Live τώρα    
21°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
18.2°C21.8°C
2 BF 49%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
19 °C
17.0°C20.3°C
2 BF 68%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
16.0°C16.6°C
4 BF 68%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
17.1°C19.1°C
5 BF 37%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
17.1°C17.1°C
2 BF 56%
Εκπαίδευση ποιότητας και ισότητας: το δικό μας «Μανχάταν Πρότζεκτ»
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Εκπαίδευση ποιότητας και ισότητας: το δικό μας «Μανχάταν Πρότζεκτ»

Του Σπύρου Γεωργάτου*

Το «σχολείο ποιότητας και ισότητας» που υποσχέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η βραχυγραφία μιας ριζοσπαστικής, εμβληματικής μεταρρύθμισης. Το ριζοσπαστικό στη συγκεκριμένη περίπτωση έγκειται στη (διαλεκτική) σύζευξη ποιοτικής αναβάθμισης και «ανοίγματος» του εκπαιδευτικού μας συστήματος, με τη δημιουργία διευρυμένων ευκαιριών. Γίνεται αυτό μέσα σε μια ταξική κοινωνία; Ναι, λέει η σύγχρονη Αριστερά, που βλέπει την κοινωνική δυναμική να εξελίσσεται μέσα στο συνεχές μεταρρύθμισης, ρήξης με το παλιό και τελικά ανατροπής του. Η Παιδεία, πέρα από αυτονόητο δικαίωμα, είναι επίσης μοχλός οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής προόδου.

Έχουμε ήδη επιτύχει αρκετά. Η σχολική διαρροή έχει μειωθεί σημαντικά, ενώ το ποσοστό κατόχων πτυχίου ΑΕΙ αγγίζει τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ -με πρώτες μάλιστα τις γυναίκες. Η Ελλάδα, παρά την κρίση, συνεχίζει να βρίσκεται σε σχετικά υψηλή θέση ως προς το πλήθος των επιστημονικών δημοσιεύσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Παρ' όλα αυτά, πολύ απέχουμε από το ιδανικό μιας άρτιας, ουμανιστικής Παιδείας, που εξοπλίζει τους νέους ανθρώπους με κριτική σκέψη και τους παρέχει μακροχρόνια πρόσβαση στις πηγές της πληροφορίας. Το περιβάλλον στις σχολικές αίθουσες και τα αμφιθέτρα δεν είναι ελκυστικό, γιατί η εκπαιδευτική διαδικασία υπολείπεται σε διαδραστικότητα, διεπιστημονικότητα, πλουραλισμό, όραμα. Η Εκκλησία εξακολουθεί να παρεμβαίνει στα εκπαιδευτικά πράγματα. Στρατηγικός σχεδιασμός στα ΑΕΙ δεν υπάρχει, διότι δεν υπάρχει επαρκής και σταθερή χρηματοδότηση.

Ποιότητα και ισότητα

Αν και η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος είναι μάλλον κοινός τόπος, δεν είναι εξίσου αυτονόητο το τι ακριβώς εννοούμε όταν διεκδικούμε περισσότερη «ποιότητα». Ποιότητα στην εκπαίδευση μπορεί να σημαίνει αύξηση του προσωπικού (εκπαιδευτικού, ερευνητικού και διοικητικού) και βελτίωση των προσόντων του, καλύτερη αξιοποίηση των υπαρχουσών υποδομών ή δημιουργία νέων, απόκτηση οργανολογίας «επόμενης γενιάς», που «μας βάζει στον χάρτη», λειτουργικότητα και ευελιξία στη λήψη και την υλοποίηση των αποφάσεων, ακόμα περισσότερη κινητικότητα των φοιτητών και του επιστημονικού προσωπικού, εξωστρέφεια και διασύνδεση με τις τοπικές κοινωνίες.

Μια γενική περιγραφή όπως η παραπάνω δεν μας παρέχει όμως απαντήσεις σε ειδικότερα ερωτήματα. Π.χ., ποιος είναι ο απαραίτητος -ή ο βέλτιστος- αριθμός των μελών του διδακτικού - ερευνητικού και του διοικητικού προσωπικού στο Πανεπιστήμιο; Η απάντηση εξαρτάται από την όλη αρχιτεκτονική του ακαδημαϊκού συστήματος (δηλαδή το πλήθος και τη γεωγραφική κατανομή των ΑΕΙ), τις συνέργειες ανάμεσα σε διαφορετικά Τμήματα, τη διάρθρωση των προγραμμάτων σπουδών, αλλά και μερικές «τεχνικές λεπτομέρειες» που συχνά αποφεύγουμε - όπως το ωράριο και οι αμοιβές. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι αυτονόητο.

Ιδού, τελείως ενδεικτικά, ένα ζήτημα: η ακαδημαϊκή κοινότητα και οι φοιτητές έχουν σιωπηλά αποδεχτεί τα τελευταία χρόνια μια «εμβαλωματική» λύση, δηλαδή την υποκατάσταση του τακτικού από επικουρικό προσωπικό διαφόρων κατηγοριών και ειδικοτήτων. Παρότι το προσωπικό αυτό είναι πολλές φορές αξιόλογο, οι όροι της εμπλοκής του στην ακαδημαϊκή διαδικασία -και σε ορισμένες περιπτώσεις η εργασιακή του κατάσταση- δεν είναι καλά προσδιορισμένες. Επαφίεται έτσι στο κάθε Ίδρυμα να σταθμίσει τον βαθμό συμμετοχής του στο διδακτικό έργο και τη συνδρομή του στην έρευνα, που αρκετά συχνά γίνεται με εντελώς πελατειακό ή, αντίθετα, μεροληπτικό τρόπο.

Η ομογενοποίηση (προς τα πάνω) του επιστημονικού προσωπικού των ΑΕΙ έχει τεράστια σημασία, για να γίνει σαφέστερο το προφίλ της κάθε ακαδημαϊκής μονάδας, που αυτή τη στιγμή δεν ξέρει καλά-καλά τι ανθρώπινο δυναμικό διαθέτει. Αυτό δεν αναιρεί βέβαια την ανάγκη νέων προσλήψεων, αλλά και την ανάγκη μιας πιο «στρατηγικής» διάταξης του ανθρώπινου δυναμικού και των υλικο-τεχνικών μέσων σε «ολοκληρωμένες» εκπαιδευτικές-ερευνητικές δομές. Η ενοποίηση Πανεπιστημίων-ΤΕΙ ήταν ένα πρώτο μεγάλο βήμα, αλλά υπάρχει ακόμη περιθώριο «συμπυκνώσεων» εντός των υπαρχόντων Πανεπιστημίων και ανάμεσα σε διαφορετικά Ιδρύματα.

Ας συζητήσουμε όμως λίγο το σκέλος της «ισότητας». Μετά τη λήψη του πτυχίου πολλοί απόφοιτοι οδηγούνται στην ανεργία, ενώ άλλοι στη μερική απασχόληση ή την ετεροαπασχόληση. Η ασυμβατότητα προσόντων και θέσης στην παραγωγή (qualification mismatch) δεν δημιουργεί πηχυαίους τίτλους στον ημερήσιο Τύπο, είναι ωστόσο μια διαδικασία που σταθερά υπονομεύει την αξία του πτυχίου. Είναι γεγονός ότι οι πτυχιούχοι (και ιδιαίτερα οι κάτοχοι διδακτορικού) επηρεάστηκαν λιγότερο από άλλες κατηγορίες την εποχή της κρίσης. Αυτό συνέβη όχι κατ’ ανάγκην διότι μετράει ακόμη «το χαρτί», αλλά γιατί ο κύριος ταξικός ηθμός δεν βρίσκεται στα ΑΕΙ, αλλά πολύ πιο πριν, στη δευτεροβάθμια και τη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση. Θα πρέπει λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε ότι η «ισότητα ευκαιριών» δεν πρόκειται να εξασφαλιστεί μέσω των προνοιακών μέτρων που λαμβάνονται στο Πανεπιστήμιο, αλλά κυρίως μέσω της καλύτερης πρόσβασης των οικονομικά αδύναμων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Θεσμικές παρεμβάσεις και πόροι

Ας συνοψίσουμε, τουλάχιστον ως προς τα ερωτήματα και τα κύρια επίδικα. Η εκπαίδευση «ποιότητας και ισότητας» χρειάζεται τόσο θεσμικές παρεμβάσεις όσο και πόρους. Καθήκον της Αριστεράς είναι να αναδείξει αυτόν τον στόχο ως ένα νέο «Manchattan Project», αυτή τη φορά για ειρηνικούς σκοπούς. Ο διπλασιασμός ή τριπλασιασμός της δημόσιας επένδυσης στην Παιδεία, η μαζική δημιουργία νέων και «έξυπνων» υποδομών, η συστηματική αναβάθμιση του εξοπλισμού και η εισαγωγή στα Ιδρύματα τεχνολογιών αιχμής δεν είναι μαξιμαλισμός. Αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και θωράκισή του απέναντι στους κερδοσκόπους δεν γίνονται με οριακές βελτιώσεις και λογική του τύπου «βλέποντας και κάνοντας».

Πώς θα εξασφαλιστούν οι απαραίτητοι πόροι; Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Είναι μείζονος σημασίας η επαναδιαπραγμάτευση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Από κει και πέρα, χρειάζεται μαζική εκτροπή του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων προς την κατεύθυνση της Παιδείας, αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συστράτευση όλων των κοινωφελών οργανισμών σε έναν ενιαίο στόχο. Η πείρα δείχνει ότι οι μεγάλοι στόχοι είναι μεν δύσκολοι στην υλοποίησή τους, αλλά η δέσμευση της Πολιτείας πάνω σε κάτι εμβληματικό είναι εξίσου δύσκολο να ματαιωθεί για μικροπολιτικούς ή συγκυριακούς λόγους.

Μπορούμε ή όχι;

Ευχαριστώ τον βετεράνο εκπαιδευτικό και σταθερό συνοδοιπόρο μου Γιώργο Δερμάτη, που συνεχίζει να μου ανοίγει τα μάτια στα πονηρά και τα δύσκολα από τότε που ήμαστε μικροί.

* Ο Σπύρος Γεωργάτος διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και είναι αντιπρύτανης Έρευνας και Διά Βίου Μάθησης

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL