Live τώρα    
13°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
11.4°C14.1°C
4 BF 83%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
13 °C
11.4°C14.9°C
2 BF 63%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
14 °C
14.0°C14.8°C
1 BF 66%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
17 °C
16.5°C17.7°C
2 BF 61%
ΛΑΡΙΣΑ
Αραιές νεφώσεις
12 °C
11.8°C12.4°C
2 BF 87%
Ανακρίβειες και άλλα συνταγματικά παραλειπόμενα / Ο νομοθέτης και οι αποφάσεις των δικαστηρίων περί αντισυνταγματικότητας
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ανακρίβειες και άλλα συνταγματικά παραλειπόμενα / Ο νομοθέτης και οι αποφάσεις των δικαστηρίων περί αντισυνταγματικότητας

α) Πρόσφατα, πολλάκις ελέχθη και εγράφη ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι το «Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο». Το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι το ανώτατο (ακυρωτικό) δικαστήριο (του διοικητικού δικαστικού κλάδου), αλλά δεν είναι το «Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο».

Το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι ένα από τα τρία δικαστήρια της χώρας μας (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο της Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο), οι αποφάσεις των οποίων αφενός δεν υπόκεινται στον έλεγχο ενός ιεραρχικά ανώτερου δικαστηρίου, αφετέρου δύνανται να ενεργοποιήσουν την ακυρωτική δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου κατά το άρθρο 100 παράγραφος 1 στοιχείο ε του Συντάγματος.

Τα ελληνικά δικαστήρια οφείλουν να ελέγχουν αυτεπαγγέλτως τη συνταγματικότητα κάθε διάταξης (ουσιαστικού και τυπικού) νόμου που καλούνται να εφαρμόσουν. Όμως ο έλεγχος αυτός περιορίζεται μόνο στους σημαντικούς για την επίλυση μιας συγκεκριμένης διαφοράς (ουσιαστικούς και τυπικούς) νόμους. Έτσι, εφόσον ο Έλληνας δικαστής θεωρήσει ότι το περιεχόμενο ενός νόμου είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα, δεν εφαρμόζει τον νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Με άλλα λόγια ο Έλληνας δικαστής επηρεάζεται στην απόφασή του από τον έλεγχο συνταγματικότητας που επιχειρεί, αλλά δεν δικαιούται να εκδώσει μια δεσμευτική για τα υπόλοιπα δικαστήρια ή όργανα του κράτους απόφαση ως προς τον ελεγχόμενο νόμο, πολύ δε, περισσότερο δεν δικαιούται να ακυρώσει τον αντισυνταγματικό νόμο, να τον θέσει δηλαδή εκτός ισχύος.

Ένας νόμος, που ως αντισυνταγματικός δεν εφαρμόστηκε από ένα ελληνικό δικαστήριο, εξακολουθεί να ισχύει και να εφαρμόζεται από τη διοίκηση και τα δικαστήρια. Επομένως η σχετική με το Σύνταγμα και τους κανόνες του απονομή δικαιοσύνης στην Ελλάδα διενεργείται στο στενό πλαίσιο μιας δίκης και μόνο για τις ανάγκες της. [...]

β) Ας ληφθεί υπόψη ότι η σχετική με το σύνταγμα και τους κανόνες του απονομή δικαιοσύνης ανήκει στα θεμελιώδη ζητήματα που καθορίζουν το πολίτευμα μιας χώρας. «Εκ των δικαστηρίων, εις α ανατίθεται και εκ της εν γένει οργανώσεως του τρόπου καθ’ ον ασκείται ο τοιούτος έλεγχος, επίσης δε εκ της εκτάσεως αυτού και εκ των εννόμων αποτελεσμάτων του (απλή άρνησις εφαρμογής ή ακύρωσις erga ommes), προσδιορίζεται κατά πολύ η αποτελεσματικότης της τοιαύτης κατασταλτικής εγγύησης τηρήσεως του Συντάγματος».

Ο δικαστικός έλεγχος (της συνταγματικότητας) των νόμων λειτουργεί ως κατασταλτική εγγύηση τήρησης του συντάγματος και υπαγορεύεται τόσο από την αρχή του κράτους δικαίου όσο και από την αρχή της δημοκρατίας. [...]

γ) Στην Ελλάδα μέχρι το 1975 δεν υπήρχε ρητή συνταγματική πρόβλεψη για το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Εντούτοις τα ελληνικά δικαστήρια, επανειλημμένα στο παρελθόν, είχαν αρνηθεί, βάσει συνταγματικού εθίμου, να εφαρμόσουν νόμους ως αντισυνταγματικούς.

Κατά την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 εγκαταλείφθηκε η ιδέα ίδρυσης ενός αμιγούς συνταγματικού δικαστηρίου (κατά το συγκεντρωτικό γερμανικό σύστημα), αφενός μεν λόγω του δικτατορικού παρελθόντος, αφετέρου δε λόγω του φόβου δημιουργίας μιας δικαστικής υπερεξουσίας, της λεγόμενης κυβέρνησης των δικαστών. Προκρίθηκε ένα σύστημα διάχυτου και παρεμπιπτόντως ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τα ελληνικά δικαστήρια και απεφεύχθη ενδεχόμενη «μετωπική» αντιπαράθεση της δικαστικής εξουσίας με τη νομοθετική εξουσία.

Με τη διάχυση της συνταγματικής δικαιοδοσίας σε μεγάλο αριθμό δικαστηρίων και δικαστικών λειτουργών, ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 πρωτίστως ήθελε να εμποδίσει ένα ολιγομελές, ειδικά επιφορτισμένο με την τήρηση του Συντάγματος, δικαιοδοτικό όργανο να αποκτήσει ιδεολογικό ρόλο και πολιτική δύναμη «φρουρώντας» το Σύνταγμα. Επίσης ήθελε να αποκλείσει μια ενδεχόμενη «σκλήρυνση» του Συντάγματος, μέσω της νομολογίας, και να περιορίσει τον κίνδυνο μιας de facto μετατροπής ενός δικαιοδοτικού οργάνου σε «δικαιοθετικό» όργανο.

Ως εκ τούτου, δικαίως μπορεί να χαρακτηριστεί η αρμοδιότητα του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, κατά το άρθρο 100 παράγραφος 1 στοιχείο ε του Συντάγματος, ως διασφαλίζουσα περισσότερο την ενότητα της νομολογίας παρά την τήρηση του Συντάγματος. Ας ληφθεί υπόψη ότι, χωρίς τη σχετική διαφωνία δύο (εκ των τριών) ανώτατων δικαστηρίων της χώρας, δεν δύναται να διενεργηθεί ο προβλεπόμενος, από το άρθρο 100 παράγραφος 1 στοιχείο ε του Συντάγματος, κύριος έλεγχος της (ουσιαστικής) συνταγματικότητας των (τυπικών) νόμων. Άλλωστε το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 100 παράγραφος 2 του Συντάγματος, ούτε αυτοτελές δικαστήριο είναι ούτε διαρκές.

Αποτέλεσμα όλης αυτής της παρεμπίπτουσας διάχυσης είναι καίρια ζητήματα συνταγματικού και πολιτειακού ενδιαφέροντος να «εκκρεμοδικούν» και, συνεπώς, να διαιωνίζονται. Ως προς αυτό, πολλάκις στο παρελθόν ελέχθη και εγράφη ότι το ισχύον σύστημα δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων χαρακτηρίζεται από μια συναρπαστική εκκρεμότητα και μια αβίαστη εξελιξιμότητα, που σε ένα άλλο (ξενόφερτο) συγκεντρωτικό σύστημα δεν θα ήταν σε θέση να ευδοκιμήσουν. Εύλογο είναι το ερώτημα κατά πόσο τα ανωτέρω χαρακτηριστικά του ελληνικού δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων συνάδουν με την απαιτούμενη σε ένα κράτος δικαίου ασφάλεια δικαίου.

δ) Καταρχάς μέχρι σήμερα το Σύνταγμα του 1975 δεν εμπεριέχει ρύθμιση η οποία θα επέτρεπε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ή σε άλλο ελληνικό δικαστήριο να άρει αμφισβητήσεις σχετικά με την έκταση των συνταγματικών αρμοδιοτήτων των οργάνων του Κράτους. Πέραν τούτου, «καθένας μας» αδυνατεί να κινήσει την (ευεργετική) διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, αν το θελήσει, χωρίς να αναγκασθεί προηγουμένως είτε να παρανομήσει, είτε να στερηθεί κάποιου δικαιώματός του, διακινδυνεύοντας έτσι την περιουσία και την ελευθερία του.

Ουδέποτε «απευθείας», αλλά μόνο στο πλαίσιο μιας άλλης δίκης έχει «καθένας μας» τη δικονομική ευχέρεια να προσφύγει δικαστικά κατά τυπικού νόμου, θέτοντας ζήτημα αντισυνταγματικότητάς του και προστατεύοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τη (σύμφωνη με το Σύνταγμα) ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.

Αντίθετα, με το ισχύον (διάχυτο και παρεμπίπτον) σύστημα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, εμφιλοχωρεί de facto η αρμοδιότητα της κυβερνητικής (κοινοβουλευτικής) πλειοψηφίας να μονοπωλεί τον συνταγματικό έλεγχο ιδίων πράξεων και να αποφαίνεται ακρίτως επί αυτών.

Επίσης θα μπορούσαν να αποφευχθούν όλες οι «παράπλευρες απώλειες», που, όπως έδειξε η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις τηλεοπτικές άδειες, κλονίζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στη συνταγματική νομιμότητα, εάν, αντί του παρεμπίπτοντος ελέγχου του διοικητικού ακυρωτικού δικαστηρίου, στο πλαίσιο ενός κύριου ελέγχου συνταγματικότητας, το καθ' ύλην αρμόδιο συνταγματικό δικαστήριο -μετά από απευθείας προσφυγή οργάνου του κράτους ή πολίτη- θα αποφαινόταν κατά πόσο είναι σύμφωνο ή όχι με το Σύνταγμα, και συγκεκριμένα με το άρθρο 15 του Συντάγματος, το να καθοριστεί, βάσει νομοθετικής ρύθμισης και όχι με απόφαση της (αποκλειστικά αρμόδιας) ανεξάρτητης αρχής, η διαδικασία αδειοδότησης και ο αριθμός των αδειοδοτούμενων τηλεοπτικών σταθμών.

Βέβαια στην περίπτωση αυτή τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η δεσμευτική απόφαση του καθ' ύλην αρμόδιου συνταγματικού δικαστηρίου -με την οποία θα παραμεριζόταν πλειοψηφικά η ασάφεια που έχει διαπιστωθεί στη συνταγματική ρύθμιση του άρθρου 15- θα αποτελούσε «αυθεντική ερμηνεία» του Συντάγματος και τελικά θα απέβαινε σε βάρος της «ελαστικότητάς» του.

Δύναται επομένως το καθ' ύλην αρμόδιο συνταγματικό δικαστήριο να μεταβάλει τη νομολογία του, εφόσον επέλθει, μέσω της συνεχώς μεταβαλλόμενης συνταγματικής πραγματικότητας και των προτάσεων της επιστήμης, σημαντική αλλαγή στην περί του Συντάγματος αντίληψη; Κατά πόσο εμποδίζεται ο νομοθέτης να ψηφίσει μεταγενέστερη διάταξη νόμου, η όποια θα έχει παρόμοιο περιεχόμενο με τη διάταξη που το καθ' ύλην αρμόδιο συνταγματικό δικαστήριο έκρινε ως αντισυνταγματική και ακύρωσε;

ε) Στα ανωτέρω παραδείγματα συμπυκνώνεται ο (δίκαιος ή άδικος) «φόβος της κυβέρνησης των δικαστών» και ο γενεσιουργός λόγος τής μέχρι σήμερα άρνησης θεσμοθέτησης της συνταγματικής δικαιοσύνης ως διακριτού (αυτοτελούς) δικαστικού κλάδου στη χώρα μας. Όμως, από την άκριτη απόρριψη του θεσμού της συνταγματικής δικαιοσύνης θα ήταν προτιμότερος ένας θεσμικός περιορισμός της δεσμευτικότητας των αποφάσεών της, ο οποίος θα στένευε κατά πολύ τα περιθώρια που αυτή ως «φρουρός του Συντάγματος» θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί για να σφετεριστεί εξουσίες άλλων συνταγματικών οργάνων.

Καταρχήν τούτο σημαίνει τη θεσμοθέτηση ενός δεδικασμένου των αποφάσεων της συνταγματικής δικαιοσύνης, οριοθετημένου από αντικειμενικά, υποκειμενικά και χρονικά όρια. Δηλαδή στη συνταγματική δικαιοσύνη το διατακτικό των αποφάσεων (αντικειμενικά όρια) είναι δεσμευτικό για τους διαδίκους της υπόθεσης (υποκειμενικά όρια) υπό την επιφύλαξη των χρονικών ορίων.

Εφόσον το συνταγματικό δικαστήριο δικαιοδοτεί κατά αποκλειστική αρμοδιότητα και οι αποφάσεις του είναι αμετάκλητες (τελευταίου βαθμού), δεσμευτική για τα όργανα του κράτους και τους πολίτες είναι η ακολουθούμενη από το δικαστήριο λύση της συγκεκριμένης διαφοράς και όχι το σκεπτικό της. Με άλλα λόγια, δεν θεωρείται δεσμευτική η αιτιολογία των αποφάσεων του συνταγματικού δικαστηρίου, η οποία σε αντίθετη περίπτωση, μέσω ρητής πρόβλεψης της δεσμευτικής της ισχύος, αφενός θα δέσμευε και τους μη διάδικους, αφετέρου θα παγίωνε ερμηνείες του Συντάγματος, παραγκωνίζοντας τον δημοκρατικά νομιμοποιημένο νομοθέτη, καθώς και τον συνταγματικό (αναθεωρητικό) νομοθέτη που είναι ο μοναδικός αυθεντικός ερμηνευτής του Συντάγματος. [...]

Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητή η σημασία αποδοχής των αντικειμενικών και υποκειμενικών ορίων των αποφάσεων του συνταγματικού δικαστηρίου, οι οποίες ενδέχεται να αποδειχθούν εκ των υστέρων «λανθασμένες». Χωρίς δε την επιφύλαξη των χρονικών ορίων, το δεδικασμένο της  συνταγματικής δικαιοσύνης θα λειτουργούσε ως απαγόρευση διόρθωσης της συνταγματικής νομολογίας, όταν άλλοι καλύτεροι λόγοι ή λόγοι που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά μετά την έκδοση κάθε απόφασης επιτάσσουν την επανάληψη διαδικασίας.

Επίσης, χωρίς την υιοθέτηση των χρονικών ορίων, όποιο δεδικασμένο της συνταγματικής δικαιοσύνης έκρινε διάταξη νόμου ως συνταγματική θα λειτουργούσε ως επικύρωσή της, καίτοι τούτη ανά πάσα στιγμή δύναται να ανατραπεί με οποιαδήποτε νομοθετική τροπολογία παρομοίου περιεχομένου.

στ) Ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται να ψηφίσει διάταξη νόμου, η οποία θα έχει παρόμοιο περιεχόμενο με διάταξη που το συνταγματικό δικαστήριο έκρινε ως αντισυνταγματική. Στην περίπτωση που θα αμφισβητηθεί η συνταγματικότητα και της νέας διάταξης θα απαιτείται νέα απόφαση, εφόσον το διατακτικό της προηγούμενης απόφασης αφορούσε μόνο την ήδη ακυρωθείσα διάταξη.

Ακόμα και το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, που ανήκει στο πλέον αμιγές συγκεντρωτικό σύστημα, παραδέχθηκε με απόφασή του: «…Η νομοθετική εξουσία δεσμεύεται από το Σύνταγμα και όχι από τη νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η δικαστική επομένως ακύρωση ενός νόμου δεν εμποδίζει τον νομοθέτη να ψηφίσει έναν νέο νόμο με παρόμοιο περιεχόμενο».[....]

Σε γενικές γραμμές η ανωτέρω επιχειρηθείσα ανάλυση του θεσμικού πλαισίου του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων έδειξε ότι τα αντικειμενικά, υποκειμενικά και χρονικά όρια μιας απόφασης της (διάχυτης και παρεμπίπτουσας) συνταγματικής δικαιοσύνης υπερισχύουν της (γενικής) δεσμευτικής της ισχύος.

Σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο του παρεμπίπτοντος ελέγχου του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν μπορεί να γίνει λόγος για «ανάχωμα» που οριοθετεί τα θεσμικά όρια ισχύος της κυβέρνησης. Γι’ αυτό δεν επαρκεί μια δικαστική απόφαση. Αντίθετα, καθίσταται σαφής ο σημαίνων ρόλος της πολιτικής ευθύνης και του πολιτικού έλεγχου, που ποσώς χρειάζεται τη δικαστική διαπίστωση μιας συνταγματικής παραβίασης για να ενεργοποιηθεί και να αποφέρει τα ευκταία αποτελέσματα.

Γεράσιμος Θεοδόσηςδιδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. Το παρόν είναι απόσπασμα ευρύτερης ανάλυσης. (Πηγή: Όμιλος Αριστόβουλου Μάνεση: http://www.constitutionalism.gr/theodosis-apofaseis-antisyntagmatikotitas/)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL