν να φανταστούν έναν τέτοιο κόσμο; Θα τους άρεσε να ζουν σε αυτόν, να κάνουν δηλαδή πάρα πολλοί εκείνο που κάνουν αυτοί/ές και να υφίστανται τα ίδια;

Επειδή το συγκεκριμένο επιχείρημα πολύ δύσκολα επιδέχεται αντίρρηση, το πιθανότερο είναι ότι σε αυτό το σημείο οι περισσότεροι/ες που υποχωρούν στις διαθέσεις των «απλήστων» θα καταφύγουν σε άλλη γραμμή άμυνας. «Δεν θέλω άλλη συζήτηση, μην προσβάλλεις τα συναισθήματά μου», πάλι αυτά μπροστά και υπεράνω όλων. Συνήθως ακολουθεί η τυπική επωδός όσων δεν έχουν πλέον να αντιτάξουν τίποτα στον συνομιλητή τους, «μην με κρίνεις και μην εισβάλεις στη ζωή μου». Και κάπου εδώ έρχεται και το γνωστό σύνδρομο της «επίθεσης –σε αρχαιότερες εποχές και θανάτωσης– στον αγγελιοφόρο δυσάρεστων ειδήσεων» με την υποσυνείδητη ευχή (ή και ελπίδα) ότι έτσι τα όποια δυσάρεστα θα πάψουν να υφίστανται.

Όταν ο Μιχάλης Κατσαρός συμπεριελάμβανε στο ποίημα «Η διαθήκη μου» από την εμβληματική συλλογή τού 1953 Κατά Σαδδουκαίων τον στίχο «ώς και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ / αντισταθείτε», ήταν όχι μόνο λογικό και θεμιτό αλλά ακόμα και ηθικά σωστό. Αναφερόταν σε έναν κόσμο, και ιδίως στην Ελλάδα, όπου επικρατούσε κάτι τόσο υποκειμενικό, ρευστό και ασαφές όσο η ιδεολογία. Ο κόσμος που ζούμε σήμερα όμως δεν είναι απλώς διαφορετικός, δεν έχει καμία σχέση με τον τότε, απέχει έτη φωτός από αυτόν. Τα πάντα στην εποχή μας τρέχουν με ιλιγγιώδεις πια ρυθμούς, από την ίδια τη ζωή μας μέχρι οτιδήποτε την αφορά. Οι εξελίξεις των πραγμάτων είναι τόσο γρήγορες ώστε δημιουργούν συνεχώς νέα δεδομένα και συνθήκες. Συνέπεια αυτού είναι ότι τα αιτήματα αλλά και τα προβλήματα, τόσο για τα μέλη –τη ζωή κάθε ανθρώπου– όσο και για το κοινωνικό σύνολο, τίθενται όλο και πιο επιτακτικά και έντονα. Γίνονται όλο και πιο σύνθετα, ταυτόχρονα όμως και πιο απτά και πρακτικά από ποτέ, ακόμα και όταν αφορούν στον εσωτερικό κόσμο τού ανθρώπου.

Περισσότερα από εξήντα χρόνια όμως μετά, ο σύγχρονος διανοητής/ρια είναι σε πολύ πιο πλεονεκτική θέση από αυτόν εκείνης της εποχής. Έχει στη διάθεσή του όχι μόνον πολύ μεγαλύτερο όγκο πληροφοριών αλλά και πολύ περισσότερη εξειδικευμένη και διακριβωμένη γνώση και, χάρη στην τεχνολογία, σε απίστευτα σύντομο χρόνο. Επιστημονικοί τομείς που τότε δεν υπήρχαν καν ή μόλις είχαν αρχίσει να συγκροτούνται ως γνωστικά αντικείμενα, όπως η συγκριτική ψυχολογία και η κοινωνική ανθρωπολογία –χωρίς να συνυπολογίσουμε την ανάπτυξη και εμβάθυνση της ψυχανάλυσης, της ψυχολογίας και ακόμα περισσότερο της κοινωνιολογίας–, έχουν προχωρήσει και εξελιχθεί πάρα πολύ, όχι μόνον ως θεωρητικές διατυπώσεις αλλά και στην τεκμηρίωσή τους, με εκτεταμένες έρευνες πεδίου αλλά και με μελέτες επαρκών ως προς τη διαστρωμάτωση και τον αριθμό των μελών τους στατιστικών δειγμάτων.

Όλα αυτά συνεπάγονται ότι μπορεί ίσως τα συμπεράσματα που εξάγουμε –ειδικά αν δεν είμαστε ειδήμονες στο υπό μελέτη φαινόμενο ή θέμα– να είναι το ίδιο υποκειμενικά όσο ήταν πάντα αλλά οι παρατηρήσεις και οι καταγραφές τους πλησιάζουν την αλήθεια της πραγματικότητας σε απόλυτο βαθμό, με πολύ μικρή πιθανότητα λάθους σε επιμέρους και συνήθως δευτερευούσης σημασίας ζητήματα. Έχουμε λοιπόν δικαίωμα να πούμε σε όποιον/α υποκύπτει στις διαθέσεις ενός/μιας από όσους/όσες ζουν στην κυριολεξία σε βάρος των υπολοίπων –γιατί μπορεί κανείς/καμία να το κάνει αυτό ακόμα και εντελώς εκτός της σφαίρας της ύλης–, όχι, μην αντιστέκεστε σ’ εμάς, γιατί δεν σας ιστορούμε αλλά απλώς παρατηρούμε και καταγράφουμε αυτό που σας συμβαίνει. Αντισταθείτε στους, μικρότερους/ες ή μεγαλύτερους/ες, τυράννους του περιβάλλοντος και της καθημερινότητάς σας. Περισσότερο όμως ίσως και από αυτούς/ές αντισταθείτε σ’ εκείνη την πλευρά σας που σας υποχρεώνει να τους/τις ανέχεστε. Σε αυτό το τμήμα σας από το οποίο πηγάζει ακόμα και ο υποσυνείδητος φόβος –ή μάλλον μια σειρά τέτοιων, γιατί δεν είναι ο ίδιος σε κάθε περίπτωση–, που πολύ συχνά είναι και εκείνο που τους δίνει την ευκαιρία, αν όχι και την αφορμή, για να σας εκμεταλλεύονται. Αντισταθείτε στην έλλειψη σεβασμού και εκτίμησης για τον ίδιο τον εαυτό σας. Εμπιστευθείτε τον επιτέλους και κυρίως πιστέψτε ότι αξίζει όσο ακριβώς και κάθε άλλος άνθρωπος, ούτε περισσότερο ούτε όμως και λιγότερο!

Υπάρχει όμως και κάτι που πολύ πιθανόν να μπορεί να τους βοηθήσει να το επιτύχουν αυτό. Ας σκεφτούν ότι, ακόμα και αν αντικαθιστούσαμε τον ορθολογικό τρόπο ζωής με τον νόμο της ζούγκλας, όπως σε πολύ μεγάλο βαθμό επιδιώκουν τα «σκυλιά» που περιγράφει το «Dogs» των Pink Floyd, τα πράγματα δεν θα ήταν καθόλου όπως ίσως τα φαντάζονται και σίγουρα θέλουν να τα παρουσιάζουν τα τελευταία. Τελικά, κάθε άλλο παρά θα είχαμε εφαρμογή τού δικαίου τού ισχυροτέρου, όσο παράδοξο και αν φαίνεται αυτό σε πρώτο επίπεδο.

Τα μεγάλα ζώα, τα αληθινά θηρία της ζούγκλας, όπως ο «βασιλεύς» λέων ή η επίσης βασιλική τίγρη, σκοτώνουν άλλα ζώα μόνο για να επιβιώσουν. Βγαίνουν για κυνήγι μόνον όταν πεινάσουν, ποτέ χωρίς λόγο. Τρώνε από το νεκρό θήραμά τους μόνον όσο για να χορτάσουν, όσο τους χρειάζεται για να συντηρηθούν και ποτέ περισσότερο, εγκαταλείποντας το υπόλοιπο, εκτός κι αν έχουν μικρά παιδιά που δεν μπορούν ακόμα να κυνηγήσουν μαζί τους, οπότε παίρνουν ένα μέρος του μαζί τους για να τα θρέψουν. Όπως και αν έχει όμως, όταν εγκαταλείψουν το –σχεδόν ζεστό ακόμα– θήραμά τους, θα είναι ακέραιο στο μεγαλύτερο τμήμα του και σίγουρα θα αναγνωρίζεται τι είδους ζώο είναι.

Υπάρχουν όμως κάποια άλλα ζώα που ακολουθούν τα θηρία της ζούγκλας στο κυνήγι τους. Τα παρακολουθούν από μακριά, παραμονεύοντας, σχεδόν κρυμμένα μα και τρομαγμένα. Περιμένουν μέχρι τα θηρία να εντοπίσουν το θήραμά τους, να το θανατώσουν και να φάνε όσο από αυτό τούς είναι απαραίτητο. Και μόνον όταν αυτά έχουν απομακρυνθεί αρκετά πλησιάζουν με τη σειρά τους το κουφάρι του ζώου και αρχίζουν να τρώνε κι εκείνα. Άπληστα, αχόρταγα, σαν να μην έχουν ξαναφάει ποτέ...Τόσο που, ακόμα και αν δεν είναι αγέλη αλλά μόνον δύο ή και ένα από αυτά, όταν επιτέλους αποφασίσουν να αφήσουν το νεκρό ζώο και να φύγουν, τις περισσότερες φορές δεν έχει απομείνει από αυτό παρά ο σκελετός του, δίχως ίχνος σάρκας. Διόλου συμπτωματικά, το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το αντίστοιχό τους στη συνομοταξία των πτηνών, τα κοράκια, τα οποία άλλωστε πολύ συχνά τα συνοδεύουν, τρώγοντας ό,τι αφήνουν αυτά, ταυτόχρονα ή αμέσως μετά.

Οι ύαινες δεν κυνηγούν ποτέ οι ίδιες. Αδύναμες και δειλές, ακολουθούν τους κυνηγούς της ζούγκλας και τρέφονται από τα αποφάγια τους, που, άπληστες και αχόρταγες, τα καταβροχθίζουν ολόκληρα. Γι’ αυτό και δεν τις πειράζει καθόλου να βρουν στον δρόμο τους νεκρό (ακόμα και μισοπεθαμένο ή βαριά τραυματισμένο) ζώο από άλλη αιτία, ασθένεια, γηρατειά ή και κάποιου είδους ατύχημα, ακόμα και αν έχουν περάσει αρκετές ημέρες από τον θάνατό του και έχει ήδη αρχίσει η σήψη. Θα το κατασπαράξουν και πάλι ολόκληρο, μην αφήνοντας τίποτα, σαν να τρέφονται το ίδιο ή και περισσότερο από την ιδέα και την μυρωδιά του θανάτου παρά από το κρέας του ζώου, ενδεικτικό της μοχθηρής τους φύσης, που δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την αυθεντική υπερηφάνεια των αληθινών και δυνατών θηρίων. Όπως επίσης τα κοράκια και πάλι τρέφονται μόνο με πτώματα, με ψοφίμια, σκουπίδια δηλαδή με τη βιολογική έννοια, αδιαφορώντας και για το αν έχουν αρχίσει να σαπίζουν. Είναι οι μεγαλύτεροι, χειρότεροι και πιο βρομεροί σκουπιδοφάγοι όχι μόνο της ζούγκλας αλλά και –από κοινού με τα κοράκια– συνολικά στη φύση.

Οι κυνηγοί, οι οδηγοί και γενικά οι άνθρωποι που γνωρίζουν καλά τη ζούγκλα λένε ότι τα λιοντάρια, οι τίγρεις και τα άλλα αληθινά θηρία της δεν επιτίθενται ποτέ στον άνθρωπο. Τις ελάχιστες φορές που το κάνουν είναι γιατί κάτι τα έχει ταράξει πάρα πολύ, αισθάνονται ότι απειλούνται ή ακόμα και φοβούνται για τη ζωή τους ή τη ζωή των μικρών τους. Αντίθετα, αναφέρονται αρκετά περιστατικά επίθεσης υαινών σε ανθρώπους, που φυσικά, αν καταφέρουν να τους σκοτώσουν, γίνονται το γεύμα τους, αν και προφανώς κάθε άλλο παρά περιλαμβάνονται στις μόνιμες και φυσιολογικές διατροφικές τους συνήθειες. Το γιατί κάνουν τη μοναδική εξαίρεση του να επιτίθενται σε ζωντανό ακόμα οργανισμό μόνο του είδους που βρίσκεται στην κορυφή της βιολογικής κλίμακας εξακολουθεί να αποτελεί μυστήριο για τους ζωολόγους. Η εξήγηση που δίνουν ορισμένοι από αυτούς είναι ότι οσφραίνονται την ακαθόριστη αλλά υπαρκτή μυρωδιά του φόβου, η οποία υπάρχει σε οποιοδήποτε ζώο που κινδυνεύει, και την γνωρίζουν πολύ καλά διότι την βιώνουν όταν τρώνε πτώματα στα οποία αυτή ακόμα αισθητή, είναι ο υποσυνείδητος φόβος οποιουδήποτε ανώτερου οργανισμού όταν κινδυνεύει η συνέχεια της ύπαρξής του.

Οι άνθρωποι λοιπόν κινδυνεύουν από τις ύαινες, ενώ από τα θηρία όχι. Γι’ αυτό όμως και οι γνωρίζοντες τη ζούγκλα λένε και κάτι ακόμα, μην πυροβολήσεις ποτέ θηρίο παρά μόνον αν έρχεται κατά πάνω σου, αν είσαι απολύτως σίγουρος ότι σου επιτίθεται. Αντίθετα, αν δεις μιαν αγέλη ή και μία μόνον ύαινα να σε τριγυρίζει ή, ακόμα χειρότερα, να σε κοιτάζει απειλητικά, περίμενε μέχρι να βρεθεί σε απόσταση βολής και τότε σημάδεψε ανάμεσα στα μάτια και, χωρίς δισταγμό, πυροβόλησε. Απλώς την προλαβαίνεις, της κάνεις πρώτος αυτό που θέλει να κάνει εκείνη σε εσένα.

Μεταφέροντάς το αυτό από τη ζούγκλα στο πλαίσιο των ανθρωπίνων σχέσεων και κοινωνιών και για τις «ύαινες» οι οποίες δυστυχώς κυκλοφορούν ανάμεσά μας, διαπιστώνουμε ότι μια (τηρουμένων πάντα των αναλογιών, προφανώς και δεν προτρέπουμε οποιονδήποτε να γίνει δολοφόνος!) ανάλογη αντίδραση δεν είναι βέβαια κοινωνικός αυτοματισμός αλλά ούτε απλώς πράξη αυτοάμυνας, δεν πηγάζει δηλαδή μόνον από το πλέον πρωταρχικό ανθρώπινο ένστικτο, εκείνο της αυτοσυντήρησης ή αλλιώς επιβίωσης. Ανταποκρίνεται και σε κάτι άλλο, σε μιαν έννοια που σε μια παραλλαγή τού μότο της Γαλλικής Επανάστασης συμπληρώνει αυτές της ισότητας και της αδελφοσύνης, θεωρώντας ίσως ότι αυτές οι δύο μαζί συναποτελούν την ελευθερία.

Η δικαιοσύνη είναι επίσης πολύ σημαντική έννοια για τον ορθολογικό τρόπο ζωής. Πολύ πριν τη δικαιοσύνη τού όποιου νομικού συστήματος μάλιστα, αυτήν η οποία ενυπάρχει μέσα σε κάθε λογικό και με σεβασμό για τον εαυτό του και τους ομοίους/ες του ανθρώπινο ον. Είναι κι αυτό ένα θεμελιώδες ένστικτο που όταν θίγεται δεν μπορεί παρά να επαναστατήσει...

Κάποτε είχα ήρωες

Κάποτε είχα όνειρα

Αλλά όλα άλλαξαν τώρα

Και η αλήθεια αρχίζει ξανά

Η αλήθεια δεν είναι τόσο βολική, όχι

Η μητέρα μάς δίδαξε υπομονή

Τις αρετές της αυτοσυγκράτησης

Ο πατέρας μάς δίδαξε τα όρια

Τη γνώση τους που πρέπει να διαθέτουμε

Προσπαθώ να προστατεύσω την ολότητα του είναι μου

Τότε είναι που βγάζω το ρεβόλβερ μου

Τότε είναι που όλα τινάζονται στον αέρα

Τότε είναι που βγάζω το ρεβόλβερ μου

Η ψυχή παλεύει για να βρει τον δρόμο της

Ένας φίλος μου κάποτε μου είπε

Ο ένας και μοναδικός του σκοπός

Είναι να χτίσει ένα τεράστιο κάστρο

Και να το υπογράψει με το όνομά του

Να το υπογράψει εκπροσωπώντας πλήρως το κοινωνικό σύνολο

Τότε είναι που βγάζω το ρεβόλβερ μου

Τότε είναι που όλα τινάζονται στον αέρα

Τότε είναι που βγάζω το ρεβόλβερ μου

Με αυτό τον τρόπο η ψυχή βρίσκει τον δρόμο της

Τώρα που ο ουρανός είναι άδειος

Και τίποτα πια δεν είναι καινούργιο

Επιμένουν να μας κοιτούν αφ’ υψηλού

Όταν μου λένε

Ότι είμαστε ένα τίποτα

Κι εγώ λέω

Τότε είναι που βγάζω το ρεβόλβερ μου

Τότε είναι που βγάζω το ρεβόλβερ μου!

«That’s When I Reach For My Revolver», πρώτη εκτέλεση από τους Mission Of Burma το 1981 αλλά γνωστότερο βέβαια από τη διασκευή τού Moby το 1996.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL