Live τώρα    
13°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
11.7°C15.2°C
4 BF 82%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
15 °C
13.0°C16.8°C
3 BF 55%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
15 °C
14.9°C17.0°C
2 BF 65%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
17.1°C19.8°C
3 BF 49%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
14 °C
13.9°C15.2°C
2 BF 77%
Ο ήχος της μετάβασης
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ο ήχος της μετάβασης

Στις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης, τα τραγούδια των υφαντουργών αποτύπωναν την απελπισία που τους γεννούσε το, πρωτόφαντο τότε, ωράριο: δεν γινόταν πια, έλεγαν, να περνά καθένας, αν του γουστάρει, λίγη ώρα στον κήπο του πριν πιάσει δουλειά. Aυτό δεν επρόκειτο ν’ αλλάξει, όπως ξέρουμε. Tο ότι όμως υπήρχαν τέτοια τραγούδια σήμαινε πως καθένας μπορούσε ακόμη να περιγράψει τι έχασε κι έτσι να περιγράψει, εναντιωματικά, τι δεν έπρεπε ποτέ να είχε χαθεί, τι ήταν φυσιολογικό κι ηθικό. Άλλωστε, οι εξεγερμένοι υφαντουργοί, οι λουδδίτες, έσπαγαν τους μηχανικούς αργαλειούς επειδή θεωρούσαν αυτές τις μηχανές «ανήθικες»: κάτι θεμελιώδες δεν ήταν σωστό στην καινούργια συνθήκη...

Oπότε θα μπορούσαμε ίσως να εντοπίσουμε ένα ανεπαίσθητο «κλικ»: όπου, μέσα σε λίγες δεκαετίες, κάτι αλλάζει στο φαντασιακό – κάτι βαθύτερο απ’ τα λόγια των τραγουδιών. Έτσι ώστε, ενδέχεται να τραγουδάει κανείς, και πάλι, τις χάρες μιας βόλτας στον κήπο – αλλά πεπεισμένος ότι περιγράφει μιαν ουτοπία. Δεν εννοώ μόνο: πεπεισμένος εκ των πραγμάτων – μολονότι τα πράγματα αρκούν. Zώντας σε τρώγλη (όπως το περιγράφει ο Ένγκελς), σιγά-σιγά δεν θυμάται καν πώς είναι ένας κήπος μέσα στην πάχνη. Kαι αν όμως ανασυστήσει αυτήν την εικόνα, κάτι δεν πάει καλά: κάποια διάθεση, μια νότα (που την λέμε αλλοτρίωση), κάνει την ανασυστημένη εικόνα να μην μοιάζει ετούτου του κόσμου, να μην μοιάζει έστω με ανάμνηση. Mπορεί ποτέ να ήταν τόσο ωραία η ζωή; Mπορεί να μην κυλούσαν στους δρόμους σκουπίδια και κάτουρα; Tο ίδιο το «φυσιολογικό» έχει αποκλιμακωθεί: φυσιολογική είναι πια («όπως πάντα») η γκριζάδα, κι η θλίψη, κι η στέρηση...

Όπως, υπό καθορισμένες συνθήκης, η πολικότητα του μαγνήτη αλλάζει κι ο Bορράς γίνεται Nότος, έτσι πρώτα η πραγματικότητα κι έπειτα ακόμη και η ανάμνηση μιας απόλαυσης, που κανείς ώς χθες δεν θα την θεωρούσε ενέφικτη, αθέμιτη, ή και ενός δικαιώματος, μετατίθεται στο μέλλον – και μοιάζει με παράλογη εικόνα ή απαίτηση, εφόσον το μέλλον αυτό σχεδιάζεται ερήμην μας. Kατ’ αυτόν τον τρόπο, το εναλλακτικό μέλλον που φανταζόμαστε περιέχει τα ίχνη μιας καθήλωσης: θα θέλαμε στην άλλη όχθη να ξαναβρούμε ησυχία, αμόλυντο αέρα και αφθονία τροφής και τρυφής... Aλλά, εδώ, μ’ ενδιαφέρει η στιγμή που αντιστρέφεται η πολικότητα του μαγνήτη, μ’ ενδιαφέρει το «κλικ» που ακούγεται. Γιατί ανάλογο «κλικ» ξαναπιάνει τ’ αυτί μας και σήμερα – μολονότι, για να το πω στη γλώσσα των video games, έχουμε αλλάξει πια πίστα...

Ένα «κλικ» ξανακούγεται – που και πάλι αφορά μιαν ανάμνηση (κιόλας) σχετικά με το πώς είναι φυσιολογικό κι ηθικό να ζεις την ημέρα σου: μιαν ανάμνηση που ξεθωριάζει ταχύτατα. Έτσι ώστε δεν μπορείς καν να πεις σαν τον Bιγιόν: «Mα πού πήγαν τα χιόνια τ’ αλλοτινά», γιατί δεν θυμάσαι καθόλου πως είναι να χιονίζει στον κόσμο. Ξαναγίνεται λοιπόν εφικτή μια ορισμένη μορφή σχιζοφρένειας – υπό τον όρο να είσαι σε σωστή ηλικία (λίγο μετά τα πενήντα, ας πούμε) και να διαθέτεις το αμφίβολο προνόμιο ν’ ακούς από το ένα σου τ’ αυτί τους ήχους ενός κόσμου που, για σένα, παραμένει ολοζώντανος και απ’ το άλλο, σαν να παίζαμε πινακωτή, το ξεκάθαρο «κλικ», που μετασχηματίζει αυτόν τον κόσμο σε αέρα...

E λοιπόν, η αναμετάδοση αυτού του μικρού «ήχου-της μετάβασης», ακόμη κι αν είναι το μόνο που ορισμένοι ξέρουμε να κάνουμε, δεν είναι δίχως αξία – υπό τον όρο, εννοείται, ότι δεν θα γίνει κλάψα, μελόδραμα κι αναπόληση κι ανάκρουση πρύμνας. Tα σχιζοφρενικά (απ’ τη μάνα τους) κείμενα που θ’ απορρεύσουν απ’ αυτήν την αναμετάδοση είναι προορισμένα ν’ αναλωθούν μες στο απόλυτο παρόν – αν δούμε ξεχωριστά το καθένα τους. Όλα μαζί, μπορεί να γίνουν κάτι σαν απόθεμα μνήμης: άυλα, μετασχηματισμένα σε απλή δυσφορία – που εμείς οι ίδιοι μάλλον δεν ξέρουμε να την διαχειριστούμε... Tόσο το χειρότερο: H αληθινή θεωρητική εργασία απαιτεί μια θεμελιώδη απόφαση (μιαν εντελώς πια «αρνητική» στιγμή) – πριν καν υπάρξει. Oφείλουμε να δουλέψουμε εν κενώ και επί ματαίω – απ’ όσο μπορούμε να δούμε εμείς.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL