Live τώρα    
25°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
25 °C
23.2°C25.8°C
2 BF 33%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
24 °C
23.4°C26.8°C
2 BF 33%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
21 °C
20.0°C24.8°C
2 BF 49%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.2°C21.0°C
2 BF 69%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
25 °C
24.0°C24.9°C
2 BF 33%
Από που προέρχεται το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών της Γερμανίας / Κέρδη από τη μείωση των μισθών...
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Από που προέρχεται το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών της Γερμανίας / Κέρδη από τη μείωση των μισθών...

Οι εγχώριες μεταρρυθμίσεις στη Γερμανία επέδρασαν σημαντικά στον περιορισμό των μισθών, οδηγώντας σε σταθερό μοναδιαίο κόστος εργασίας ή και σε μειούμενο, αυξάνοντας το μερίδιο των κερδών και το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η Γερμανία επίσης ωφελήθηκε τα μέγιστα από τη δημιουργία της Ευρωζώνης. Η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ είχε καθοριστικό ρόλο στην ύπαρξη του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι καθαρές εξαγωγές της επίσης είχαν σημαντική επίδραση στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Θα εξετάσουμε αναλυτικά τους παράγοντες αυτούς.

Α. Ο ρόλος της μείωσης των μισθών

Στη Γερμανία, μετά την αρχική έκρηξη της επανένωσης, τα εργατικά συνδικάτα στο τέλος της δεκαετίας του 1990, συμφώνησαν να διατηρήσουν τον ρυθμό αύξησης των μισθών χαμηλότερα από τον αντίστοιχο της παραγωγικότητας. Ακολούθησε η μεταρρύθμιση γνωστή ως Schroder Agenda 2010, με στόχο την αποφυγή εκροής των γερμανικών επενδύσεων στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Ιδιαίτερα, η λεγόμενη μεταρρύθμιση Hartz (από το όνομα του προέδρου της επιτροπής που τη διαμόρφωσε) και ειδικά η τέταρτη μεταρρύθμιση, στις αρχές της δεκαετίας του 2000 μείωσε τον καταβαλλόμενο φόρο για τους χαμηλόμισθους, μείωσε την ανεργία και κατεύθυνε όλες τις ωφέλειες της αύξησης της απασχόλησης στη γερμανική οικονομία. Ως συνέπεια των παραπάνω το μοναδιαίο κόστος εργασίας τελμάτωσε ή μειώθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 μέχρι και το μέσον της δεκαετίας του 2000. Η εξέλιξη αυτή ενδυνάμωσε την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών του βιομηχανικού τομέα. Η εισαγωγή του ευρώ καθόρισε, ουσιαστικά, ως μοναδικό κριτήριο της ανταγωνιστικότητας, στην Ευρωζώνη στην οποία κατευθύνονται περίπου το 50%-60% των γερμανικών εξαγωγών, την εξέλιξη του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Αν ληφθεί υπόψη ότι το μοναδιαίο κόστος εργασίας των υπολοίπων χωρών την ίδια περίοδο αυξάνεται, ενώ το αντίστοιχο γερμανικό μειώνεται τότε γίνεται εύκολο αντιληπτό γιατί αυξήθηκαν οι εξαγωγές της Γερμανίας.(Γραφική παράσταση 1 και 2).

Τα στοιχεία αφήνουν ανοικτό το ζήτημα του κατά πόσον αυξήθηκε η παραγωγικότητα ως συνέπεια των μεταρρυθμίσεων, ή ήταν οι εγχώριες μεταρρυθμίσεις οι οποίες επέκτειναν την πραγματική προσφορά εργασίας και διατήρησαν χαμηλά τους ονομαστικούς μισθούς. Πράγματι η Γερμανία, κέρδισε ανταγωνιστικότητα εντός της Ευρωζώνης μέχρι το 2007, παρ' ότι τη μέτρια αύξηση της παραγωγικότητας της (Γραφική παράσταση 3). Αυτό που διαχώρισε την γερμανική οικονομία από τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης ήταν η ασθενής αύξηση των μισθών στη Γερμανία (Γραφική παράσταση 4).

Οι συγκεκριμένες εξελίξεις στην αγορά εργασίας μετέβαλλαν την κατανομή του εισοδήματος από τους μισθούς προς τα κέρδη. Αυτό δεν είναι μόνο συνέπεια της εξωτερικής ανταγωνιστικότητας, αλλά και της μειωμένης εγχώριας απορρόφησης.

Η μείωση της εγχώριας κατανάλωσης αυξάνει την εγχώρια αποταμίευση.

Για ένα δεδομένο επίπεδο εγχώριου σχηματισμού κεφαλαίου, πάντως, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξάνει. Πάντως η μείωση του μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ δεν συνοδεύεται από μείωση του λόγου ιδιωτική κατανάλωση / ΑΕΠ την ίδια περίοδο.

Το χαμηλότερο μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ οδήγησε σε αυξημένο μερίδιο των αποταμιεύσεων (εταιρειών και συνολικό). Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι οι επενδύσεις στη Γερμανία μειώθηκαν, παρότι όχι σημαντικά, συμβάλλοντας στο άνοιγμα μεταξύ αποταμιεύσεων - επενδύσεων το οποίο ως γνωστό είναι η άλλη όψη του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Πράγματι οι γερμανικές αποταμιεύσεις αυξήθηκαν χονδρικά από το 20% το 2001 στο 30% του ΑΕΠ το 2015, ενώ οι εγχώριες επενδύσεις έμειναν περίπου σταθερές γύρω από το 20% του ΑΕΠ. (Γραφική παράσταση 5).

Στη Γερμανία ο επιχειρηματικός τομέας από δανειζόμενο κατά 6,0% του ΑΕΠ στις αρχές του 2000 μεταβλήθηκε σε δανειστή κατά 2%-3% του ΑΕΠ στα τέλη της δεκαετίας του 2000, βοηθώντας στην επέκταση του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διότι δεν επένδυσε στην εγχώρια αγορά αλλά τοποθέτησε την αποταμίευσή του στη συσσώρευσή του σε ξένα στοιχεία ενεργητικού. Με τον τρόπο αυτό οι καθαρές τοποθετήσεις της Γερμανίας σε ξένα περιουσιακά στοιχεία έγινε θετική.

Η Γερμανία παρουσίασε ρεκόρ υψηλού πλεονάσματος ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2015, 8,5% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας το αντίστοιχο της Κίνας, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη. Η σημαντικότατη αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου πληρωμών άρχισε από την υιοθέτηση του ευρώ. (Πίνακας 1). Οι γερμανικές εξαγωγές αυξήθηκαν από το 30% του ΑΕΠ το 2000 στο 47% του ΑΕΠ το 2015. Ενώ οι εισαγωγές αποτελούσαν το 39% του ΑΕΠ το 2015. Αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία προμηθεύει κεφάλαιο στον υπόλοιπο κόσμο με υψηλό ρυθμό.

Β. Η συμμετοχή των αλλαγών της συναλλαγματικής ισοτιμίας

Τα τελευταία 15 έτη το γερμανικό μάρκο και στη συνέχεια το γερμανικό ευρώ κέρδισαν 15% σε ονομαστικούς όρους αλλά, δεδομένου του περιορισμού των τιμών κατανάλωσης, στην πραγματικότητα εξασθένισε περισσότερο από 15% σε πραγματικούς όρους στη διάρκεια της συνολικής περιόδου.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 η ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία της Γερμανίας και η πραγματοποιηθείσα πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία ανατιμήθηκε μόνο την περίοδο 2012-2013. (Πίνακας 2). Αυτή η παρατήρηση ενδυναμώνεται αν για τον υπολογισμό της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας χρησιμοποιηθεί το κόστος ανά μονάδα εργασίας.

Γ. Η δημιουργία του ευρώ

Είναι κοινή πεποίθηση ότι η δημιουργία του ευρώ (με τη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική) επέτρεψε στη Γερμανία να επιτύχει και να διαχειριστεί ένα πολύ μεγαλύτερο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Πριν από το ευρώ η γερμανική οικονομία ήταν πολύ δύσκολο να διαχειριστεί και να ανακυκλώσει μεσοπρόθεσμα ένα πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών υψηλότερο του 4% του ΑΕΠ. Οι γερμανικές τράπεζες ήταν βασικά ανίκανες να κτίσουν μακροχρόνιες διεθνείς θέσεις όταν το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έφθανε σε αυτό το ύψος δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις (χρηματοπιστωτικές και πραγματικής οικονομίας) δεν ήταν έτοιμες να το δεχτούν. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την περιοδική ανατίμηση του μάρκου.

Αυτό θα οδηγούσε σε εγχώρια ανακύκλωση των πλεονασμάτων, σε υψηλότερους πραγματικούς μισθούς, στην απώλεια ανταγωνιστικότητας, σε χαμηλότερα κέρδη και αποταμιεύσεις. Αυτή η εξέλιξη διακόπηκε με την ενοποίηση όταν οι επενδύσεις εκτοξεύτηκαν και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μετατράπηκε σε αρνητικό, «εξαφανίζοντας» το καθαρό πλεόνασμα των ξένων στοιχείων ενεργητικού που είχε συσσωρεύσει η γερμανική οικονομία για μια γενιά.

Η ύπαρξη του ευρώ επέτρεψε στη γερμανική οικονομία να ανακυκλώσει τα πλεονάσματα της στην Ευρωζώνη χωρίς το τραπεζικό της σύστημα να αναλάβει ιδιαίτερο συναλλαγματικό κίνδυνο. Αυτό της επέτρεψε να διαχειριστεί πλεονάσματα ύψους 7,5% του ΑΕΠ (2007). Από την άλλη πλευρά οι περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης δέχθηκαν μια καταιγίδα χρηματοδοτικών πόρων χαμηλού κόστους κάτι που εκτόξευσε τα ελλείμματα των ισοζυγίων πληρωμών τους. Βεβαίως η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έδειξε ότι δεν μπορεί να υπάρξει τραπεζική επένδυση χωρίς κίνδυνο με αποτέλεσμα το γερμανικό τραπεζικό σύστημα να βρεθεί αντιμέτωπο με σοβαρά προβλήματα. Η έκθεσή του πρωταρχικά στο χρέος των περιφερειακών κρατών της Ευρωζώνης είναι μια ένδειξη. Όμως η Γερμανία κατάφερε να δημιουργήσει ένα μηχανισμό διάσωσης στα μέτρα της, με στόχο να διασώσει το τραπεζικό της σύστημα από αυτή την έκθεση χωρίς η ίδια μέχρι τώρα να επιβαρυνθεί ως οικονομία, αλλά αντιθέτως να αποκομίσει και σημαντικό κέρδος.

Δ. Η μεγέθυνση του ΑΕΠ εξαρτάται από τις καθαρές εξαγωγές

Η γερμανική οικονομία στη δεκαετία του 2000 εξαρτάται από τις καθαρές εξαγωγές. Η ανάλυση των παραγόντων που συνέβαλαν στη μεγέθυνση του ΑΕΠ, τη συγκεκριμένη περίοδο, το επιβεβαιώνει με σαφήνεια. Το 2012 η σύνθεση του ΑΕΠ ήταν η ακόλουθη: Ιδιωτική Κατανάλωση 57,4%, Δημόσια Κατανάλωση 19,3%, Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου 18,1%, Εξαγωγές Αγαθών και Υπηρεσιών 50,2%, Εισαγωγές Αγαθών και Υπηρεσιών 45,1 (Καθαρές Εξαγωγές 5,1%).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL