Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αυξημένες νεφώσεις
18 °C
15.9°C19.3°C
3 BF 52%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αυξημένες νεφώσεις
16 °C
13.8°C18.0°C
0 BF 66%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
14 °C
11.0°C14.4°C
2 BF 77%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
16 °C
14.9°C16.6°C
2 BF 74%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
11 °C
10.9°C12.4°C
0 BF 71%
Η γερμανική οικονομία αντιμέτωπη με τις νέες αβεβαιότητες του διεθνούς περιβάλλοντος
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Η γερμανική οικονομία αντιμέτωπη με τις νέες αβεβαιότητες του διεθνούς περιβάλλοντος

1. Η συνέχιση της «χρυσής δεκαετίας» της ευημερίας στη Γερμανία (2006 - 2016) ενδέχεται να τεθεί εν αμφιβόλω εάν η γερμανική κυβέρνηση δεν προωθήσει τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», μεταξύ των οποίων κλειδί αποτελεί η αύξηση των επενδύσεων (δημόσιων και ιδιωτικών), που θα θέσουν τα θεμέλια μιας νέας φάσης οικονομικής ανάπτυξης.

Η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία σημείωσε πέρυσι τον ταχύτερο ρυθμό μεγέθυνσης της τελευταίας πενταετίας (2012 - 2016), αλλά οι προβλέψεις για το 2017 και το 2018 δείχνουν ότι αυτός θα περιοριστεί, όπως φαίνεται από τα στοιχεία του Πίνακα 1.

Το 2016 η γερμανική οικονομία σημείωσε ανάπτυξη 1,9% χάρη στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, των κρατικών δαπανών για τους πρόσφυγες και των επενδύσεων στον κατασκευαστικό κλάδο.

Ο κύριος παράγοντας που συνεισέφερε στη μεγέθυνση του γερμανικού ΑΕΠ το 2016 είναι η εγχώρια ζήτηση. Η τελική κατανάλωση των νοικοκυριών αυξήθηκε, σε σταθερές τιμές, κατά 2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Επίσης η δημόσια τελική καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε, σε σταθερές τιμές, κατά 4,2%, κυρίως λόγω της αύξησης των δαπανών για τους πρόσφυγες.

Το χαμηλό ποσοστό ανεργίας (4,4%), η σχετική αύξηση ονομαστικών και πραγματικών μισθών, καθώς και οι χαμηλές τιμές της ενέργειας δυνάμωσαν την ιδιωτική κατανάλωση.

Η τελική συνολική καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε, σε σταθερές τιμές, κατά 2,5% έναντι του 2015. Η συνεισφορά της στη μεγέθυνση του ΑΕΠ ήταν η μεγαλύτερη από τις άλλες συνιστώσες, και ανήλθε στο 1,9%.

Παράλληλα αυξήθηκε και ο Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου κατά 2,5% (μηχανήματα και εξοπλισμός 1,7%, κατασκευές 3,1%) συνεισφέροντας κατά 0,5% στη μεγέθυνση του ΑΕΠ.

Αρνητική συνεισφορά στη μεγέθυνση του ΑΕΠ, κατά -0,4%, είχε η μείωση των αποθεμάτων.

Επίσης αρνητική συνεισφορά στη μεγέθυνση του ΑΕΠ, κατά -0,1%, είχε ο εξωτερικός τομέας, δεδομένου ότι οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν με ρυθμό 2,5%, ενώ την ίδια περίοδο οι εισαγωγές αυξήθηκαν με υψηλό ρυθμό της τάξεως του 3,4%. Τα στοιχεία για το καθαρό αποτέλεσμα του εξωτερικού τομέα (αγαθών και υπηρεσιών) το 2016, στη μεγέθυνση του γερμανικού ΑΕΠ, που όπως είπαμε ήταν αρνητικό, αλλά και οι εκτιμήσεις ότι αυτό θα συνεχισθεί για τα επόμενα έτη δείχνουν μάλλον ότι η γερμανική οικονομική πολιτική θα πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.

Μάλιστα δεδομένης της πολιτικής αβεβαιότητας από παράγοντες όπως το Brexit (μην ξεχνούμε ότι η Γερμανία είχε ένα ετήσιο πλεόνασμα στις εμπορικές συναλλαγές της με το Ηνωμένο Βασίλειο ύψους περίπου 40 δισ. ευρώ), μιας πιθανής στροφής των ΗΠΑ σε κάποιο είδος προστατευτισμού υπό τον Ντόναλντ Τραμπ (τα γερμανικά πλεονάσματα στις εμπορικές συναλλαγές με τις ΗΠΑ ανέρχονται ετησίως σε περίπου 60 δισ. δολάρια), αλλά και των αλυσιδωτών αντιδράσεων που μπορούν να παραχθούν από αυτές τις ενέργειες (εμπορικοί πόλεμοι, ανισορροπίες στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, αναστροφή της τάσης των ροών κεφαλαίων), το υπόδειγμα export-led που ακολουθεί η Γερμανία (με σαφή μερκαντιλιστικά χαρακτηριστικά) χρειάζεται να αναθεωρηθεί, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, προκειμένου η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία να συνεχίσει τη μεγέθυνσή της.

Τα δημοσιονομικά αποτελέσματα παραμένουν σε θετική τροχιά: το δημοσιονομικό πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης, για το 2016, ανήλθε στο 0,6% του ΑΕΠ, ενώ ο λόγος ΔΧ/ΑΕΠ βρίσκεται στο 68,1%.

2. Η Γερμανία γνώρισε μια αποτελεσματική διαχείριση των μακροοικονομικών της μεταβλητών την τελευταία δεκαετία και ειδικότερα την περίοδο της οικονομικής κρίσης.

Αυτή η επιτυχία συνήθως αποδίδεται στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στη συγκράτηση των μισθών. Η πλέον σημαντική μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας ήταν η λεγόμενη «Hartz reforms», που πραγματοποιήθηκε το 2005 με κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών υπό τον καγκελάριο Gerhard Schröder. Υπό τον Gerhard Schröder μειώθηκαν οι φόροι, το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας, όπως οι εισφορές των εργοδοτών στα προγράμματα υγείας, και διευκολύνθηκαν οι επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν και να απολύουν εργαζομένους. Διευρύνθηκαν οι ελαστικές μορφές εργασίας, μειώθηκε σημαντικά η περίοδος ασφαλιστικής κάλυψης των ανέργων, δόθηκε η δυνατότητα στους εργοδότες να μειώνουν τις εργάσιμες ώρες των εργαζομένων σε περιόδους που κατέρχεται ο κύκλος της οικονομίας και οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα κ.λπ.

Όμως υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, όπως ο περιορισμός των αυξήσεων στους μισθούς και η εκρηκτική αύξηση των εξαγωγών με βάση μια υποτιμημένη συναλλαγματική ισοτιμία. Η υποτιμημένη συναλλαγματική ισοτιμία, σε συνδυασμό με τον περιορισμό των αυξήσεων στους μισθούς, συνδυασμός που θυμίζει έντονα την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και των αρχών της δεκαετίας του 1950, κατέστησε τη Γερμανία μια τόσο επιτυχημένη εξαγωγική χώρα, με σαφέστατα, βεβαίως, μερκαντιλιστικά χαρακτηριστικά.

Η ακολουθούμενη μερκαντιλιστική εμπορική πολιτική της Γερμανίας, η οποία ακολουθεί σε γενικές γραμμές το γνωστό δόγμα «κλέβω τον γείτονά μου», έχει οδηγήσει τους εταίρους της στην Ευρωζώνη σε έντονες πιέσεις λόγω των προβλημάτων που δημιουργεί στις οικονομίες τους, δεδομένου ότι το 40% περίπου του εμπορίου της πραγματοποιείται με αυτές τις χώρες.

Ορισμένες νεο-συντεχνιακές χώρες, όπως η Αυστρία, μπορούν να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις πιέσεις. Για τη Γαλλία και τις νότιες χώρες της Ευρωζώνης οι γερμανικές πολιτικές της μείωσης ή της συγκράτησης των μισθών θέτουν τα βιομηχανικά προϊόντα υπό μεγάλη πίεση. Η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Γαλλία παρουσιάζουν μια ιδιαίτερα μεγάλη μείωση της συμμετοχής του μεταποιητικού τομέα στην παραγωγή του ΑΕΠ την περίοδο 1981 - 2010.

Τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των ευρωπαϊκών χωρών όλη την περίοδο μέχρι τη χρηματοοικονομική κρίση χρηματοδοτούνταν από κεφαλαιακές ροές (τραπεζικές κυρίως) από χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία, δημιουργώντας τις γνωστές φούσκες υπερκατανάλωσης και στεγαστικής πίστης.

Ιστορικά, χώρες όπως η Αυστρία, οι Κάτω Χώρες και η Βόρεια Ιταλία ήταν δυνατά αλληλεξαρτώμενες με τη γερμανική βιομηχανική μεταποίηση. Από τη δεκαετία του 1990, πάντως, η γερμανική εξαγωγική βιομηχανία, ιδιαίτερα η βιομηχανία αυτοκινήτων, ανακατένεμε μέρος της παραγωγής της σε χαμηλού μισθολογικού κόστους οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης και ιδιαίτερα στις χώρες του Visegrád (Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία) με αρνητικά αποτελέσματα στις οικονομίες των χωρών της Δυτικής Ευρώπης.

Δεν υπάρχουν διαφωνίες ως προς την υψηλή ποιότητα των γερμανικών προϊόντων. Το «Made in Germany» είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της επιτυχίας της γερμανικής οικονομίας. Η γερμανική μηχανική και ο σχεδιασμός των προϊόντων είχαν δώσει μεγάλη έμφαση και ήταν εξαιρετικοί στην τυποποίηση και στη μαστορική, δημιουργώντας επίπεδες ιεραρχικές σχέσεις και πολύ στενές σχέσεις μεταξύ σχεδιασμού και εκτέλεσης της παραγωγής ακόμα και μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων τη φορντική εποχή. Αυτό κατέστησε σχετικά εύκολο για τις γερμανικές επιχειρήσεις τη μετα-φορντική περίοδο (δεκαετία του 1980) να μετατραπούν, χωρίς μεγάλες δυσκολίες, σε παραγωγούς διαφοροποιημένων ποιοτικών προϊόντων.

Επίσης δεν θα πρέπει να ξεχνούμε τη χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, την υποχώρηση του ευρώ και τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου.

Υπάρχουν βεβαίως και πολλές αντιρρήσεις, τόσο με τη θεωρούμενη αποτελεσματική εξέλιξη των μακροοικονομικών μεγεθών όσο και με την αποτελεσματική διαχείριση της οικονομίας κατά τη διάρκεια της κρίσης. Συγκεκριμένα, αναφορικά με τη μεγέθυνση του ΑΕΠ, οι αγγλοσαξονικές χώρες είχαν πολύ καλύτερα αποτελέσματα. Επίσης η μελλοντική καινοτομική πορεία της γερμανικής οικονομίας φαίνεται να εγκλωβίζεται από το πλαίσιο των χαμηλών μισθών που ακολουθεί. Κάτι που είδαμε να συμβαίνει και στην Ολλανδία.

Η Γερμανία διαχειρίστηκε αποτελεσματικά την κρίση, αλλά στην ομάδα των χωρών που επίσης διαχειρίστηκαν εξίσου αποτελεσματικά την κρίση απέδωσε άσχημα. Χώρες όπως η Αυστρία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Δανία, η Σουηδία απέδωσαν πολύ καλύτερα από τη Γερμανία.

3. Οικονομολόγοι και ανώτατοι αξιωματούχοι, όμως, εκτιμούν ότι χρειάζεται νέο κύμα αλλαγών για να βελτιωθεί η υποδομή της χώρας, να προσαρμοστεί το συνταξιοδοτικό σύστημα στη γήρανση του πληθυσμού και να αντιμετωπιστεί η πρόκληση της ψηφιοποίησης. Ζητούν επίσης να ενισχυθεί η διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας για τα παιδιά και να γίνουν επενδύσεις στο Ίντερνετ και στην ψηφιακή υποδομή.

Ηγετικά στελέχη των γερμανικών επιχειρήσεων εκτιμούν πως, αν δεν προωθήσει η κυβέρνηση αυτές τις μεταρρυθμίσεις, η εποχή της ανάπτυξης και της ευημερίας κινδυνεύει να εξανεμιστεί.

Αν και τα τελευταία χρόνια η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων στη Γερμανία ήταν μεγαλύτερη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, οι ιδιωτικές επενδύσεις δεν αυξήθηκαν. Θα πρέπει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι η Γερμανία παραμένει στην τελευταία θέση των χωρών του ΟΟΣΑ αναφορικά με το ποσοστό των δημοσίων επενδύσεων προς το ΑΕΠ.

Εξάλλου σε παγκόσμιο επίπεδο σημειώνεται στροφή από τη μεταποίηση στις υπηρεσίες και αυτό αποτελεί πρόβλημα για τη Γερμανία, καθώς οι υπηρεσίες δεν είναι το ισχυρό της στοιχείο. Προκειμένου να τεθούν τα θεμέλια για περισσότερη ανάπτυξη, ειδικοί όπως οι οικονομικοί σύμβουλοι της κυβέρνησης έχουν επανειλημμένως ζητήσει από την κυβέρνηση να ενθαρρύνει τις ιδιωτικές επενδύσεις.

Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, όμως, έχει προτείνει να χρησιμοποιηθεί το δημοσιονομικό πλεόνασμα των 6,2 δισ. ευρώ (το 2016) για την πλήρη αποπληρωμή παλαιότερου χρέους και όχι για δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες αποτελούν τον βασικό μοχλό δημιουργίας του κατάλληλου κλίματος για την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL