Live τώρα    
20°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
17.1°C20.7°C
2 BF 52%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
18 °C
16.5°C18.5°C
2 BF 68%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
14.8°C16.6°C
3 BF 70%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
18 °C
15.4°C18.0°C
4 BF 52%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
20 °C
19.9°C19.9°C
3 BF 40%
Η παγίδα της «ιδιοκτησίας» του προγράμματος
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Η παγίδα της «ιδιοκτησίας» του προγράμματος

ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΒΙΤΖΗΛΑΙΟΥ*

Μπορεί τα μέτρα και οι δημοσιονομικοί στόχοι να κυριαρχούν στη δημόσια σφαίρα και κατά τη διάρκεια της φετινής ελληνικής διαπραγμάτευσης, όμως στη ρητορική των δανειστών της χώρας υπάρχει ένα σημαντικό ζήτημα που επηρεάζει τη «μεγάλη εικόνα» των Μνημονίων και των προγραμμάτων προσαρμογής. Το ζήτημα ιδιοκτησίας του προγράμματος.

«Η επιτυχία προϋποθέτει την ιδιοκτησία της μεταρρυθμιστικής ατζέντας του προγράμματος (program ownership) από τις ελληνικές αρχές. Η κυβέρνηση, έτσι, είναι έτοιμη να λάβει τα όποια μέτρα μπορεί να είναι κατάλληλα για τον σκοπό αυτό ενώ οι συνθήκες αλλάζουν» αναφέρεται χαρακτηριστικά στο πρόγραμμα του Ιουλίου του 2015, δίνοντας τη γραμμή για το μέλλον.

Λίγο μετά την περιπετειώδη συμφωνία του περασμένου καλοκαιριού, o αναλυτής του Bruegel και καθηγητής Μάρεκ Νταμπρόβσκι τόνιζε σε μελέτη που δημοσίευσε το think tank των Βρυξελλών: «Ένας αργός ρυθμός μεταρρυθμίσεων συνήθως σηματοδοτεί την περιορισμένη πολιτική δέσμευση της κυβέρνησης. Εάν είναι ελλιπής μια τέτοια ιδιοκτησία, ακόμα και το καλύτερα σχεδιασμένο πρόγραμμα και η αιρεσιμότητά (conditionallity) του δεν θα λειτουργήσουν. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων ήταν πάντα προβληματική. Φοβάμαι ότι αυτή θα μπορούσε να είναι η μεγαλύτερη πρόκληση και για το νέο πρόγραμμα».

Η «ευαισθησία» των δανειστών για την ιδιοκτησία

Μερικές πρόσφατες δηλώσεις αξιωματούχων της διαπραγμάτευσης είναι ξεκάθαρες και ενδεικτικές της σημασίας που έχει η «μεταβίβαση» της ιδιοκτησίας του προγράμματος στην Αθήνα.

Η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ σε συνέντευξή της στο Bloomberg στις 11 Απριλίου δήλωνε χαρακτηριστικά: «Υπερεκτιμήσαμε τη δυνατότητα της Ελλάδας να αποδεχτεί και να αναλάβει την ιδιοκτησία των μέτρων που χρειάζονταν, γιατί κινηθήκαμε από τη μια κυβέρνηση στην άλλη και στην άλλη και πάντα λεγόταν 'δεν είναι πραγματικά το πρόγραμμά μας, δεν ήταν πραγματικά οι μεταρρυθμίσεις μας, δεν είναι στην πραγματικότητα τα μέτρα μας. Επιβλήθηκαν από την τρόικα βάζοντας όλα τα μέλη στο ίδιο τσουβάλι' (...) Η Ελλάδα δεν μπορεί να σέρνεται και να περιμένει ότι τα πράγματα θα λυθούν από μόνα τους. Οι Έλληνες ηγέτες πρέπει να αποκτήσουν περισσότερη ιδιοκτησία στην επανίδρυση της χώρας τους».

Τέσσερις ημέρες αργότερα, ο Πολ Τόμσεν, μιλώντας στην Ουάσιγκτον για το τέλος του Μνημονίου της Κύπρου, δήλωνε ότι «... το πρόγραμμα ήταν επιτυχημένο, νομίζω ότι ωφελήθηκε από την ισχυρή ιδιοκτησία και συγχαίρω τις κυπριακές αρχές για την εφαρμογή του προγράμματος αυτού».

Στις 20 Απριλίου, σε πιο διπλωματικό τόνο, ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ δήλωνε σε συνέντευξή του «Δεν έχω δογματική προσέγγιση. Δεν έχει να κάνει με την επιβολή δογμάτων στους άλλους και νομίζω πως η Ελλάδα, ως μια από τις παλαιότερες δημοκρατίες του κόσμου, χρειάζεται περιθώριο προκειμένου να αποφασίσει από μόνη της με τη δική μας συμφωνία για την ακριβή δομή των προσπαθειών που θα πρέπει να γίνουν. Όμως οι ελληνικές αρχές χρειάζονται περιθώριο για να λάβουν τις δικές τους αποφάσεις. Επιμένω στην ανάγκη η Ελλάδα να κάνει 'κτήμα' της τα μέτρα που θα αποφασιστούν».

Έπειτα από μία εβδομάδα, ο υφυπουργός διεθνών υποθέσεων του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ Νέιθαν Σιτς, μιλώντας σε επιτροπή της Βουλής των αντιπροσώπων, τόνιζε πως το ΔΝΤ έχει καταστήσει σαφές ότι θα συμμετάσχει χρηματοδοτικά στο πρόγραμμα μόνο όταν πειστεί ότι το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα είναι ουσιαστικό, για το οποίο οι ελληνικές αρχές θα έχουν ουσιαστική ιδιοκτησία.

Μία διαχρονική έννοια

Η έννοια της ιδιοκτησίας ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος δεν είναι καινούργια, αλλά συναντάται σε βάθος δεκαετιών. Έκθεση του ΔΝΤ τον Σεπτέμβριο του 2001 εξηγεί με σαφήνεια το σκεπτικό γύρω από την ιδιοκτησία των προγραμμάτων. Όπως έγραφε, ήδη από το 1959 -κι ενώ η Ισπανία κινδύνευε να χρειαστεί πρόγραμμα διάσωσης-, ο μετέπειτα γενικός διευθυντής του Ταμείου Περ Γιάκομπσον δήλωνε στην ισπανική τηλεόραση ότι «τέτοια προγράμματα μπορούν να επιτύχουν εάν υπάρχει η προθυμία των ίδιων των χωρών». Και υπογράμμισε ότι το ΔΝΤ «δεν επιβάλλει όρους στις χώρες. Αυτές, αυτοβούλως, συμπεραίνουν ότι τα μέτρα που καλούνται να λάβουν -ακόμη κι αν είναι μερικές φορές σκληρά- είναι τα καλύτερα για το συμφέρον των κρατών».

Σύμφωνα με την έκθεση, «η ιδιοκτησία παίζει ρόλο διότι επηρεάζει άμεσα την εφαρμογή του προγράμματος. Οι συμφωνίες για τα προγράμματα δεν μπορούν να προβλέψουν όλα τα ενδεχόμενα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν ένα πρόγραμμα και να συγκεκριμενοποιήσουν τις δράσεις που θα μπορούσαν να εφαρμόσουν οι αρχές για να τα αντιμετωπίσουν. Όταν το πρόγραμμα είναι κτήμα μιας χώρας, οι αποφάσεις για τέτοιες ενέργειες μπορούν να γίνουν άμεσα, στηρίζοντας το πρόγραμμα, γεγονός που κάνει μεγαλύτερη την πιθανότητα επιτυχίας ενός προγράμματος. Παράλληλα, η ιδιοκτησία ενός προγράμματος θα κάνει ευκολότερη την πολιτική στήριξή του στο εσωτερικό της χώρας, από τη στιγμή που είναι πιθανό να φανεί, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, ως εγχώριο προϊόν, παρά ως εξωτερική επιβολή».

Eίναι εμφανές ότι η επιμονή των δανειστών και των χρηματοοικονομικών οργανισμών για την ιδιοκτησία ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος ουσιαστικά εξυπηρετεί, δύο στόχους: Από τη μία πλευρά να φθείρει -με πολιτικό κόστος εξαιτίας των δυσβάσταχτων μέτρων- την κυβέρνηση της χώρας που «διασώζεται», έτσι ώστε να την αποδυναμώσει, τόσο στο εσωτερικό, όσο και ως προς τη διαπραγματευτική της ισχύ. Από την άλλη πλευρά, οι αρχιτέκτονες των Μνημονίων μεταφέρουν την ευθύνη της αποτυχίας του προγράμματος και των λαθών του στην πλευρά της κυβέρνησης κάνοντας λόγο για μεταρρυθμιστική απροθυμία ή «κόπωση», ώστε να συνεχίσουν να επιβάλλουν την ίδια συνταγή και σε άλλα κράτη.

Λάθη ή σκοπιμότητες;

Τα «λάθη», φυσικά, επιφανών οικονομολόγων και τεχνοκρατών που χαράσσουν τις γραμμές οργανισμών όπως το ΔΝΤ δεν είναι καθόλου σπάνια και παράγουν ακόμα περισσότερη λιτότητα, στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής.

Ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ και καθηγητής οικονομικών και δημόσιας πολιτικής στο Χάρβαρντ Κένεθ Ρογκόφ, σε άρθρο του στο Project Syndicate στις 2 Ιουλίου του 2015 με τίτλο «Γιατί απέτυχε το ελληνικό Μνημόνιο», υπογράμμιζε τη σημασία της ιδιοκτησίας ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος από μια χώρα. Δύο χρόνια πριν, όμως, μόλις λίγους μήνες μετά τον «σεισμό» που προκάλεσε ο λανθασμένος δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής του Ταμείου, που οδήγησε σε ακόμα πιο σκληρά μέτρα λιτότητας χώρες όπως η Ελλάδα, αποκαλύφθηκε ότι η ανάλυση του Κ. Ρογκόφ και της Κάρμεν Ράινχαρτ που στήριζε τη δημοσιονομική λιτότητα ήταν βασισμένη σε λάθος υπολογισμούς. Ερευνητές του UMass Amherst βρήκαν λάθη σε κομβικούς υπολογισμούς σε excel της ανάλυσης του 2010 «Growth in a Time of Debt» σχετικά με τη σχέση δημόσιου χρέους και ανάπτυξης. Όπως έγραψαν χαρακτηριστικά οι "Financial Times" τον Απρίλιο εκείνου του έτους, η μελέτη των Ρογκόφ - Ράινχαρτ είναι ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα υπέρ της αύξησης της φορολογίας και της μείωσης των δημοσίων δαπανών για να διατηρηθεί το χρέος κάτω από το όριο του 90% του ΑΕΠ.

Φυσικά, το παραπάνω επιχείρημα, ως δρόμος προς την ανάπτυξη, υπαγορεύεται σήμερα τόσο από τους πιστωτές της Ελλάδας όσο και από νεοφιλελεύθερους θιασώτες στην ελληνική αντιπολίτευση.

Ενδεικτική είναι ακόμη και η έκθεση-κόλαφος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον ρόλο της τρόικας στις χώρες των Μνημονίων, που είδε το φως της δημοσιότητας τον Φεβρουάριο του 2014 και σύμφωνα με την οποία «τα προγράμματα βασίστηκαν σε υπερβολικά αισιόδοξες υποθέσεις σχετικά με την προσαρμογή και την ανάκαμψη σε Ελλάδα και Πορτογαλία», με χαρακτηριστικό το παράδειγμα της ανεργίας.

Η πρόσφατη ιστορία έχει αποδείξει ότι, σε περίπτωση μη επίτευξης των (μη ρεαλιστικών) στόχων δημοσιονομικής προσαρμογής, οι δανειστές επιβάλλουν νέα και ολοένα πιο επώδυνα μέτρα. Το αρχικό πρόγραμμα δεν παρουσιάζει το σύνολο των επιδιωκόμενων αλλαγών, με στόχο αυτές να εισάγονται σταδιακά ως αποτέλεσμα της αδυναμίας επίτευξης των αρχικών στόχων, με την ευθύνη φυσικά πάντα στην πλευρά του δανειζόμενου.

Τι κι αν μια συνταγή είναι αποδεδειγμένα λανθασμένη; Σύμφωνα με το σκεπτικό των εμπνευστών των προγραμμάτων, αυτός που θα υποχρεωθεί να την εκτελέσει θα (υποχρεωθεί να) έχει και την ευθύνη, ακόμα και αν διαφωνεί, διαιωνίζοντας τον φαύλο κύκλο της ύφεσης και της πολιτικής ομηρείας.

Η πραγματική ιδιοκτησία προϋποθέτει ελευθερία κινήσεων της εκάστοτε κυβέρνησης, αναδιάρθρωση χρέους -εφόσον τίθεται τέτοια ανάγκη-, ρεαλιστικούς στόχους για πρωτογενή πλεονάσματα, που θα δίνουν δημοσιονομικό χώρο για άσκηση πολιτικών με αναπτυξιακή κατεύθυνση, χωρίς να διαταράσσεται ο στόχος αποπληρωμής του δανείου. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν πρόκειται για πρόγραμμα διάσωσης, αλλά για οικονομική παγίδα με πολυδιάστατες επιπτώσεις μακροπρόθεσμα για την οικονομία μιας χώρας.

* Ο Βαγγέλης Βιτζηλαίος είναι συνεργάτης του γραφείου του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη. Οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο είναι προσωπικές

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL