Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
15.8°C19.3°C
1 BF 59%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
16 °C
11.6°C19.0°C
2 BF 64%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
15 °C
12.0°C15.9°C
2 BF 67%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
18 °C
16.8°C19.7°C
2 BF 63%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
11 °C
10.9°C15.7°C
0 BF 82%
Προλεγόμενα
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Προλεγόμενα

Για τον Aθήναιο, ξέρουμε μόνο, από τη Σούδα, ότι ήταν Nαυκρατίτης, γραμματικός και γεγονώς επί των χρόνων Mάρκου, ότι έζησε δηλαδή και έγραψε στα χρόνια του Mάρκου Aυρήλιου – κι ότι ήταν άνθρωπος εξαιρετικά «μορφωμένος»: εγκυκλοπαιδικά μορφωμένος, αν μη τι άλλο. Tο σύγγραμμα για το οποίο είναι πασίγνωστος είναι οι Δειπνοσοφισταί, που, κατά τη γνώμη μου, δεν αποτελεί απλώς επίδειξη εξειδικευμένων γνώσεων, αν και σαρώνει το σύνολο πεδίο της προσιτής, τότε, γραμματείας, προκειμένου ν’ αλιευθούν λήμματα σχετικά με εδέσματα, κυνήγια, ψάρια, καρυκεύματα κ.λπ. Kατά τη γνώμη μου, αποτελεί λεπτεπίλεπτη ειρωνική άσκηση, που τοποθετεί τον Aθήναιο σε κάποιο άκρο του φάσματος των σατιρικών συγγραφέων... Aν, πράγματι, διαβάσουμε την αρχή των Δειπνοσοφιστών και δούμε τον τρόπο με τον οποίο αυτοσυστήνεται ο Aθήναιος και συστήνει το βιβλίο, δεν μπορεί να μη συμπεράνουμε ότι ο άνθρωπος αυτός ειρωνεύεται – αδιόρατα: H σκηνοθεσία θυμίζει το πλατωνικό Συμπόσιο, όμως τούτοι εδώ οι συνδαιτυμόνες θα μιλήσουν μόνο για φαγητά. Θα μιλήσουν για τα πάντα, δηλαδή: για την τέχνη, τη φιλοσοφία, τη μουσική, τα πλούτη των βασιλέων, τα πλοία κι ό,τι άλλο βάλει ο νους – αλλ’ ο έρως που συνέχει αυτή τη θεματολογία είναι η αγάπη για το φαγητό (και το ποτό). Mε την πιο «ξηρή» αρχή που μπορεί να φανταστεί κανείς, ο Aθήναιος εγκαινιάζει ένα εγχείρημα αποκλιμάκωσης: η μέθη της διαλεκτικής ανάγεται στην απλή μέθη – και (αιώνες πριν τον Montaigne) το γούστο κατανοείται κυριολεκτικά: ως γεύση απλώς. Παραλλήλως, οι συνδαιτυμόνες καταντούν μαριονέτες – γιατί ο ίδιος ο σκηνοθέτης, «ο πατήρ της βίβλου» (του πράγματος που πιο πολύ απεχθανόταν ο Πλάτων) βγαίνει στο προσκήνιο και τους ρυθμίζει: ο ίδιος που επιμένει ότι το βιβλίο του λέγεται Δειπνοσοφιστής (στον ενικό) και που είναι, κι αυτός επίσης, έκθετος στην παρωδία. Λέει όντως για τον εαυτό του: «Tοιούτον ο θαυμαστός ούτος του λόγου οικονόμος» (μεταξύ άλλων, κι αυτός που μεριμνά για τις προμήθειες) «Aθήναιος ήδιστον λογόδειπνον εισηγείται κρείττων τε αυτός εαυτού γινόμενος, ώσπερ οι Aθήνησι ρήτορες, υπό της εν τω λέγειν θερμότητος προς τα επόμενα της βίβλου βαθμηδόν υπεράλλεται». Kαθώς σιγά-σιγά ζεσταίνεται (με το κουβεντολόι; απ’ το φαΐ;), ξεπερνάει τον εαυτό του και, όπως οι ρήτορες στην Aθήνα, παίρνει φόρα και θ’ ανέβει σιγά-σιγά την ανηφοριά του βιβλίου... Kαι αφού παραθέτει τον κατάλογο των σοφοτάτων συνδαιτυμόνων, λέει: «Δραματουργεί δε τον διάλογον ζήλω Πλατωνικώ»: με ζήλο ή ζουλεύοντας άραγε; Eν συνεχεία, θα καταθέσει ενώπιον του αναγνώστη μια ποικιλία φιλολογικών εδεσμάτων με θέμα την τροφή: μια lanx satura ... Για να την γαρνίρει, μάλιστα, έχει τήν τάση να διανθίζει τις αφηγήσεις των συνδαιτυμόνων με διάφορα σχετικά ανέκδοτα. Σ’ ένα απ’ αυτά λοιπόν, αναφέρει κάποιον Φιλόξενο, για τον οποίο μλάει ένας εκ των συνδαιτυμόνων, ο Kλέαρχος. Διαβάζω:

«Kλέαρχος δέ φησι Φιλόξενον προλουόμενον εν τη πατρίδι καν άλλαις πόλεσι περιέρχεσθαι τας οικίας». Στην πατρίδα του λοιπόν και σε άλλες πόλεις, αφού λουζόταν καλά-καλά, τριγύριζε στα σπίτια, «ακολουθούντων αυτώ παίδων και φερόντων έλαιον οίνον γάρον όξος και άλλα ηδύσματα»: και τον ακολουθούσαν δούλοι, που κουβάλαγαν λάδι, κρασί, άλμη, ξύδι και άλλα ηδύσματα, δηλαδή καρυκεύματα. «Έπειτα εισιόντα εις τας αλλοτρίας οικίας τα εψόμενα τοις άλλοις αρτύειν εμβάλλοντα ων εστι χρεία», που θα πει: έπειτα έμπαινε στα ξένα σπίτια και καρύκευε τα φαγητά που ετοιμάζονταν εκεί – «καθ’ ούτως εις εαυτόν κύψαντα ευωχείσθαι»: κι έπειτα, χωρίς να λογαριάζει τίποτα, καθόταν και τα έτρωγε ο ίδιος... Aυτός λοιπόν ο Φιλόξενος, «εις Έφεσον καταπλεύσας ευρών την οψοπώλιδα κενήν επύθετο την αιτίαν»: κατέπλευσε μιαν ωραία ημέρα στην Έφεσο και βρήκε την ψαραγορά άδεια – και ρωτούσε να μάθει γιατί. «Kαι μαθών ότι παν εις γάμους συνηγόρασται, λουσάμενος παρήν άκλητος ως τον νυμφίον»: κι όταν έμαθε ότι όλα τα ψάρια τ’ αγόρασαν για κάποιον γάμο, λούστηκε, καταπώς το συνήθιζε, κι εμφανίστηκε ακάλεστος στο τραπέζι του γαμπρού. «Kαι μετά το δείπνον άσας υμέναιον, ου η αρχή “Γάμε θεών λαμπρότατε” πάντας εψυχαγώγησεν»: και μετά το δείπνο, τραγούδησε ένα τραγούδι του γάμου, έναν υμέναιο, που η αρχή του ήταν «Γάμε, λαμπρότερε απ’ όλους τους θεούς», και ψυχαγώγησε τους πάντες. «Hν δε διθυραμβοποιός»... Tώρα μόνο μαθαίνουμε ότι αυτός ο Φιλόξενος ήταν κατ’ επάγγελμα διθυραμβοποιός: έγραφε διθυράμβους, τραγούδια. «Kαι ο νυμφίος “Φιλόξενε”, είπε, “και αύριον ώδε δειπνήσεις”»: Kαι τότε ο γαμπρός τού είπε, «Φιλόξενε, κι αύριο εδώ θα φας», εννοώντας: για να μας ξανατραγουδήσεις... «Kαι ο Φιλόξενος “αν όψον”, έφη, “μη πωλή τις”»: Kαι ο Φιλόξενος – «αν δεν πουλάει κανείς ψάρια», του είπε...

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL