Live τώρα    
20°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
20 °C
18.2°C22.0°C
1 BF 47%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
18 °C
14.7°C21.2°C
2 BF 57%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
16.0°C19.4°C
2 BF 63%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
18.8°C21.5°C
1 BF 61%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
15 °C
14.9°C18.4°C
2 BF 63%
Το αδιέξοδο του καπιταλιστικού μοντέλου «ανάπτυξης», τα χρηματοοικονομικά και οικολογικά χρέη
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Το αδιέξοδο του καπιταλιστικού μοντέλου «ανάπτυξης», τα χρηματοοικονομικά και οικολογικά χρέη

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Μπίλλα και Γιώργο Κολέμπα, Για την Κοινότητα των Κοινοτήτων, Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα, Απρίλιος 2019.

- Μέχρι το 1960 καταναλώναμε το 70% των πόρων του πλανήτη, το 1980 το 100%, το 1999 φθάσαμε στο 120%, το 2008 στο 130% και με τους ρυθμούς που είχαμε μέχρι το 2008 -λόγω κρίσης έχουμε κάποια μείωση στο μεταξύ- η πρόβλεψη ήταν ότι το 2030 θα φτάναμε στο 200% (θα χρειαζόμασταν δηλαδή δύο πλανήτες σαν τη Γη, αν συνεχίζαμε με τους ίδιους ρυθμούς «ανάπτυξης»). Η συνεχής αύξηση της κατανάλωσης των φυσικών πόρων και η αντίστοιχη αύξηση των αποβλήτων οδήγησε ήδη τις σημερινές γενιές να ζουν σε βάρος του μέλλοντος και των επόμενων γενεών. Δημιουργούμε, εκτός των οικονομικών χρεών, και συνεχώς αυξανόμενα οικολογικά χρέη.

- Η με αυτό τον τρόπο επιδιωκόμενη -έστω και βραχυπρόθεσμα- επάνοδο στην «ευημερία» δεν πρόκειται να έρθει και να είναι βιώσιμη. Είμαστε καταδικασμένοι σε αποτυχία, αν επιμένουμε στη ποσοτική μεγέθυνση των ΑΕΠ και των κάθε είδους οικονομικών δραστηριοτήτων και κατανάλωσης, που μπορεί να υπονομεύουν τη μελλοντική μας ύπαρξη και το μέλλον της εργασίας μας ακόμα και την ίδια την ύπαρξη μας.

Η ελληνική κρίση που βιώνουμε εδώ και σχεδόν μια δεκαετία είναι η extreme έκφραση της παγκόσμιας κρίσης, στην οποία βρίσκεται το καπιταλιστικό σύστημα υπό την ηγεσία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.

Η σχέση πραγματικών αξιών (πρώτες ύλες, πηγές ενέργειας, καταναλωτικά προϊόντα, υπηρεσίες, κ.λπ.) προς χρηματικές αξίες (διάφορες μορφές χρήματος, χάρτινες ή ηλεκτρονικές, που κυκλοφορούν από τους κατέχοντες) είναι τουλάχιστον 1:10 (πολλές εκτιμήσεις την ανεβάζουν στο 1:15 ή 1:17). Υπάρχει δηλαδή μια χρηματοπιστωτική φούσκα διογκωμένη τουλάχιστον κατά 10 φορές. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί υπέρμετρα οι σημερινές χρηματικές περιουσίες της ελίτ, που αποτελεί το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού[1].

Αυτή η ελίτ διακινώντας και δανείζοντας αυτό τον τεράστιο χρηματικό όγκο μπορεί και ελέγχει την «ευημερία» του υπόλοιπου 99%. Αυτό είναι δυνατόν, γιατί έχει καταφέρει να εξαρτήσει από αυτό το χρήμα, την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού.

Τα χρηματοοικονομικά χρέη

Η οικονομική κρίση, όπως φαίνεται να εκφράζεται σήμερα, οφείλεται στο γεγονός ότι η καπιταλιστική οικονομία κινείται πλέον με βάση το χρέος. Πραγματικά, η μεγάλη αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης τα τελευταία 15-20 χρόνια (βασικά μεταξύ 1990-2007) πυροδοτήθηκε και στηρίχθηκε από την μαζική χορήγηση δανείων από τις τράπεζες. Είχαμε παντού αυξανόμενα επίπεδα χρέους. Των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, των κυβερνήσεων.

Με τη μορφή καταναλωτικών χρεών, χρηματοπιστωτικών επενδύσεων, δημοσίων χρεών, εξωτερικών χρεών σε κάθε χώρα. Χρησιμοποιήθηκαν σαν μηχανισμός, ώστε η κατανάλωση να γίνει ο βασικός μοχλός της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στο προηγούμενο της κρίσης διάστημα το χαρακτηριστικό ήταν η αύξηση ιδίως των καταναλωτικών χρεών. Εκ των πραγμάτων τα καταναλωτικά δάνεια χρησιμοποιήθηκαν για να αποσυνδέσουν τις καταναλωτικές δαπάνες των εργαζομένων και των μισθωτών από τα αντίστοιχα εισοδήματά τους.

Βέβαια, δεν ήταν όλες οι οικονομίες το ίδιο επιρρεπείς στη δυναμική αυτή των χρεών. Στις λεγόμενες «αναδυόμενες» οικονομίες (π.χ. Κίνα, Ινδία) είχαμε αποταμιεύσεις από το 2001 μέχρι το 2008. Το ίδιο διάστημα, στις «προηγμένες» οικονομίες είχαμε βασικά δύο διαφορετικές συμπεριφορές σε σχέση με τα χρέη. Στις «φιλελεύθερες οικονομίες της αγοράς» (π.χ. ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Καναδάς, Αυστραλία, κ.λπ.) είχαμε ενθάρρυνση για υψηλότερα επίπεδα καταναλωτικού χρέους από ό,τι στις λεγόμενες «συντονισμένες οικονομίες της αγοράς» (π.χ. Γερμανία, Ολλανδία, Γαλλία, Σκανδιναβία, κ.λπ.).

Με την εμφάνιση της παρούσας κρίσης, που την παρουσιάζουν σαν κρίση βασικά «δημοσιονομικών χρεών», κατέρρευσε η εμπιστοσύνη των «αγορών» προς τους δημόσιους τομείς της οικονομίας κάποιων χωρών -κύρια των νοτίων χωρών της Ευρωζώνης.

Για να ξεπερασθεί η κρίση, παρόλο που και στα δύο είδη καπιταλισμού συμφωνούν ότι θα πρέπει να επιδιώκεται η «ανάπτυξη», οι προτάσεις των ιθυνόντων διαφέρουν στον τρόπο και στη σειρά των επιμέρους στόχων:
i) Σοσιαλδημοκρατική πρόταση: στηρίζει την «ανάπτυξη» στην αύξηση της κατανάλωσης. Να πέσει δηλαδή καινούργιο χρήμα στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, να αυξηθεί η αγοραστική δύναμη των πολλών για αγορά των παραγόμενων προϊόντων των επιχειρήσεων, ώστε αυτές, αποκομίζοντας μεγαλύτερα κέρδη, να επενδύσουν εκ νέου στην παραγωγή, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας και αυξάνοντας έτσι το ΑΕΠ σε κάθε χώρα.

ii) Χριστιανοδημοκρατική πρόταση: (Μέρκελ, Σόυμπλε): επιδιώκει τη λιτότητα καταρχήν, για να προωθηθεί η αποταμίευση, ώστε να είναι δυνατές οι παραγωγικές ιδιωτικές επενδύσεις και μέσω αυτών η αύξηση των θέσεων εργασίας για τον ίδιο τελικό στόχο της αύξησης των ρυθμών ανάπτυξης.

Και οι δύο πολιτικές αυτές γραμμές συμπίπτουν στον τελικό στόχο: μια από τα ίδια «ανάπτυξη», ώστε να επιστρέψουν οι οικονομίες σε ρυθμούς μεγέθυνσης του παγκόσμιου ΑΕΠ της τάξης 2-3% ετησίως, που επιτυγχανόταν στην προ κρίσης χρονική περίοδο. Και στις δύο περιπτώσεις οι κυβερνήσεις τείνουν να δανείζονται χρήματα για να τονώσουν την «ανάκαμψη». Γι αυτό χρειάσθηκαν τεράστια χρηματικά ποσά στο τέλος του 2008 και τις αρχές του 2009, ώστε να «σταθεροποιηθεί» το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα, και αυτά εξασφαλίσθηκαν από αυξημένο δημόσιο δανεισμό σε όλες τις πληγείσες από την κρίση χώρες. Υπολογίζεται ότι μεταξύ 2007-2014 το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε κατά 57 τρις δολάρια, φθάνοντας τα 199 τρις δολάρια, στο 286% του παγκοσμίου ΑΕΠ, ενώ μέχρι το τέλος του 2016 ξεπέρασε τα 217 τρις, δηλαδή το 325% του παγκόσμιου ΑΕΠ[2].

Όσο έχουμε επομένως ένα τέτοιο όγκο χρεών, θα πρέπει να αναρωτηθούμε επειγόντως σαν ανθρωπότητα αν κάτι τέτοιο είναι «βιώσιμο». Αν οι μελλοντικές γενιές μας θα είναι σε θέση να αποπληρώσουν κάποτε όλο αυτό το χρέος.

Πραγματικά, ο μηχανισμός του χρέους χρησιμοποιείται έτσι ώστε συνεχώς να αυξάνονται τα χρέη, για να αυξάνεται και η εξάρτηση μαζί με την εξαθλίωση, παρόλο που τις περισσότερες φορές αποπληρώνεται σημαντικό ποσοστό τους. Παράδειγμα: στις αρχές του 1980 το χρέος που είχαν 109 «πιστολήπτριες» χώρες ήταν 430 δισ. δολάρια. Μέχρι το 1986 είχαν πληρώσει σε τόκους 336 δισ. δολάρια, αλλά χρωστούσανε ακόμα 880 δις δολάρια. Σε μια εξαετία χρωστούσαν ποσό υπερδιπλάσιο από το αρχικό, ενώ ήδη είχαν πληρώσει σε τόκους τα 4/5 των αρχικών δανείων!
Η αποπληρωμή όλων αυτών των χρεών στους δανειστές θα απαιτήσει τέτοια ανάπτυξη-μεγέθυνση-επέκταση της υπερ-χρήσης των φυσικών πόρων για υπερπαραγωγή-υπερκατανάλωση-υπερκέρδη, που αυτό θα οδηγήσει σε κατάρρευση του συνολικού πλανητικού οικοσυστήματος-σε πτώχευση της «Α.Ε. Γης».

Τα οικολογικά χρέη

Προς το παρόν οι «παγκόσμιοι παίκτες» στο παγκόσμιο καπιταλιστικό «καζίνο» -η παγκόσμια χρηματοοικονομική ελίτ- που είναι και οι δανειστές σήμερα, χρησιμοποιούν τον μηχανισμό του χρέους για την επίτευξη πειθαρχίας όσον αφορά στο στόχο της «ανάπτυξης» και της μεγέθυνσης των πραγματικών οικονομικών δραστηριοτήτων. Ώστε αυτές να επιφέρουν κέρδη στους επιχειρηματίες της πραγματικής οικονομίας, για να πληρωθούν τα χρέη τους προς τη χρηματική -ηγεμονική σήμερα- οικονομία.

Όμως, αυτή η μεγέθυνση απαιτεί αυξημένη παραγωγή, αυξημένη χρήση υλικών και ενέργειας και αυξημένη κατανάλωση όλων αυτών των υλικών αγαθών, ενώ παράλληλα απαιτεί και αυξημένη εκμετάλλευση του εξίσου σημαντικού πόρου, της ανθρώπινης εργασίας, με μειωμένες αποδοχές. Επίσης, απαιτεί αυξημένη παραγωγή αποβλήτων, όσο και να αυξάνεται ο βαθμός απόδοσης της χρησιμοποιημένης τεχνολογίας.

Το τελικό αποτέλεσμα των αυξημένων οικονομικών δραστηριοτήτων του οποιασδήποτε μορφής κεφαλαίου είναι η κατάρρευση των αποθεμάτων των φυσικών πόρων του πλανήτη και του περιβάλλοντος, καθώς και της αναπαραγωγής της ανθρώπινης εργατικής δύναμης. Υπάρχει ήδη η συνειδητοποίηση των αγορών ότι έχουν πλέον μεγάλο πρόβλημα στον εφοδιασμό. Περιβαλλοντικοί παράγοντες, ελλείψεις πόρων, η οικονομική διεύρυνση στην Ν.Α. Ασία (αναδυόμενες χώρες), κ.λπ., μειώνουν τη διάρκεια ζωής των πεπερασμένων αποθεμάτων που έχουν απομείνει.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ της εξασφάλισης τροφής και της εξασφάλισης της μετακίνησης (τρόφιμα ή βιοκαύσιμα) συμβάλει π.χ. στην αύξηση των τιμών των τροφίμων.

Η αύξηση των εκπομπών του άνθρακα και η συνακόλουθη κλιματική αλλαγή, η μείωση της βιοποικιλότητας, η αποψίλωση και οι πυρκαγιές των δασών, η μείωση των ιχθυαλιευμάτων, η έλλειψη νερού, η υποβάθμιση των καλλιεργούμενων εδαφών συμβάλλουν στην μείωση της αποδοτικότητας και των οικονομικών δραστηριοτήτων των οικονομικά δρώντων ανθρώπων και διογκώνουν το πρόβλημα της ικανοποίησης των βιοτικών αναγκών τους -ιδίως των πραγματικά εργαζομένων με χαμηλούς μισθούς.

Οι υλικές και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της μέχρι τώρα «ανάπτυξης» είναι εξίσου υπεύθυνες για τη κρίση, όσο και οι επιπτώσεις της δράσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Μέχρι το 1960 καταναλώναμε το 70% των πόρων του πλανήτη, το 1980 το 100%, το 1999 φθάσαμε στο 120%, το 2008 στο 130% και με τους ρυθμούς που είχαμε μέχρι το 2008 -λόγω κρίσης έχουμε κάποια μείωση στο μεταξύ- η πρόβλεψη ήταν ότι το 2030 θα φτάναμε στο 200% (θα χρειαζόμασταν δηλαδή δύο πλανήτες σαν τη Γη, αν συνεχίζαμε με τους ίδιους ρυθμούς «ανάπτυξης»).

Η συνεχής αύξηση της κατανάλωσης των φυσικών πόρων και η αντίστοιχη αύξηση των αποβλήτων οδήγησε ήδη τις σημερινές γενιές να ζουν σε βάρος του μέλλοντος και των επόμενων γενεών. Δημιουργούμε, εκτός των οικονομικών χρεών, και συνεχώς αυξανόμενα οικολογικά χρέη.
Η ανικανότητά μας να ρυθμίσουμε τις χρηματοοικονομικές αγορές -που αυξάνουν το κοινωνικό τους αποτύπωμα με την έννοια ότι αυξάνουν την κοινωνική εκμετάλλευση- συνδυάζεται με την ανικανότητά μας να προστατέψουμε τους φυσικούς πόρους και να περιορίσουμε τις οικολογικές καταστροφές (συνεχής αύξηση του οικολογικού αποτυπώματος).

Τα χρέη που αφήνουμε στα παιδιά μας και τις μελλούμενες γενιές δεν θα είναι μόνο οικονομικά, επειδή θα πρέπει να πληρώσουν τους πιστωτές μας. Θα είναι και οικολογικά, προς τον πλανήτη και τα οικοσυστήματα, επειδή θα πρέπει να τα αποκαταστήσουν και να τα αναβιώσουν, αν θέλουν φυσικά να επιβιώσουν στο μέλλον[3].

Θα καλούνται να τα πληρώσουν, με την έννοια ότι θα πρέπει να λάβουν μέτρα για την ανανέωση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και πόρων και την αύξηση των δυνατοτήτων των οικοσυστημάτων για απορρόφηση των απόβλητων. Για παράδειγμα, οι αγροτικές τους κοινότητες θα χρειασθεί να επιστρέψουν καλλιεργούμενες εκτάσεις στην άγρια φύση, να κάνουν «ανάπαυση» εδαφών, να επιστρέψουν από την «εύκολη» χημική και μηχανοποιημένη γεωργία στη «δύσκολη» αγροτο-οικο-γεωργία [...].
Προς το παρόν, και τα οικολογικά μας χρέη είναι το ίδιο «επισφαλή», όσο και τα χρηματοοικονομικά. Κανένα από τα δύο χρέη δεν αντιμετωπίζεται, όσο επιμένουμε στη κατεύθυνση της καταναλωτικής ανάπτυξης. Η με αυτό τον τρόπο επιδιωκόμενη -έστω και βραχυπρόθεσμα- επάνοδο στην «ευημερία» δεν πρόκειται να έρθει και να είναι βιώσιμη. Είμαστε καταδικασμένοι σε αποτυχία, αν επιμένουμε στη ποσοτική μεγέθυνση των ΑΕΠ και των κάθε είδους οικονομικών δραστηριοτήτων και κατανάλωσης, που μπορεί να υπονομεύουν τη μελλοντική μας ύπαρξη και το μέλλον της εργασίας μας ακόμα και την ίδια την ύπαρξη μας.

[1] Σύμφωνα με την έκθεση της μη κυβερνητικής οργάνωσης Oxfam, το 2018 ο πλούτος σε παγκόσμιο επίπεδο συγκεντρώνεται στα χέρια 26 δισεκατομμυριούχων, οι οποίοι έχουν περιουσίες που ισούνται με τα εισοδήματα του φτωχότερου μισού της ανθρωπότητας. Οι δισεκατομμυριούχοι αυτοί είδαν τον πλούτο τους να αυξάνεται αθροιστικά κατά 12% ή 2,5 δις δολάρια την ημέρα το 2018, ενώ τα 3,8 δις άνθρωποι που αποτελούν το φτωχότερο μισό του πληθυσμού της υφηλίου είδαν τον δικό τους πλούτο να μειώνεται αθροιστικά κατά 11% ή κατά 500 εκατομμύρια δολάρια την ημέρα. Γενικά, ο πλούτος των δισεκατομμυριούχων σε παγκόσμιο επίπεδο αυξήθηκε κατά 900 δις το 2018 (ήτοι κατά 2,5 δις την ημέρα). Η Oxfam δημοσιοποιεί παραδοσιακά την έκθεση της μία ημέρα πριν την ετήσια συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας.

[2] Τη χρονιά που ξεκίνησε η χρηματοπιστωτική κρίση ο συνολικός δανεισμός παγκοσμίως ήταν 300% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ μια δεκαετία πριν, το 1995, ήταν στο 200%. Από μελέτη της γνωστής εταιρείας συμβούλων McKinsey Global Institute, το συνολικό παγκόσμιο χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, στις 31/12/10 άγγιζε το ποσό των 158 τρις δολαρίων (41 τρις κρατικά χρέη, 42 τρις κυκλοφορούντα ομόλογα χρηματοπιστωτικών οργανισμών, 10 τρις εταιρικό χρέος μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων και τα υπόλοιπα 64 τρις ήταν χρέη νοικοκυριών). Αντίστοιχα το παγκόσμιο ΑΕΠ ανήλθε το 2010 σε περίπου 60 τρις δολάρια, δηλαδή το χρέος ήταν 263% του ΑΕΠ. Το 2014, σύμφωνα με το παραπάνω Ινστιτούτο, το παγκόσμιο χρέος έφτασε τα 199 τρις. δολάρια και ισοδυναμούσε με το 286% του παγκοσμίου ΑΕΠ. Το 2016 ξεπέρασε τα 217 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή το 325% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου IIF (Institute for International Finance).

[3] Σύμφωνα με τη μη κυβερνητική οργάνωση Global Footprint Network, την 1η Αυγούστου 2018 οι σημερινές γενιές κατανάλωσαν ό,τι μπορούσε να αναπαράγει και αναπληρώσει ο ίδιος ο πλανήτης Γη όλο το χρόνο. Μέχρι το τέλος του 2018 οτιδήποτε καταναλωθεί είναι δάνειο από τις επόμενες γενιές.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL