Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
14.5°C19.6°C
3 BF 59%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
16 °C
13.5°C17.7°C
1 BF 73%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
14.3°C16.6°C
2 BF 63%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
16 °C
14.8°C18.0°C
1 BF 58%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
16.3°C16.3°C
1 BF 65%
Όροι και προϋποθέσεις για την οργανωτική διεύρυνση και την ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Όροι και προϋποθέσεις για την οργανωτική διεύρυνση και την ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ

Του Κώστα Ελευθερίου*

Το 1925 ο Κλοντ Λεβί-Στρος, μετέπειτα ένας από τους κορυφαίους ανθρωπολόγους του 20ού αιώνα, γίνεται ως μαθητής Λυκείου μέλος του SFIO, του μεσοπολεμικού γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, στην οργάνωση του 16ου Διαμερίσματος του Παρισιού. Δέκα χρόνια μετά, ο Λεβί- Στρος διδάσκει Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο στη Βραζιλία και βρίσκεται εκτός Γαλλίας κατά την περίοδο της κυβέρνησης του «Λαϊκού Μετώπου» σοσιαλιστών, ριζοσπαστών και κομμουνιστών (1936-1938).

Το 1937, επιστρέφει για διακοπές στη Γαλλία και επισκέπτεται την παλιά του οργάνωση. Η εντύπωση που ανακαλεί, αρκετές δεκαετίες αργότερα, είναι η ακόλουθη: «... Είχε αλλάξει πολύ, έγινε ξαφνικά ένας από τους προθαλάμους της εξουσίας και αντί για μια δεκαπενταριά αγνούς ανθρώπους που είχα γνωρίσει εκεί κάμποσα χρόνια πριν, βρήκα διακόσια ή τριακόσια άτομα, όχι ολότελα αγνά. Ο αρριβισμός, η επιδίωξη της καριέρας ήταν έκδηλα. Ομολογώ πως τότε η απογοήτευσή μου αυξήθηκε σαφώς...».

Για τον Λεβί-Στρος η οργάνωσή του είχε αλλάξει ριζικά: η μαζική διεύρυνση της σύνθεσής της είχε χαλαρώσει τις παλιότερες ιδεολογικές δεσμεύσεις, η παρουσία στην κυβέρνηση είχε συγκεντρώσει άτομα που την έβλεπαν ως μέσο εισόδου τους στο κράτος, είχε χαθεί το κλίμα μιας συλλογικής προσπάθειας για τον σοσιαλισμό - έτσι όπως τον κατανοούσε τουλάχιστον το SFIO. Ενδεχομένως, το σημαντικό για τον ίδιο να ήταν η απώλεια του νοσταλγικού τόπου της ρομαντικής και ανιδιοτελούς πολιτικής δράσης, η οποία, μια δεκαετία αργότερα, έδωσε τη θέση της στις καθημερινές αναγκαιότητες, στους περιορισμούς, στον κυνισμό και στην τάση ενσωμάτωσης που συνοδεύουν τη διαχείριση του κράτους.

Η συζήτηση για τη «διεύρυνση», τον «μετασχηματισμό», την «επανίδρυση» ή και την «ανασυγκρότηση» του ΣΥΡΙΖΑ καταγράφει διαφορετικές απόψεις, κυρίως γύρω από τον προσανατολισμό της κυοφορούμενης αλλαγής στο κόμμα και στην οργάνωσή του. Κάθε όρος που χρησιμοποιείται στον δημόσιο διάλογο έχει διαφορετικές σημάνσεις και καθορίζει ένα διαφορετικό βάθος στις υπό συζήτηση μεταβολές.

Η «διεύρυνση» έχει μια καθαρά ποσοτική διάσταση και είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον προβαλλόμενο αριθμητικό στόχο, χωρίς να υποδηλώνει per se το πώς επιτυγχάνεται αυτός ο στόχος. Ο «μετασχηματισμός» περικλείει ποιοτικές και ποσοτικές επιδιώξεις και επί της ουσίας υπαινίσσεται και κάποια δομική αλλαγή -τόσο στο κόμμα όσο και στη βάση του-, που σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή σε κάποια πρότερη κατάσταση. Η «επανίδρυση» σημαίνει τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού υποκειμένου και η «ανασυγκρότηση» αναφέρεται στην επανένωση προηγούμενων αποδιοργανωμένων στοιχείων προς μια καλύτερη κατεύθυνση.

Γιατί πρέπει να γίνει διεύρυνση

Πρώτον, διότι θα αναβαθμίσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως εκλογικό μηχανισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε εξαιρετικά επιτυχημένος σε συνεχόμενες εκλογές από το 2012 έως και το 2015, εξακολουθώντας να κινείται σε επίπεδο μελών του πάλαι ποτέ Συνασπισμού και έχοντας μια έντονη εσωκομματική ετερότητα. Ωστόσο από το 2012 έως και το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε ώθηση από ένα μαζικό αντιμνημονιακό μέτωπο, το οποίο διαμόρφωνε για τον ίδιο μια έντονη δυναμική εξουσίας και μια ευρεία κοινωνική αποδοχή. Από το καλοκαίρι του 2015 αυτό το αντιμνημονιακό μέτωπο εκ των πραγμάτων αποδιαρθρώθηκε ή τουλάχιστον περιορίστηκε σε επίπεδο ρητορικών εγκλήσεων.

Προκύπτει λοιπόν ως αναγκαιότητα, σε αυτό το πλαίσιο, οι κοινωνικές δυνάμεις που ευθυγραμμίστηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές του 2019 να αναβαθμιστούν σε κάτι παραπάνω από εκλογείς του κόμματος και να εισφέρουν με τη φυσική τους παρουσία και συμμετοχή στην υπέρβαση του ορίου των εκλογών του 2019, το οποίο δείχνει να είναι και το ανώτατο όριο της πραγματικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή τη συγκυρία. Δεδομένης της αξιοσημείωτης επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ σε νεανικές ψήφους, η διεύρυνση θα έχει χαρακτήρα ανανέωσης, αλλά και βελτίωσης της κινητοποιητικής του δυνατότητας.

Δεύτερον, διότι θα τον ενδυναμώσει ως φορέα κοινωνικής εκπροσώπησης. Αυτό έχει δύο διαστάσεις:

Η πρώτη διάσταση αφορά στην παγίωση της σχέσης εκπροσώπησης που διαμορφώθηκε στις εκλογές του 2019 καθώς τα κοινωνικοταξικά χαρακτηριστικά της ψήφου προς τον ΣΥΡΙΖΑ υποδεικνύουν μια κατεύθυνση προς τη συγκρότηση κοινωνικής συμμαχίας, η οποία θα μπορέσει να αποκτήσει συνοχή και συνέχεια μόνο αν ένα αντιπροσωπευτικό της μέρος ενταχθεί στο κόμμα και στον οργανωμένο του περίγυρο.

Η δεύτερη διάσταση αφορά στην απομάκρυνση του κόμματος από μια λογική «ανάθεσης». Στον ΣΥΡΙΖΑ με έναν έμμεσο τρόπο φαίνεται πως επικρατεί μια «πρωτοποριακή» λογική, το κόμμα και η ελίτ του εμφανίζονται ως αριστεροί «πληρεξούσιοι» μιας ευρείας εκλογικής βάσης, για την οποία θεωρούν ότι κινείται δεξιότερα της δικής τους πολιτικής αντίληψης. Αυτό δεν ισχύει για πολλούς λόγους. Ο ένας, που μας αφορά στο παρόν κείμενο, έγκειται στο ότι στην περίοδο της κρίσης υπήρξε μια ριζοσπαστικοποίηση προς τα αριστερά πολλών «κεντροαριστερών» ψηφοφόρων αλλά και πρώην μελών του ΠΑΣΟΚ, σε πολλούς από τους οποίους, σχηματικά μιλώντας, δεν «επετράπη» να γίνουν μέλη του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2012-2015.

Τρίτον, θα ενισχυθεί η κομματική συμμετοχή, η οποία είναι μια μορφή πολιτικής συμμετοχής. Επί της ουσίας, η διεύρυνση έρχεται να μεθοδεύσει την εμπλοκή της κοινωνίας σε συλλογικές διαδικασίες. Τα κόμματα ανέκαθεν, όντας η πολιτική σύνδεση ανάμεσα στην κοινωνία και το κράτος, οργάνωναν μεγάλο μέρος της πολιτικής συμμετοχής και εφόσον λειτουργούσαν συλλογικά και δημοκρατικά, ικανοποιούσαν και το αίτημά της για συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία, κάτι που συνέβαλλε αποφασιστικά στη νομιμοποίησή τους ως των βασικών θεσμών πολιτικής εκπροσώπησης. Η κρίση των πολιτικών κομμάτων, ώς ενός σημείου, οφείλεται και στην υποχώρηση αυτής της λειτουργίας. Ιδίως για ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς το να δίνει τη δυνατότητα στη βάση του να ενεργοποιείται μέσα από συλλογικές διαδικασίες είναι ένας τρόπος να δείχνει ότι η πολιτική δεν είναι αποκλειστικά ένα θέμα «ειδικών», αλλά ότι μπορεί να συμβάλει σε αυτήν και ο κάθε πολίτης ως φορέας πολιτικής δράσης.

Τέλος, το κόμμα θα καταστεί πραγματικός μηχανισμός άσκησης εξουσίας. Και αυτό το ζήτημα, της λεγόμενης «κομματικής κυβέρνησης», έχει δύο διαστάσεις: αυτήν της νομιμοποίησης και εκείνην της λογοδοσίας. Μία εκλεγμένη κυβέρνηση είναι φορέας μιας νομιμοποιημένης εξουσίας για το διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά, όπως είναι γνωστό, η κοινωνική νομιμοποίηση των πολιτικών επιλογών είναι ένα διαρκές επίδικο. Συνήθως στις μεταδημοκρατικές κοινωνίες της εποχής μας υπάρχουν πολλαπλοί τρόποι να επιτευχθεί αυτή η νομιμοποίηση, κυρίως μέσω των ΜΜΕ, κάτι που προϋποθέτει πρόσβαση σε αυτά και αυξημένους οικονομικούς πόρους. Το μαζικό κόμμα επιτρέπει την παράκαμψη, σε κάποιο βαθμό, των παραπάνω διαύλων επικοινωνίας, ιδίως όταν παρατηρείται δύσκολη πρόσβαση σε αυτούς. Άρα πρόκειται για μια τακτική υπέρβασης πολλαπλών αποκλεισμών από τη δημόσια σφαίρα, καθώς τα μέλη λειτουργούν ως εκπρόσωποι του κόμματος στην κοινωνία. Από το ζήτημα της νομιμοποίησης προκύπτει και το ζήτημα της λογοδοσίας. Οι πολιτικές επιλογές μιας κυβέρνησης θα πρέπει να ελέγχονται από τη δομή ενός μαζικού οργανωμένου κόμματος και το μαζικό οργανωμένο κόμμα να συνδιαμορφώνει το περιεχόμενό τους.

Η ποιοτική διάσταση του εγχειρήματος της διεύρυνσης: Γιατί είναι απαραίτητη η οργανωτική ανασυγκρότηση;

Όλα τα προαναφερόμενα απαντούν στο «γιατί» της διεύρυνσης. Είναι αναγκαίο, ωστόσο, να υπάρξει ένας προβληματισμός γύρω από την ποιοτική διάσταση αυτού του εγχειρήματος. Σε τι είδους κόμμα θα εμπλακούν συλλογικά τα νέα μέλη, αλλά και ο έκκεντρος χώρος των υποστηρικτών; Με άλλα λόγια, είναι αναγκαίο και ένα εγχείρημα ανασυγκρότησης του κόμματος, που θα συμπληρώνει τη διεύρυνση.

Η συλλογική λειτουργία συνδέεται άμεσα με το ερώτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας. Η εσωκομματική δημοκρατία συνήθως έχει δύο πολιτικές προϋποθέσεις: πρώτον, πρέπει να είναι συμβατή με το μοντέλο δημοκρατίας που επικρατεί σε μια δεδομένη πολιτικο-θεσμική διευθέτηση (στην προκειμένη περίπτωση, με μια εκδοχή φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας) και, δεύτερον, θα πρέπει να συμπυκνώνει -και αυτό αφορά κυρίως κόμματα μετασχηματιστικής λογικής- το δέον μιας ιδανικής δημοκρατικής διευθέτησης, την οποία το κόμμα θα προωθήσει όταν βρεθεί στην κυβέρνηση. Υπ’ αυτήν την έννοια, οι αρχές και ο τρόπος της εσωκομματικής λειτουργίας προοοικονομούν τις αρχές και τον τρόπο της κυβερνητικής λειτουργίας, στον οποίο σε μεγάλο βαθμό αντανακλώνται.

Κατ’ αρχάς και πάνω απ’ όλα, συλλογική λειτουργία σημαίνει κατοχύρωση και σεβασμό της αρμοδιότητας ενός εσωκομματικού οργάνου ή σώματος, έτσι όπως αυτό προβλέπεται καταστατικά. Να υπενθυμίσουμε ότι το καταστατικό είναι το αποτέλεσμα της οργανωμένης συλλογικής βούλησης των συμμετεχόντων σε ένα κόμμα, η σύμβαση της οργανωμένης συλλογικής του λειτουργίας. Δεν είναι δηλαδή επιβεβλημένο άνωθεν ή έξωθεν, αλλά είναι προϊόν ελεύθερης βούλησης. Η συστηματική παράκαμψή του για λόγους κυβερνητικής αναγκαιότητας ή η κατάχρησή του για λόγους εσωκομματικής αναπαραγωγής πλήττει ευθέως το ήθος της κομματικής συμμετοχής και δημιουργεί και διάφορες παθογένειες σε πρακτικό επίπεδο. Ένα καταστατικό είναι σαφές ότι αντιστοιχεί σε μια δεδομένη ιστορική φάση ενός κόμματος και ενδεχομένως να απαιτείται η αναπροσαρμογή του σε νέες συνθήκες. Η αναπροσαρμογή αυτή πρέπει, ωστόσο, να απορρέει από συγκεκριμένες αρχές λειτουργίας, οι οποίες διαπνέονται από ένα κατεξοχήν κανονιστικό περιεχόμενο. Με άλλα λόγια, διεύρυνση και ανασυγκρότηση σημαίνουν την επανεπίσκεψη της αξιακής πλαισίωσης της κομματικής συμμετοχής και τη διασφάλιση της συλλογικής λειτουργίας. Διότι τα μέλη, όσο εύκολα εγγράφονται στο κόμμα, άλλο τόσο εύκολα αποστρατεύονται και κινούνται προς την έξοδο.

Ως εκ τούτου, στη σημερινή συγκυρία, είναι αναγκαίο να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για μια ουσιαστική συλλογική λειτουργία. Πρώτον, να επαναπροσδιοριστεί η εσωτερική διάταξη σε συνάφεια με τον μεταβαλλόμενο καταμερισμό εργασίας μιας κοινωνίας που προσπαθεί να εξέλθει από μια βαθιά και πολυεπίπεδη κρίση. Δεύτερον, να οριστεί το περιεχόμενο της ιδιότητας του μέλους με βάση τις χρονικές διαθεσιμότητες και τα μοντέλα ζωής της συγχρονίας, με αναφορά όμως σε συγκεκριμένα καθήκοντα και δικαιώματα. Τρίτον, να θεσπιστούν και να κατοχυρωθούν θεσμικά αντίβαρα σε κομματικά συλλογικά όργανα απέναντι στην κυριαρχία της όποιας κομματικής ελίτ. Τέταρτον, να τηρείται το καταστατικό του κόμματος, κάτι που πρέπει να πράξει η κομματική ελίτ και να διεκδικήσει η κομματική βάση.

Από εκεί και πέρα, μια λειτουργική μαζικότητα μπορεί να υπηρετηθεί από έναν συνδυασμό αντιπροσωπευτικών και αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών. Η ψευδεπίγραφη ένταση ανάμεσα σε αυτές τις δύο δημοκρατικές λογικές αποκρύπτει την πολυπλοκότητα των σημερινών κοινωνιών, που επιβάλλει μικτές στρατηγικές διευθέτησης της πολιτικής συμμετοχής. Υπάρχουν εσωκομματικές αποφάσεις που είναι καλύτερο να λαμβάνονται διαμέσου αντιπροσωπευτικών συλλογικών οργάνων, αλλά ταυτόχρονα αυτές οι αποφάσεις να ελέγχονται ή να επικυρώνονται με ηλεκτρονικά δημοψηφίσματα. Μπορούν οι τοπικές οργανώσεις να διατηρούν τις κλειστές τους συνελεύσεις, αλλά την ίδια στιγμή να επικοινωνούν με τον περίγυρό τους διαμέσου ανοιχτών συνελεύσεων, μια κλασική πρακτική του κόμματος μαζών. Μπορεί να αποκεντρώνεται η επιλογή των υποψηφίων στις εθνικές εκλογές, αλλά, για παράδειγμα, να διαμορφώνεται το ευρω-ψηφοδέλτιο με εθνική ψηφοφορία. Μπορούν να διοργανώνονται ψηφοφορίες με διακριτά εκλεκτορικά σώματα (όπως στο Εργατικό Κόμμα της Μ. Βρετανίας), με κάθε εκλεκτορικό σώμα να έχει τη δική του βαρύτητα. Όλα αυτά μπορούν να υπηρετηθούν από ψηφιακά εργαλεία. Με την έννοια αυτή, ο ψηφιακός μετασχηματισμός θα σημαίνει την ψηφιακή υλοποίηση συμπεφωνημένων και αποφασισμένων αρχών. Η αντίστροφη λογική -το ότι οι ψηφιακές τεχνολογίες αυτές καθαυτές διαμορφώνουν πολιτικές αρχές- είναι, κατά την άποψή μας, λαθεμένη, διότι εντέλει αν παράγει κάτι η ψηφιακή τεχνολογία, εφόσον αυτονομηθεί από το αξιακό πλαίσιο, θα είναι εξατομίκευση και μια επιφανειακή φιλελεύθερη αντίληψη πολιτικής ατομικότητας, η οποία τελικά θα λειτουργήσει στην κατεύθυνση της άμεσης ενσωμάτωσης και κρατικοποίησης του κόμματος και των μελών.

* Ο Κώστας Ελευθερίου είναι δρ. Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Αθηνών, συντονιστής Ομάδας Ανάλυσης Πολιτικής Συγκυρίας ΕΝΑ

Ολοκληρωμένο το δελτίο πολιτικών εξελίξεων βρίσκεται διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου ΕΝΑ: https://www.enainstitute.org/publication/%ce%b4%ce%b5%ce%bb%cf%84%ce%af%ce%bf-%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae%cf%82-%cf%83%cf%85%ce%b3%ce%ba%cf%85%cf%81%ce%af%ce%b1%cf%82-01/

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL