Live τώρα    
23°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
23 °C
21.7°C24.6°C
2 BF 54%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
22 °C
18.0°C24.3°C
2 BF 53%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
18.2°C20.9°C
4 BF 66%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
21 °C
19.9°C20.8°C
3 BF 56%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
24 °C
23.4°C23.9°C
2 BF 35%
Financial Times / Brexit: Ο κίνδυνος για μια μεγαλοπρεπή απομόνωση της Βρετανίας
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Financial Times / Brexit: Ο κίνδυνος για μια μεγαλοπρεπή απομόνωση της Βρετανίας

Μερικά ιστορικά στοιχεία είναι αδύνατο να αγνοηθούν. Η πρώτη πράξη του ψυχοδράματος για το ευρωπαϊκό δημοψήφισμα της Βρετανίας ξεκίνησε κατά τους πρώτους μήνες του 1960. Η χώρα είχε ζήσει μια δεκαετία παρακμής. Ένας τελευταίος ιμπεριαλιστικός χαιρετισμός στο Σουέζ είχε λήξει με ταπείνωση, καθώς ο γεωπολιτικός χάρτης χαραζόταν ξανά από τους ανταγωνισμούς μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης. Στην απέναντι πλευρά της Μάγχης, οι εχθροί είχαν γίνει φίλοι στη γαλλογερμανική κοινή αγορά. Η συντηρητική κυβέρνηση του Χάρολντ Μακ Μίλαν αποφάσισε ότι ήταν καιρός να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Το συμπέρασμα που έβγαλε -ότι η Βρετανία δεν θα μπορούσε να παραμείνει σε απόσταση από τα γεγονότα στη δική της ήπειρο- είναι η βάση του σημερινού καυγά.

Τότε αποκρυσταλλώθηκαν τα βασικά στοιχεία της συζήτησης για τη σχέση της Βρετανίας με την Ευρώπη και παραμένουν αναλλοίωτα. Η αίτηση του Μακ Μίλαν για ένταξη στην Ε.Ε. -θα χρειαζόταν να περάσουν 13 χρόνια για να υλοποιήσει τον στόχο ένας άλλος πρωθυπουργός των Τόριδον, ο Έντουαρντ Χιθ- πρόβλεψε τα περισσότερα από τα σημερινά επιχειρήματα. Πίσω από τις συζητήσεις για την οικονομία και τη μετανάστευση υπάρχουν νευραλγικές ανησυχίες για την Ιστορία, την ταυτότητα και την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, για την ένταση μεταξύ της λήψης συλλογικών αποφάσεων και των αφηρημένων αντιλήψεων κυριαρχίας, καθώς και για τους ανταγωνιστικούς ορίζοντες που προσφέρουν η Ευρώπη και ο ευρύτερος κόσμος. Αφορά επίσης τη σύγκρουση βαθιά ριζωμένων συναισθημάτων με τη σκληρή πραγματικότητα της οικονομικής και πολιτικής ζωής.

Ο Μακ Μίλαν ανέθεσε στους συμβούλους και τους μανδαρίνους του να συνεκτιμήσουν τα συστατικά της βρετανικής ισχύος, οικονομικής και στρατιωτικής, και να κάνουν μια αναγωγή στο μέλλον. Πού θα βρισκόταν το 1979 η χώρα που μέχρι πρόσφατα εξουσίαζε το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου; Υπό την προεδρία του Νόρμαν Μπρουκ, γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου, η μελέτη για την πολιτική του μέλλοντος εκπονήθηκε με απόλυτη μυστικότητα και παραδόθηκε τον Φεβρουάριο του 1960.

Αριθμημένα αντίτυπα, με τη σφραγίδα «άκρως απόρρητον» μοιράστηκαν μόνο στους πιο έμπιστους συνεργάτες του Μακ Μίλαν. Τα συμπεράσματα ήταν σκληρά. Η Βρετανία δεν θα ήταν πλέον σε θέση να υποκρίνεται ότι είναι μια μεγάλη δύναμη, όπως οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση. Τα επόμενα χρόνια θα έφερναν περαιτέρω παρακμή και οι διεθνείς υποχρεώσεις της Βρετανίας θα αυξάνονταν πολύ περισσότερο από τις οικονομικές δυνατότητές της.

Μετά την ταπεινωτική αποτυχία, τέσσερα χρόνια νωρίτερα, του αγγλογαλλικού εγχειρήματος για επανάκτηση του ελέγχου της Διώρυγας του Σουέζ, οι συγγραφείς ήταν κατηγορηματικοί για τη σημασία μιας «ειδικής σχέσης» με την Ουάσιγκτον. Η μελλοντική θέση της Αγγλίας θα εξαρτάτο από την ετοιμότητα της Αμερικής «να μας συμπεριφερθεί ως τον στενότερο σύμμαχό της». Αλλά ένας ρόλος όπως εκείνος της Ελλάδας σε σχέση με την αμερικανική Ρώμη δεν ήταν αρκετός. Τρία χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, η Γαλλία, η Γερμανία και τέσσερις ηπειρωτικοί εταίροι επιτύγχαναν με την κοινή αγορά.

Η κρατούσα άποψη μεταξύ των Βρετανών υπουργών και μανδαρίνων στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 ήταν ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα που είχε ξεκινήσει με το σχέδιο του Ρομπέρ Σουμάν για μια ένωση άνθρακα και χάλυβα πιθανότατα ουδέποτε θα συνέβαινε. Το 1955 όταν αξιωματούχοι από έξι χώρες -Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο και Ιταλία μαζί με τη Γαλλία και τη Γερμανία- συναντήθηκαν στη Μεσσήνη της Σικελίας προκειμένου να συζητήσουν για μια κοινή αγορά. Η κυβέρνηση και η Βουλή ήταν απορριπτικές. Ο τότε υπουργός Οικονομικών Ραμπ Μπάτλερ περιέγραψε αυτό που γινόταν τη Μεσσήνη ως κάποιου είδους «αρχαιολογικές ανασκαφές... σε μια παλιά πόλη της Σικελίας». Η βρετανική διπλωματία θα μπορούσε να εκτροχιάσει τέτοια εγχειρήματα.

Το μήνυμα της Μελέτης για τη Μελλοντική Πολιτική ήταν ότι αυτή η στρατηγική είχε αποτύχει. Η Γερμανία αναδυόταν πάλι ως η οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης και η κοινή αγορά είχε ξεπεράσει το αντίπαλο εμπορικό σύμφωνο -μια Ευρωπαϊκή Ένωση ελεύθερου εμπορίου, που περιλάμβανε χώρες όπως η Σουηδία, η Δανία και η Πορτογαλία- που προτιμούσε η Βρετανία. Για πρώτη φορά από την εποχή του Ναπολέοντα οι ευρωπαϊκές δυνάμεις απέκλειαν τη Βρετανία από ένα ηπειρωτικό εγχείρημα.

Αυτό που χρειαζόταν ήταν μια κίνηση εξισορρόπησης, που θα συνδύαζε τη ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια της Βρετανίας σχέση με την Ουάσιγκτον, με την ευρωπαϊκή σύνδεση. «Ό,τι κι αν συμβεί», ανέφερε η έκθεση, "δεν πρέπει να βρεθούμε στη θέση που θα έχουμε να επιλέξουμε κάποια από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού». Μέσα σε έξι μήνες από την παραλαβή της έκθεσης, ο Μακ Μίλαν αποφάσισε να καταθέσει την αίτηση της Βρετανίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.

Εάν η πανωλεθρία στο Σουέζ είχε διαλύσει τις αυτοκρατορικές ψευδαισθήσεις, δεν είχε εξαφανίσει εκείνο που ωθούσε τη Βρετανία να είναι παγκόσμια. Ο εθνικός μύθος που είχαν δημιουργήσει οι Βικτωριανοί για να εξηγήσουν το αναπόφευκτο της βρετανικής αυτοκρατορίας είχε ως βάση ότι η Βρετανία αποτελεί την εξαίρεση. Θα υπήρχε πάντοτε ομίχλη στο κανάλι (σ.σ.: της Μάγχης).

«Απαρχαιωμένοι όροι ενός εξαφανισμένου παρελθόντος»

Ακόμη κι όταν η αυτοκρατορία εξαφανιζόταν, η Βρετανία κοίταζε προς τον κόσμο. Ο Άντονι Ίντεν, του οποίου η πρωθυπουργία θεμελιώθηκε στους βράχους του Σουέζ, εξέφρασε τη νοοτροπία: «Η Ιστορία της Βρετανίας και των συμφερόντων της βρίσκεται πέρα από την ευρωπαϊκή ήπειρο» είπε το 1952. "Οι σκέψεις μας ταξιδεύουν στις θάλασσες, στις πολλές κοινότητες όπου ο λαός μας έχει τον ρόλο του, σε κάθε γωνιά του κόσμου. Αυτές είναι οι οικογενειακές σχέσεις μας».

Η ηχώ μπορεί να ακουστεί σήμερα στην επεκτατική ρητορική του Μπόρις Τζόνσον και του Μάικλ Γκόουβ, Συντηρητικών ηγετών της εκστρατείας για την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε. Για να αποκαταστήσει η Βρετανία τον ηγετικό ρόλο της στον κόσμο, το μόνο που χρειάζεται είναι να απαλλαγεί από τα δεσμά των Βρυξελλών.

Ο Μακ Μίλαν το απέρριψε αυτό ως νοσταλγία πριν γεννηθούν οι κύριοι Τζόνσον και Γκόουβ. «Στο παρελθόν, ως μεγάλη ναυτική δύναμη, ίσως να υποκύπταμε στη νησιωτική αίσθηση της υπεροχής απέναντι στις ξένες ράτσες... Αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πώς είναι ο κόσμος και πώς θα είναι αύριο και όχι με τους απαρχαιωμένους όρους ενός εξαφανισμένου παρελθόντος» δήλωσε. Οι «ξένες ράτσες» δεν είναι η φράση που θα χρησιμοποιούσε σήμερα ένας πολιτικός, αλλά περιγράφει την υποτιθέμενη υπεροχή που εξακολουθεί να εμπνέει τα επιχειρήματα των Τόριδων εθνικιστών.

Ο Σαρλ ντε Γκολ, ο πρόεδρος της Γαλλίας, είχε συνταχθεί με τον Ίντεν τορπιλίζοντας την αίτηση του Μακ Μίλαν για ένταξη. «Η Αγγλία είναι νησιωτική» είπε. «Είναι μια ναυτική δύναμη, συνδέεται μέσω των χρηματιστηρίων της, μέσω των αγορών της, μέσω των γραμμών εφοδιασμού της με τις πλέον διαφορετικές και συχνά μακρινές χώρες». Έτσι, ο Ντε Γκολ αυτοδιορίστηκε πρώτος ευρωσκεπτικιστής της Βρετανίας.

Η υποτιθέμενη επιλογή -Ευρώπη ή κόσμος- τίθεται ακόμη. Οι σημερινοί Brexiters (σ.σ.: οι υπέρμαχοι της εξόδου από την Ε.Ε.) λαχταρούν τις δόξες της ελισαβετιανής εποχής, φαντασιώνονται τη Βρετανία να φεύγει μόνη της χωρίς υποχρεώσεις και να αφήνει την Ευρώπη για να κάνει την τύχη της σε μακρινές στεριές. Ρωτήστε τους για το εμπόριο με την Ευρώπη και θα σας πουν για συμφωνίες που μπορούν να γίνουν με την Ινδία ή με την Κίνα, για την αναζωογόνηση της λεγόμενης Αγγλόσφαιρας με ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία και για την ανακαίνιση των σχέσεων με τις χώρες της Κοινοπολιτείας. Τα οικονομικά, πιστεύουν, δεν είναι τίποτα μπρος σε αυτά τα όνειρα.

Η σκληρότερη πραγματικότητα, πολιτική και οικονομική, ακούστηκε στη διάρκεια της εκστρατείας για το δημοψήφισμα από τον Αμερικανό πρόεδρο Μπάρακ Ομπάμα και από άλλες φιλικές χώρες. Εδώ δεν πρόκειται για μια επιλογή μεταξύ της Ευρώπης και του κόσμου. Αντίθετα, η σύνδεση με την Ευρώπη ενισχύει τη φωνή τής Βρετανίας στην παγκόσμια σκηνή. Η αποχώρηση από τη δική της ήπειρο θα άφηνε τη χώρα σε διόλου μεγαλοπρεπή απομόνωση.

Η δεύτερη νευραλγία διαρκείας αφορά το ζήτημα της κυριαρχίας. Η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία θεωρείται ως μια αποκλειστικά βρετανική εφεύρεση. Συμμετοχή στην Ευρώπη σημαίνει συλλογική λήψη αποφάσεων. Ο λόρδος Χόουμ, υπουργός Εξωτερικών του Μακ Μίλαν, το κατάλαβε αυτό ξεκάθαρα το 1961: «Παραδέχομαι άμεσα ότι η Συνθήκη της Ρώμης θα αφορά σημαντική υποβάθμιση της κυριαρχίας». Αλλά πώς θα μπορούσε η Αγγλία, η μητέρα όλων των Κοινοβουλίων, να παραδώσει τον έλεγχο οποιουδήποτε νόμου της σε ηπειρωτικούς εταίρους με πολύ μικρότερη εμπειρία Δημοκρατίας;".

Ο Ένοχ Πάουελ, βουλευτής των Τόριδων και πρώην υπουργός, οικειοποιήθηκε τον αγγλικό εθνικισμό. Για τον Πάουελ η Συνθήκη της Ρώμης γελοιοποιούσε τις βασικές ελευθερίες του νησιού του Σαίξπηρ και απειλούσε να γκρεμίσει τους πυλώνες της αυτοδιακυβέρνησης. Από τις έξι χώρες που είχαν υπογράψει τη συνθήκη, επισήμανε ο Πάουελ, οι τέσσερις είχαν δημιουργηθεί μέσα στους τελευταίους δύο αιώνες. Συγκρίνετέ το αυτό με τη μεγαλοπρεπή συνταγματική εξέλιξη της Αγγλίας. Ο Πάουελ πρόσθεσε μια δεύτερη διάσταση σε αυτό τον εθνικισμό των Τόριδων, αναμειγνύοντας τη νοσταλγική ιδιαιτερότητα με τις σκληρές πολιτικές για την ταυτότητα. Οι μετανάστες της δεκαετίας του 1960 ήρθαν από τις πρώην αποικίες, παρά από την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, αλλά το βασικό επιχείρημα ήταν ίδιο. Σύμφωνα με τον Πάουελ, η Αγγλία παρέδιδε την ελευθερία της στις Βρυξέλλες καθώς η κουλτούρα και τα ήθη της κατακλύζονταν από ξένους. Το μήνυμα είναι οικείο για όποιον παρακολουθεί τη σημερινή εκστρατεία. Επεκτατικοί όσον αφορά την παγκόσμια απήχηση της Βρετανίας, οι σημερινοί Brexiters θέλουν επίσης να κλείσουν την πόρτα στους ξένους. Από εκεί έρχεται και η αναληθής προειδοποίηση για ένα νέο κύμα μετανάστευσης όταν (θα έπρεπε να είναι «εάν») η Τουρκία πετύχει την είσοδό της στην Ε.Ε.

«Ζητωκραυγάζουν οι λάθος άνθρωποι»

Ο ευρωσκεπτικισμός δεν ήταν ποτέ αποκλειστικότητα των Συντηρητικών. Ο Χιου Γκάιτσκελ, ο ηγέτης των Εργατικών, διέκρινε ότι θα είχε πολιτικό όφελος εάν ερχόταν σε αντίθεση με το σχέδιο του Μακ Μίλαν. Η ένταξη στην ΕΟΚ, είπε στο ετήσιο συνέδριο του κόμματός του το 1962, θα σηματοδοτούσε «το τέλος της Βρετανίας ως ανεξάρτητο ευρωπαϊκό κράτος. Πρόκειται για το τέλος μιας χιλιετούς ιστορίας». Το χειροκρότημα ήταν βροντερό. Η σύζυγος του ηγέτη των Εργατικών Ντόρα δεν εντυπωσιάστηκε. «Όλοι οι λάθος άνθρωποι ζητωκραυγάζουν» είπε στον σύζυγό της. Η παρατήρηση αυτή έρχεται στο μυαλό καθώς ο κύριος Τζόνσον έχει τα ίδια επιχειρήματα με τον Νάιτζελ Φάρατζ, του κόμματος της Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου, και με τον Τζορτζ Γκάλογουεϊ, του ακροαριστερού κόμματος Respect.

Το ζήτημα της κυριαρχίας μπορεί να απαντηθεί με τη διάκριση της ουσίας από τα σύμβολα. Η αληθινή κυριαρχία αφορά τη δυνατότητα δράσης. Η κυριαρχία που επιδιώκει το στρατόπεδο της εξόδου είναι η ελευθερία να φωνάζεις οργισμένα από το περιθώριο. Τότε γιατί, μισό αιώνα αργότερα, πρέπει να πειστεί ο βρετανικός λαός να παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον διαφέρουν, εν τέλει, πολύ λίγο από εκείνα που ανέπτυξε ο Χιθ το 1973 και επικύρωσε με δημοψήφισμα μετά από δύο χρόνια.

Το φιλοευρωπαϊκό στρατόπεδο έχει παρουσιάσει με αρκετή σαφήνεια τις θέσεις του, αν και οι υπερβολές για οικονομικό Αρμαγεδδώνα και οικονομική απομόνωση έχουν μερικές φορές υπονομεύσει αντί να ενισχύσουν τα επιχειρήματα. Αρκεί όμως να λες ότι η χώρα είναι περισσότερο ασφαλής και ευημερούσα σε μια εταιρική σχέση με τους γείτονές της -και, κατά συνέπεια, θα ήταν φτωχότερη και πιο ευάλωτη έξω από αυτήν; Το στρατόπεδο υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε. υπολογίζει ότι οι ψηφοφόροι θα ψηφίσουν στις 23 Ιουνίου όπως το 1975, περισσότερο με ψυχρό ρεαλισμό, παρά με ιστορικές ετικέτες και συναίσθημα.

Ίσως να το κάνουν. Αλλά το αναπάντητο ερώτημα είναι γιατί, μετά από τέσσερις και πλέον δεκαετίες συμμετοχής, το αποτέλεσμα είναι αμφίρροπο. Για τη Γαλλία και τη Γερμανία, η Ευρώπη ήταν η απάντηση στον πόλεμο. Για την Ισπανία ή την Πορτογαλία, η οδός διαφυγής από τον φασισμό. Για την Ανατολική και την Κεντρική Ευρώπη, η εγγύηση της ελευθερίας. Αλλά η Βρετανία δυσκολεύεται να ξεχάσει ότι «νίκησε» στον πόλεμο και ότι από το 1066 δεν έχει ποτέ κατακτηθεί από εχθρικό στρατό.

Η αίσθηση της εποχής -η αυξανόμενη λαϊκή οργή για τη λιτότητα μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και η ακόμη μικρότερη εμπιστοσύνη στο πολιτικό κατεστημένο και στις επιχειρηματικές ελίτ- επίσης ευνοεί εκείνους που θέλουν να φύγουν. Προσθέστε σε αυτό το μείγμα τα στάσιμα οικογενειακά εισοδήματα, τις υπερβολές του 1% και την οικονομική και κοινωνική αναστάτωση που προκαλεί η μετανάστευση, και οι Brexiters έχουν πρόσφορο έδαφος για τον λαϊκισμό τους. Το στρατόπεδο της εξόδου έχει να κάνει τόσο με την αξιοποίηση της λαϊκής οργής για τις οικονομικές ανασφάλειες και τα ανοιχτά σύνορα της παγκοσμιοποίησης, όσο και με την εκπαραθύρωση των ευρωκρατών των Βρυξελλών.

Μια πιο σκληρή αλήθεια είναι ότι ακόμη και εκείνοι οι Βρετανοί πολιτικοί που πάντοτε αυτοπροσδιορίζονταν ως φιλοευρωπαίοι είναι εξαιρετικά διστακτικοί να κάνουν οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως φιλοευρωπαϊκή θέση. Η βρετανική προσέγγιση στην Ένωση ήταν πάντα συνεργατική και συναλλακτική. Οι πολιτικοί έβρισκαν ευκολότερο να ισχυρίζονται ότι πέτυχαν μια νίκη στο τραπέζι του συμβουλίου στις Βρυξέλλες ή ότι εξασφάλισαν μια εξαίρεση από μια αντιδημοφιλή πολιτική, παρά να παρουσιάζουν την Ευρώπη ως εγγυητή όχι μόνο των κοινών συμφερόντων αλλά και των κοινών φιλελεύθερων δημοκρατικών αξιών. Η Βρετανία, εξάλλου, βρισκόταν μόνη της το 1940.

«Το κυρίαρχο επιχείρημα για την ένταξή μας», έλεγε η νεοδιορισμένη αρχηγός των Τόριδων Μάργκαρετ Θάτσερ στη διάρκεια της εκστρατείας για το δημοψήφισμα του 1975, είναι «το πολιτικό επιχείρημα για ειρήνη και ασφάλεια». Δυστυχώς, η Κυρία ξέχασε αυτά τα συναισθήματα όταν βρήκε την ευκαιρία να κουνήσει την τσάντα της στις Βρυξέλλες. Η Βρετανία ουδέποτε συνυπέγραψε την πολιτική ιδέα της Ευρώπης. Γενιές πολιτικών επέμειναν ότι συμφώνησε μόνο σε μια κοινή αγορά.

Το 1960, η νοσταλγία για την αυτοκρατορία είχε αληθινή εξήγηση. Η ισχύς είχε πρόσφατα γλιστρήσει μακριά. Η Βρετανία χρειαζόταν χρόνο για να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο όπου η επιρροή της, αν και ήταν ακόμη σημαντική, ήταν εκείνη μιας μεγάλης χώρας όχι μιας μεγάλης δύναμης. Οι Brexiters δεν μπορούν να το ξεχάσουν. Για εκείνους, οι Βρυξέλλες έχουν γίνει η μυλόπετρα που δεν επιτρέπει στη Βρετανία να ανακτήσει τη δόξα του παρελθόντος.

Ένα άλλο πακέτο αναμνήσεων όμως έχει μικρύνει. Ο άσχημος εθνικισμός, το οικονομικό χάος και ο πολιτικός κατακερματισμός που έφεραν την κατάρρευση της Ευρώπης στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα έχουν υποχωρήσει. Θα μπορούσες να πεις ότι η απόδειξη της μεγάλης επιτυχίας του ευρωπαϊκού σχεδίου είναι ότι έθαψε τα μίση τού παρελθόντος και ανέπτυξε την ευημερία και την ασφάλεια.

Αλλά τα σημερινά προβλήματα της ηπείρου θα έπρεπε να υπενθυμίζουν την ικανότητά της να βλάψει τον εαυτό της. Η άνοδος του λαϊκισμού, που τροφοδοτείται από το πηγάδι της οικονομικής και κοινωνικής δυσαρέσκειας, έχει την ανησυχητική ηχώ της δεκαετίας του 1930. Μια Βρετανία με αυτοπεποίθηση θα το έβλεπε αυτό ως την κατάλληλη στιγμή για να ηγηθεί, όχι για να αποχωρήσει. Αλλά ίσως το καλύτερο που θα μπορούσαμε να ελπίσουμε για το δημοψήφισμα είναι ότι οι Βρετανοί θα αποφασίσουν τελικά πως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να «ενταχθούν» αληθινά στην Ευρώπη.

Philip Stephens

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL