Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
16.2°C20.7°C
2 BF 53%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
17 °C
15.2°C17.7°C
1 BF 74%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
14.8°C16.6°C
3 BF 68%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
17 °C
16.0°C18.0°C
2 BF 59%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
15.9°C15.9°C
0 BF 55%
Τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα και οι Ευρωεκλογές του 2019: Σχεσιακές επισημάνσεις επί της συγκυρίας
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα και οι Ευρωεκλογές του 2019: Σχεσιακές επισημάνσεις επί της συγκυρίας

Του Γιώργου Χαραλάμπους*

- Δεδομένης της κατάστασης της ίδιας της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στις πλείστες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου, αυτή η πολιτική οικογένεια μάλλον δεν δύναται να ωφεληθεί από την διάλυση της Ε.Ε., παρόλο που η αποδέσμευση ενός κράτους-μέλους φαίνεται θεωρητικά και επί του παρόντος να είναι η πιο γρήγορη οδός για ριζική κοινωνική και πολιτική αλλαγή σε μια χώρα.

- Οι διαφορές στην αντίληψη για την Ε.Ε. από τα αριστερά κόμματα οδηγείται από την διαφοροποίησή τους στον κλασικό άξονα αριστερά-δεξιά, δηλαδή τον γενικότερό τους κοινωνικό - οικονομικό προσανατολισμό. Αυτή η εμπειρική παρατήρηση μπορεί να μεταφραστεί στο ότι δεν υπάρχει μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ανάμεσα στα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα, ακριβώς διότι δεν είναι όλα το ίδιο ριζοσπαστικά όσον αφορά τις προγραμματικές τους θέσεις επί των βασικών διαιρετικών τομών των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Συνοπτικά, τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα εκπέμπουν ποικίλα πολιτικά μηνύματα όσον αφορά τη στάση τους απέναντι στην Ε.Ε. Σχεδόν τα μισά ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα είναι εναντίον της Ε.Ε. ως έχει, εναντίον της παρούσας κατεύθυνσής της σε οικονομικά, κοινωνικά και εξωτερικά θέματα, ενώ τα άλλα μισά είναι εναντίον και της ίδιας της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ως μιας μορφής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, που δεν μπορεί βασικά να μεταρρυθμιστεί εκ των έσω.

Η σύγχρονη Ριζοσπαστική Αριστερά, ετερογενής εν γένει αλλά και αυξητικά, αναμετρήθηκε εκλογικά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με αποτελέσματα και ενδείξεις εξίσου ετερογενείς. Αυτή η ετερογένεια γεννά ζητήματα ενότητας, κοινών παρονομαστών και συσπείρωσης. Με αφορμή τα αποτελέσματα των πιο πρόσφατων ευρωεκλογών και μέσα από μια διαχρονική οπτική γωνία, αξίζει να αναρωτηθούμε κατά πόσο είμαστε κοντά, ή αντιθέτως μακριά από τη δημιουργία ή ύπαρξη ενός μαζικού, αντί-ηγεμονικού πολιτικού μετώπου με ευρωπαϊκή εμβέλεια.

Ας αρχίσουμε από τα αυτονόητα. Οι ευρωεκλογές δεν δύνανται από μόνες τους να ορίσουν την πορεία της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ούτε η Ε.Ε. είναι μια πολιτική αρένα που να επιτρέπει ριζοσπαστική αλλαγή. Κατά πρώτον, η θεσμική αρχιτεκτονική της Ε.Ε. περιορίζει την πολιτική αντιπαράθεση και ευνοεί τη βαθμιαία αλλαγή έναντι της ριζικής. Κατά δεύτερο, οι ευρωεκλογές είναι δεύτερης τάξης εκλογική μάχη, τόσο γενικά όσο και συγκεκριμένα, για την όποια σοσιαλιστική στρατηγική. Είναι όμως μια εκλογική μάχη που σηματοδοτεί τη δυναμική του κάθε πολιτικού χώρου και όπου η κάθε προγραμματική νίκη ή εκλογική άνοδος για την Ριζοσπαστική Αριστερά, παρόλο που δεν μπορούν να αποτελέσουν πραγματικές επί του εδάφους της Ε.Ε. ρήξεις ή τομές, δύνανται να συμβάλουν σε μια εναλλακτική πορεία κοινωνικού και πολιτικού αγώνα για μια καλύτερη Ευρώπη. Παράλληλα, οι ευρωεκλογές αποτελούν ένα χρήσιμο εργαλείο, υπό τη μορφή μιας «μελέτης περίπτωσης» ή ενός χρονικού ορίζοντα με βάση την επικαιρότητα, για ευρύτερες συζητήσεις που αφορούν στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της κάθε πολιτικής οικογένειας.

Ξεκινώντας με την αριθμητική των ευρωεκλογών, τα εκλογικά αποτελέσματα του 2019 για τη Ριζοσπαστική Αριστερά σηματοδοτούν οπισθοχώρηση σε σχέση με εκείνα του 2014. Οι ευρωεκλογές του 2014 είχαν φέρει μια σημαντική εκλογική επιτυχία γι αυτή την κομματική οικογένεια, η οποία είχε τότε κέρδισε συνολικά 12,981,378 ψήφους (+1,885,574) και 7.96% επί του όλου (+1.04%). Ως εκ τούτου, τότε η GUE/NGL αύξησε την αντιπροσώπευσή της στο Ευρωκοινοβούλιο από 35 σε 52 Ευρωβουλευτές. Στις ευρωεκλογές του 2014, η Ριζοσπαστική Αριστερά έφτασε στο ζενίθ της περιόδου μετά το 1991, παρόλο που και τότε, όπως και σήμερα, φιλοξενούσε κόμματα από τα μισά περίπου κράτη-μέλη.

Το 2019 είδε την Ριζοσπαστική Αριστερά να εισπράττει περίπου 6% των έγκυρων ψήφων κατά μέσο όρο, δηλαδή να μειώνεται το ποσοστό της κατά 2% περίπου. Μόνο σε πέντε από τις 28 χώρες η Αριστερά ενισχύθηκε ελαφρώς ή ουσιαστικά στις ευρωεκλογές του 2019. Ενώ τα αποτελέσματα δεν άλλαξαν τις προ-υπάρχουσες διαφοροποιήσεις μεταξύ των περιφερειών της Ε.Ε. (μια μεσαία πολιτική οικογένεια στη Δυτική Ευρώπη, μια «εμπροσθοφυλακή» για τον ριζοσπαστισμό στη Νότια και μια σχεδόν πλήρης ανυπαρξία στην Ανατολική), σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η Ριζοσπαστική Αριστερά έχασε συνολικά πάνω από 3 εκατομμύρια ψήφους σε σχέση με το 2014 -αυτοί κατέληξαν είτε σε διάφορους χώρους του πολιτικού φάσματος είτε στην αποχή.

Τα μόνα κόμματα που ήταν επιτυχή ενισχύθηκαν λόγω συγκεκριμένων συγκυριών της εγχώριας πολιτικής κατάστασης και όχι μιας κοινής προγραμματικής πειθούς την οποία άσκησαν με συλλογική πειθαρχία. Αυτές οι συγκυρίες ήταν είτε τα 8 χρόνια συνεχιζόμενης δεξιάς διακυβέρνησης, όπως στην Κύπρο, κάτι που συσπείρωσε την Αριστερά εντός των πλαισίων ενός ιστορικά καθορισμένου διπολισμού, είτε η κρίση της Κεντροδεξιάς, όπως στην Πορτογαλία, είτε η ένταξη του θέματος της κλιματικής αλλαγής στο πολιτικό πρόγραμμα της Αριστεράς στην Σουηδία, όπου το θέμα ήταν κεντρικό στην προεκλογική εκστρατεία, είτε η ψήφος διαμαρτυρίας στο Βαλλονικό τμήμα του Βελγίου, που διοχετεύθηκε στην Αριστερά και στους Πράσινους και είχε ως τριπλό δόρυ την κλιματική αλλαγή, το νεοφιλελευθερισμό και τη διαφθορά και κακοδιαχείρηση του κράτους.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και οι μετέπειτα επιπτώσεις της στην Ευρώπη, η λιτότητα, τα προβλήματα της Ευρωζώνης, η προσφυγική κρίση, δεν έχουν αποτελέσει κομβικό σημείο (critical juncture) στην πορεία, τη συνοχή, τη δυναμική της ευρωπαϊκής Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Δηλαδή, οι μεταβολές προς ένα πιο κρισιακό περιβάλλον δεν ήταν επαρκείς για να ανυψώσουν αυτή την πολιτική οικογένεια πέρα από τις σχετικές επιτυχίες της το 2014 ή να την κρατήσουν στο επίπεδο αυτών των επιτυχιών. Δέκα χρόνια περίπου μετά το ξέσπασμα της κρίσης, το σθένος των ριζοσπαστικών αριστερών κομμάτων και η πολιτική ελπίδα και διαμαρτυρία που το γέννησαν, και από τις οποίες συνάμα προέκυψε, άρχισαν εν πολλοίς να εκπίπτουν ή να αντιστρέφονται.

Η παρούσα κατάσταση όπως αποτυπώθηκε στις τελευταίες ευρωεκλογές μπορεί να εξηγηθεί από μια σειρά μεταβολών στο πλαίσιο απειλών και ευκαιριών και τις συναρτώμενες με αυτές τις μεταβολές στρατηγικές των πολιτικών οικογενειών που ανταγωνίζονται τη Ριζοσπαστική Αριστερά. Μπορεί επίσης να γίνει κατανοητή η οπισθοχώρηση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς από το γεγονός ότι, εν τέλει, σε καμιά περίπτωση δεν διαφαίνεται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, σαν κομμάτι της βραχυπρόθεσμης ή μεσοπρόθεσμης στρατηγικής των ηγεμονικών χωρών και των θεσμών της ΕΕ. Οι συνθήκες ακραίας υλικής στέρησης δεν έχουν βελτιωθεί ουσιαστικά και οι πολιτικές της Ε.Ε. παραμένουν οι ίδιες και απαράλλακτες (αν όχι, πιο επιθετικές σε κάποιους τομείς) για τα κρίσιμα ζητήματα της λιτότητας, της μετανάστευσης, της δημοκρατίας. Ως εκ τούτο, το θυμικό, το ηθικό και το πείσμα των ακτιβιστών και των υποστηρικτών των ριζοσπαστικών αλλαγών έχουν διαβρωθεί εν όψει ενός αγώνα που σχεδόν δεν άλλαξε τίποτε, τουλάχιστον σε σχέση με το νεοφιλελεύθερο και αυταρχικό κράτος.

Ταυτόχρονα, οι συγκυριακές παράμετροι που μπορούν να μας διαφωτίσουν για τα αποτελέσματα του 2019 (σε σχέση με το 2014, παραδείγματος χάριν), δεν θα έπρεπε να επισκιάζουν βαθύτερες τάσεις, που ξεπερνούν τη συγκυρία του 2019, της κρίσης, ή του ευρύτερου πλαισίου της μετά-1991 περιόδου. Οι εξηγήσεις επί της συγκυρίας έχουν πολλές φορές και μια μακρο-ιστορική χροιά ή διάσταση, στην προκειμένη περίπτωση μια διαχρονική ασυμφωνία και μια δομική διαφορετικότητα εντός των τάξεων της ευρωπαϊκής Ριζοσπαστικής Αριστεράς σε θέματα που άπτονται τόσο της Ε.Ε. όσο και ευρύτερα ιδεολογικά και οργανωτικά ζητήματα. Είναι, λοιπόν, εύλογο να τεθούν επιπλέον προβληματισμοί για την ιστορική δυναμική του πολιτικού ανταγωνισμού από τα αριστερά και τη σημασία του εθνικού πλαισίου στη διαμόρφωση των καταγραμμένων τάσεων των πολιτικών δρώντων.

Αν μη τι άλλο, τα ευρωπαϊκά κόμματα που τοποθετούνται αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας δεν συμφωνούν επί της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή και της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αυτό είναι κάτι που εν μέρει -αλλά όχι εντελώς- πηγάζει από την ίδια την αρχιτεκτονική και το θεματικό εύρος στα πολύπλοκα ζητήματα της Ένωσης. Δεδομένης της κατάστασης της ίδιας της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στις πλείστες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου, αυτή η πολιτική οικογένεια μάλλον δεν δύναται να ωφεληθεί από την διάλυση της Ε.Ε., παρόλο που η αποδέσμευση ενός κράτους-μέλους φαίνεται θεωρητικά και επί του παρόντος να είναι η πιο γρήγορη οδός για ριζική κοινωνική και πολιτική αλλαγή σε μια χώρα. Δεν υπάρχει, όμως, καμία ένδειξη ύπαρξης του κοινωνικού κεφαλαίου και της πολιτικής εξουσίας που είναι απαραίτητες για να υλοποιηθεί μια σοσιαλιστική ή προοδευτική αποδέσμευση, ενώ οι δομικοί περιορισμοί της Ευρωζώνης και οι μηχανισμοί αριστερής αντιπολίτευσης ήδη, από το 2015, εκμαίευσαν συνθηκολόγηση από πλευράς της κυβερνώσας Αριστεράς - στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ στην Πορτογαλία της «τριπλής αριστερής κυβέρνησης», συνεχίζουν να καθορίζουν το δημοσιονομικό πλαίσιο και τη γενικότερη οικονομική κατεύθυνση της χώρας αυτής. Προκαλώντας, έτσι, ρωγμές στα τρία συμβαλλόμενα μέρη της κυβερνητικής εξουσίας.

Αλλά οι διαφωνίες για την Ε.Ε. είναι φαινόμενο με ιστορική συνέχεια για τη Ριζοσπαστική Αριστερά, με τις αρχικές διαιρέσεις να παρουσιάζονται σαν απότοκες των τομών του 1968 και του Ευρωκομμουνιστικού κύματος· τις μεταγενέστερες να δημιουργούνται το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, εν όψει των προβλημάτων και εν τέλει της κατάρρευσης του υπάρχοντος σοσιαλισμού· και τις μετέπειτα ρωγμές να εμφανίζονται, να διατηρούνται ή να ενισχύονται γύρω από θέματα όπως η Συνθήκη του Μάαστριχτ (υπενθυμίζουμε εδώ ότι ο τότε Συνασπισμός ψήφισε υπέρ), η σύσταση και λειτουργία του Ευρωπαϊκού Αριστερού Κόμματος, καθώς και η προσπάθεια συνταγματοποίησης της ΕΕ. Από την ίδρυσή της η GUE/NGL παραμένει μια συνομοσπονδιακή ομάδα με λιγότερη συνοχή από ό,τι οι άλλες (κέντρο-) αριστερές ομάδες στο Ευρωκοινοβούλιο.

Σε μια πρόσφατη μελέτη του ο ερευνητής Αντρέας Φάγκερχολμ υπέδειξε πως η ετερογένεια στις στάσεις απέναντι στην Ε.Ε. εντός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς εξαρτάται περισσότερο από τα κομματικά προγραμματικά προφίλ και λιγότερο από κίνητρα που σχετίζονται με την διεκδίκηση της εξουσίας ή τη μεγιστοποίηση ψήφων. Με άλλα λόγια, οι διαφορές στην αντίληψη για την Ε.Ε. από τα αριστερά κόμματα οδηγείται από την διαφοροποίησή τους στον κλασικό άξονα αριστερά - δεξιά, δηλαδή τον γενικότερο κοινωνικό - οικονομικό προσανατολισμό τους. Αυτή η εμπειρική παρατήρηση μπορεί να μεταφραστεί στο ότι δεν υπάρχει μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ανάμεσα στα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα, ακριβώς διότι δεν είναι όλα το ίδιο ριζοσπαστικά όσον αφορά τις προγραμματικές τους θέσεις επί των βασικών διαιρετικών τομών των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Συνοπτικά, τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα εκπέμπουν ποικίλα πολιτικά μηνύματα όσον αφορά τη στάση τους απέναντι στην ΕΕ. Σχεδόν τα μισά ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα είναι εναντίον της Ε.Ε. ως έχει, εναντίον της παρούσας κατεύθυνσής της σε οικονομικά, κοινωνικά και εξωτερικά θέματα, ενώ τα άλλα μισά είναι εναντίον και της ίδιας της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ως μιας μορφής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, που δεν μπορεί βασικά να μεταρρυθμιστεί εκ των έσω. Εντός της κάθε πλευράς, υπάρχουν και διαφοροποιήσεις για επί μέρους θέματα. Ενδεικτικά, παρόλο που κόμματα όπως η Ανυπότακτη Γαλλία (France Insoumise), οι Podemos, το Σουηδικό Αριστερό Κόμμα, το Πορτογαλικό Μπλόκο της Αριστεράς, η Κόκκινη - Πράσινη Συμμαχία στη Δανία, έχουν μια αντίληψη για την Ε.Ε. που είναι παρόμοια με του ΣΥΡΙΖΑ, λόγω της πορείας του τελευταίου στην εξουσία από το 2015 και ένθεν, έχουν διαφοροποιηθεί από το Ευρωπαϊκό Αριστερό Κόμμα. Κάποια από αυτά τα κόμματα έχουν σχηματίσει και τη δική τους υπερεθνική ομάδα, η οποία εκφράζει ένα πιο έντονο ευρωσκεπτικισμό και μια λιγότερο συμβιβαστική διάθεση. Ο Jean Luc Melenchon, ηγέτης της Ανυπότακτης Γαλλίας έχει θέσει την αποδέσμευση από την Ε.Ε. σαν ένα σχέδιο Β, εάν αποτύχει η διαπραγμάτευση της μεταρρύθμισης των υφιστάμενων Συνθηκών της Ένωσης (το σχέδιο Α).

Από την πλευρά των λεγόμενων ευρω-απορριπτικών κομμάτων, δηλαδή αυτών που απορρίπτουν την ίδια τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, κάποια είναι υπέρ της αποδέσμευσης από την Ε.Ε., ενώ άλλα εναντίον, κάποια υπέρ της εξόδου από την Ευρωζώνη, ενώ άλλα εναντίον ή χωρίς σαφή θέση. Σημειωτέον ότι αφού δεν συμμετέχουν όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. στην Ευρωζώνη, πολλά αριστερά κόμματα δεν έχουν καν το κίνητρο να ασχοληθούν με το ζήτημα του Ευρώ και να διαμορφώσουν ξεκάθαρη και σαφή θέση επί αυτού.

Για να πάμε ακόμα ένα βήμα παρακάτω, η καταγραφή των υπερεθνικών σχέσεων μεταξύ όλων των πολιτικών δυνάμεων που μπορούν τυπολογικά να ονομαστούν Ριζοσπαστική Αριστερά, μας υποδεικνύει και πάλι ένα κατακερματισμό δυνάμεων μεταξύ διαφόρων οργανώσεων: το Ευρωπαϊκό Αριστερό Κόμμα, οι Πρωτοβουλίες των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, το «Τώρα ο Λαός», το ΜέΡΑ25 και η άτυπη συμμαχία της Ευρωπαϊκής Αντί-καπιταλιστικής Αριστεράς. Δηλαδή, για την ευρωπαϊκή Ριζοσπαστική Αριστερά υπάρχουν τουλάχιστον πέντε διαφορετικοί βασικοί οργανισμοί υπερεθνικής διασύνδεσης, και πάλι εξαιρουμένων κάποιων αριστερών δυνάμεων που ανήκουν στους Πράσινους και κάποιων (όπως ένα μέρος του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος) που ανήκουν στην ομάδα των Σοσιαλδημοκρατών. Οι προγραμματικές διαιρέσεις μεταφράζονται σε θεσμικούς διαχωρισμούς, κάτι που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί δεν υπάρχει μια κοινή για τους ριζοσπάστες συζήτηση για την Ε.Ε., με συνεχή και ευρεία συμμετοχή.

Η έλλειψη μιας κοινής στρατηγικής οφείλεται και στο χαρακτήρα των ίδιων των ευρωεκλογών, ως εκλογές δεύτερης τάξης, όπου η πολιτική ατζέντα αντικατοπτρίζει τις ιδιαιτερότητες της εθνικής (και όχι μιας ευρωπαϊκής) δημόσιας σφαίρας στην κάθε χώρα-μέλος της Ε.Ε. Οι εκστρατείες των ευρωεκλογών δεν έχουν αλλάξει ουσιαστικά τον εθνοκεντρικό τους χαρακτήρα, ούτε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και του χαοτικού πλέον ευρωπαϊκού στερεώματος. Αφού, λοιπόν, τα θέματα γύρω από τα οποία περιστράφηκε η προεκλογική αντιπαράθεση ήταν διαφορετικά από χώρα σε χώρα, καθρεφτίζοντας εθνικού χαρακτήρα καταστάσεις, έτσι και η Ριζοσπαστική Αριστερά τόνισε ή αγνόησε το κάθε ζήτημα ανάλογα με τη θέση του στην εγχώρια πολιτική ατζέντα. Αυτά όλα σημαίνουν κάτι απλό: ότι ο εν δυνάμει συγχρονισμός μιας πολιτικής οικογένειας για την ανάδειξη μια κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής από τη μια παρέχεται φαινομενικά σαν δυνατότητα από τη μάχη των ευρωεκλογών, οι οποίες διεξάγονται ταυτόχρονα στα 28 κράτη-μέλη, όμως από την άλλη, λόγω του χαρακτήρα των ευρωεκλογών, εμποδίζεται και, αντί αυτού του συγχρονισμού, αναδεικνύεται μια ντε φάκτο α-συγχρονία.

Επιστρέφοντας, λοιπόν, στον αρχικό μας προβληματισμό -τη δυνατότητα ενιαίου, αντί-ηγεμονικού μπλοκ της Ριζοσπαστικής Αριστεράς με παν-ευρωπαϊκή εμβέλεια- είναι σαφές πως ούτε αυτή διαφαίνεται ούτε οι ευρωεκλογές μπορούν από μόνες τους για να την υλοποιήσουν. Η Ριζοσπαστική Αριστερά είναι ετερογενής και κατ’ επέκταση διαιρεμένη σε βαθμό που δεν επιτρέπει κοινές δράσεις με επαρκή συντονισμό που να συνδυάζει την ευρύτητα με τη συνοχή. Που να επικοινωνεί με αυτ0πεποίθηση το μήνυμα ενός ενιαίου ριζοσπαστικού οράματος για την Ε.Ε., μιας συλλογικής στρατηγικής για την πραγμάτωση αυτού του οράματος -με κοινούς παρονομαστές στην προεκλογική εκστρατεία εν καιρώ ευρωεκλογών- και μιας διαρκούς ή όσο το λιγότερο διακεκομμένης διαδικασίας ζύμωσης για την Ε.Ε.

Ο συλλογικός σχεδιασμός του πολιτικού ανταγωνισμού από τα αριστερά εντός και για την Ε.Ε., καθίσταται μια μεγάλη και δύσκολη πρόκληση για κάθε ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό όραμα. Πρόκειται για ζήτημα δομικό, δηλαδή συνυφασμένο τόσο με τις πολλαπλές πολιτικές ταυτότητες της Αριστεράς από τα ίδια τα γεννοφάσκια της όσο και με τη σημασία της εθνικής αρένας, της κεντρικότερης και πιο επιδραστικής αρένας για τους σκοπούς της πολιτικής κινητοποίησης. Η όποια προσπάθεια για (περαιτέρω) ενότητα της σημερινής Αριστεράς γύρω από ριζοσπαστικές λύσεις θα είναι πράξη μάλλον διαχρονικής και άρα ιστορικής σημασίας, όπως επίσης και εγχείρημα ιδεολογικής ανά-οριοθέτησης, παρά μια αποκλειστικά συγκυριακή στρατηγική περιπέτεια.

* Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

Το κείμενο είναι βασισμένο στη ομιλία του γράφοντα στο Ινστιτούτο ΕΝΑ, στις 19 Ιουνίου 2019

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL