Live τώρα    
25°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
25 °C
23.2°C25.8°C
2 BF 33%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
24 °C
23.4°C26.8°C
2 BF 33%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
21 °C
20.0°C24.8°C
2 BF 49%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.2°C21.0°C
2 BF 69%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
25 °C
24.0°C24.9°C
2 BF 33%
Η δυναμική του παρόντος: σκέψεις για το πρόγραμμα σπουδών του ΕΑΠ
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Η δυναμική του παρόντος: σκέψεις για το πρόγραμμα σπουδών του ΕΑΠ

του Μανώλη Πατηνιώτη*

Η ιστορία των πανεπιστημίων είναι από τους λιγότερο δημοφιλείς κλάδους της ιστορίας. Διασταυρώνεται με τη διανοητική ιστορία και με την ιστορία της επιστήμης, και έχει στο ενεργητικό της διεισδυτικές αναλύσεις γύρω από τους μετασχηματισμούς που συντελέστηκαν στα πανεπιστήμια, ιδίως τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Σήμερα έχουμε το «προνόμιο» να ζούμε αυτή την ιστορία live. Ο θεσμός του πανεπιστημίου βρίσκεται μπροστά σε έναν από τους πιο αποφασιστικούς μετασχηματισμούς της ιστορίας του. Και όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, οι ταξικές επιλογές, τα συντεχνιακά συμφέροντα, οι θεσμικές ανασφάλειες, οι ιδεολογικές προδιαθέσεις και οι θεωρητικές στάσεις των εμπλεκόμενων υποκειμένων συνθέτουν ένα πολυδύναμο πλαίσιο, εντός του οποίου δίνονται κρίσιμες πολιτικές μάχες. Αποτελεί μέγιστη αφέλεια να ισχυριζόμαστε ότι οι αλλαγές που προτείνονται από διάφορες πλευρές αποτελούν «εξορθολογισμό», «αναβάθμιση», «εκσυγχρονισμό», «διεθνοποίηση» – εν ολίγοις θεραπεία των στρεβλώσεων και αποκατάσταση των καθυστερήσεων του ελληνικού (ή όποιου) πανεπιστημίου. Πάνω απ' όλα, αποτελούν πολιτικές επιλογές για το μέλλον του πανεπιστημίου, οι οποίες δεν υπόκεινται σε καμιά υπερβατική νομιμοποίηση πέρα από τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουν την πραγματικότητα τα άτομα και οι συλλογικότητες που τις εισηγούνται. Και από αυτή την άποψη βεβαίως, καμία στρατηγική για το πανεπιστήμιο δεν είναι ουδέτερη.

Ο λόγος που επανέρχομαι στο ζήτημα του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου είναι επειδή θεωρώ ότι αποτελεί το πιο ριζικό πείραμα που έγινε τα τελευταία χρόνια στον χώρο της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μάλιστα, όσο κι αν αυτό δεν ομολογείται, η εμπειρία του αξιοποιήθηκε με διάφορους τρόπους στους πιο πρόσφατους νόμους για τα πανεπιστήμια. Υπό αυτή την έννοια, θεωρώ ότι η συζήτηση για το ΕΑΠ –όταν και αν ανοίξει πραγματικά– αφορά το σύνολο της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το πρόσφατο άρθρο του προέδρου της Διοικούσας Επιτροπής, Βασίλη Καρδάση, στα Ενθέματα (20.12.2015) δείχνει, αν μη τι άλλο, ότι έχουν δρομολογηθεί εξελίξεις, και αυτό αποτελεί σίγουρα θετικό μήνυμα μετά από την αδράνεια πολλών χρόνων.

Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να παραβλέπουμε ότι η ιεράρχηση των προβλημάτων και ο τρόπος διατύπωσης των ερωτημάτων αποτελούν τα θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομούνται όλες οι κατοπινές «αντικειμενικότητες». Στην περίπτωση του ΕΑΠ δύο είναι τα ζητήματα που έπεσαν στο τραπέζι. Η κατάργηση της κλήρωσης και η αλλαγή του τρόπου επιλογής των μελών του Συμβουλευτικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΣΕΠ). Σε προηγούμενο κείμενό μου στα Ενθέματα (6.12.2015) ισχυρίστηκα ότι πριν αρχίσουμε να συζητάμε για την κατάργηση της κλήρωσης, θα πρέπει να συζητήσουμε για τη ριζική τροποποίηση του προγράμματος σπουδών του ΕΑΠ. Θα προσθέσω τώρα ότι, κατά την άποψή μου, ένα άλλο σοβαρό ζήτημα που θα πρέπει να συζητηθεί κατά προτεραιότητα είναι η αναβάθμιση του ακαδημαϊκού ρόλου των μελών ΣΕΠ, σε ένα πανεπιστήμιο όπου η αναλογία ΣΕΠ προς ΔΕΠ υπερβαίνει το 30 προς 1, αλλά η λειτουργία του κάθε άλλο παρά επωφελείται από αυτή την πρωτοφανή συγκέντρωση ακαδημαϊκού προσωπικού. Αφήνοντας την ανάπτυξη αυτού του θέματος προς το παρόν κατά μέρος, σε όσα ακολουθούν θα περιοριστώ στο ζήτημα του προγράμματος σπουδών και θα προσπαθήσω να δείξω τι εννοώ εστιάζοντας σε δύο κρίσιμα ζητούμενα: στην ανάγκη διαφοροποίησης του διδακτικού πλαισίου και στην ανάγκη εμπλουτισμού των επιστημονικών αντικειμένων.

Ξεκινώ με ένα παράδειγμα. Πριν από μερικά χρόνια, σε ένα τμήμα μου είχα πρωτοετή φοιτητή με διδακτορικό σε άλλο επιστημονικό αντικείμενο, ο οποίος ήταν μέλος ΔΕΠ σε άλλο πανεπιστήμιο και μέλος ΣΕΠ σε άλλη θεματική ενότητα του ΕΑΠ. Αυτός ο άνθρωπος βρισκόταν στο ίδιο τμήμα με απόφοιτο της Σχολής Αστυφυλάκων, με άτομα που είχαν αποφοιτήσει από το λύκειο πριν τριάντα χρόνια και έκτοτε δεν είχαν πιάσει μολύβι στο χέρι τους, και φυσικά με όλες τις ενδιάμεσες περιπτώσεις. Ίσως ακραίο παράδειγμα, αλλά οπωσδήποτε ενδεικτικό μιας πραγματικότητας που υποβαθμίζει σημαντικά την αποτελεσματικότητα της διδακτικής αλληλεπίδρασης στο πλαίσιο των προπτυχιακών προγραμμάτων. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες του ΕΑΠ δεν είναι πελάτες που αγοράζουν όλοι το ίδιο προϊόν. Είναι άνθρωποι με διαφορετικές προσωπικές διαδρομές και διαφορετικές ανάγκες· και βρίσκονται στο πανεπιστήμιο για να εξαργυρώσουν αυτές τις διαδρομές και να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες. Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση είναι σχεδιασμένη για να ανταποκριθεί σε αυτή τη διαφοροποιημένη ζήτηση, αλλά μέχρι σήμερα το ΕΑΠ δεν έχει δείξει την απαιτούμενη ευελιξία.

Επομένως, εάν δούμε το ΕΑΠ από τη σκοπιά των φοιτητών και των φοιτητριών του θα πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε το ενδεχόμενο όχι ενός, αλλά περισσότερων κύκλων προπτυχιακών σπουδών. Άνθρωποι με πτυχία από άλλα πανεπιστήμια ή με μεταπτυχιακές σπουδές θα πρέπει να μπορούν να εντρυφήσουν στο νέο ακαδημαϊκό τους ενδιαφέρον με διαφορετική διαδικασία από ανθρώπους που έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και άνθρωποι που απείχαν από τη μελέτη το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους θα πρέπει να μπορούν να επιλέξουν την υποστήριξη και την ενθάρρυνση ενός προπαρασκευαστικού έτους ή ενός διαρκούς σεμιναρίου, που θα τους εισάγει ομαλά στο πνεύμα και τις τεχνικές της ακαδημαϊκής εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, σε αυτό το επίπεδο το ερώτημα δεν είναι τι θέλουν να σπουδάσουν οι άνθρωποι, αλλά και πώς θέλουν να το σπουδάσουν. Διαφορετικά, κινδυνεύει να ακυρωθεί στην πράξη η επιθυμία τους να επαναπροσδιορίσουν τον εαυτό τους μέσω του επαναπροσδιορισμού της σχέσης τους με τη γνώση.

Παρ' όλα αυτά, το τι θέλουν να σπουδάσουν θα πρέπει να αποτελέσει κι αυτό αντικείμενο προβληματισμού. Τις τελευταίες δεκαετίες ζούμε μια κοσμογονία επιστημονικών αντικειμένων διεθνώς. Νέες προσεγγίσεις στις κοινωνικές επιστήμες, στις σπουδές φύλου, στην ανθρωπολογία, στις αποικιακές σπουδές και τις σπουδές νεωτερικότητας, στα μαθηματικά, τη φυσική και τις επιστήμες της πολυπλοκότητας, σε θέματα γεωγραφίας, κινητικότητας και αστικού χώρου, στις σπουδές επιστήμης και τεχνολογίας, στην ιστορία, την ιστοριογραφία και την κοινωνική μνήμη, στις ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες… Καθένα από αυτά τα αντικείμενα απαιτεί ασφαλώς ξεχωριστή παρουσίαση, και πάλι δεν θα ήταν δυνατό να εξαντληθεί ο μακρύς κατάλογος. Το κοινό χαρακτηριστικό τους όμως, σε ό,τι μας αφορά εδώ, είναι ότι όλα αντιπροσωπεύουν νέες θεωρήσεις της ανθρώπινης κατάστασης, της πολιτειότητας, του φύλου, της διάκρισης ανθρώπινου-μη ανθρώπινου.

Αν ισχύει ότι το ΕΑΠ αποτελεί χώρο όπου πολλοί άνθρωποι επιχειρούν να επανεπινοήσουν τον εαυτό τους μέσω του επαναπροσδιορισμού της σχέσης τους με τη γνώση, τότε ασφαλώς αποτελεί προνομιακό χώρο και για τη συνάντηση αυτών των ανθρώπων με τα νέα γνωστικά αντικείμενα. Το να σκεφτούμε το πρόγραμμα σπουδών του ΕΑΠ δεν αποτελεί άσκηση μάρκετινγκ, αλλά ουσιαστική επισκόπηση των κοινωνικών αναγκών που αυτό καλείται να υπηρετήσει. Και οι ανάγκες αυτές, ισχυρίζομαι, είναι κατά βάση οι ίδιες με εκείνες που έδωσαν ώθηση σε πολλά νέα ακαδημαϊκά εγχειρήματα των τελευταίων χρόνων. Πώς μπορεί να αξιοποιηθεί αυτή η σύμπτωση στην προοπτική επανασχεδιασμού του προγράμματος σπουδών; Και ποιο θα είναι το υποκείμενο αυτού του επανασχεδιασμού;

Η ιστορία των πανεπιστημίων έχει δείξει ότι η νομιμοποίηση νέων ακαδημαϊκών αντικειμένων υπήρξε πάντοτε μια εξαιρετικά δυσεπίλυτη και πολυπαραγοντική εξίσωση. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, από τη λύση της εξαρτάται το μέλλον ενός πανεπιστημίου, το οποίο χαρακτηρίζεται από μια σημαντική ιδιαιτερότητα: οι φοιτητές και οι φοιτήτριές του δεν είναι νεολαία, που ολοκληρώνει την κοινωνική ένταξή της μέσω των σπουδών, αλλά ένα τμήμα της κοινωνίας που μεταφέρει στο εσωτερικό του, με τη μορφή γνωστικών αιτημάτων, τις εντάσεις από τους μετασχηματισμούς που βιώνει.

Μπορούν άραγε 50 μέλη ΔΕΠ να διαχειριστούν ένα μακρόπνοο σχέδιο αναδιάρθρωσης του προγράμματος σπουδών του Ανοικτού Πανεπιστημίου; Το ερώτημα αυτό παραβλέπει μια άλλη σημαντική ιδιαιτερότητα του ΕΑΠ: ότι το ακαδημαϊκό προσωπικό του δεν αποτελείται μόνο από τα λιγοστά μέλη ΔΕΠ του, αλλά και από τα περίπου 2.000 μέλη ΣΕΠ, που αντιπροσωπεύουν όλο το φάσμα των γνωστικών αντικειμένων και τροφοδοτούν την εκπαιδευτική παλέτα του ΕΑΠ με φρέσκες ιδέες και ερευνητικό δυναμισμό. Κατά μία έννοια, τα εναλλακτικά προγράμματα σπουδών είναι ήδη εκεί. Μέσα από τις Ομαδικές Συμβουλευτικές Συναντήσεις και την εβδομαδιαία επικοινωνία, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες εκ των πραγμάτων εκτίθενται στους προβληματισμούς, τις αναζητήσεις και τις συχνά αχαρτογράφητες ερευνητικές διαδρομές των συμβούλων καθηγητών και καθηγητριών τους. Απλώς, όλη αυτή η γνωστική εμπειρία δεν έχει θεσμική υπόσταση, παραμένει διάχυτη, άνιση και συγκυριακή· και, προπάντων, εγκλωβισμένη σε ένα πρόγραμμα σπουδών που έχει αρχίσει ήδη να δείχνει σημεία κόπωσης. Άρα, κατά τη γνώμη μου το σωστό ερώτημα είναι: πώς μπορεί να αξιοποιηθεί αυτή η μοναδική διασταύρωση ανθρώπων και ερευνητικών αντικειμένων για τη διεύρυνση και τη διαφοροποίηση του προγράμματος σπουδών του ΕΑΠ; Και ποιες είναι οι θεσμικές ρυθμίσεις που απαιτούνται για την ενεργητική εμπλοκή αυτού του πολύμορφου ακαδημαϊκού προσωπικού στη διαδικασία αναβάθμισης του ΕΑΠ;

*O Μανώλης Πατηνιώτης διδάσκει ιστορία των επιστημών και των τεχνικών στους νεότερους χρόνους, στο Τμήμα Μεθοδολογίας Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης (ΜΙΘΕ) του Πανεπιστημίου Αθηνών και είναι μέλος του Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΣΕΠ) του ΕΑΠ, στον κύκλο σπουδών Ευρωπαϊκός Πολιτισμός.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL