Live τώρα    
17°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
17 °C
13.1°C18.0°C
0 BF 55%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αυξημένες νεφώσεις
16 °C
14.6°C17.3°C
2 BF 63%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
14 °C
13.0°C14.4°C
1 BF 77%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
14 °C
13.8°C16.1°C
2 BF 54%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
10 °C
9.9°C13.4°C
1 BF 81%
Σχετικά με το νόημα της εγελιανής Επιστήμης της Λογικής
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Σχετικά με το νόημα της εγελιανής Επιστήμης της Λογικής

Bruno Haas

(Ο Μπρούνο Χάας είναι καθηγητής Φιλοσοφίας και Ιστορίας της Τέχνης στο παν/μιο της Δρέσδης και στο παν/μιο Paris1 Panthéon-Sorbonne. Το κείμενο γράφτηκε για τις Υποτυπώσεις.)

Χάρη στον Πίρμιν Στέκελερ-Βάιτχοφερ, τον συνεργάτη του Ρόμπερτ Μπράντομ και άλλους μπορούμε πια να ξανασυζητάμε τη Λογική τού Χέγκελ ακόμα και ξέχωρα από το υπόλοιπο έργο τού φιλοσόφου. Αρκετοί που ασχολούνται με την Αναλυτική Φιλοσοφία ή τη Φαινομενολογία την απορρίπτουν. Αυτό, όμως, μπορούμε να το αποδώσουμε στο ότι θέτει υπό αμφισβήτηση και απειλεί προσφιλείς και βολικές προκαταλήψεις. Πρόσβαση στη Λογική τού Χέγκελ μπορούμε να αποκτήσουμε μόνο αν συμφωνήσουμε στο τι ακριβώς πραγματεύεται. Ήδη ο τίτλος Επιστήμη της Λογικής προειδοποιεί πως δεν πρόκειται για κλασική Λογική και, πολύ περισσότερο, για μάθημα προτασιακού λογισμού (logischen Kalkül). Γίνεται σαφές πως ο Χέγκελ συνεισφέρει σε άλλο πεδίο από αυτό στο οποίο κινείται η παραδοσιακή Λογική. Χρησιμοποιώντας σύγχρονους όρους η Επιστήμη της Λογικής είναι μια μεταθεωρία. Μόνο που στον Χέγκελ δεν υπάρχει (ή υπάρχει πολύ περιφερειακά) τέτοιου είδους χρήση τού ελληνικού «μετά», δηλαδή δεν ορίζεται κάτι, για πρακτικούς λόγους, μέσα απ’ αυτό που προηγήθηκε. Όταν, λοιπόν, υπάρχουν τόσο βαθιές διαφορές στο πώς τίθεται το ζήτημα και συνάμα τόσες επιφανειακές ομοιότητες με έργα που έχουν τη λέξη λογική στον τίτλο τους, δεν είναι να απορούμε για την απέχθεια και την παρανόηση που έχουν δυσκολέψει πολύ τον διάλογο.

Όπως ήδη έχει παρατηρήσει ο Ρόμπερτ Πίπιν, η Λογική τού Χέγκελ μπορεί να εκληφθεί ως επέκταση της Υπερβατικής Λογικής τού Καντ. Αυτή, σύμφωνα με τον Καντ, έρχεται σε σύγκρουση με άλλες Λογικές διότι δεν εξετάζει τον λόγο (Rede) μόνο σε σχέση με τους εγγενείς νόμους του, αλλά εξειδικεύει τον λόγο με βάση το «αντικείμενο γενικά (Gegenstand überhaupt)». Παράξενη εξειδίκευση αυτή με βάση το «αντικείμενο γενικά», δηλαδή σπάνια και άρα άχρηστη, ενδεχομένως σκέτη ανοησία (Βιτγκενστάιν). Αλλά, αν εννοήσουμε ως λογική του «αντικειμένου γενικά» την επιτομή εκείνων των λογικών μορφών με τις οποίες σχηματίζεται με τη μεσολάβηση του λόγου (Diskurs), δηλαδή αυτών στις οποίες αναφερόμενοι το πραγματώνουμε, τότε η Υπερβατική Λογική μπορεί να γίνει κάτι με το οποίο έχει νόημα να ασχοληθούμε και το οποίο η παραδοσιακή Λογική πιθανότατα δεν πραγματεύεται και ούτε πρόκειται να το κάνει. Αυτό φαίνεται από τις ζωηρές συζητήσεις για τη δυνατότητα ειδικών όρων, τους οποίους ενδεχομένως να μην μπορεί να εξηγήσει κανείς παρά μόνο δείχνοντας, δηλαδή προσφεύγοντας σε πέραν της λογικής αποδείξεις.

Στην Επιστήμη της Λογικής ο λόγος (Diskurs) αντιμετωπίζεται εξαρχής ως κάτι που έχει, με τον τρόπο που παρουσιάζεται και χρησιμοποιείται, επιτελεστική δράση και άρα σχετίζεται πάντα με το ίδιο το Είναι, δεν το περιγράφει απλώς. Κάθε φράση, κάθε πρόθεση, κάθε διατύπωση είναι πάντα ταυτοχρόνως η αρχή και το τέλος του Είναι και για τον λόγο αυτόν προκαλεί ορισμένα αποτελέσματα που το καθένα από αυτά μπορούμε να το δούμε και να το μελετήσουμε. Ένα από αυτά τα αποτελέσματα είναι η ίδια η αναφορά (die Referenz selbst). Στην πραγματικότητα,το φαινόμενο της αναφοράς είναι αρκετά αινιγματικό και μπορεί να αναρωτηθεί κανείς ποιο είναι αυτό το δομικό χαρακτηριστικό που την ξεχωρίζει από όλα τα άλλα στοιχεία του γραπτού ή προφορικού λόγου ώστε αυτή μόνο να κατασκευάζει, σε μεγάλο βαθμό, το νόημά του και να διευκολύνει το να γίνεται κατανοητός έτσι που κάθε άλλου είδους, μη-λεκτικής μορφής, αναφορά να εκλαμβάνεται ως παράγωγο της. Κατά τον Χέγκελ, ο γραπτός ή προφορικός λόγος διαφέρει από οτιδήποτε άλλο εξαιτίας τού ότι αυτός μόνο μπορεί να θέσει την αντίφαση (Widerspruch)· αυτό κανένας άλλος από όσους σύγχρονούς μας έχουν ασχοληθεί με τη Λογική κατ’ ουσίαν δεν το έχει αμφισβητήσει: επειδή, στην πραγματικότητα, αυτή προκύπτει όταν μία κρίση (Urteil) ή μια πρόταση έρχονται σε αντίθεση με τον ίδιο τον εαυτό τους έτσι ώστε να ίσχυε ακριβώς το ίδιο αν δεν είχε επικαλεσθεί κανείς παρόμοια κρίση ή ακόμα κι όταν η κρίση φαίνεται λάθος. Σε άλλη περίπτωση, μια αντίθετη κατάσταση πραγμάτων θα έμοιαζε τερατούργημα. Η ανακάλυψη του Χέγκελ δεν βασίζεται παρά στην απλούστατη διαπίστωση πως μια κατ’ ουσίαν αντιφατική κρίση, ακόμα και λάθος να είναι, εξακολουθεί να θεωρείται γεγονός και πως τέτοιου είδους γεγονότα υπάρχουν πάρα πολλά στον κόσμο των ανθρώπων, μια και πολλά αντικείμενα της ανθρώπινης εμπειρίας βασίζονται σε κρίσεις και μάλιστα σε κρίσεις που αντιφάσκουν μεταξύ τους. Άφθονες τέτοιου είδους αντιφατικές κρίσεις μπορεί να διακρίνει κανείς π.χ. στον τρόπο χάραξης μιας ευρωπαϊκής πολιτικής η οποία, υπό το πέπλο μιας αφηρημένης έννοιας δικαιοσύνης και προς όφελος μιας δυσανάλογα ισχυρής οικονομικής μειοψηφίας, καταστρέφει ολόκληρους λαούς.

Στην πραγματικότητα, η Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ ελάχιστα ασχολείται με παρόμοια φλέγοντα ζητήματα· απλώς πραγματεύεται τις υποκείμενες λογικές δομές τους. Ένα από τα σημαντικότερα αποτελέσματα αυτής της επιλογής ίσως είναι το ότι έτσι δίνεται η δυνατότητα σχηματισμού μιας προτασιακής αναφοράς (propositioneller Referenz), πως η σκέψη υπό τη μορφή κρίσης όχι απλώς μπορεί να αντιλέγει (όπως θεωρούν όλοι) αλλά όντως αντιφάσκει. Η αντίφαση παρουσιάζεται έτσι όχι σαν εμπόδιο στον δρόμο προς μιαν έγκυρη αναφορά αλλά ως προϋπόθεση απολύτως απαραίτητη για να πετύχουμε τον στόχο αυτόν. Αν από αυτό εξάγουμε το συμπέρασμα, διδάσκει ο Χέγκελ, πως μπορούμε να αντιφάσκουμε όσο θέλουμε και ταυτοχρόνως να λέμε αλήθειες, τότε, βεβαίως, ποτέ δεν θα πετύχουμε μιαν έστω ελάχιστη συνεννόηση. Ο Χέγκελ υποστηρίζει μια δομική συνάφεια μεταξύ αντίφασης και αναφοράς· ποια, όμως, μπορεί να είναι αυτή η συνάφεια δεν είναι, δυστυχώς, τόσο απλό να το βρούμε. Η αντίφαση προϋποθέτει τέτοια διάλυση του συλλογισμού ώστε, όπως λέει ο Χέγκελ, η συγκεκριμένη σκέψη «καταποντίζεται (zugrundegeht)1» δηλαδή σχετίζεται με κάτι πέραν αυτής για να βρει σε αυτόν τον συσχετισμό το θεμέλιο (Grund) όπου μπορεί να στηριχθεί. Αυτή η θέση, που είναι απολύτως αποδεδειγμένο ότι ενυπάρχει στη Λογική, μπορεί να αποτελέσει και αφετηρία για μια θεωρία της ψυχής, μια και σε έναν βαθμό η «προθετικότητα (Intentionalität)» είναι αναγκαία για τη «συνείδηση ενός πράγματος», δηλαδή τη βρίσκουμε σε κάθε σχέση αναφοράς. Το να χρησιμοποιούμε τη θεωρία του Χέγκελ για την αναφορά σημαίνει πως η ψυχή την οποία «σκοπίμως» έχουμε συλλάβει με τον συγκεκριμένο τρόπο οφείλει την ύπαρξη της στο συγκεκριμένο γεγονός, πως μπορεί η ίδια να αντιφάσκει στον εαυτό της· δηλαδή, για να το αναδιατυπώσουμε ριζικά: αυτή είναι η πραγματική αντίφαση. Αυτό το ανακάλυψε και το απέδειξε ο Λακάν επεκτείνοντας τη θεωρία τού Φρόυντ.

Η Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ έχει πολλές ιδιαιτερότητες τις οποίες μπορούν να αντιληφθούν και όσοι δεν είναι ειδικοί. Μια από αυτές είναι η κριτική του Χέγκελ στο παράδειγμα της προέλευσης ή αφετηρίας. Ως προέλευση ή αφετηρία θα μπορούσε να θεωρηθεί μια φράση ή μια περίσταση η οποία δεν εξηγείται από μόνη της αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εξήγηση άλλων (πιο περίπλοκων π.χ.) επιχειρημάτων. Σε κάθε επιστήμη που στηρίζεται σε αξιώματα υπάρχουν τέτοιου είδους προτάσεις-αφετηρίες. Υπάρχουν επίσης σε κάθε εμπειρική-επαγωγική επιστήμη η οποία χρησιμοποιεί ήδη γνωστά δεδομένα. Η Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ είναι αντιθέτως θεωρία χωρίς τέτοιου είδους αφετηρία, μια και δείχνει πώς και σε ποιο βαθμό το παράδειγμα της αφετηρίας σε αυτήν είναι αμφισβητούμενο (αλλά όχι και εντελώς χωρίς νόημα). Ορίζουμε την αρχή με βάση την πρόοδο που έχει επιτευχθεί και χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε καν αρχή. Η αρχή γίνεται αρχή στην πορεία, δηλαδή γίνεται αρχή ανάλογα με τη σχέση της προς τη συνέχεια. Αυτή η σχέση της είναι ζωτική γι’ αυτήν, μια που αν δεν υπήρχε η συνέχεια δεν θα ήταν αυτό που θεωρείται ότι είναι: αρχή. Αφού η αρχή γίνεται στη συνέχεια αυτό που είναι, έχει και αυτή την αρχή ή προέλευσή της σε κάτι άλλο (τη συνέχειά της) και έτσι αρχή και συνέχεια μοιάζουν πια σαν ένα πράγμα το οποίο δεν έχει αφετηρία.

Αυτή και παρόμοιες ανακαλύψεις οδήγησαν τον Χέγκελ, κατά το πρότυπο του Καντ, να δώσει το παράδειγμα μιας Λογικής κατασκευασμένης με ελάχιστες βασικές παραδοχές, υποστηρίζοντας μιαν επιστήμη εξαρχής συστημική, δηλαδή μια επιστήμη που αντιλαμβάνεται κάθε φράση της ως στιγμή ενός πράγματος, που έχει απόλυτη συνοχή και που αν δεν την είχε θα έχανε το νόημά της. Αυτές οι φράσεις δεν μπορούν πια να θεωρηθούν αρχές, άρα η φιλοσοφία του Χέγκελ δεν έχει αξιώματα. Μια θεωρία που οι φράσεις της γίνονται κατανοητές μόνο σε συνάρτηση με άλλες φράσεις σήμερα αποκαλείται Τοπολογία. Η Τοπολογία ερευνά σχέσεις τόπων, δηλαδή αντιλαμβάνεται τις φράσεις της σαν τόπους οι οποίοι αποκτούν νόημα μόνο σχετιζόμενοι με άλλους τόπους. Διότι έναν τόπο δεν μπορεί να τον ορίσει κανείς παρά μόνο διευκρινίζοντας τη θέση του σε σχέση με άλλους τόπους. Η Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ είναι μια συστημική τοπολογική θεωρία του λόγου και των επιτελεστικών δράσεών του, στις οποίες ανήκει και το φαινόμενο μιας προτασιακής αναφοράς.

Ίσως αυτές οι πληροφορίες να αρκούν για ν’ αντιληφθεί κανείς γιατί το ελληνικό «μετά» δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για περιγραφεί η θεωρία του Χέγκελ. Η μεταγλώσσα, η μεταθεωρία, κάνει τη γλώσσα και τη θεωρία αντικείμενα και υπονοεί πως θεωρητικές και μεταθεωρητικές καταθέσεις δεν είναι του ίδιου επιπέδου και πρέπει να τις διαχωρίζουμε πλήρως. Αυτός ο διαχωρισμός όμως, από την οπτική του Χέγκελ, οδηγεί στα όρια της απόλυτης παρεξήγησης και άρνησης της επιτελεστικής διάστασης και, κατά συνέπεια, της δομικής σημασίας που έχει η αντίφαση για τη συγκρότηση κάθε λόγου. Η μετατροπή τής locutio directa σε locutioνobliqua (από λόγο, δηλαδή, σε μεταλόγο) είναι, κατά τον Χέγκελ, απαραίτητη για να συνταχθεί και ο πιο απλός λόγος, του οποίου τα λογικά συμπεράσματα βρίσκονται ήδη μέσα του. Η ρητορική τού «μετά» χρησιμοποιείται σήμερα κυρίως για την αποφυγή αντιφάσεων, των οποίων είναι σύστοιχο και τις οποίες εκφράζει.

Αυτές οι ιδιαιτερότητες της Λογικής του Χέγκελ έχουν διάφορα επακόλουθα. Ένα από αυτά είναι η άριστη σχέση της με την ατομικότητα (Singularität). Στο πλαίσιο της Τοπολογίας κάτι υφίσταται ως ατομικό διαφορετικά από ό,τι αν παραθέταμε μια σειρά αφηρημένες διατυπώσεις. Αυτό βασίζεται στην παραδοχή ότι η υπαγωγή ενός (ατομικού) όρου σε μια μεταβλητή μέσα στη διατύπωση μπορεί να γίνει χωρίς να υπάρξουν περιπλοκές και μεμονωμένα επιχειρήματα· συνεπώς, οι ατομικές κρίσεις γίνονται σε κάποιες περιπτώσεις περιθωριακές, ενώ σε άλλες απλώς περιττές. Στο πλαίσιο μιας τοπολογικής λογικής, αυτού του είδους η υπαγωγή, και η συνεπαγόμενη υπεροχή της αναγωγής σε αυτήν, όχι απλώς δεν είναι απαραίτητη αλλά είναι και εξεζητημένη . Έτσι προκύπτουν εντελώς διαφορετικές όψεις της ειδικής περίστασης από αυτές με τις οποίες ασχολείται η λογική του ατομικού (λογική του όρου) του Χέγκελ.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΣΙΣΣΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

1 Zugrundegehen· πρόκειται για λογοπαίγνιο που χρησιμοποιεί συχνά ο Χέγκελ και σημαίνει, καταποντίζομαι, διαλύομαι, αλλά και επιστρέφω στο θεμέλιο (Grund).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL