Live τώρα    
23°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
23 °C
21.1°C24.7°C
2 BF 40%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
22 °C
18.6°C23.8°C
3 BF 41%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
18.2°C23.2°C
2 BF 68%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.8°C21.6°C
2 BF 62%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
19.9°C22.4°C
2 BF 52%
O Ίταλο Καλβίνο αφηγείται την κοινωνία των εντίμων
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

O Ίταλο Καλβίνο αφηγείται την κοινωνία των εντίμων

Δώδεκα χρόνια πριν ξεσπάσει στην Ιταλία το σκάνδαλο με τις μίζες, ο Ίταλο Καλβίνο έγραψε ένα μικρό διήγημα που αναφέρεται σε μια χώρα όπου η πολιτική είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιχειρηματική δραστηριότητα και τη διαφθορά, σε μια χώρα που ο διαχωρισμός μεταξύ της νομιμότητας και της παρανομίας είναι σχεδόν αδύνατος.

Το διήγημα που ακολουθεί εμφανίστηκε στις 15 Μαρτίου 1980 στην εφημερίδα "La Repubblica" με τον τίτλο:

Απολογία της τιμιότητας στη χώρα των διεφθαρμένων

του Ίταλο Καλβίνο*

Υπήρχε μια χώρα που βασιζόταν στην παρανομία. Δεν της έλειπαν οι νόμοι και το πολιτικό της σύστημα, ήταν, σε γενικές γραμμές και κατά κοινή ομολογία, αποδεκτό από όλους.

Ήταν ένα σύστημα πολύπλοκο, με διάσπαρτα κέντρα εξουσίας και ως εκ τούτου είχε πολύ μεγάλη ανάγκη από υπέρμετρους οικονομικούς πόρους (η αλήθεια είναι πως τα κέντρα εξουσίας, έχοντας συνηθίσει να λειτουργούν με τα πολλά δεν ήξεραν, ούτε μπορούσαν να φανταστούν πως ήταν δυνατόν να πορευτούν διαφορετικά). Έτσι λοιπόν, για να κάνουν τη δουλειά τους, αναζητούσαν πόρους από όσους είχαν την οικονομική δυνατότητα αφού την είχαν αποκτήσει σε αντάλλαγμα κάποιων παράνομων εξυπηρετήσεων Ήταν αυτό ένα οικονομικό σύστημα φαύλο γιατί όσοι έδιναν πόρους σε αντάλλαγμα μιας κάποιας παράνομης εξυπηρέτησης ήταν γιατί τα χρήματα αυτά τα είχαν αποκτήσει προσφέροντας κάποια παράνομη εξυπηρέτηση. Ήταν ένα σύστημα με επαναλαμβανόμενο τρόπο λειτουργίας και αυτό εξασφάλιζε μια κάποια ισορροπία.

Αυτός ο τρόπος παράνομης χρηματοδότησης δεν προκαλούσε αναστολές ή ενοχές σε όσους χειρίζονταν τα κέντρα εξουσίας. Γιατί αυτοί που αποφάσιζαν το πώς και το γιατί θεωρούσαν ηθικό και νόμιμο ό,τι γινόταν προς το κοινό τους όφελος, θεωρούσαν τις πράξεις τους άξιες επαίνων, αφού εκ προοιμίου και εκ πεποιθήσεως οι ίδιοι είχαν ταυτιστεί με το κοινό καλό. Με τον τρόπο αυτό, η κάθε παρανομία αποκτούσε έναν μανδύα νομιμότητας.

Ήταν απαράβατος κανόνας, μετά από κάθε παράνομη συναλλαγή, ένα ποσοστό να πηγαίνει στην τσέπη όποιου είχε φροντίσει για τη δουλειά. Ήταν αυτή η δίκαιη ανταμοιβή του για τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης και μεσιτείας. Έτσι, η παράνομη συναλλαγή, που στην αντίληψη του κλαν ήταν νόμιμη, διατηρούσε ακόμα και για αυτούς μια υποψία παρανομίας. Άμα όμως το καλοσκεφτεί κανείς, όποιος έβαζε στην τσέπη το δικό του φακελάκι αισθανόταν και ήταν σίγουρος ότι οι ενέργειές του αποσκοπούσαν στο κοινό όφελος. Δεν ήταν δύσκολο να πειστεί ότι αυτή του η συμπεριφορά ήταν και νόμιμη και άξια επαίνων.

Ταυτόχρονα, η χώρα είχε έναν πολυδάπανο προϋπολογισμό που τον χρηματοδοτούσαν με τους φόρους που εισέπρατταν από κάθε νόμιμη δραστηριότητα. Με τα χρήματα αυτά χρηματοδοτούσαν όσους νόμιμα ή και παράνομα διεκδικούσαν χρηματοδότηση. Γιατί σε αυτή τη χώρα κανείς δεν ήταν πρόθυμος να πτωχεύσει ή να βάλει το χέρι στην τσέπη του. Και είναι λογικό πως δεν μπορεί εύκολα κανείς να φανταστεί πως θα μπορούσε κανείς να απαιτήσει κάτι τέτοιο. Το δημόσιο χρήμα υπήρχε για να χρηματοδοτήσει, για το κοινό καλό, τα ελλείμματα που είχαν δημιουργήσει στο όνομα του κοινού καλού όσοι είχαν διακριθεί παράνομα.

Η είσπραξη των φόρων, που σε άλλες εποχές και πολιτισμούς στηρίζεται στην κοινωνική ενσυναίσθηση, τώρα αποκτούσε την ξεκάθαρη φυσιογνωμία μιας πράξης επιβολής (ακριβώς όπως σε μερικές περιοχές παράλληλα με τη φορολογία του κράτους, υπήρχε και η είσπραξη μίζας από τον υπόκοσμο ή μαφιόζικα κλαν). Ήταν η είσπραξη των φόρων μια πράξη επιβολής στην οποία υπέκυπτε, ο φορολογούμενος, για να αποφύγει μεγαλύτερους μπελάδες. Με αυτό το σύστημα αντί να νιώθει, όπως θα νόμιζε κανείς, εντάξει με τις υποχρεώσεις του προς το κράτος, ο συνεπής φορολογούμενος είχε μια δυσάρεστη αίσθηση. Αισθανόταν ο συνεπής φορολογούμενος ότι, πληρώνοντας τους φόρους που του αναλογούσαν, συμμετείχε και αυτός, παθητικά, στην κακή διαχείριση του δημόσιου χρήματος, στην πριμοδότηση κάθε παράνομης δραστηριότητας που συνήθως ήταν απαλλαγμένη από φορολογικές επιβαρύνσεις.

Κατά καιρούς, εντελώς αναπάντεχα, κάποιο δικαστήριο αποφάσιζε να εφαρμόσει τον νόμο. Τότε κάποια άτομα οδηγούνταν στη φυλακή. Συνήθως άτομα πάνω από κάθε υποψία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να θορυβηθούν και να ανησυχήσουν, προς στιγμή, κάποιοι στα κέντρα εξουσίας.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, το κοινό συναίσθημα δεν ήταν εκείνο της ικανοποίησης για την επιβολή της Δικαιοσύνης, υπήρχε διάχυτη η υποψία ότι επρόκειτο για τακτοποίηση λογαριασμών μεταξύ κέντρων εξουσίας. Έτσι ήταν δύσκολο να αντιληφθεί κάνεις εάν η προσφυγή στον νόμο ήταν κίνηση στρατηγικής ή τακτικής προκειμένου να διευθετηθούν εσωτερικές διαμάχες στα διάφορα κέντρα παρανομίας ή αν τα δικαστήρια επεδίωκαν, μέσω της άσκησης των συντεταγμένων υποχρεώσεών τους, να εδραιώσουν την αντίληψη ότι ήταν και αυτά τα ίδια κέντρα εξουσίας και παράνομων συμφερόντων. Όπως όλοι οι υπόλοιποι.

Αυτές οι συνθήκες διευκόλυναν, όπως είναι φυσικό, και τις ενώσεις του κοινού εγκλήματος, που, με τις απαγωγές και τις ληστείες (και άλλες εγκληματικές δραστηριότητες, του συρμού, όπως τις αρπαγές τσάντας με το μηχανάκι), υπεισέρχονταν σαν αστάθμητος παράγοντας στο γαϊτανάκι των παράνομων εκατομμυρίων, τροφοδοτώντας τα υπογείως, για να εμφανιστούν με τον ένα ή άλλο τρόπο στην παράνομη ή και τη νόμιμη οικονομία.

Σε αντιπαράθεση με το σύστημα, κέρδιζαν χώρο τρομοκρατικές οργανώσεις οι οποίες, κάνοντας δικούς τους τους παραδοσιακούς παράνομους τρόπους χρηματοδότησης, και με μια σειρά από δολοφονικές ενέργειες εναντίον επωνύμων και ανώνυμων, εμφανιζόντουσαν σαν τη μοναδική εναλλακτική πρόταση στο σύστημα. Αντίθετα με τις επιδιώξεις τους, αυτές ενίσχυσαν το καθεστώς και διαμόρφωσαν την κοινή πεποίθηση ότι το σύστημα αυτό ήταν το καλύτερο εφικτό, καθιστώντας το αδιαμφισβήτητο σημείο αναφοράς το οποίο δεν έπρεπε να αλλάξει.

Έτσι, κάθε μορφή παρανομίας, από τη μικροεγκληματικότητα του συρμού ώς τα πιο ειδεχθή εγκλήματα, διαμόρφωνε ένα σύστημα σταθερό και αρραγές, στο οποίο πολλά άτομα μπορούσαν να κάνουν αναφορά για να επιλύσουν πρακτικά θέματα χωρίς να χάσουν το ηθικό πλεονέκτημα να αισθάνονται καθαρή τη συνείδησή τους. Έτσι, οι κάτοικοι αυτής της χώρας θα μπορούσαν να δηλώσουν στο σύνολό τους ευτυχισμένοι αν δεν υπήρχε μια άλλη πολυάριθμη κατηγορία πολιτών, των οποίων ο ρόλος δεν μπορούσε να καθοριστεί: ήταν η κατηγορία των εντίμων.

Αυτοί οι έντιμοι νομοταγείς πολίτες παρέμεναν έντιμοι όχι γιατί έκαναν αναφορά σε μεγάλες αρχές, πατριωτικές, κοινωνικές (αρχές που δεν ήταν εξάλλου επίκαιρες). Αυτοί οι πολίτες ήταν έντιμοι από συνήθεια, λόγω χαρακτήρα, από τικ. Εν κατακλείδι, αυτή η κατηγορία πολιτών ήταν έντιμη εκ κατασκευής, ήταν απλά έντιμοι πολίτες.

Και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να αλλάξουν, γιατί τα πράγματα που αγαπούσαν δεν είχαν οικονομικό αντίκρισμα, γιατί το κεφάλι τους συνέδεε αναπόφευκτα το χρήμα με μηχανισμούς άρρηκτα συνδεδεμένους με την εργασία. Η εκτίμηση στην αξία, η προσωπική ικανοποίηση ήταν συνδεδεμένη με την ικανοποίηση των συνανθρώπων τους. Στη χώρα που ο κόσμος είχε ήσυχη την συνείδησή του, αυτοί είχαν ενοχές και συνεχώς αναρωτιόντουσαν τι θα έπρεπε να κάνουν. Γνωρίζανε πολύ καλά ότι να κάνουν υποδείξεις, να αγανακτούν, να μιλούν για την τιμιότητα ήταν η εύκολη λύση, γιατί ήταν αποδεκτές οι πράξεις τους αυτές εύκολα καλή ή κακή τη πίστει.

Η άσκηση της εξουσίας τούς άφηνε αδιάφορους, δεν έκανε γι' αυτούς (τουλάχιστον εκείνο το είδος εξουσίας που οι άλλοι λαγνεύαν), δεν φανταζόντουσαν ότι τα κακώς κείμενα αποτελούσαν αποκλειστικότητα της χώρας τους. Δεν μπορούσαν να ελπίζουν σε μια καλύτερη κοινωνία, γιατί ήταν πεπεισμένοι ότι το κακό πάντα θα υπερίσχυε.

Έπρεπε μήπως να εγκαταλειφθούν και να εξαφανιστούν; Όχι, ζούσαν με την παρηγοριά ότι, όπως στο περιθώριο της κοινωνίας είχε ευδοκιμήσει μια "κοινωνία" απατεώνων, κλεφτών, τσαντάκηδων, παρασιτιών, ένα κοινωνικό σύνολο που ποτέ δεν είχε την φιλοδοξία να γίνει "Η κοινωνία", μια κοινωνική ομάδα που ήθελε μόνο να εξασφαλίσει την ύπαρξή της και να επιβάλει τον δικό της τρόπο εις βάρος των καθιερωμένων αρχών, εμφανίζοντας εαυτόν ως απελευθερωμένους και ενεργούς, στις παρυφές της κοινωνίας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η κοινωνία των εντίμων πολιτών ίσως να άντεχε στο διηνεκές στο περιθώριο της επικρατούσας αντίληψης και πρακτικής, με μόνη φιλοδοξία να διατηρήσει τη διαφορετικότητά της, τη μοναδικότητά της σε σχέση με τα επικρατούντα ήθη. Ίσως έτσι να αποκτούσε μια σημαντική και καθοριστική διάσταση για το κοινωνικό σύνολο, απεικονίζοντας κάτι που είναι δύσκολο να εκφραστεί με λέξεις, κάτι που δεν έχει ακόμη ειπωθεί, ούτε γνωρίζουμε ακόμη το περιεχόμενό του.

Μετάφραση: Μαρία Γαβαλά

* Ο Ίταλο Καλβίνο (Italo Calvino) (15 Οκτωβρίου 1923 - 19 Σεπτεμβρίου 1985) ήταν Ιταλός πεζογράφος, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος, σεναριογράφος. Το παρόν πρωτοδημοσιευθηκε στη "La Repubblica", 15/3/1980 (επαναδημοσίευση 4/2016).

Πηγή: http://temi.repubblica.it/micromega-online/italo-calvino-racconta-la-controsocieta-degli-onesti. Υπάρχει και στον Γ' τόμο του βιβλίου "Romanzi e racconti, Racconti e apologhi sparsi", Meridiani, Mondadori

Βιβλία του στα ελληνικά: http://www.biblionet.gr/author/2095/%CE%8A%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%BF_%CE%9A%CE%B1%CE%BB%CE%B2%CE%AF%CE%BD%CE%BF

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL