Live τώρα    
21°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
18.2°C22.4°C
3 BF 46%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
16.0°C20.2°C
2 BF 40%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
19 °C
18.8°C21.5°C
2 BF 56%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
19.3°C21.9°C
3 BF 59%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
18.9°C20.1°C
2 BF 42%
Ποιήματα
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ποιήματα

Φως εκ σαρκός, μεγαλομάρτυρα της ποίησης,

στόφα Χριστού δίχως Ανάσταση – έτσι σ’ είδα

πάνω στη ράχη της Ευρώπης σαν να κάλπαζες,

η έλαφος των άστρων σαν να ξεχυνόταν.

Αληθινός, μες στο Παρίσι της προσποίησης.

Τις λέξεις άφησες, σαν πιόνια στην παρτίδα

που είχες κερδίσει... Μα στα γόνατά σου κάθιζες

την Ομορφιά... Κι ήσουν ο ήλιος που γεννιόταν.

Το μεθυσμένο σου καράβι, φορτωμένο

ελλάμψεις μόνο, με τι τέχνη το ξεστράτιζες!

Έλα χωλαίνοντας και πάρε με για ‘κει –

και όλα, όλα τ’ άλλα ας γίνουνε συντρίμμια.

Ήρθε ο καιρός των θρήνων. Πτώμα σαπισμένο

γριάς η Ευρώπη, όρνια παντού... Μα εσύ καβγάδιζες,

νυχτοπερπάταγες, μεθούσες... Ω, ζωή

κέρνα με – κι ας χαθούμε οι δυο στα καλντερίμια.

ΠΑΟΛΟ ΓΙΑΣΒΙΛΙ

ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΩ

Ο Πάολο Γιασβίλι γεννήθηκε κοντά στο Κιουτάισι, στη Δυτική Γεωργία, στις 29 Ιουνίου 1894. Υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία του γεωργιανού συμβολισμού. Ποιήματά του μετέφρασε στα ρωσικά ο Μπορίς Παστερνάκ. Κατά την περίοδο των μεγάλων σταλινικών εκκαθαρίσεων, βρέθηκε απομονωμένος. Έκανε προσπάθειες προσαρμογής, κατήγγειλε ως «τροτσκιστή» τον Αντρέ Ζιντ, αλλά προ της απαίτησης να αποκηρύξει τον στενό του φίλο Τιτσιάν Ταμπίτζε αυτοκτόνησε στις 22 Ιουλίου 1937.

[ΔΕΝ ΓΡΑΦΩ ΕΓΩ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ...]

Δεν γράφω εγώ το ποίημα, εκείνο με σκιτσάρει,

πάει η ζωή μου πάνω στο δικό του χνάρι.

Χιονοστιβάδα ζωντανή, το ποίημα – ακούς;

μέσα στη θύελλα μας θάβει ζωντανούς.

Απρίλης μήνας και το φως είδα ψηλά

κι ηταν σαν ν’ άνθιζε ανοιξιάτικη μηλιά.

Λευκά σεντόνια έπεφταν νεροποντής,

κυλούσαν δάκρυα, ρυάκια της βροχής.

Βλέπω το θάνατο από δω: καραδοκεί

και θα μ’ αδράξει – όμως το ποίημα θα ξεφύγει.

Μες στην καρδιά ενός ποιητή αν καταφύγει

μια φορά, φτάνει – θα με σώσει αν σωθεί.

Μεγάλωσε πλάι στου Ορπίρι τα νερά,

θα λένε – μα ήταν άτυχος στη μοιρασιά.

Πάντα τρεφότανε με στίχους – τίποτ’ άλλο.

Κι έτσι προχώρησε μες στης ζωής το σάλο.

Τον σκότωνε η βαθιά του αγάπη, η τρελή

για τον αέρα και τον ήλιο και τη γη

της Γεωργίας. Του ‘κρυψαν την ευτυχία,

όμως στα ποιήματά του – τι φωτοχυσία!

Δεν γράφω εγώ το ποίημα, εκείνο με σκιτσάρει,

πάει η ζωή μου πάνω στο δικό του χνάρι.

Χιονοστιβάδα ζωντανή, το ποίημα – ακούς;

μέσα στη θύελλα μας θάβει ζωντανούς.

ΤΙΤΣΙΑΝ ΤΑΜΠΙΤΖΕ

Ο Τιτσιάν Ταμπίτζε γεννήθηκε στο Ιμερέτι, στη Δυτική Γεωργία, στις 21 Μαρτίου 1894. Υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία του γεωργιανού συμβολισμού και συνιδρυτής της ομάδας Γαλάζιο Κέρας. Κατόπιν υιοθέτησε ένα εκλεκτικιστικό στυλ, με φουτουριστικά και ντανταϊστικά στοιχεία. Παρά ταύτα αντιτάχθηκε στους Μπολσεβίκους. Ποιήματά του μετέφρασε στα ρωσικά ο Μπορίς Παστερνάκ. Κατά την περίοδο των μεγάλων σταλινικών εκκαθαρίσεων, καταγγέλθηκε ως φορμαλιστής, συνελήφθη και εκτελέστηκε από τη NKVD στις 16 Δεκεμβρίου 1937.

ΡΕΚΒΙΕΜ, ΕΠΙΛΟΓΟΣ, 1

Έμαθα πώς τα πρόσωπα σουρώνουν, πώς κρυφοκοιτάζει

ο τρόμος κάτω απ’ τα χαμηλωμένα βλέφαρα και πώς

με τη σφηνοειδή γραφή της πα στα μάγουλα χαράζει

η οδύνη τις τραχιές, σκληρές σελίδες της στο λίγο φως,

πώς ξάφνου οι βόστρυχοι, τεφροί και μαύροι εκεί στο μέτωπό μου

γυρνάν από τη μια στιγμή στην άλλη στο ασημί,

μαραίνεται στα χείλη τα πειθήνια το χαμόγελό μου

κι ο φόβος μές’ απ’ το στεγνό γελάκι μου κρυφαντηχεί.

Και δεν προσεύχομαι για μένα μοναχά

μα μνημονεύω κι όσες στάθηκαν μαζί μου, δίχως ήχο

στην κάψα του Ιουλίου και μες στην παγωνιά

κάτω απ’ τον κόκκινο, τον τυφλωμένο τοίχο.

ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Στο κείμενο που έγραψε, το 1966 πια, “Αντί Προλόγου” στα Ημερολόγια της [το σωστό θα ήταν: για την] Αχμάτοβα (σημειώσεις τις οποίες κρατούσε, «πρακτικά», κατά κάποιον τρόπο, των συναντήσεών της και των συνομιλιών της με την ποιήτρια στο Λένινγκραντ, τα δύσκολα χρόνια ’39-’41), η Λύντια Τσουκόφσκαγια απολογείται για τις έμμεσες διατυπώσεις, τις παρασιωπήσεις, τις παραπλανητικές αναφορές, απ’ τις οποίες τα Ημερολόγια είναι όντως διάστικτα. Στην εγγραφή της 30ής Ιανουαρίου 1940, ας πούμε, διαβάζουμε: «Σήμερα το πρωί μου τηλεφώνησε η Άννα Αντρέγιεβνα: “Έλα!”. Τα μαλλιά της χτενισμένα, ντυμένη, φορούσε κολιέ (βαθύ μπλε, σχεδόν μαύρο). Η σόμπα, αναμμένη. Ρώτησα: ξύπνησε νωρίς ή απλώς δεν κοιμήθηκε; “Δεν κοιμήθηκα”. Μακρά συνομιλία περί Πούσκιν: για το Ρέκβιεμ στο Μότσαρτ και Σαλιέρι...». Και στην αντίστοιχη σημείωση (του 1966) διαβάζουμε: «Καμιά σχέση δεν είχε ο Πούσκιν· πρόκειται για κώδικα. Στην πραγματικότητα, η Α.Α. μου έδειξε εκείνη την ημέρα το Ρέκβιεμ της, που το είχε προς στιγμήν καταγράψει, για να ελέγξει αν είχα αποστηθίσει τα πάντα». Στο “Αντί Προλόγου” κείμενό της, η Τσουκόσφκαγια έχει εξηγήσει: «Δυσπιστούσαμε· αναφέραμε τον Γεζόφ, τον Στάλιν, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και λέξεις όπως “πέθανε”, “εκτελέστηκε”, “εκτοπίστηκε”, “ουρά”, “έρευνα” συνεχώς και, την ίδια στιγμή, υποπτευόμασταν πως, ακόμη κι όταν ήμασταν μόνοι, δεν ήμασταν μόνοι, πως κάποιος δεν έπαιρνε από πάνω μας τα μάτια του, ή μάλλον τ’ αυτιά του. Τριγυρισμένα από σιωπή, τα στρατόπεδα κι οι θάλαμοι βασανιστηρίων ήθελαν να παραμένουν συγχρόνως πανίσχυρα και ανύπαρκτα· ήσαν στη διπλανή πόρτα, ήσαν μια πετριά μακριά, και συγχρόνως ήταν σαν να μην υπήρχαν· οι γυναίκες στέκονταν σιωπηλές στις ουρές, ή ψιθύριζαν αλλά μιλώντας αόριστα: “ήρθαν”, “τον πήραν”· η Άννα Αντρέγιεβνα, όταν ερχόταν στο σπίτι μου, απήγγελλε αποσπάσματα από το Ρέκβιεμ ψιθυρίζοντας κι αυτή, αλλά στο σπίτι της δεν τολμούσε ούτε να ψιθυρίζει· ξαφνικά, στη μέση της κουβέντας, έμενε σιωπηλή και, δείχοντάς μου με το βλέμμα τους τοίχους και το ταβάνι, έπαιρνε μολύβι κι ένα κομμάτι χαρτί· έπειτα μιλώντας δυνατά έλεγε κάτι άσχετο: “Θέλεις τσάι;” Ή “Σ’ έκαψε ο ήλιος”, ενώ γέμιζε με το βιαστικό γράψιμό της το χαρτί και μου τό ‘δινε. Διάβαζα, κι όταν πια αποστήθιζα της επέστρεφα σιωπηλά το χαρτί. “Τι γρήγορα που ήρθε το φθινόπωρο φέτος” έλεγε δυνατά η Άννα Αντρέγιεβνα και, ανάβοντας ένα σπίρτο, έκαιγε το χαρτί πάνω απ’ το σταχτοδοχείο».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL