Live τώρα    
12°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σποραδικές νεφώσεις
12 °C
9.6°C12.6°C
3 BF 77%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
12 °C
10.5°C13.2°C
3 BF 67%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
12 °C
11.6°C12.6°C
2 BF 77%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
14 °C
13.3°C14.9°C
2 BF 69%
ΛΑΡΙΣΑ
Αυξημένες νεφώσεις
11 °C
10.9°C11.3°C
4 BF 82%
Δοκίμιο για την Υπερβατολογική Φιλοσοφία
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Δοκίμιο για την Υπερβατολογική Φιλοσοφία

Μετάφραση: Αλέξανδρος Δασκαλάκης

Εάν είναι αληθές ότι κάθε ον [Wesen] πασχίζει, όσο μπορεί, να διατηρήσει και να επεκτείνει την ύπαρξή [Dasein] του, και αν η ύπαρξη ενός σκεπτόμενου όντος [denkenden Wesens] εντοπίζεται στη σκέψη [Denken] (σύμφωνα με την καρτεσιανή πρόταση: cogito, ergo sum), τότε πολύ φυσικά συνεπάγεται ότι κάθε σκεπτόμενο ον πρέπει να πασχίσει όσο περισσότερο μπορεί για να σκεφτεί. Δεν είναι δύσκολο να αποδειχτεί ότι όλες οι ανθρώπινες ορμές [menschlichen Triebe], εφόσον είναι ανθρώπινες, μπορούν να αναλυθούν σε μιαν απλή ορμή για σκέψη· κάτι που θα φυλάξω όμως για να το αναλύσω σε άλλη περίσταση. Ακόμα και αυτοί που περιφρονούν τη σκέψη, αν παρατηρήσουν προσεκτικά τον εαυτό τους, οφείλουν να παραδεχτούν αυτή την αλήθεια. Απλούστατα, όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες είναι, λίγο ώς πολύ, σκέψη.

Ωστόσο, από τη στιγμή που η δική μας σκεπτόμενη ουσία [denkendes Wesen] είναι περιορισμένη, το ίδιο συμβαίνει και μ’ αυτή την ορμή, αν όχι αντικειμενικά, τουλάχιστον υποκειμενικά. Επομένως εμφανίζεται εδώ ένα ανώτατο όριο [Maximum] το οποίο δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε (χωρίς να λαμβάνουμε υπ’ όψη μας τα υπόλοιπα εξωτερικά εμπόδια), αν και μπορούμε να το αποφύγουμε από αμέλεια· ως εκ τούτου, το σκεπτόμενο ον δεν πασχίζει μόνο να σκεφτεί εν γένει (überhaupt), αλλά μάλλον να αγγίξει αυτό το όριο με την σκέψη. Συνεπώς, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός πως οι επιστήμες, πέρα από το έμμεσο όφελος που έχουν για την ανθρώπινη ζωή, έχουν και ένα άμεσο εφαρμόζοντας αυτή την ικανότητα του σκέπτεσθαι (Denkungsvermögen).

Ωστόσο, υπάρχουν μόνο δύο επιστήμες με την πλήρη σημασία του όρου, που στηρίζονται δηλαδή σε a priori αρχές [pricipia a priori]: τα Μαθηματικά και η Φιλοσοφία. Τα υπόλοιπα γνωστικά αντικείμενα εισέρχονται στο πεδίο της επιστήμης μόνο στο μέτρο που συμπεριλαμβάνουν αυτές τις δύο. Τα Μαθηματικά ορίζουν τα αντικείμενά τους a priori μέσα από την κατασκευή· αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ικανότητα του σκέπτεσθαι να παράγει από τον εαυτό της τη μορφή και το περιεχόμενο της σκέψης της. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τη Φιλοσοφία· εκεί η διάνοια (Verstand) παράγει από τον εαυτό της μόνο τη μορφή της σκέψης· όμως τα αντικείμενα πάνω στα οποία θα εφαρμοστεί πρέπει να της δοθούν εξωτερικά.

Συνεπώς η ερώτηση που προκύπτει είναι η εξής: με ποιον τρόπο είναι εφικτή η Φιλοσοφία ως καθαρή a priori γνώση; Ο σπουδαίος Καντ έθεσε αυτό το ερώτημα στην Κριτική του καθαρού Λόγου και το απάντησε ο ίδιος αποδεικνύοντας ότι η φιλοσοφία πρέπει να είναι υπερβατολογική εάν θέλει να έχει κάποια χρήση· δηλαδή, ότι πρέπει να είναι ικανή να σχετίζεται a priori με τα αντικείμενα εν γένει· γι’ αυτό ονομάζεται υπερβατολογική φιλοσοφία. Συνεπώς, πρόκειται για επιστήμη η οποία σχετίζεται με αντικείμενα, τα οποία ορίζονται από a priori και όχι από επιμέρους a posteriori συνθήκες της εμπειρίας· αυτό διαχωρίζει την υπερβατολογική φιλοσοφία τόσο από τη Λογική, η οποία σχετίζεται γενικά με αντικείμενα που δεν έχουν προσδιορισμούς, όσο και από τη Φυσική, η οποία αναφέρεται σε αντικείμενα που ορίζονται από την εμπειρία. Για να ξεκαθαρίσω αυτό το σημείο θα χρησιμοποιήσω μερικά παραδείγματα. Η πρόταση «το Α είναι Α» ή ένα πράγμα είναι ίσο με τον εαυτό του ανήκει στη Λογική· επειδή «Α» σημαίνει εδώ γενικά ένα πράγμα, το οποίο μπορεί να προσδιοριστεί αλλά δεν έχει οριστεί ακόμα από καμία a priori ή aposteriori συνθήκη· είναι συνεπώς αληθές για κάθε πράγμα χωρίς καμία διάκριση. Ωστόσο, η πρόταση «το χιόνι είναι λευκό» ανήκει στη Φυσική, επειδή τόσο το υποκείμενο (χιόνι) όσο και το κατηγόρημα (λευκό) αποτελούν αντικείμενα της εμπειρίας. Αντίθετα, η πρόταση «κάθε μεταβολή (συμβεβηκός [Akzidenz]) συνδέεται αναγκαστικά με κάτι σταθερό στον χρόνο (υπόσταση [Substanz])» δεν ανήκει στη Λογική· επειδή το υποκείμενο και το κατηγόρημα δεν είναι αντικείμενα χωρίς προσδιορισμό, δηλαδή αντικείμενα εν γένει· αντίθετα, το υποκείμενο ορίζεται σαν κάτι σταθερό στον χρόνο και το κατηγόρημα σαν κάτι που μεταβάλλεται. Όμως, αυτή η πρόταση δεν ανήκει ούτε στη Φυσική, παρ’ ότι τα αντικείμενα είναι πράγματι προσδιορισμένα, επειδή ορίζονται από a priori προσδιορισμούς (του χρόνου, ο οποίος είναι μια a priori μορφή). Ανήκει συνεπώς στην υπερβατολογική φιλοσοφία. Οι προτάσεις της Λογικής είναι αναλυτικές (η βασική τους αρχή [Prinzip] είναι η αρχή [Satz] της μη-αντίφασης), ενώ οι προτάσεις της Φυσικής είναι συνθετικές a posteriori (το υποκείμενο συνδέεται με το κατηγόρημα σε μια πρόταση, επειδή η αντίληψη τα εμφανίζει ενωμένα στον χώρο και στον χρόνο)· η αρχή στην οποία υπακούουν (αρχικά, ως απλά αντικείμενα της αντίληψης, πριν μετατραπούν, με τη συνδρομή των εννοιών που κατέχει η νόηση, σε προτάσεις της εμπειρίας) είναι ο συνδυασμός των ιδεών. Οι προτάσεις της υπερβατολογικής φιλοσοφίας είναι κι αυτές συνθετικές, όμως η αρχή τους δεν βασίζεται στην εμπειρία (αντίληψη)· μάλλον ισχύει το αντίστροφο: αποτελούν τις αρχές ή τους αναγκαίους όρους της εμπειρίας με βάση τους οποίους ό,τι εμφανίζεται στην αντίληψη ως απλό είναι, να είναι αναγκαστικά.

Αυτό το επιτυγχάνουμε με τον ακόλουθο τρόπο: αρχικά, θεωρούμε αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι κατέχουμε ένα σύνολο εμπειρικών προτάσεων, δηλαδή προτάσεων οι οποίες δεν περιέχουν μια τυχαία, αλλά μια αναγκαία σύνδεση ανάμεσα στο υποκείμενο και στα αντικείμενα της αντίληψης. Για παράδειγμα, «η φωτιά θερμαίνει το σώμα», «ο μαγνήτης έλκει το σίδερο» και ούτω καθεξής. Ωστόσο, από αυτές τις επιμέρους προτάσεις κατασκευάζουμε μια γενική πρόταση [allgemeine Satz]: εάν τεθεί το ένα (Α), τότε πρέπει αναγκαστικά να τεθεί και το άλλο (Β). Τώρα, κάποιος μπορεί να σκεφτεί ότι αυτή η γενική πρόταση παράγεται με επαγωγή, αφού προϋποθέτουμε ότι θα επαληθευτεί από μια πλήρη επαγωγή. Όμως, από τη στιγμή που η επαγωγή που εφαρμόζουμε δεν μπορεί ποτέ να είναι πλήρης, η πρόταση που παράγεται μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο μέχρι το σημείο που φτάνει η επαγωγή. Ωστόσο, βαθύτερη εξέταση αποκαλύπτει ότι μια γενική υπερβατολογική πρόταση συμπεριφέρεται αρκετά διαφορετικά· μια τέτοια πρόταση είναι καθ’ εαυτήν ένα γενικό a priori, πριν από τις επιμέρους εμπειρίες, αφού δεν θα μπορούσαμε να έχουμε καμία εμπειρία (υποκειμενικές αντιλήψεις που σχετίζονται με αντικείμενα) χωρίς αυτήν, όπως θ’ αποδειχτεί από την παρούσα εργασία μας. Κατά συνέπεια, αντί να παράγουμε αυτή την πρόταση από την εμπειρία, παράγουμε την εμπειρία απ’ αυτήν, αφού αποτελεί όρο της εμπειρίας.

Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι είναι αληθές πως αυτή η πρόταση, στις επιμέρους περιπτώσεις που τη συναντάμε, δεν ανήκει στην απλή αντίληψη· δηλαδή σε μια υποκειμενική σύνδεση ανάμεσα σε ένα υποκείμενο και σε ένα κατηγόρημα, αλλά σε μια εμπειρία, δηλαδή σε μια αντικειμενική σύνδεση. Όμως, δεν μπορεί παρά να είναι μια επιμέρους πρόταση, δηλαδή μπορεί να είναι αληθής μόνο για συγκροτημένες [gemacht] εμπειρίες, ενώ δεν είναι a priori αληθής για όσες δεν έχουν ακόμα συγκροτηθεί. Έτσι, για παράδειγμα, παρ’ ότι η πρόταση «η ευθεία είναι η συντομότερη οδός μεταξύ δύο σημείων» είναι αντικειμενική, εντούτοις είναι αληθής μόνο για την ευθεία γραμμή και δεν είναι γενικά αληθής για όλα τα αντικείμενα που μπορούν να κατασκευαστούν. Αυτό συμβαίνει επειδή η πρόταση δεν βασίζεται στους γενικούς όρους συγκρότησης αλλά μόνο σ’ αυτή την επιμέρους κατασκευή. Θα μπορούσε η πρόταση «εάν κάτι δίνεται στην εμπειρία, τότε αναγκαστικά πρέπει να δίνεται και κάτι άλλο» να είναι αληθής μόνο γι’ αυτή την επιμέρους εμπειρία και όχι για την εμπειρία εν γένει; Ό,τι ακολουθεί αποτελεί απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση: η προϋπόθεση είναι αδύνατη, διότι αυτό σημαίνει ότι η πρόταση θα έπρεπε να διαμορφωθεί ως εξής· «μερικά [einige] αντικείμενα της εμπειρίας συγκροτούνται με τέτοιο τρόπο ώστε όταν τεθεί το ένα, να τεθεί αναγκαστικά και το άλλο». Όμως, σε αυτή την περίπτωση, οι όροι μέσα από τους οποίους ορίζονται αυτά τα αντικείμενα και διακρίνονται από όλα τα υπόλοιπα αντικείμενα στα οποία δεν αναφέρεται αυτή η πρόταση θα έπρεπε επίσης να προσφέρονται στην αντίληψη. Θα έπρεπε οι επιμέρους εμπειρίες (η φωτιά θερμαίνει το σώμα κ.λπ.) να προκύπτουν από τη σύγκριση των όρων τους με τους προσδιορισμούς που εκφέρονται στην πρόταση και από την κρίση που δείχνει ότι ταυτίζονται. (Επειδή, εάν αυτά τα αντικείμενα έμεναν χωρίς προσδιορισμό στην ίδια την πρόταση, τότε δεν θα είχαμε στη διάθεσή μας κανένα κριτήριο για να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι αυτές οι επιμέρους περιπτώσεις ανήκουν σ’ εκείνες στις οποίες αναφέρεται η πρόταση· έτσι δεν θα μπορούσαμε σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιήσουμε την πρόταση.) Όμως, η νόηση (ως η ικανότητα που θέτει κανόνες) δεν είναι ταυτόχρονα και η ικανότητα των εποπτειών· ως εκ τούτου η πρόταση ή ο κανόνας δεν μπορεί να σχετιστεί με τους επιμέρους προσδιορισμούς που παρέχει η αντίληψη αλλά πρέπει να σχετιστεί με την αντίληψη εν γένει. Πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε στην αντίληψη ένα γενικό a priori (επειδή αν αυτή η γενικότητα ήταν ένας a posteriori προσδιορισμός, τότε δεν θα μπορούσαμε ποτέ να άρουμε τη δυσκολία). Πράγματι, αυτό το βρίσκουμε στην έννοια του χρόνου, η οποία είναι μια γενική μορφή ή όρος κάθε αντιληπτικού γεγονότος και η οποία συνεπώς πρέπει να συνοδεύει όλα τα αντιληπτικά γεγονότα. Άρα η εν λόγω πρόταση μπορεί να διαμορφωθεί ως εξής: «αυτό που προηγείται [das Vorgehende] ορίζει στον χρόνο αυτό που έπεται [das Folgende]». Αναφέρεται συνεπώς σε ένα γενικό a priori, δηλαδή στον χρόνο. Απ’ αυτό προκύπτει ότι οι προτάσεις της υπερβατολογικής φιλοσοφίας αναφέρονται αρχικά σε προσδιορισμένα αντικείμενα (όχι όπως οι προτάσεις της Λογικής σ’ ένα αντικείμενο εν γένει), άρα και στις εποπτείες· και στη συνέχεια αναφέρονται σε a priori προσδιορισμένα αντικείμενα (αντίθετα από τις προτάσεις της Φυσικής). Οι προτάσεις της υπερβατολογικής φιλοσοφίας πρέπει είτε να είναι γενικές είτε να μην είναι καθόλου.

Ο σπουδαίος Καντ μάς παρέχει μια πλήρη ιδέα της υπερβατολογικής φιλοσοφίας (αν και όχι ολόκληρης αυτής της επιστήμης) στο αθάνατο έργο του Κριτική του καθαρού Λόγου. Στόχος μου σ’ αυτήν τη μελέτη είναι να αναδείξω τις σημαντικότερες αλήθειες αυτής της επιστήμης. Ασφαλώς, βαδίζω στα χνάρια του ιδιοφυούς φιλοσόφου· όμως (όπως θα παρατηρήσει ο αμερόληπτος αναγνώστης) δεν τον αντιγράφω. Προσπαθώ, όσο περισσότερο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, να τον εξηγήσω, ενώ υπάρχουν και στιγμές που κάνω κάποιες παρατηρήσεις [Anmerkungen] γι’ αυτόν. Ειδικότερα, παραθέτω για τον σκεπτόμενο αναγνώστη τις ακόλουθες παρατηρήσεις προς εξέταση. Πρώτον, τη διάκριση ανάμεσα στην απλή a priori γνώση και στην καθαρή a priori γνώση και τη δυσκολία που απορρέει σχετικά με την τελευταία. Δεύτερον, την παρέκκλισή μου από την καταγωγή των συνθετικών προτάσεων λόγω της ατέλειας που παρουσιάζει η γνώση μας. Τρίτον, τις αμφιβολίες που εκφράζω σχετικά με το ερώτημα quid facti?, για το οποίο η αντίρρηση του Χιουμ μοιάζει αδιάψευστη. Τέταρτον, το στοιχείο που δίνω για την απάντηση στο ερώτημα quid juris? και η εξήγηση για τη δυνατότητα μιας μεταφυσικής εν γένει, μέσα από την αναγωγή των εποπτειών στα στοιχεία τους· στοιχεία τα οποία αποκαλώ ιδέες της νόησης [Verstandsideen]. Ο αναγνώσεις θα βρει τις υπόλοιπες παρατηρήσεις στη θέση που τους αναλογεί. Σε ποιο βαθμό είμαι καντιανός, αντι-καντιανός, και τα δύο μαζί ή τίποτε από τα δύο, το αφήνω στην κρίση του στοχαστικού αναγνώστη. Προσπάθησα, όσο μπορούσα, να αποφύγω τις δυσκολίες αυτών των δύο αντίθετων συστημάτων (κάτι που ήθελα να δείξω και με τη φράση που παρέθεσα στην αρχή του βιβλίου [σημ. «η Σκύλλα είναι στο δεξί πλευρό, στ’ αριστερά η Χάρυβδη η αμείλικτη», Βιργίλιος, Αινειάδα, ΙΙΙ, v. 420]). Για το πόσο μακριά έφτασα θα αποφασίσουν άλλοι.

Σε ό,τι αφορά στο ύφος και στην παρουσίαση του γραπτού μου, πρέπει να παραδεχτώ με ειλικρίνεια ότι παρουσιάζουν ελλείψεις (αφού δεν είμαι Γερμανός ούτε έχω εκπαιδευτεί στο γραπτό δοκίμιο). Δεν θα είχα θελήσει ποτέ να δημοσιεύσω αυτό το γραπτό αν κάποιοι βαθύτατοι γνώστες, στους οποίους το έδωσα για να το μελετήσουν, δεν με διαβεβαίωναν ότι παρά τα εκφραστικά μου λάθη παραμένω κατανοητός. Σε κάθε περίπτωση, δεν γράφω για τους αναγνώστες που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στο ύφος παρά στο ίδιο το περιεχόμενο. Επιπλέον, αυτό το έργο αποτελεί μονάχα μια δοκιμή [Versuch] την οποία διατίθεμαι να ολοκληρώσω στο μέλλον. Εάν υπάρξει κάποιος που να έχει αντίρρηση, πέρα από το ύφος και την οργάνωση, με την ουσία αυτού που γράφω, θα είμαι πάντοτε έτοιμος είτε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου είτε να παραδεχτώ το λάθος μου. Το πρωταρχικό μου κίνητρο είναι απλούστατα η πρόοδος γύρω από τη γνώση [Erkenntnis] της αλήθειας· και σε όποιον είναι οικεία αυτή η κατάσταση θα διαπιστώσει από μόνος του ότι δεν έχω αξιώσεις για κάτι άλλο στη γη. Συνεπώς, οποιαδήποτε μομφή για το ύφος μου δεν θα ήταν μόνο άδικη, αφού εγώ ο ίδιος παραδέχτηκα την αδυναμία μου, αλλά και τελείως ανώφελη· διότι η απάντησή μου σε τέτοιες κατηγορίες θα είναι γραμμένη στο ίδιο ύφος, πράγμα που θα μας οδηγούσε σε ένα progressum in infinitum [παραγωγή επ’ άπειρον].

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL