Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
15.3°C18.2°C
2 BF 59%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
13 °C
9.7°C14.6°C
3 BF 68%
ΠΑΤΡΑ
Ελαφρές νεφώσεις
17 °C
16.6°C16.6°C
4 BF 73%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αίθριος καιρός
15 °C
14.7°C17.7°C
3 BF 83%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
15 °C
14.6°C14.6°C
2 BF 72%
Σημειώσεις για μια μεταφυσική του Νόμου
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Σημειώσεις για μια μεταφυσική του Νόμου

«Τό τε δύο ὀνόματα ὁμολογεῖν εἶναι μηδὲν θέμενον πλὴν ἓν καταγέλαστόν που» (Πλάτων, Σοφιστής, 244c.). Η αποδοκιμασία του Ελεάτη ξένου είναι εύλογη, αφού από τη στιγμή που θα συμφωνήσουμε ότι υπάρχει μόνο το ‘ἓν’ δεν γίνεται να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη δύο ονομάτων, αυτών του «ενός» και του «όντος». Αν υπήρχε μόνο το ‘ἓν’, τότε θα ήταν αδύνατο να διαμορφωθεί οποιαδήποτε κρίση, ακόμα και η πιο αφηρημένη όπως είναι το ‘ἓν ὄν’. Δεν είναι δυνατόν να τεθεί μια τέτοια ταυτότητα χωρίς τη διαφορά. Όμως, αρκεί να ονομαστεί το ‘ἓν’ ώστε να υπάρξει δυαδικότητα, αφού για να είναι το όνομα ενός πράγματος, πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι άλλο από αυτό που ονομάζει, ειδάλλως, σύμφωνα με τα λόγια του Ελεάτη ξένου, θα ήταν όνομα ονόματος (244d).Το απόλυτο όνομα που δεν ονομάζει παρά μόνο τον εαυτό του δεν είναι άλλο από την Ουσία. Όμως, από τη στιγμή που το όνομα αναφέρεται σε μια διαφορά, είναι καθαρή αντίφαση, δηλαδή αδύνατο. Ωστόσο, αυτό το αδύνατο δεν είναι τίποτε λιγότερο από την ουσία του λόγου. Συνεπώς, ο λόγος γίνεται οντολογικό πρόβλημα, στο μέτρο που σκεφτόμαστε τη φύση της εγγραφής του στο σύνολο του πραγματικού.

Στον πλατωνικό Σοφιστή το ερώτημα περί του όντος παίρνει την εξής μορφή: Αν υπάρχει το όνομα, τότε υπάρχει και το μη-Όν. Η φύση του ονόματος είναι να ονομάζει αυτό που είναι απόν και γι’ αυτό τοn λόγο μπορεί να αναφέρεται στο μη-Όν. Κατά συνέπεια, το μη-Όν υπάρχει μόνο ως το αναφερόμενο ενός ονόματος, έξω από το οποίο δεν υπάρχει καθόλου σύμφωνα με τον ορισμό του. Η εισαγωγή του μη-Όντος, μέσω του ονόματος, στο πραγματικό έχει αξιοσημείωτα αποτελέσματα στη διαμόρφωση του κόσμου μας καθορίζοντας, μεταξύ άλλων, τη σχέση του ανθρώπου με τον θάνατο. Ο Μαλαρμέ εκφράζει αυτή τη σχέση με τον ακόλουθο τρόπο: Λέω: ένα λουλούδι! Και, βγαίνοντας από τη λήθη, όπου η φωνή μου εξωθεί τα περιγράμματα, σαν κάτι διαφορετικό από τους κάλυκες που ξέρουμε, αναδύεται μουσικά, ιδεώδες και τερπνό, το λουλούδι που λείπει από όλες τις ανθοδέσμες.1Πράγματι, μέσω της ονοματοθεσίας αυτό που απαντάει έχει τη μορφή του‘Είναι’, δηλαδή της αμεσότητας. Όμως, αυτό που εμφανίζεται δεν είναι παρά ένα σημείο, το σύστοιχο μιας απουσίας.

Το όνομα «δολοφονεί» το πράγμα διασώζοντάς το. Το ευδιάκριτα ανθρώπινο φτάνει σ’ ένα βαθμό διαχωρισμού από τη φύση, ως αυτή η ασταθής και παροδική υλικότητα που συλλαμβάνεται από τις αισθήσεις, μέσω του ονόματος. Με άλλα λόγια, με τη «δολοφονία του πράγματος» το όνομα ως σύμβολο-σημαίνον καθιερώνει ένα αντικείμενο-αναφερόμενο ικανό να εξετάζεται από το υποκείμενο του λόγου ανεξάρτητα από το αν αυτό είναι αντιληπτικά παρόν σ’ ένα εμπειρικό ‘εδώ και τώρα’. Αυτό το επίπεδο μονιμότητας, το οποίο στέκεται πέρα από την τριβή με τον φυσικό κύκλο της γέννησης και της φθοράς, είναι το πεδίο στο οποίο η ανθρωπότητα ως ανθρωπότητα κατοικεί. Επομένως, ο άνθρωπος είναι πλήρως άνθρωπος στο μέτρο που υπάρχει σ’ αυτή την κατάσταση, στο μέσο μεταξύ της μονιμότητας της αθανασίας και της αλλοτρίωσης του θανάτου.

Μέσω της επενέργειας του σημείου ο κόσμος γίνεται αντικείμενο της σκέψης, άρα αποκτά νόημα. Μπορεί να τυποποιηθεί και να εξηγηθεί. Η δυνατότητα τυποποίησης του σημείου εισάγει τη λειτουργία του Νόμου στο ‘Είναι’. Συνεπώς, ο Νόμος εμφανίζεται υπό την μορφή τού ‘Είναι’. Από τη στιγμή που ο Νόμος είναι, τότε εμφανίζεται άμεσα κι έχει αξιωματικό και γενικό χαρακτήρα. Το Είναι του νόμου είναι η αμεσότητα του νόμου, το γεγονός, δηλαδή, ότι είναι ‘εδώ’. Είναι καθαρή μορφή χωρίς περιεχόμενο2 και κατά συνέπεια, δεν μπορεί παρά να λάβει την ταυτολογική μορφή: Ο Νόμος είναι Νόμος. Αυτή η καθαρή μορφή του νόμου, λόγω της ταυτολογικής της δομής, είναι κατ’ ανάγκη σκοτεινή. Όμως, την ίδια στιγμή, ένας νόμος είναι το προϊόν μιας μακράς επεξεργασίας της κοινωνίας. Ερμηνεύει και ρυθμίζει τις πράξεις των μελών της. Διαχωρίζει την εγκληματική από τη νόμιμη πράξη. Εμφανίζεται ως ο διαμεσολαβητής της υποκειμενικότητας του υποκειμένου. Οφείλει να είναι σαφής και ξεκάθαρος. Δεν είναι κάτι άμεσο, αλλά κάτι ορισμένο που πρέπει να τεθεί. Καταλήγουμε σε μιαν αντίφαση, η οποία δεν βρίσκεται μεταξύ του υποκειμένου και της κοινωνίας, αλλά στην καρδιά του ίδιου του νόμου.

Αυτό σημαίνει ότι το ‘Είναι’ παίζει τον ρόλο αυτού που επιτρέπει τη μετατόπιση του νοήματος. Ένα πράγμα γίνεται άλλο επειδή ‘είναι’. Άρα, το ‘Είναι’ δεν είναι ένα κενό κατηγόρημα, το οποίο δεν επηρεάζει το περιεχόμενο αυτού που υπάρχει ή αυτού που δεν υπάρχει όπως στην καντιανή Κριτική του Καθαρού Λόγου. Το ‘Είναι’ του νόμου αντιφάσκει επειδή είναι το ίδιο αντίφαση. Συνεπώς, συμπίπτει με αυτό που αποκλείει και γι’ αυτό τον λόγο φέρει μέσα του τον όρο της κατάρρευσής του. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκει έδαφος η σκοτεινή διάγνωση του ντε Σαντ: «…ολοκληρώνοντας τον πολιτισμό σας, το πρότυπο άλλαξε, αλλά διατηρήσατε τη συνήθεια: δεν θυσιάσατε πια θύματα σε αιμοδιψείς θεούς, αλλά σε νόμους, τους οποίους προκρίνατε ως σοφούς, επειδή βρήκατε σ’ αυτούς ένα ιδιαίτερο πρότυπο για να παραδοθείτε στα αρχαία σας έθιμα, και στην απατηλή όψη μιας δικαιοσύνης, που δεν ήταν κάτι άλλο στο βάθος από την επιθυμία να συντηρήσετε τις απαίσιες συνήθειες, τις οποίες δεν μπορούσατε να εγκαταλείψετε».3Ο νόμος δεν μπορεί να μην εκτεθεί σαν γενικευμένο έγκλημα. Η αυθεντία του απορρέει από τη βία της θεμελίωσής του.

Η θανατηφόρα δύναμη για την οποία μιλάει ο ντε Σαντ σηματοδοτεί το πέρασμα στη νεωτερικότητα. Η βία αποτελεί το αντίτιμο που πρέπει να πληρώσει ο φιλελευθερισμός για να θεμελιώσει τους θεσμούς της μοντέρνας κοινωνίας των πολιτών. Η αναγωγή της κοινότητας σ’ ένα σύνολο απομονωμένων ατόμων, τα οποία συνδέονται μέσα από την κοινή επιδίωξη των ιδιωτικών τους συμφερόντων, εισάγει μια τομή στην ιστορία. Μόνο μέσα από μια τέτοια στιγμή ριζικής αφαίρεσης μπορεί η ακαμψία της παράδοσης να χαλαρώσει. Η αφαίρεση είναι η δυνατότητα αποκοπής του συνεχούς του όντος και η ανάδυση στην ύπαρξη του σημείου της ανυπαρξίας. Η επανάσταση του φιλελευθερισμού λησμονεί ό,τι συνέβη στο παρελθόν, σαν να μην είχε συμβεί ποτέ, σαν το μέλλον να είναι ήδη παρόν. Η κενή θέση που έμεινε μετά από την εκκένωση οποιασδήποτε υπερβατικότητας, καλύφθηκε μέσα από την αυτοαναπαραγωγή τόσο του έθνους όσο και του κεφαλαίου, σαν ένα είδος φετιχιστικής άρνησης.

Το πρωταρχικό κενό που μεταφέρει και καλύπτει η νεωτερικότητα δεν είναι παρά το κενό που υπάρχει στην καρδιά της συμβολικής τάξης. Ως εκ τούτου, η ιστορία δεν πρέπει να γίνει κατανοητή, ούτε ως η προοδευτική παραγωγή νοήματος ούτε ως η ρήξη με μια υποστασιακή πληρότητα. Πρόκειται για την ασυνείδητη μετάδοση αυτού του κενού. Αυτό που ο Μπένγιαμιν ονόμασε «η δυσανεξία της παράδοσης» είναι η μετάδοση μιας αδυναμίας μετάδοσης, δηλαδή η μετάδοση ενός τραύματος. Αυτή η απώλεια είναι και ισοδύναμα μια ευκαιρία, καθώς φανερώνει την ιστορία στη ριζική της απροσδιοριστία και κατά συνέπεια στη δυνατότητα επανεφεύρεσης. Η δύναμη του αρνητικού είναι η υπερβολική εκδίπλωση της κενότητας που στοιχειώνει τον λόγο από την αρχή. Ταυτόχρονα, αυτό το κενό αποκαλύπτει την εφευρετικότητα και το μέτρο της απόγνωσης του ανθρώπινου πνεύματος.

1Stéphane Mallarmé, « Crise de vers », [1886], στοŒuvres complètes, Παρίσι, Gallimard, 1992, σ. 368. Η ανεπίληπτη μετάφραση του χωρίου ανήκει στον Απόστολο Λαμπρόπουλο.

2 Στην Κριτική του Πρακτικού Λόγου ο Κάντ αναφέρεται στην καθαρή μορφή του νόμο: «εάν αποχωρίσει κανείς από αυτόν κάθε ύλη, δηλαδή κάθε αντικείμενο της θέλησης (ως καθοριστικό λόγο), δεν απομένει τίποτα άλλο από τη μορφή και μόνο μιας καθολικής νομοθεσίας». Μετάφραση: Κώστα Ανδρουλιδάκη, Εστία, σ. 47.

3DeSade, AlineetValcour, (1789). Μετάφρασηδικήμου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL