Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
17.5°C20.8°C
4 BF 55%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αραιές νεφώσεις
19 °C
15.9°C20.0°C
3 BF 46%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
17 °C
16.6°C19.3°C
2 BF 66%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
19.3°C21.4°C
3 BF 63%
ΛΑΡΙΣΑ
Αραιές νεφώσεις
14 °C
13.9°C17.4°C
5 BF 72%
Ολισθηρή ατραπός
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ολισθηρή ατραπός

Του Νικολάου Διακίδη*

Επί της συνεργασίας Ισραήλ-Ελλάδος-Κύπρου έχουν γραφεί πολλά και εγκωμιαστικά. Έχει γίνει λόγος ακόμη μέχρι και για σύμπηξη «μικρής Αντάντ» (26/3/2016) στην ανατολική Μεσόγειο με την «ευλογία [sic] της Αμερικής» (28/12/2018).

Η πραγματικότητα είναι πιο πεζή. Η σύγκλιση της πρώτης τριμερούς συνόδου κορυφής (28/1/2016) απετέλεσε, όντως, ορόσημο. Συνέχεια υπήρξε σε επίπεδο πολιτικο-διπλωματικών διεργασιών τόσο με το Ισραήλ όσο και με την Αίγυπτο, την Ιορδανία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Ιταλία, την Παλαιστινιακή Αρχή. Ο σχεδιασμός για την σύσταση του Φόρουμ Φυσικού Αερίου της Α. Μεσογείου (E.M.G.F., 14/1/2019) δεν είναι άνευ σημασίας. Ωστόσο, ουσιαστική και αμοιβαίως επωφελής εμβάθυνση των σχέσεων Ελλάδος και Κύπρου με το Ισραήλ δεν έχει επιτευχθεί.

Πλήρεις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Κύπρου-Ισραήλ έχουν συναφθεί από την 21η Ιανουαρίου 1961 και μεταξύ Ελλάδος-Ισραήλ από την 21η Μαΐου 1990 [με κοινή δήλωση των κυβερνήσεων των δύο κρατών στις Βρυξέλλες]. Ήδη από το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1990 έτυχαν διαπραγματεύσεως, υπογραφής, και -κατόπιν- επικυρώσεως από την Βουλή διμερείς συμφωνίες στα πεδία της γεωργικής (7/10/1991), μορφωτικής, εκπαιδευτικής, επιστημονικής, οικονομικής, βιομηχανικής, τεχνολογικής (18/5/1992), αντι-τρομοκρατικής (5/4/1995) συνεργασίας καθώς και σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής (24/10/1995). Συμφωνία ασφαλείας Ελλάδος-Ισραήλ υπεγράφη στις 10/2/1992 και πρόσθετη συμφωνία για στρατιωτική και τεχνολογική συνεργασία στις 14/10/1999. Η άσκηση Glorious Spartan (28/5-12/6/2008) αποτελεί ακόμη (ένδεκα χρόνια αργότερα…) την πλέον άξια λόγου εκδίπλωση των ελληνο-ισραηλινών ικανοτήτων στους τομείς της αεροπορικής αποτροπής, καταστολής εχθρικής αεραμύνης, και επιχειρησιακής ετοιμότητος.

Αν και οι τριμερείς επαφές σε ανώτερο και ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο έχουν ενταθεί κατά τα τελευταία τριάμισι χρόνια, μόνον κατ’ ευφημισμόν ή καθ’ υπερβολήν μπορεί να γίνει λόγος για συμμαχία του Ισραήλ με την Ελλάδα και την Κύπρο. Ούτε συμμαχία υφίσταται ούτε εταιρική στρατηγική σχέση έχει δομηθεί. Διαβουλεύσεις και (ως επί το πλείστον: άωροι) σχεδιασμοί (επί χάρτου) σε ενεργειακά ζητήματα (κυρίως, μεταξύ Ισραήλ-Κύπρου· σε μικρότερο βαθμό, μεταξύ Ισραήλ-Ελλάδος), όντως, υφίστανται. Όπως, επίσης, υπάρχουν και διιστάμενες προσεγγίσεις και αντικρουόμενες απόψεις επί των προαναφερθέντων σχεδιασμών [βλ., φέρ’ ειπείν, την αντιπαράθεση Ισραήλ-Κύπρου επί της κυριότητος του ~10% των αποθεμάτων του κοιτάσματος Αφροδίτη].

Ανεξαρτήτως των μεγαλαυχιών που ακούγονται δημοσίως, στρατηγική εταιρική σχέση δεν υφίσταται ούτε με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αθήνα και Λευκωσία εκλαμβάνονται από Ιερουσαλήμ  και Ουάσινγκτον ως χειραγωγίσιμοι και αναλώσιμοι εταίροι περιορισμένης κυριαρχίας και ψαλιδισμένων αποτρεπτικών ικανοτήτων· κηδεμονεύσιμα και πειθήνια διαπραγματευτικά χαρτιά σε μία -εν εξελίξει- αδυσώπητη και πολυεπίπεδη αμερικανο-ισραηλινή διαπραγμάτευση  με την Τουρκία για τον επανακαθορισμό ζωνών κυριαρχίας, σφαιρών επιρροής, όρων και ορίων πολιτικής, οικονομικής, πολιτισμικής, και στρατιωτικής ενεργείας και πράξεως όχι μόνον σε ανατολική Μεσόγειο και Αιγαίο (αλλά, και σε Υπερκαυκασία, Μασρέκ και Μαγκρέμπ, χερσόνησο του Αίμου, Ιράν, τουρανικό χώρο κεντρικής Ασίας, ακόμη και -όσο παράδοξο κι αν φαίνεται- στην Ερυθρά Θάλασσα).
Ορατό είναι το ενδεχόμενο ελλαδικά και κυπριακά ζωτικά συμφέροντα και κυριαρχικά δικαιώματα να τεθούν (αν δεν έχουν κιόλας τεθεί) από Ισραήλ και Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ σφύρας και άκμονος, ώστε να επιτευχθεί η πλέον επωφελής για εκείνους έκβαση στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα. Στην μεταψυχροπολεμική εποχή -εξ αιτίας της ανίσου αναπτύξεως ως μηχανισμού αλλαγής στον διεθνή καταμερισμό ισχύος-, η αμερικανική ισχύς φθίνει · συνεπώς: σενάρια αμερικανο-τουρκικών συμβιβασμών, τα οποία την δεκαετία του 1990 (επί μονοπολικού διεθνούς συστήματος και αμερικανικής ηγεμονικής ειρήνης) ήταν αδιανόητα, σήμερα τίθενται επί τάπητος με τις Ηνωμένες Πολιτείες (αλλά, και το Ισραήλ) να είναι διατεθειμένες να καταβάλουν υψηλότερο τίμημα (απ’ ό,τι θα συνέβαινε, π.χ., επί πρωθυπουργίας Μ. Γιλμάζ) και να αφήσουν περιθώριο για αυτόφωτη τουρκική δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή.

Η δυνητική συγκρότηση ελληνο-αμερικανικής και/ή ελληνο-ισραηλινής συμμαχίας είναι, πρωτίστως, ζήτημα απτών δεδομένων και ικανοτήτων· δευτερευόντως, ζήτημα πολιτικής βουλήσεως. Δεν έχει σημασία -μόνον- τι θέλεις να πράξεις, αλλά -κυρίως- τι μπορείς και τι σου επιτρέπεται (λόγω των δεσμεύσεων, που έχεις επωμισθεί) να πράξεις. Η αλήθεια είναι ότι όσο είμαστε μέλη της Ε.Ε. [με κυριαρχούν το νεφελώδες ιδεολόγημα του «μυστικισμο[ύ] του πολυέδρου»  (2/6/2019)] ελληνική υψηλή στρατηγική δεν υπάρχει, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει.  Με μία σιβυλλική ρήση (29/8/2018) ο Ισραηλινός πρωθυπουργός προειδοποίησε πως «συμμαχίες συνάπτονται με τον [εκάστοτε] ισχυρό […] και […] ειρήνη συνάπτεται με τον [εκάστοτε] ισχυρό», καθ’ όσον «οι ασθενείς κατακερματίζονται, σφαγιάζονται[,] και σβέννυνται από [προσώπου] ιστορία[ς]». Κρίσιμη η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του να είσαι (ένας μεταξύ πολλών άλλων) φίλιος συνομιλητής Η.Π.Α. και Ισραήλ και του να είσαι στρατηγικής βαρύτητος σύμμαχος. Σήμερα, Ελλάδα και Κύπρος είναι εύθρυπτες οντότητες, με τις οποίες Ισραήλ και Η.Π.Α. δεν μπορούν να συνάψουν μία αληθή συμμαχία. Αθήνα και Λευκωσία αποτελούν δύο ακόμη  κρίκους στην άλυσο την περιβάλουσα το κρηπίδωμα της ισραηλινής συμπράξεως της περιφερείας, χρησιμοποιούμενες κατά τρόπο εργαλειακό για την ευόδωση πολύ συγκεκριμένων στοχεύσεων (επιχειρησιακής και τακτικής σημασίας) και για την (στρατηγικής σπουδαιότητος) άσκηση πιέσεως στην Άγκυρα.

Στρατηγική επιδίωξη των Ηνωμένων Πολιτειών είναι να τεθούν σε νέα βάση οι αμερικανο-τουρκικές σχέσεις, ώστε: α) να επιχειρηθεί ανάσχεση της προς δυσμάς σινικής (διά της επενδυτικής  πρωτοβουλίας B&R) επιχειρηματικής και εμπορικής επεκτάσεως· β) να επισπευσθεί (με -επί της ουσίας: μονομερείς- ελλαδικές και κυπριακές παραχωρήσεις σε λεόντειες τουρκικές διεκδικήσεις) η απρόσκοπτη εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της ανατολικής Μεσογείου, με επιδιωκόμενο (μεσοπρόθεσμο) στόχο να μετριασθεί η εξάρτηση των ευρωπαϊκών κρατών από εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου· γ) η στρατιωτική και βιομηχανική συνεργασία με την Άγκυρα να επανεκινηθεί [ουδέποτε έπαυσε εντελώς] και η τουρκική επικράτεια να αποτελέσει πρόσφορο εφαλτήριο για τους όποιους αμερικανικούς ή ισραηλινούς σχεδιασμούς στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής· δ) να τιθασευθεί και να χαλιναγωγηθεί (στο μέτρο του εφικτού) η τουρκική εκδοχή του πολιτικού ισλάμ και να καταστεί διαχειρίσιμη η αλληλεπίδραση Τουρκίας-παλαιστινιακών οργανώσεων τύπου Χαμάς-υπερεθνικών πολιτικών κινημάτων, όπως των Αδελφών Μουσουλμάνων.

Εάν Αθήνα και Λευκωσία προσδοκούν να εκπληρωθεί η από 22/11/2011 δέσμευση του Ισραηλινού ΑΝ.ΥΠ.ΕΞ., Ντ. Αγιαλόν, ότι το Ισραήλ θα υπερασπισθεί τα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων στις γεωτρήσεις της κυπριακής Α.Ο.Ζ., Αθήνα και Λευκωσία θα μείνουν με την προσμονή ενός απατηλού ονείρου, το οποίο, αν μετουσιωθεί σε πράξη, αυτό θα συμβεί μόνον στον βαθμό και για όσο χρονικό διάστημα εξυπηρετούνται οι ισραηλινές εθνικές επιδιώξεις. Η αιγίδα ασφαλείας, είτε αυτή παρέχεται από ευρωπαϊκά κράτη (βλ., Γαλλία) είτε από Η.Π.Α. και Ισραήλ, έχει, πάντοτε, ως άδηλο ρήτρα αιρεσιμότητος τα ίδια συμφέροντα των κρατών αυτών.

Χρησμοδοτήσεις του τύπου «[…] ο Μπ. Νετανιάου και το ισραηλινό έθνος, θα μας κάνουν δώρο το όνειρο της ζωής μας. […] Η ελληνο-ισραηλινή αυτοκρατορία, δε[ν] θα είναι ένα θεωρητικό ζήτημα, αλλά μία πραγματικότητα. […] Η ελληνική οικονομία θα απογειωθεί, λόγω των επενδύσεων και των κεφαλαίων που θα έρθουν, εξαιτίας της γεωπολιτικής της αναβάθμισης! Οι Ισραηλινοί, μας δίνουν την αυτοκρατορία στο πιάτο και απενεργοποιούν τον τουρκικό κίνδυνο ανατολικ[ώς] της Ελλάδος, αλλά και στα Βαλκάνια για τα επόμενα 100 χρόνια» (26/11/2018), οι οποίες τυγχάνουν πρώτης και αποκλειστικής δημοσιεύσεως από βετεράνο λομπίστα, δεν θεωρώ ότι πρέπει να προκαλούν θυμηδία.

Οι προειρημένες τοποθετήσεις εντείνουν τον προβληματισμό σχετικώς με το πόσο υπολήπτονται την διεθνοπολιτική οξυδέρκεια του ελληνικού λαού οι Ισραηλινοί μας γείτονες. Τόσο οφθαλμοφανώς εξωπραγματικές υποσχέσεις δεν εδίδοντο ούτε από μερκαντιλιστές αντιπροσώπους της Ηνωμένης Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών σε αναλφαβήτους ιθαγενείς φυλάρχους του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδος! Σοβαρότερο προβληματισμό δημιουργούν οι, επί τούτου στοχευμένες (υπό την ψιλή εποπτεία παλαιμάχου διπλωμάτη με τετραετή θητεία στην χώρα μας), επιστημονικοφανείς (με πασίδηλα τα γνωρίσματα της διπλωματίας δευτέρας τροχιάς και λανθάνοντα τα προπαρασκευαστικά ψήγματα μίας -κατά Γκ. Σιμπόνι- γνωσιακής εκστρατείας) δημοσιεύσεις ερευνητικού κέντρου με έδρα το πανεπιστήμιο του Μπαρ-Ιλάν.

Η υψηλή στρατηγική ενός κράτους αποτελεί συνάρτηση πέντε μεταβλητών: α) της στρατιωτικής ισχύος· β) της οικονομικής ευρωστίας· γ) της εσωτερικής κοινωνικο-πολιτικής ευρυθμίας, δημογραφικής διαρθρώσεως, και συνοχής [η αίσθηση του συνανήκειν (ως προσήλωση) τόσο σε μία ratio communis όσο και σε μία νοερή διϊστορική κοινότητα]· δ) της διπλωματικής δραστηριότητος· ε) της πολιτισμικής (συμπεριλαμβανομένης της εκπαιδευτικής και θρησκευτικής) λυσιτελείας και επιρροής. Η Ελλάδα έχει επενδύσει μόνον στο τέταρτο βάθρο (αυτό του προσεταιρισμού συνομιλητών -όχι συμμάχων- και της αγκιστρώσεως επί νομικών, φιλοσοφικών/ιδεολογικών, και θεσμικών συμβατικοτήτων της διεθνούς κοινωνίας), το οποίο αφ’ εαυτού δεν αρκεί. Εξουθένωση του αντιπάλου δεν επιτυγχάνεται διά της κολοβωμένης εμμέσου προσεγγίσεως των (εν προκειμένω: αμιγώς διπλωματικής υφής) εξισορροπητικών ελιγμών· όπως, εξ άλλου, κατευνασμός του τουρκικού Λεβιάθαν δεν επιτυγχάνεται διά των κρυφίων επαναπροωθήσεων ικετών από την μία όχθη του Έβρου στην άλλη.
Ολισθηρή ατραπός, λοιπόν, δεν είναι η αλληλεπίδραση με Ισραήλ και Η.Π.Α. αυτή καθ’ εαυτή (η οποία, επί της αρχής, ασφαλώς και είναι ευκτή)· αλλά: α) η σύμπλευση σε μία χρονική συγκυρία, κατά την οποία Ελλάδα και Κύπρος βρίσκονται σε καταφανώς μειονεκτική θέση αδυναμίας, με συρρικνωμένη βάση ισχύος· β) η εργαλειακή μεταχείριση της όποιας ελληνο-ισραηλινής και ελληνο-αμερικανικής αλληλεπιδράσεως ως διαπραγματευτικού χαρτιού για την εξομάλυνση των σχέσεων Ιερουσαλήμ και Ουάσινγκτον με την Άγκυρα· γ) ο -διά της ψευδαισθήσεως ασφαλείας από εξωτερικές απειλές- φενακισμός των αφελών και ο ελληνικός ληθαργικός εφησυχασμός.

Ένα γαλλόφωνο απόφθεγμα των Φουλάνι [ημινομαδικού λαού της υποσαχαρίου Αφρικής] συμπεραίνει πως, στο ανταγωνιστικό και άναρχο διεθνές σύστημα, «ce que tu n’es pas prêt à défendre par les armes, n’espère pas le garder grâce à tes larmes». Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός πως από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 η αποτρεπτική ισχύς των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων έχει μειωθεί, ενώ ήδη από την δεκαετία του 1980 η εγχώρια πολεμική (και, όχι μόνον) βιομηχανία έχει αποσαθρωθεί. Σε περίπτωση προκλήσεως θερμού επεισοδίου με την Τουρκία, ορατός είναι ο κίνδυνος να οδηγηθούμε σε μετωπική στρατιωτική αντιπαράθεση και έκβαση ανάλογη με εκείνη του 1897 [αυτήν την φορά, δεν είναι σώφρον να προσμένουμε τους ξένους στόλους να μας δωρίσουν την νίκη, όπως συνέβη στο Ναβαρίνο επτά δεκαετίες προ του 1897]. Δεν γνωρίζω τι υποσχέσεις δίδονται, κεκλεισμένων των θυρών, σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις κορυφής. Καλώς θα πράξουμε, όμως, να μην καταφεύγουμε στην συμπληρωματική προβολή ως αμυντικό μηχανισμό· να είμαστε υπέρ το δέον προσεκτικοί απέναντι σε ιουγούρθειες μεθοδείες και επιφυλακτικοί απέναντι στις όποιες δεσμεύσεις «φίλων», «εταίρων», και «συμμάχων»· να μην πιστεύουμε, να μην θεωρούμε δεδομένο, να μην προσδοκούμε να μας χαρισθεί ποτέ, τίποτε, από κανένα.

Εν αντιθέσει προς τους μηδέποτε αφικομένους βαρβάρους του Κ. Καβάφη, οι Τάταροι του Ντ. Μπουτσάτι ενεφανίσθησαν, πράγματι, ante portas· εντός των θυρών, όμως, η επάρκεια των φρουριακών οχυρώσεων και η νοητική διαύγεια υπερασπιστών και επιτελείου έβαιναν, συν τω χρόνω, ελαττούμενες. Τι μπορεί να γίνει τώρα για να μην οδηγηθούμε σε οδυνηρές υποχωρήσεις, οι οποίες θα βαπτισθούν «αμοιβαίως επωφελείς διευθετήσεις», παρ’ όλο που θα πρόκειται για ένα ακόμη βήμα στην βασανιστική πορεία μας από την δορυφοροποίηση προς την ασημαντότητα; Όχι πολλά· έστω, τα προφανή και χρειώδη, ας γίνουν, δίχως κατ’ ανάγκην να δημοσιοποιηθούν, πριν είναι αργά, αν δεν είναι πλέον αργά, που μάλλον είναι -προ πολλού- αργά.

* Ο Νικόλαος Διακίδης είναι διεθνολόγος – στρατηγικός αναλυτής

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL